Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Ολόκληρη η απόφαση που έκρινε αντισυνταγματικό το νέο μισθολόγιο (του 2017) των Σωμάτων ασφαλείας

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ολόκληρη η απόφαση που έκρινε αντισυνταγματικό το νέο μισθολόγιο (του 2017) των Σωμάτων ασφαλείας

Την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, προτάσσει το ΣτΕ, για να κρίνει αντισυνταγματικές της περικοπές που παγιώθηκαν για τους στρατιωτικούς και γενικά τα Σώματα Ασφαλείας , με το νέο μισθολόγιο του 2017.

Η απόφαση αυτή η οποία εκδόθηκε και δημοσιοποιήθηκε τον Μάιο του 2019, αποτελεί ενδεχομένως έναν μπούσουλα για όλα τα αποκαλούμενα ειδικά μισθολόγια γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη αξία το σκεπτικό του δικαστηρίου με το οποίο παρέπεμψε το θέμα για οριστική λύση λόγω μείζονος σπουδαιότητας  στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Οι μισθολογικές αλλαγές των στρατιωτικών κρίθηκαν από το ανώτατο δικαστήριο αντισυνταγματικές, με το σκεπτικό ότι η Πολιτεία προσαρμόστηκε πλημμελώς στις προηγούμενες αποφάσεις του 2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ (2192-2196/2014) και δεν εφάρμοσε στη συνταγματικά προστατευόμενη αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών.  Επιπρόσθετα κρίθηκε  ότι οι αποδοχές των ένστολων πρέπει να φτάσουν στα προ της 1ης Αυγούστου 2012 μισθολογικά  επίπεδα.

Ιδού η απόφαση του ΣτΕ 852/2019 (ΣΤ’ Τμήμα)

Το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας (επταμελής σύνθεση), υπό την προεδρία της Αντιπροέδρου κας Μαρίας Καραμανώφ, με την υπ’ αριθ. 852/2019 ομόφωνη απόφαση του έκρινε ότι το νέο μισθολόγιο των Σωμάτων Ασφαλείας του ν. 4472/2017 (άρθρα 124-127) είναι αντισυνταγματικό. Λόγω του μείζονος ενδιαφέροντος, η πιλοτική αυτή υπόθεση έχει αποσταλεί προς συζήτηση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Το πλήρες σκεπτικό παρουσιάζεται από την ΕΝΥΠΕΚΚ.

«Αριθμός 852/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2018, με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Κ. Φιλοπούλου, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Φρ. Γιαννακού, Κ. Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Αγγ. Χριστοδούλου.

Για να δικάσει την από 13 Νοεμβρίου 2017 αίτηση:

των: 1. δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (Αστυνομικό Προσωπικό κάθε βαθμίδας)» (Π.Ο.ΑΣ.Υ.), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Μπουκουβάλα και 2. δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας» (Π.Ο.ΑΞΙ.Α.), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ρήγα Μπαρμπούρη

κατά των: 1. Υπουργού Οικονομικών και 2. Υπουργού Εσωτερικών

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες συνδικαλιστικές οργανώσεις επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. οικ.2/52259/ΔΕΠ/19.7.2017 πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ελ. Παπαδημητρίου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε    κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (αριθμός ηλεκτρονικού παραβόλου με κωδικό πληρωμής 174346188958 0115 0030) και η οποία εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Στ΄ Τμήματος, κατόπιν της από 18.4.2018 πράξης της Προέδρου αυτού, λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της οικ.2/52259/ΔΕΠ/19.7.2017 πράξης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τον τίτλο «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) “Μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής”».
  1. Επειδή, με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 «Μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής» (Α΄ 74/19.5.2017) θεσπίζονται νέες ειδικές μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου (αναδιάρθρωση των «ειδικών μισθολογίων»), μεταξύ δε άλλων, στο Κεφάλαιο Β΄ του μέρους αυτού, θεσπίζεται νέο μισθολόγιο και για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αναδρομικά από 1.1.2017, ημερομηνία από την οποία θεωρούνται καταργηθείσες, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν.

Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Β΄ του Μέρους ΣΤ΄ ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 124, με τον τίτλο «Κατηγορίες μισθολογικής κατάταξης», ότι: «Για τη μισθολογική κατάταξη των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας δημιουργούνται τέσσερις (4) κατηγορίες, ανάλογα με την προέλευση των στελεχών αυτών. Οι κατηγορίες αυτές διακρίνονται ως εξής: Α. Κατηγορία Α΄: για τα στελέχη που προέρχονται από τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) ή αντίστοιχες παραγωγικές Σχολές Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος, τους απευθείας ή με διαγωνισμό κατατασσόμενους στο Σώμα των αξιωματικών και τα κοινά Σώματα από την ονομασία τους ως αξιωματικών, για αξιωματικούς ειδικών καθηκόντων της Ελληνικής Αστυνομίας πτυχιούχους Α.Ε.Ι. και αξιωματικούς Ειδικών Υπηρεσιών του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος. Β. Κατηγορία Β΄: για υπαξιωματικούς, ανθυπασπιστές και αξιωματικούς που προέρχονται από τις παραγωγικές σχολές Υπαξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων (Α.Σ.Σ.Υ.), για τους αξιωματικούς του ν.δ. 649/1970 (Α΄ 176), για τους υπαξιωματικούς, ανθυπαστυνόμους και αντίστοιχους και αξιωματικούς που προέρχονται από παραγωγικές ή μη σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και για τους αστυφύλακες, πυροσβέστες και λιμενοφύλακες των ίδιων Σωμάτων. Γ. Κατηγορία Γ΄: για τα στελέχη με προέλευση από ΕΠΟΠ – Ο.Π.Υ.ΕΜΘ – ΕΠΥ, καθώς και το προερχόμενο από την κατηγορία Δ΄ αστυνομικό προσωπικό. Δ. Κατηγορία Δ΄: για τους Ειδικούς Φρουρούς – Συνοριακούς Φύλακες της Ελληνικής Αστυνομίας». Στο άρθρο 125 καθορίζονται οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των ως άνω στελεχών ανά κατηγορία κατάταξης και κλιμάκιο. Στο άρθρο 126 ορίζεται η μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των στελεχών των ως άνω κατηγοριών, ανά κατηγορία. Στο άρθρο 127 ορίζονται τα προβλεπόμενα πέραν από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρεχόμενα επιδόματα και παροχές κατά μήνα, ειδικότερα δε προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι: «Α. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), όπως κάθε φορά ισχύει. Β. Επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας, λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων των εν λόγω στελεχών καθώς και της απασχόλησης χωρίς ωράριο εργασίας ή πέραν του ωραρίου εργασίας, οριζόμενο ως εξής: … Το εν λόγω επίδομα προσαυξάνεται κατά πενήντα πέντε (55) ευρώ για τα στελέχη που είναι έγγαμα χωρίς τέκνα. Για τα στελέχη που έχουν τέκνα, τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης της οικογενειακής παροχής του άρθρου 15 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), το εν λόγω επίδομα προσαυξάνεται κατά εκατόν δεκαπέντε (115) ευρώ. Σε περίπτωση συζύγων που αμείβονται και οι δύο με τις διατάξεις του παρόντος, η ως άνω προσαύξηση καταβάλλεται και στους δύο. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι του προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στα καθήκοντα και τις συνθήκες που δικαιολογούν την καταβολή του. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των στελεχών με απόσπαση, μετακίνηση, διάθεση ή εκπαιδευτική άδεια μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών, από τα εν γένει καθήκοντα, τις θέσεις και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγηση του επιδόματος αυτού, διακόπτεται ισοχρόνως και η καταβολή του με βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου. Γ. Επίδομα θέσης ευθύνης, οριζόμενο κατά βαθμίδα θέσης, ως εξής: … Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος είναι η πραγματική άσκηση των καθηκόντων όλων των ανωτέρω. Δ.α. Στο προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας (Ελληνική Αστυνομία…), το οποίο λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών αποδεδειγμένα εργάζεται πέραν των πέντε (5) ημερών την εβδομάδα, χορηγείται ειδική αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των σαράντα έξι ευρώ (46) για κάθε επιπλέον ημέρα απασχόλησης. β. Στο ίδιο ως άνω προσωπικό, … που αποδεδειγμένα εργάζεται κατά τις νυκτερινές ώρες χορηγείται ειδική αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των δύο ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (2,77 €) ανά ώρα νυχτερινής απασχόλησης. Το ανώτατο όριο των ωρών νυχτερινής απασχόλησης, οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω αποζημίωσης καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Μέχρι την έκδοση της εν λόγω κοινής υπουργικής απόφασης εξακολουθεί να καταβάλλεται το επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας μονάδων που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. Α8 υποπερίπτωση β΄ του άρθρου 51 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297) και σύμφωνα με τις σχετικές εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των στελεχών με απόσπαση, μετακίνηση ή εκπαιδευτική άδεια μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών από τα καθήκοντα, τις θέσεις και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγηση των αποζημιώσεων αυτών, διακόπτεται ισοχρόνως και η καταβολή τους με βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου. γ. … Ε. Στα στελέχη… της Ελληνικής Αστυνομίας… που υπηρετούν ή είναι αποσπασμένα στο Νομό Έβρου και στους Νομούς Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσων και Σαμοθράκης, … χορηγείται μηνιαίο επίδομα ύψους εκατό ευρώ (100 €). Το επίδομα αυτό καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στην Υπηρεσία της περιοχής που δικαιολογεί την καταβολή του. Επίσης καταβάλλεται και για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των υπαλλήλων, για οποιονδήποτε λόγο όπως μετακίνηση, απόσπαση, μετάθεση, διάθεση, από την περιοχή η οποία δικαιολογεί τη χορήγησή του, διακόπτεται ισοχρόνως η καταβολή του με βεβαίωση του οικείου Προϊσταμένου. Τα επιδόματα των παραγράφων Β΄ έως Ε΄ του παρόντος δεν καταβάλλονται στους οπλίτες βραχείας ανακατάταξης (μέχρι τριών ετών), στους μαθητές των σχολών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και των σχολών των Σωμάτων Ασφαλείας, στους τελούντες σε κατάσταση πολεμικής ή μόνιμης διαθεσιμότητας, καθώς και στους έφεδρους και δόκιμους έφεδρους αξιωματικούς. ΣΤ. Τα επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου (πτητικό, πτώσεως αλεξιπτωτιστών, καταδυτικό, υποβρύχιων καταστροφέων, δυτών, εκκαθάρισης ναρκοπεδίων, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, ειδική αποζημίωση πυροτεχνουργών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, γραφείου λόγω ανικανότητας ένεκα παθήματος στην υπηρεσία) που παρέχονται στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας εξακολουθούν να καταβάλλονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις και στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού, οι οποίες εκδίδονται σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος, καθορίζονται το ύψος, οι δικαιούχοι, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης των ως άνω επιδομάτων. Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία παύει στο εξής η καταβολή οποιουδήποτε από τα παραπάνω επιδόματα [Σύμφωνα με το άρθρο 34 του ν. 4508/2017 (Α΄ 200/22.12.2017): “1. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στις περιπτώσεις ΣΤ΄ και I΄ του άρθρου 127 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) παρατείνονται μέχρι τις 30 Μαρτίου του έτους 2018. 2. Η παρούσα διάταξη ισχύει από 1.1.2018”]. Ζ. Στο αστυνομικό προσωπικό που υπηρετεί στα Αστυνομικά Τμήματα Κακαβιάς και Κρυσταλλοπηγής διατηρείται το ειδικό μηνιαίο επίδομα μετακίνησης της παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 3103/2003 (Α΄ 23), στο ίδιο ύψος και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ίσχυαν έως την ημερομηνία έναρξης του παρόντος νόμου. Η. Για το αστυνομικό προσωπικό της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, διατηρείται η ειδική μηνιαία αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2713/1999 (Α΄ 89) στο ίδιο ύψος και με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ίσχυαν έως την ημερομηνία έναρξης του παρόντος νόμου. Θ. … Ι. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και των καθ΄ ύλην αρμόδιων Υπουργών, η οποία εκδίδεται σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος, καθορίζεται η αποζημίωση του διδακτικού και εκπαιδευτικού προσωπικού των στρατιωτικών σχολών και των κέντρων εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Στην περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία παύει στο εξής η καταβολή της παραπάνω αποζημίωσης. Μέχρι την έκδοση της εν λόγω κοινής απόφασης εξακολουθούν να καταβάλλονται τα ποσά που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης. Κ. Πέρα από τα επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, όλες οι άλλες παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις με οποιαδήποτε ονομασία, που προβλέπονται από άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις καταργούνται». Εξάλλου, στο άρθρο 155 του ως άνω νόμου, με τον τίτλο «Διασφάλιση αποδοχών» ορίζονται τα εξής: «1. Αν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική. Για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή παροχή. Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη: α) Για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος το επίδομα της παραγράφου Ε΄ του άρθρου 127 και τα επιδόματα της παραγράφου ΣΤ΄ του ίδιου άρθρου. Για τα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, τα επιδόματα της παραγράφου ΣΤ΄ του ίδιου άρθρου. β) … γ) … δ) … ε) … Η εν λόγω προσωπική διαφορά μειώνεται από οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση των αποδοχών του υπαλλήλου, πλην της χορήγησης παροχών και επιδομάτων που εξαιρούνται της ανωτέρω σύγκρισης. 2. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές υψηλότερες από αυτές που ελάμβανε ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: α) Εφόσον η μηνιαία αύξηση δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι (20) ευρώ, αυτή καταβάλλεται άμεσα και σε μία δόση. β) Εφόσον η μηνιαία αύξηση υπερβαίνει το ποσό των είκοσι (20) ευρώ, αυτή καταβάλλεται σε ισόποσες δόσεις σε χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών. Για τη σύγκριση των αποδοχών εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου». Στο άρθρο 156, με τον τίτλο «Ανώτατο όριο αποδοχών», ότι «… Για τα στελέχη των Ενόπλων δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας ως ανώτατο όριο αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών ή απολαβών ορίζεται το σύνολο των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Α/Γ.Ε.ΕΘ.Α.), συμπεριλαμβανομένης της προσαύξησης του τρίτου εδαφίου της παραγράφου Β΄ του άρθρου 127 του παρόντος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή παροχή». Τέλος, στο άρθρο 160 του ως άνω νόμου προβλέπεται ότι από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου καταργούνται, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των άρθρων 15, 34 έως 44 και 46 έως 54 του ν. 3205/2003, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 162 αυτού, η ισχύς των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ αρχίζει από 1.1.2017, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις του.

  1. Επειδή, ακολούθως, με την προσβαλλόμενη πράξη οικ.2/52259/ΔΕΠ/19.07.2017 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τον τίτλο «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) κ.λπ.», κοινοποιήθηκαν στις υπηρεσίες, που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποδεκτών, οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του ως άνω Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (άρθρα 124 έως 127) που αφορούν το μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και παρασχέθηκαν οδηγίες και διευκρινίσεις για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των επιμέρους ρυθμίσεών τους. Ειδικότερα, στην πράξη αυτή επαναλαμβάνονται, κατ’ άρθρο, οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου και παρατίθενται αναλυτικοί πίνακες α) στο άρθρο 125 («Βασικός Μισθός») κατά βαθμό και κατηγορία υπαλλήλων, των ποσών των προβλεπόμενων από τον νόμο κονδυλίων, β) στο άρθρο 126 («Μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη») ανά βαθμό και κατηγορία υπαλλήλων και έτος υπηρεσίας, της μισθολογικής εξέλιξης των στελεχών ανά κατηγορία. Επίσης, παρέχονται διευκρινίσεις, κατ’ άρθρο, για ορισμένες από τις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις, περιλαμβάνονται δε και νέες ρυθμίσεις. Ειδικότερα, ορισμένες από τις νέες ρυθμίσεις που εισάγονται με την προσβαλλόμενη πράξη είναι i) η μνεία, στο άρθρο 124 αυτής, της ένταξης ειδικής κατηγορίας στελεχών Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στην κατηγορία Α [«Επίσης, στην εν λόγω κατηγορία εντάσσονται και οι προερχόμενοι από Ανθυπασπιστές και μόνιμους υπαξιωματικούς που μετατάσσονται στα Σώματα των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, δυνάμει ειδικών διατάξεων (π.χ. άρθρο 9 του ν. 3833/2010)»], ii) η μνεία, στο άρθρο 126 της ιδίας πράξης, της μη αναγνώρισης ως προϋπηρεσίας του χρόνου παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ’ αποκοπήν εργασίας, εκτός εάν οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, iii) η μνεία, στο ίδιο άρθρο, της μη αναγνώρισης ως προϋπηρεσίας της θαλάσσιας προϋπηρεσίας που έχει προσφερθεί σε φορείς εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 7 του ν. 4354/2015 (που δεν προβλέπεται ρητώς στον ν. 4472/2017), iv) η μνεία, στο άρθρο 127 της ως άνω πράξης, ότι μέχρι την έκδοση της εκ του νόμου απαιτούμενης Κ.Υ.Α. θα καταβάλλονται ως ίσχυαν οι αποζημιώσεις του διδακτικού και εκπαιδευτικού προσωπικού των στρατιωτικών σχολών και των κέντρων εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, v) η πρόβλεψη, στο άρθρο 155 αυτής, της βάσης υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς, κατά τρόπο αποκλίνοντα από τη διάταξη του άρθρου 155 του ν. 4472/2017. Ειδικώς δε, με τη διάταξη του άρθρου 155, προσδιορίζονται (με τη συμπερίληψη ενδεικτικών παραδειγμάτων εφαρμογής), το πρώτον, ως βάση υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς οι τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτά ελάμβαναν κατά την 31.12.2016, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχομένων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, περιέχει και νέες ρυθμίσεις λεπτομερειακού χαρακτήρα για τα ζητήματα του μισθολογίου, δεδομένου ότι εξειδικεύει κατά βαθμό και κατηγορία τις χορηγούμενες αποδοχές και θέτει νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον νόμο, και, ως εκ τούτου, είναι πράξη κανονιστικού περιεχομένου, η οποία έχει εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλεται παραδεκτώς με την κρινόμενη αίτηση. Δεν μπορεί, όμως, να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη η μεταγενεστέρως εκδοθείσα 8002/26/906-β/22.11.2017 απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρωπίνου Δυναμικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία αφορά στο διαφορετικό ζήτημα της κατάταξης των διαφόρων στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 124 και 126 του ν. 4472/2017.
  1. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία, ως εκ του περιεχομένου της, έχει κανονιστικό χαρακτήρα, είναι δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 2 εδ. θ΄ και 8 παρ. 1 εδ. η΄ του ν. 3469/2006 (Α´ 131), εφόσον δεν προβλέπεται για αυτήν ειδικότερος τρόπος δημοσίευσής της. ΄Οπως, όμως, βεβαιώνεται με το με α.π. 2/8769/ΔΕΠ/02.02.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Εισοδηματικής Πολιτικής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προς το Δικαστήριο, η πράξη αυτή δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η δε ανάρτησή της στο διαδίκτυο στο «Πρόγραμμα Διαύγεια» (ΑΔΑ: ΨΜΦ2Η-Β2Φ), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 3861/2010 (Α΄ 112), δεν υποκαθιστά την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη δημοσίευσή της, διότι οι ρυθμίσεις του ν. 3861/2010 για την υποχρεωτική ανάρτηση πράξεων στο διαδίκτυο δεν θίγουν τις διατάξεις του ν. 3469/2006, όσον αφορά στη δημοσίευση των κανονιστικών πράξεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. ΣτΕ 3001/2017, 1665/2017, 3297/2015, 2252/2013), οι οποίες, αν δεν δημοσιευθούν, είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες. Ωστόσο, λόγω της φύσεως και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις είναι ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον (βλ. ΣτΕ 216/2016 Ολ., 4755/2012 Ολ., 87/2011 Ολ., 3001/2017, 3297/2015, 1082/2013, 2252/2013). Ενόψει τούτων, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, για τον λόγο αυτό, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, πρέπει να ακυρωθεί (βλ. ΣτΕ 2649/2017 Ολ., 216/2016 Ολ., 87/2011 Ολ., 3001/2017, 2252/2013). Το Δικαστήριο, όμως, κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως λόγω σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων, τα οποία αφορούν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και τη συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 4472/2017 που καθιερώνουν το νέο μισθολόγιο των στρατιωτικών και αστυνομικών υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 2649/2017 Ολ. σκ.13, 3913/2015 Ολ. σκ.8, 776/2017 σκ.7, 2353/2016 σκ.14).
  1. Επειδή, περαιτέρω, το έννομο συμφέρον για την προσβολή διοικητικής πράξης, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, κρίνεται κατά περίπτωση, ενόψει κυρίως των επιδιωκόμενων από αυτά, κατά τη συστατική τους πράξη ή το καταστατικό τους, συγκεκριμένων σκοπών και του περιεχομένου της πράξης (βλ. ΣτΕ 2913/2017 Ολ., 1745/2016 Ολ., 1909/2014 Ολ., 1212/2010 Ολ.). Στην προκείμενη δε περίπτωση, στους σκοπούς της πρώτης αιτούσας, δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων» (Π.Ο.ΑΣ.Υ.), περιλαμβάνονται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του καταστατικού της, μεταξύ άλλων, «Η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών και κοινωνικών συμφερόντων των Αστυνομικών Υπαλλήλων …» (παρ. 2). Επίσης, στους σκοπούς της δεύτερης αιτούσας, δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας» (Π.Ο.ΑΞΙ.Α.), όπως προκύπτει από το καταστατικό της, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, «Η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, επαγγελματικών, οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών της και της ευρύτερης αστυνομικής οικογένειας» (άρθρο 2 παρ. 1), ενώ μέσα για την επίτευξη του σκοπού της είναι, μεταξύ άλλων, «να εγκαλεί και να καταγγέλλει στις διοικητικές και δικαστικές αρχές … τις παραβιάσεις της εργατικής και της ασφαλιστικής νομοθεσίας και των κανονισμών ή οργανισμών που αφορούν στην ίδια ή στα μέλη της» (άρθρο 3), μέλη της δε είναι τα πρωτοβάθμια Σωματεία Ενώσεων Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (άρθρο 4). Κατά συνέπεια, οι αιτούσες έχουν, με βάση το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) και το καταστατικό τους, έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη πράξη προσδιορίζονται ειδικώς και λεπτομερώς οι αποδοχές, μεταξύ άλλων, των Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας και των Αστυνομικών Υπαλλήλων εν γένει και θίγονται μισθολογικά συμφέροντα των μελών τους [βλ. ΣτΕ 2194/2014 Ολ. (για την Π.Ο.ΑΣ.Υ.), 2151/2015 Ολ., 668/2012 Ολομ., 3281/2017, 2368/2017, πρβλ. ΣτΕ 710/2017 Ολ.]. Ενόψει δε της κανονιστικής φύσεως της προσβαλλόμενης πράξης δεν αναιρείται το έννομο συμφέρον των αιτουσών από το γεγονός ότι τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης αυτής, όσο και κατά τον χρόνο άσκησης της κρινομένης αίτησης (23.10.2017) δεν είχαν ακόμη εκδοθεί η πράξη μισθολογικής κατάταξης και τα αναλυτικά σημειώματα αποδοχών των άμεσα ενδιαφερoμένων, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση ο ν. 4472/2017 εφαρμόζεται αναδρομικά από 1.1.2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 162 αυτού.
  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι με το νέο μισθολόγιο, που καθιερώνεται με τις διατάξεις του ν. 4472/2017 και την προσβαλλόμενη πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, παραβιάζεται η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος, δεδομένου ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα κριτήρια που τέθηκαν για την τήρηση της αρχής αυτής με τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου (σημασία της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων των στελεχών τους, τεκμηριωμένη συνεκτίμηση του αν με τις νέες μειώσεις οι αποδοχές τους παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάλογες με την αποστολή τους). Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι τα προβλεπόμενα στον νόμο επιδόματα (επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και επιδόματα κινδύνου) δεν προβλέπονται ως παροχές για το σύνολο του προσωπικού, παρά το γεγονός ότι τελεί διαρκώς σε υπηρεσία και ιδίως το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας ως εκ της αποστολής του αντιμετωπίζει καθημερινά σημαντικούς κινδύνους για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Δεν προηγήθηκε δε εκτίμηση για τις επιπτώσεις που επιφέρει το νέο μισθολόγιο στο προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας, ιδίως ενόψει της ιδιαίτερης μισθολογικής στασιμότητας που επιφέρει για μακρά χρονικά διαστήματα, αλλά και της νέας απώλειας και μείωσης αποδοχών είτε άμεσης είτε σε βάθος χρόνου, δεδομένου ότι με την πρόβλεψη της προσωπικής διαφοράς σε ένα μέρος του προσωπικού οι μειώσεις δεν είναι άμεσες, ωστόσο οι μισθολογικές απώλειες σε βάθος χρόνου είναι βέβαιες και σημαντικές σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, αφού οι όποιες αυξήσεις, προϊόντος του χρόνου (με τη μετάβαση δηλαδή σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο του νέου μισθολογίου), απορροφώνται από την προσωπική διαφορά. Επίσης, προβάλλεται ότι παραβιάζεται το δεδικασμένο που απορρέει από τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, λόγω του καθορισμού, με το νέο μισθολόγιο, των αποδοχών των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, σε επίπεδο κατώτερο των αποδοχών που ορίζονται με τα άρθρα 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τις διατάξεις των νόμων 4093/2012 και 4307/2014 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Ειδικά δε σε σχέση με τον μηχανισμό της προσωπικής διαφοράς που καθιερώνεται στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017, προβάλλεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, με την προσβαλλόμενη πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, θεωρούνται ως βάση υπολογισμού αυτής οι αποδοχές που ελάμβαναν οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας στις 31.12.2016, βάσει των διατάξεων του ν. 4307/2014 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, καθιερώνοντας κανόνα δικαίου δεσμευτικό για τις Υπηρεσίες πέρα από το γράμμα του νόμου που αναφέρεται ρητά σε αποδοχές που «δικαιούνταν» και όχι σε αποδοχές που «καταβάλλονταν» στις 31.12.2016.
  1. Επειδή, από τον συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος (όπως ισχύει) και 50 παρ. 4 και 5 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται, όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στον νομικό κόσμο τη νομοθετική διάταξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά να προβεί και σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από την ακυρωθείσα πράξη, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις βάσει αυτής εκδοθείσες εν τω μεταξύ πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα ευρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Το ειδικότερο, εξάλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της Διοίκησης προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακύρωσης, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα τα οποία εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της απόφασής του (βλ. ΣτΕ 1163-1167/2017 Ολ., 1125-1128/2016 Ολομ., 677/2010 Ολομ., 1536/2016, 276/2016, 3704/2014 κ.ά.). Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά τη δημοσίευση της απόφασης η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί επικαλούμενη λόγους, οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θέσπισης της διάταξης του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. αποφάσεις του Συμβουλίου άρθρου 2 ν. 3068/2002, 3-4/2018, 43/2010, 21/2008). Εξάλλου, το δικαίωμα στη «δίκαιη δίκη», που εγγυάται τόσο το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256), περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, αλλά και το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιτύχει την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί κατ’ αποδοχήν ασκουμένου από το εν λόγω πρόσωπο ενδίκου βοηθήματος. Επομένως, η Διοίκηση υποχρεώνεται να συμμορφώνεται απροφασίστως και προς τις δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων που ο ειδικός νόμος, προς εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής, κατέστησε αρμόδια για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης ή μη της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, με τον τρόπο που εκείνα κρίνουν, βάσει της δικαστικής απόφασης, ως προσήκοντα, καθώς και για την επιβολή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, των κατά τον νόμο κυρώσεων (βλ. αποφάσεις Τριμελούς Συμβουλίου ΣτΕ 18/2015, 51/2012). Ως εκ τούτου, ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί, εφόσον τα αρμόδια δικαστικά όργανα έχουν ήδη υποδείξει στη Διοίκηση τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, να καθιστά, με ειδικές διατάξεις, ανενεργή την εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης, καταστρατηγώντας την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αποτελεί ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης.
  1. Επειδή, οι ιδιαίτερες, μισθολογικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις για τους υπηρετούντες στις ΄Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας περιελήφθησαν, αρχικώς, στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 754/1978 (Α΄ 17) και, ακολούθως, με τις διατάξεις του ν. 1643/1986 (Α΄ 126) επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του μισθολογικού καθεστώτος αυτών. Εκτεταμένες αλλαγές επήλθαν με τον ν. 2448/1996 (Α΄ 279), με τις διατάξεις του οποίου καθορίσθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων προς αυτόν, ως βάση για τον υπολογισμό του μισθού των λοιπών βαθμών της ιεραρχίας, χορηγήθηκαν υψηλότερες αυξήσεις στους ανώτατους αξιωματικούς, «προς ενίσχυση του κύρους του βαθμού και για την αντιστάθμιση της αυξημένης ευθύνης των καθηκόντων που τους ανατίθενται», όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, ενώ παράλληλα επιχειρήθηκε η εκλογίκευση της επιδοματικής πολιτικής, με τη διατήρηση ορισμένων βασικών επιδομάτων (χρόνου υπηρεσίας και οικογενειακών βαρών), την αύξηση ορισμένων άλλων (εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών), τη θέσπιση νέων (επιδόματα ειδικής απασχόλησης, επιτελικής ευθύνης, έξοδα παράστασης) και την κατάργηση των υπολοίπων επιδομάτων που είχαν χορηγηθεί κατά το παρελθόν. Ακολούθησε ο ν. 3205/2003 (Α΄ 297), με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ΄ του οποίου (άρθρα 50 και 51) τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις του μισθολογίου των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του κωδικοποιούνται οι αλλαγές που επήλθαν μέχρι σήμερα και χορηγούνται επιπλέον αυξήσεις, ώστε η δομή του μισθολογίου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις σύγχρονες ανάγκες του προσωπικού του. Με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ως άνω ν. 3205/2003 διατηρήθηκε ως βάση υπολογισμού των αποδοχών των στελεχών αυτών ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού. Πέραν του μηνιαίου βασικού μισθού, με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ίδιου νόμου, προβλεπόταν η χορήγηση στο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας, οικογενειακής παροχής και εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών, καθώς και ειδικών επιδομάτων, συνδεομένων με την ιδιαίτερη φύση της αποστολής τους (ειδικών συνθηκών, ειδικής απασχόλησης, θέσης υψηλής ή αυξημένης ευθύνης, ευθύνης διοίκησης διεύθυνσης και αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας μονάδων), και εξόδων παράστασης. Με τις ίδιες διατάξεις διατηρήθηκαν, επίσης, τα ήδη χορηγούμενα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας. Ακολούθως, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ΄, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων και ειδικότερα, με τις περιπτώσεις 31-33 της ως άνω υποπαραγράφου, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003 και μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με τη μείωση του βασικού μισθού του ανθυπολοχαγού και των αντίστοιχων βαθμών, τη μείωση των συντελεστών βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών και τη μείωση των προβλεπόμενων επιδομάτων και αποζημιώσεων. Με τις ίδιες διατάξεις, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις κοινών υπουργικών αποφάσεων 8002/32/122-α/6.9.2007 (Β΄ 1803) και 2/2381/0022/5.5.2009 (Β΄ 928), με τις οποίες είχαν καθορισθεί, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου Α8 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003, τα επιδόματα επιχειρησιακής ετοιμότητας του ένστολου προσωπικού της ΕΛ.Α.Σ. και του Λ.Σ.
  1. Επειδή, με τις 2194-5/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), με την οποία είχαν υποχρεωθεί τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας να επιστρέψουν αποδοχές που είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, λόγω της αναδρομικής, από 1.8.2012, μείωσης των αποδοχών τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1, της παραγράφου Γ΄, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222). Κατά τα αναφερόμενα στις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) επιβλήθηκε ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, η περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων βάσει «ειδικών» μισθολογίων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η οποία ευρίσκει έρεισμα σε πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3), αποτελεί πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και δικαίωμα των στρατιωτικών, το οποίο τους απονέμεται, αφενός μεν, ως αντιστάθμισμα του καθεστώτος απαγορεύσεων και περιορισμών, στο οποίο υπόκεινται κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής τους απασχόλησης, και των ειδικών συνθηκών εργασίας τους, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για την ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αφετέρου δε, ως αναγνώριση της σημασίας που έχει η εκπλήρωση της αποστολής τους για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Από την αρχή αυτή απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιο των στρατιωτικών μετά από συνεκτίμηση κριτηρίων που, πέραν του κλάδου, του βαθμού και των καθηκόντων τους, ανάγονται στις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης της επικινδυνότητας του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιβαλλόμενη αποκλειστική αφιέρωσή τους στο επάγγελμα αυτό. Ο νομοθέτης πρέπει, περαιτέρω, να λαμβάνει μέριμνα, ώστε οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το κράτος, προκειμένου να αποτρέπεται η εξωυπηρεσιακή απασχόλησή τους και να μειώνονται οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους αυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού και των επιδομάτων των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, η μεταβολή, όμως, του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών τους, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Κατά την άσκηση, εξάλλου, του οριακού ακυρωτικού ελέγχου νομοθετικών μέτρων που επιφέρουν μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών, πρέπει, αφενός μεν, να εξετάζεται αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμήθηκαν από τον νομοθέτη τα προαναφερόμενα κριτήρια ή αν, αντιθέτως, ελήφθησαν υπόψη άλλα κριτήρια, μη συναφή προς το αντικείμενο της ρύθμισης ή προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, αφετέρου δε, αν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατ’ επίκληση των οποίων τα μέτρα αυτά ελήφθησαν, καθιστούν δικαιολογημένη την κατ’ αρχήν πρόβλεψή τους και συνταγματικώς ανεκτή την ένταση της επιχειρούμενης με αυτά επέμβασης. Ενόψει τούτων έγινε δεκτό ότι με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 ο νομοθέτης αντιμετώπισε τα «ειδικά» μισθολόγια, καθένα από τα οποία αφορά, σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, χωρίς να λάβει υπόψη τα προαναφερόμενα κριτήρια η συνεκτίμηση των οποίων ήταν επιβεβλημένη, διότι οι επίμαχες περικοπές αφορούσαν σε αποδοχές των στελεχών στρατιωτικώς οργανωμένων σωμάτων, υπέρ των οποίων ο κοινός νομοθέτης έχει, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης και, κατά συνέπεια, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, που εχώρησαν με βάση το ανωτέρω καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που επεβλήθησαν διαδοχικώς στις αποδοχές των στρατιωτικών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές τους επιβαρύνσεις, υπερέβαιναν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Με τις ανωτέρω σκέψεις έγινε τελικώς δεκτό ότι οι προμνησθείσες διατάξεις του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, και μάλιστα αναδρομικώς από 1.8.2012, ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος. Αντίστοιχες αποφάσεις της Ολομελείας εκδόθηκαν και για τους εν ενεργεία στρατιωτικούς (2193/2014), τους απόστρατους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων (2194/2014) και τα εν ενεργεία στελέχη του Λιμενικού Σώματος (2196/2014).
  1. Επειδή, μετά τη δημοσίευση των ως άνω ακυρωτικών αποφάσεων ορισμένοι από τους διαδίκους των σχετικών δικών άσκησαν, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και του π.δ/τος 61/2004 (Α΄ 54), αιτήσεις για τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις αυτές, επί των οποίων εκδόθηκαν τα 10-13/2014 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως του Δικαστηρίου και, αφού κρίθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Διοίκησης, κλήθηκε το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί και υπεδείχθησαν στη Διοίκηση οι ενέργειες, στις οποίες υποχρεούτο να προβεί για την πλήρη συμμόρφωσή της. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι από τις υπ’ αριθμ. 2193-6/2014 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρρεε εν πρώτοις η υποχρέωση καταβολής των αποδοχών που οι αιτούντες υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, συνεπεία της εφαρμογής των αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 4093/2012. Πέραν της υποχρεώσεως αυτής, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, ευθεία δηλαδή συνέπεια της ακύρωσης κανονιστικής πράξης, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείτο στο παρελθόν, η κήρυξη της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012 δημιούργησε την πρόσθετη υποχρέωση της Διοίκησης να μεριμνήσει για τον τρόπο επιστροφής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι στρατιωτικοί ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν μετά τις περικοπές που υπέστησαν κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του νόμου αυτού. Κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω πρακτικό, η υποχρέωση αυτή, η οποία αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012 και έχει ως συνέπεια την αναβίωση των ειδικών μισθολογικών ρυθμίσεων για τους στρατιωτικούς και τους υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012 (βλ. άρθρα 50 και 51 του ν. 3205/2003, Α΄ 297), αφορά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της έναρξης ισχύος του ν. 4093/2012 και της δημοσίευσης των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επίσης, κρίθηκε ότι η Διοίκηση, μετά τη δημοσίευση των ακυρωτικών αποφάσεων, υποχρεούτο να θεωρήσει ως ισχύουσες τις προ του ν. 4093/2012 μισθολογικές διατάξεις και να καταβάλει στους στρατιωτικούς και τους υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας για τον εφεξής χρόνο τις αποδοχές που δικαιούνταν βάσει των τελευταίων αυτών διατάξεων. Με τα ίδια πρακτικά έγινε, τέλος, δεκτό ότι ο νομοθέτης και, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση διατηρούν την ευχέρεια να προβούν στην κατάρτιση νέου μισθολογίου για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας επί τη βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομελείας, στην περίπτωση, ωστόσο, αυτή, κατά τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου, οι αποδοχές των στρατιωτικών και των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας δεν μπορούν να καθορισθούν σε επίπεδα αντίστοιχα και, κατά μείζονα λόγο, κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του ν. 4093/2012 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Τούτο δε, διότι μία τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του δεδικασμένου που απορρέει από τις ακυρωτικές αποφάσεις και θα συνιστούσε, κατ’ επέκταση, περίπτωση μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις αυτές, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι οι επιβληθείσες δυνάμει του νόμου αυτού μειώσεις υπερέβησαν, λόγω της σωρευτικής επιβαρύνσεως των στρατιωτικών, τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη.
  1. Επειδή, μετά την έκδοση των πρακτικών αυτών και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία συμμόρφωσης της Διοίκησης δημοσιεύθηκε ο ν. 4307/2014 (Α΄ 246/15.11.2014), στο άρθρο 86 του οποίου περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικά με τη μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με τις νεότερες διατάξεις καταργήθηκαν, αφ’ ης ίσχυσαν, οι προμνησθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (παρ. 2), αντικαταστάθηκαν εκ νέου, από 1-8-2012, τα άρθρα 50 παρ. 2 και 3 και 51 παρ. 3-8α και 10 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), αυξήθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων βαθμών, καθορίσθηκαν νέοι συντελεστές προσδιορισμού βασικών μισθών, αναπροσαρμόσθηκαν δε τα διάφορα επιδόματα των στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας (παρ. 2). Με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 86 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι με κοινή υπουργική απόφαση καθορίζεται «ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναπροσαρμοσμένων αποδοχών και συντάξεων, καθώς και της διαφοράς αποδοχών και συντάξεων που απορρέει από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 31.12.2014 προς τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας… εν ενεργεία και απόστρατους». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 (Β΄ 3093) κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στα εν ενεργεία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και τους συνταξιούχους των σωμάτων αυτών των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1.8.2012, αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεών τους, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014. Ακολούθως, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως του Δικαστηρίου εξέδωσε τις 18-21/2015 αποφάσεις, με τις οποίες έκρινε ότι οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις δεν συνιστούν πλήρη συμμόρφωση, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση της Διοίκησης να καταβάλει στους στρατιωτικούς τις αποδοχές που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, λόγω των αναδρομικών μειώσεων που υπέστησαν κατ’ εφαρμογήν του ν. 4093/2012, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση επιστροφής προς αυτούς των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4307/2014, καθόσον για αμφότερες τις περιπτώσεις προβλέφθηκε μερική μόνον, κατά το ήμισυ περίπου, επιστροφή των αντίστοιχων ποσών. Όσον αφορά, όμως, τις μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4307/2014 εφεξής καταβαλλόμενες αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (μετά την 15.11.2014), το Τριμελές Συμβούλιο έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο ζήτημα αν οι αποδοχές αυτές ήταν οι προσήκουσες, καθόσον το ζήτημα αυτό, συναπτόμενο με τη συνταγματικότητα των νεότερων νομοθετικών ρυθμίσεων, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας συμμόρφωσης.
  1. Επειδή, ακολούθως, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (Π.Ο.ΑΣ.Υ.) και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Π.Ο.ΑΞΙ.Α.) άσκησαν αίτηση ακύρωσης κατά της υπ’ αριθμ. οικ.2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου (Β΄ 3093), κατά το μέρος που, με αυτήν, καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας των μισθολογικών διαφορών που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1.8.2012, αναπροσαρμογή των αποδοχών τους με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246), κατόπιν των 2194-5/2014 ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ακυρώθηκε η ως άνω κοινή υπουργική απόφαση, κατά το μέρος που αφορούσε τα μέλη των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων, για τον λόγο ότι οι διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η πράξη αυτή, αντίκεινται αφενός μεν στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος και αφετέρου στην απορρέουσα από πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντ.) αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών. Κατά της αυτής κοινής υπουργικής απόφασης ασκήθηκαν, επίσης, αιτήσεις ακύρωσης από τις Ενώσεις Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας και τις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εν ενεργεία στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων (Π.Ο.Ε.Σ.) και Λιμενικού Σώματος (Π.Ο.Ε.Π.Λ.Σ.), οι οποίες έγιναν, αντιστοίχως, δεκτές με τις 1128, 1125 και 1126/2016 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Με τις αποφάσεις αυτές της Ολομελείας (1125-1128/2016) έγιναν, ειδικότερα, δεκτά τα εξής: α) με τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014 θεσπίσθηκε ιδιότυπο μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, προκειμένου η Διοίκηση να συμμορφωθεί προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) οι αναπροσαρμοσμένες, με το μισθολόγιο αυτό, αποδοχές ήταν μεν ανώτερες εκείνων που ελάμβαναν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, υπό την ισχύ του ν. 4093/2012, κυμαίνονταν, όμως, σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν από την 1.8.2012, και γ) στο νέο μισθολόγιο προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, η οποία ανατρέχει στον χρόνο έναρξης των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι οποίες είχαν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κριθεί αντισυνταγματικές, με συνέπεια οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις να αντικαθιστούν τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις αναδρομικώς από 1.8.2012. Κατ’ εκτίμηση τούτων η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε ότι οι νεότερες νομοθετικές ρυθμίσεις ενέχουν δύο διακριτά μεταξύ τους κεφάλαια, αφενός, το κεφάλαιο της αναδρομής, το οποίο αφορά στο χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012 (1.8.2012) έως και τη δημοσίευση του ν. 4307/2014 (15.11.2014) και, αφετέρου, το κεφάλαιο που αφορά στο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του νεότερου νόμου και εφεξής. Περαιτέρω, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δέχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το μέρος που αφορούν το παρελθόν, ήτοι την επιστροφή των χρηματικών ποσών που περιεκόπησαν παρανόμως με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012, συνιστούν πλημμελή συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις και αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, διότι προβλέπουν ότι τα οφειλόμενα ποσά θα καταβληθούν κατά το ήμισυ. Επίσης, όσον αφορά τον εφεξής χρόνο, αφού έλαβε υπόψη τα κριθέντα με τις προηγούμενες υπ’ αριθμ. 2192-6/2014 ακυρωτικές αποφάσεις της και ειδικότερα τα κριτήρια που τέθηκαν με αυτές για την τήρηση της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, δέχθηκε ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, ο νομοθέτης προέβη σε αναπροσαρμογή για το μέλλον των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας για λόγους αμιγώς δημοσιονομικού χαρακτήρα, κατά παράβαση της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών. Και τούτο διότι, κατά τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου δεν ελήφθησαν υπόψη η σημασία της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και οι ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης καθηκόντων των στελεχών τους, ούτε, άλλωστε, εκτιμήθηκε τεκμηριωμένα αν και μετά τις νέες μειώσεις οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους, η δε συνεκτίμηση των ως άνω κριτηρίων ήταν επιβεβλημένη από την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης, η οποία απορρέει από τα άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος και εγγυάται την αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής τους και ως αντιστάθμισμα για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Μετά τη δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων, ορισμένοι διάδικοι των σχετικών δικών, μεταξύ των οποίων και η αιτούσα εν προκειμένω Ομοσπονδία, άσκησαν κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 3068/2002 αιτήσεις για τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις προμνησθείσες 1125-1128/2016 ακυρωτικές αποφάσεις. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, τα 3 και 4/2018 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως, με τα οποία κρίθηκε ότι υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης, κατά το μέρος που αφορά τον πέραν του καλυπτόμενου από την ακυρωθείσα κανονιστική απόφαση χρόνου (1.8.2012 έως 30.11.2014), δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 1.12.2014 έως 31.12.2016, και ότι συντρέχει περίπτωση μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις, κλήθηκε δε η Διοίκηση να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας εντός οκταμήνου από την κοινοποίηση των οικείων πρακτικών.
  1. Επειδή, με τον ν. 4263/2014 (Α΄ 117/14.5.2014), εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) για την τριετία 2015 – 2018, βασική επιδίωξη του οποίου είναι «να παραμείνει η χώρα σε μια μακρά περίοδο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να καλύπτονται οι χρηματοδοτικές υποχρεώσεις και να μην δημιουργούνται νέες δανειακές ανάγκες» (βλ. αιτιολογική έκθεση). Ειδικώς, για τις δαπάνες μισθοδοσίας του στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, το μεσοπρόθεσμο δεν επαναλαμβάνει την πρόβλεψη του προηγουμένου μεσοπροθέσμου προγράμματος (ΜΠΔΣ 2013-2016) περί νέας προσαρμογής του ειδικού μισθολογίου των στρατιωτικών, πέραν εκείνης που επιχειρήθηκε με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012. Εξάλλου, για την κάλυψη των δαπανών που προκαλούνται από την, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, αναπροσαρμογή των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας περιελήφθη πρόβλεψη στον κρατικό προϋπολογισμό του 2015, ο οποίος εγκρίθηκε με τον ν. 4311/2014 (Α΄ 259). Ο προϋπολογισμός αυτός, που ήταν ισοσκελισμένος, προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3% του ΑΕΠ. Ακολούθησε ο ν. 4336/2015 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94), στην παράγραφο Γ΄ περ. 5, του άρθρου 3 του οποίου περιλαμβάνεται η Συμφωνία δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (Μνημόνιο Συνεννόησης για τριετές πρόγραμμα του ΕΜΣ), για «ένα σύγχρονο κράτος και μια σύγχρονη δημόσια διοίκηση». Στο Μεσοπρόθεσμο αυτό Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, για την τριετία 2015-2018, προβλέπεται και η υποχρέωση των αρχών να θεσπίσουν νομοθεσία για τον εξορθολογισμό των ειδικών μισθολογίων με ισχύ το 2017.
  1. Επειδή, με το άρθρο 163 του ν. 4472/2017, εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) για την τριετία 2018-2021, στο οποίο περιλαμβάνονται για το τρέχον έτος και τα τέσσερα επόμενα έτη «-Οι ετήσιοι στόχοι για τη Γενική Κυβέρνηση, με πρωτογενές δημοσιοοικονομικό αποτέλεσμα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2018-2021, με βάση τη μεθοδολογία της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης…». Μετά τη δημοσίευση του ν. 4472/2017 κυρώθηκε ο κρατικός προϋπολογισμός για το οικονομικό έτος 2018, με τον ν. 4507/2017 (Α΄ 196/20.12.2017), στον οποίο περιελήφθησαν τα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΜΠΔΣ) για την τριετία 2018-2021 (ν. 4472/2017). Ο προϋπολογισμός αυτός, ο οποίος είναι ισοσκελισμένος και προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,4% του ΑΕΠ, προβλέπει, επίσης, την κάλυψη των μισθολογικών δαπανών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αναφέροντας, μεταξύ άλλων (σελ. 69 της αιτιολογικής έκθεσης) ότι: «Ανάλυση δαπανών κατά μείζονα κατηγορία. Αποδοχές και συντάξεις. Οι δαπάνες αποδοχών και συντάξεων προβλέπεται να ανέλθουν στα 12.298 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 371 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2017, κυρίως λόγω των αυξημένων εργοδοτικών εισφορών του κράτους ως εργοδότη υπέρ του ΕΦΚΑ για τους υπαλλήλους που υπάγονταν στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου έως 31.12.2016 (από 3,33% το 2017 σε 6,67% το 2018), της αναμόρφωσης των ειδικών μισθολογίων, καθώς και της συνεχιζόμενης από το 2017 μείωσης του αριθμού των αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης. Πρόσθετες και παρεπόμενες παροχές. Οι δαπάνες της κατηγορίας αυτής προβλέπεται να ανέλθουν στα 417 εκατ. ευρώ, έναντι 348 εκατ. ευρώ για το έτος 2017. Η εν λόγω αύξηση οφείλεται κυρίως στη μεταφορά της δαπάνης της ειδικής αποζημίωσης για νυχτερινή απασχόληση στα στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας από τη μείζονα κατηγορία των αποδοχών και συντάξεων στην κατηγορία πρόσθετες και παρεπόμενες παροχές, σύμφωνα με νομοθετικές παρεμβάσεις που περιελήφθησαν στα ειδικά μισθολόγια».
  1. Επειδή, περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 4472/2017, με τον οποίο εισήχθησαν οι επίμαχες ρυθμίσεις, αναφέρονται τα εξής: «Με τις διατάξεις του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), στο πλαίσιο δέσμευσης της Ελληνικής Κυβέρνησης έναντι των εταίρων της για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, προβλέπεται η ανάγκη αναμόρφωσης και εξορθολογισμού των ειδικών μισθολογίων (στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, διπλωματικών υπαλλήλων, ιατρών Ε.Σ.Υ., κ.λπ.). Στο πλαίσιο της αναμόρφωσης των ειδικών μισθολογίων, υιοθετήθηκαν δύο κύριες κατευθύνσεις: αφενός η ανάγκη περιορισμού του σημερινού αριθμού τους (από 20 περίπου που είναι σήμερα σε 7) και αφετέρου η προσπάθεια εξορθολογισμού των αποδοχών του προσωπικού που αμείβεται με αυτά, είτε με τη συγχώνευση ορισμένων επιδομάτων από αυτά που καταβάλλονται σήμερα είτε με την κατάργηση ορισμένων άλλων που στερούνται στην πραγματικότητα δικαιολογητικού λόγου χορήγησης. Επιπλέον, κατά την παρούσα αναμόρφωση θεωρήθηκε απαραίτητη η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών όλων των λειτουργών ή υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, και η αποφυγή της ανατροπής του επιπέδου των αποδοχών τους, προκειμένου να εξασφαλισθεί η, χωρίς περισπασμούς, ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, οι αρχές και οι κανόνες, κοινοί για όλα τα ειδικά μισθολόγια, στους οποίους στηρίχτηκε η εκπόνηση των σχετικών προτάσεων και οι οποίοι είναι ανάλογοι με αυτούς που υιοθετήθηκαν κατά την επεξεργασία του ενιαίου μισθολογίου, είναι οι εξής: Συνένωση ειδικών μισθολογίων με ομοειδές αντικείμενο απασχόλησης… Στις περισσότερες των περιπτώσεων, ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών των λειτουργών ή υπαλλήλων λαμβάνεται ο ανώτερος βαθμός της εκάστοτε κατηγορίας με σύνδεση των αποδοχών όλων των υπόλοιπων βαθμών σε ποσοστό επί των αποδοχών αναφοράς με τα αντίστοιχα έτη υπηρεσίας… Για τον υπολογισμό των νέων αποδοχών του λειτουργού ή υπαλλήλου που αποτελεί τον όρο αναφοράς για τους υπόλοιπους λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές στις 31.12.2016, οι οποίες προκύπτουν από τo συγκερασμό του βασικού μισθού, του χρονοεπιδόματος, καθώς και ορισμένων επιδομάτων. Πέραν των ως άνω νέων αποδοχών, που θα αποτελούν τις κύριες αποδοχές του λειτουργού ή υπαλλήλου, προβλέπεται η διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, το οποίο θα συνδέεται με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και θα συνδέεται σε κάθε περίπτωση με την ενεργό άσκηση των προβλεπόμενων καθηκόντων του…, το οποίο όμως θα καταβάλλεται με την προϋπόθεση πραγματικής άσκησης των συγκεκριμένων καθηκόντων. Με την κατάργηση του χρονοεπιδόματος δημιουργείται για τα περισσότερα από τα ειδικά μισθολόγια μισθολογική κλίμακα ανά βαθμίδα, με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Η παραμονή στο 1ο Μ.Κ. γίνεται για ένα έτος, ενώ η μισθολογική εξέλιξη στη συνέχεια πραγματοποιείται κάθε δύο έτη. … Στην περίπτωση που από την εφαρμογή του νέου συστήματος αμοιβών προκύψει αύξηση των αποδοχών των λειτουργών ή υπαλλήλων, αυτή χορηγείται σε χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση, … Στην περίπτωση που από την εφαρμογή του νέου συστήματος αμοιβών προκύψει μείωση αποδοχών, η διαφορά θα διατηρείται ως προσωπική, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε μείωση στις αποδοχές των λειτουργών ή υπαλλήλων και η οποία θα μειώνεται από οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση των αποδοχών του υπαλλήλου. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω αρχές και κανόνες θα πρέπει κατ’ αρχάς να εφαρμοστούν σε όλες τις περιπτώσεις των ειδικών μισθολογίων. Παράλληλα όμως πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι ιδιαιτερότητες ορισμένων λειτουργών ή υπαλλήλων που ενδεχομένως δικαιολογούν την υιοθέτηση διαφορετικής αντιμετώπισης ορισμένων θεμάτων. Κατά τη μετάβαση όλων των ειδικών μισθολογίων στο νέο σύστημα αμοιβών επιχειρείται η αποτροπή δημιουργίας πρόσθετης δαπάνης, με στόχο τη δημοσιονομική ουδετερότητα στο μέτρο του δυνατού, όπως άλλωστε και κατά την αναμόρφωση του ενιαίου μισθολογίου (ν. 4354/2015). … Επισημαίνεται ακόμη, για όλα τα ειδικά μισθολόγια ότι πέραν των παροχών και αποζημιώσεων που ρητά αναφέρονται στις διατάξεις του σχεδίου νόμου δεν δικαιολογείται, από την έναρξη της ισχύος του και εφεξής, η χορήγηση άλλων μισθολογικών παροχών, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 123 ορίζεται η έκταση εφαρμογής του νέου νόμου περί ειδικών μισθολογίων, στο οποίο υπάγονται οι μόνιμοι λειτουργοί και υπάλληλοι, καθώς και υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου. Στο νέο νόμο υπάγονται: 1. Τα Στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας… Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ καθορίζονται οι κάθε είδους αποδοχές και αποζημιώσεις των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας… Με τις διατάξεις του άρθρου 124 προβλέπονται οι κατηγορίες μισθολογικής κατάταξης των ως άνω στελεχών. Ειδικότερα, για τη μισθολογική κατάταξη προβλέπονται τέσσερις κατηγορίες (Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄) ανάλογα με την προέλευση των στελεχών αυτών. Με τις διατάξεις του άρθρου 125 καθορίζεται ο βασικός μισθός των Μ.Κ. όλων των ως άνω κατηγοριών. Με τις διατάξεις του άρθρου 126 καθορίζεται η μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των εν λόγω στελεχών, καθώς επίσης και η υπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη. … Με τις διατάξεις του άρθρου 127 προβλέπονται τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις πλην βασικού μισθού. Ειδικότερα, προβλέπεται η χορήγηση οικογενειακής παροχής… Επιπλέον, προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων των εν λόγω στελεχών καθώς και της απασχόλησής τους χωρίς ωράριο εργασίας ή πέραν αυτού. … Διευκρινίζεται ότι, η χορήγηση του επιδόματος ιδιαιτέρων συνθηκών (παρ. Β) και του επιδόματος θέσης ευθύνης (παρ. Γ) συνδέονται με την ενεργό πραγματική άσκηση καθηκόντων των στελεχών των Ε.Δ. και Σ.Α. και, συνεπώς, δεν καταβάλλονται για χρονικά διαστήματα που δεν παρασχέθηκε πραγματική υπηρεσία, … Με τις διατάξεις της παραγράφου Γ΄ προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος θέσης ευθύνης από το βαθμό του Ταγματάρχη και άνω και αντίστοιχων, … Με τις διατάξεις της παραγράφου Δ΄ προβλέπεται ότι στο προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας (Ελληνική Αστυνομία…), το οποίο λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών αποδεδειγμένα εργάζεται πέραν των πέντε (5) ημερών την εβδομάδα, χορηγείται ειδική αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των σαράντα έξι ευρώ (46) για κάθε επιπλέον ημέρα απασχόλησης και για μέχρι τέσσερις (4) επιπλέον ημέρες το μήνα. Στο ίδιο ως άνω προσωπικό που αποδεδειγμένα εργάζεται κατά τις νυκτερινές ώρες χορηγείται ειδική αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των δύο ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (2,77 ευρώ). … Με τα οριζόμενα στην παράγραφο ΣΤ΄ ορίζεται ότι τα επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου (πτητικό, πτώσεως αλεξιπτωτιστών, καταδυτικό, υποβρύχιων καταστροφέων, δυτών, εκκαθάρισης ναρκοπεδίων, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, συνοδών σκύλων που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση εκρηκτικών υλών και άλλων ελέγχων, ειδική αποζημίωση πυροτεχνουργών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, γραφείου λόγω ανικανότητας ένεκα παθήματος στην υπηρεσία) που παρέχονται στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας εξακολουθούν να καταβάλλονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις και στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. … Με την παράγραφο Ζ΄ προβλέπεται η διατήρηση του ειδικού επιδόματος μετακίνησης της παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 3103/2003, για το αστυνομικό προσωπικό που υπηρετεί στα Αστυνομικά Τμήματα Κακαβιάς και Κρυσταλλοπηγής. Με τις παραγράφους Η΄ και Θ΄ προβλέπεται η διατήρηση της ειδικής μηνιαίας αποζημίωσης που χορηγείται στο αστυνομικό προσωπικό της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας… Με τις διατάξεις του άρθρου 155 αντιμετωπίζονται τα θέματα διαφορών των νέων τακτικών αποδοχών των λειτουργών και υπαλλήλων, σε σχέση με τις ήδη τακτικές καταβαλλόμενες. Σε κάθε περίπτωση προβλέπεται η διασφάλιση των τακτικών αποδοχών των λειτουργών και υπαλλήλων με τη διατήρηση προσωπικής διαφοράς, προκειμένου να μην υπάρξει μείωση τους και ανατροπή των οικογενειακών προϋπολογισμών. Η εν λόγω προσωπική διαφορά μειώνεται από οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση των αποδοχών του υπαλλήλου πλην της χορήγησης παροχών και επιδομάτων που εξαιρούνται κατά τη διαδικασία σύγκρισης, ανάλογα με το ειδικό μισθολόγιο, όπως περιγράφεται αναλυτικά στις οικείες διατάξεις. Στην περίπτωση αύξησης των αποδοχών των λειτουργών και υπαλλήλων, αυτή καταβάλλεται σε διάστημα τετραετίας σε ισόποσες δόσεις. Με τις διατάξεις του άρθρου 156 προβλέπεται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4354/2015 περί ανώτατου ορίου αποδοχών, με μόνη εξαίρεση τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, για τα οποία ως ανώτατο μηνιαίο όριο αποδοχών ορίζεται το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα πέντε ευρώ (5.365), από τέσσερις χιλιάδες εξακόσια τριάντα ένα ευρώ (4.631) που ισχύει σήμερα. Με τις διατάξεις του άρθρου 157 προβλέπεται ότι η ευθύνη για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των μισθολογικών διατάξεων ανήκει στους εκκαθαριστές των αποδοχών των λειτουργών και υπαλλήλων, ενώ η αρμοδιότητα παρακολούθησης της ορθής και ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεων αυτών διενεργείται από την αρμόδια Διεύθυνση Εισοδηματικής Πολιτικής του Γ.Λ.Κ. …».
  1. Επειδή, περαιτέρω, στην επεξηγηματική έκθεση, που συνοδεύει τον ν. 4472/2017, η οποία αφορά και στο Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 2018-2021 (σελ. 95) αναφέρονται τα εξής: «Με τις διατάξεις του ν. 4336/2015 (94 Α΄), στο πλαίσιο δέσµευσης της Ελληνικής Κυβέρνησης έναντι των εταίρων της για τον εκσυγχρονισµό και την ενίσχυση της δηµόσιας διοίκησης, προβλέπεται η ανάγκη αναµόρφωσης και εξορθολογισµού των ειδικών µισθολογίων (στελεχών των Ενόπλων Δυνάµεων και Σωµάτων Ασφαλείας, διπλωµατικών υπαλλήλων, ιατρών Ε.Σ.Υ., κ.λ.π.). Στο πλαίσιο της αναµόρφωσης των ειδικών µισθολογίων, υιοθετήθηκαν δύο κύριες κατευθύνσεις: α) η ανάγκη περιορισµού του σηµερινού αριθµού τους (20 περίπου ειδικά µισθολόγια συνενώνονται σε 7) και β) η προσπάθεια εξορθολογισµού των αποδοχών των λειτουργών και υπαλλήλων που αµείβονται µε αυτά, µε συγχώνευση επιδοµάτων και κατάργηση ορισµένων που στερούνται στην πραγµατικότητα δικαιολογητικού λόγου χορήγησης. Οι νέες ρυθµίσεις απλοποιούν το µισθολογικό καθεστώς των λειτουργών και υπαλλήλων, µέσα σε ένα νέο διαφανές µισθολογικό σύστηµα, έναντι µιας πληθώρας µισθολογικών διατάξεων που διατηρούνταν σε ισχύ από την έναρξή τους µέχρι σήµερα. Λόγω της πολυπλοκότητας του υπάρχοντος συστήµατος αµοιβών, η οποία ενισχύεται από επιµέρους ρυθµίσεις που αφορούν τη µισθολογική εξέλιξη και βαθµολογική ωρίµανση των λειτουργών, η µεταρρύθµιση επιφέρει περιορισµένο δηµοσιονοµικό κόστος, το οποίο κρίθηκε απαραίτητο για την υλοποίηση του εγχειρήµατος. Η ανωτέρω αναµόρφωση των ειδικών µισθολογίων εκτιµάται ότι θα επιφέρει µικρή δηµοσιονοµική επιβάρυνση ύψους 41 εκατ. ευρώ σωρευτικά έως το 2021. Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι στην παρέµβαση που αφορά στη µείωση ταµειακών αµυντικών και λοιπών δαπανών ΥΠΕΘΑ, περιλαµβάνεται ποσό ύψους 7 εκατ. ευρώ από το 2018 και µετά που αφορούν στον εξορθολογισµό επιδοµάτων και λοιπών αποδοχών ΥΠΕΘΑ». Επίσης, στη σχετική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (βλ. την 112/24/2017 ειδική έκθεση του άρθρου 75 παρ. 1 του Συντάγματος, σελ. 191) που συνοδεύει τον ν. 4472/2017 και αφορά στις ρυθμίσεις του Μέρους ΣΤ΄ του νόμου αυτού, αναφέρονται σε σχέση με τα Σώματα Ασφαλείας, με τα εξής: «Αναµορφώνεται και εξορθολογίζεται το µισθολογικό καθεστώς των ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δηµοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάµεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνοµίας, …, στα εξής κατά βάση σηµεία: α. Τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάµεων (Ε.Δ.) και των Σωµάτων Ασφαλείας (Σ.Α.) κατατάσσονται σε τέσσερεις µισθολογικές κατηγορίες ανάλογα την προέλευσή τους, το διοικητικό βαθµό και τα έτη υπηρεσίας. Οι βασικοί µισθοί των εν λόγω κατηγοριών ορίζονται σε µεγαλύτερο ύψος από το υφιστάµενο λόγω κυρίως της ενσωµάτωσης του καταργούµενου χρονοεπιδόµατος. Προβλέπεται επίδοµα ιδιαιτέρων συνθηκών εργασίας διαφοροποιούµενο ανά διοικητικό βαθµό και προσαυξάνεται ανάλογα µε την οικογενειακή κατάσταση των στελεχών. Καθιερώνεται επίδοµα θέσης ευθύνης κλιµακούµενο ανά βαθµό από τον βαθµό του ταγµατάρχη (και αντιστοίχων) και άνω. Θεσπίζεται νέο επίδοµα για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάµεων του ΥΠ.Ε.Θ.Α. που υπηρετούν ή είναι αποσπασµένα στο Νοµό Έβρου και στους Νοµούς Λέσβου, Χίου, Σάµου, Δωδεκανήσων και Σαµοθράκης, καθώς και στα στελέχη της Πολεµικής Αεροπορίας που υπηρετούν ή είναι αποσπασµένα στη Σκύρο. Καταργείται το καθεστώς των µισθολογικών προαγωγών». Στη δε ειδική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (κατ’ άρθρο 75 παρ. 3 του Συντάγματος), σε σχέση με τα επερχόμενα αποτελέσματα από τις επίμαχες ρυθμίσεις, αναφέρεται ότι: «Από τις διατάξεις του προτεινόμενου νομοσχεδίου προκαλούνται τα ακόλουθα αποτελέσματα: Ι. Επί του Κρατικού Προϋπολογισμού. 1. Ετήσια δαπάνη, από την αναμόρφωση και εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος των ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Η δαπάνη αυτή εκτιμάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα (άρθρα 123-162).».
  1. Επειδή, εξάλλου, στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4472/2017 (βλ. πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, συνεδριάσεις ΡΚΑ΄-17.05.2017 και ΡΚΒ΄-18.05.2017) αναφέρεται ότι η επιχειρούμενη αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας γίνεται στο πλαίσιο μεν των προβλέψεων και επιδιώξεων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής πολιτικής για την τριετία 2015-2018, επιδιώκεται, όμως, να διατηρηθεί το ύψος των καταβαλλόμενων αποδοχών με τα προηγούμενα επίπεδα (με τη θέσπιση του μέτρου της προσωπικής διαφοράς και τη χορήγηση σε ειδικές κατηγορίες επιδομάτων παραμεθορίου, κινδύνου κ.λπ.), και να εξασφαλισθεί η μη διατάραξη της οικονομικής ζωής των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Παράλληλα δε επιχειρείται και ο εξορθολογισμός στην καταβολή των επιδομάτων αυτών με την επικαιροποίηση των δικαιούχων και των προϋποθέσεων που θα πρέπει να πληρούν αυτοί (ώστε η χορήγηση επιδομάτων να συνδέεται με πραγματική άσκηση καθηκόντων). Περαιτέρω, αναφέρεται ότι οι ρυθμίσεις που εισάγονται δεν συνιστούν συμμόρφωση με τις προηγούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλ’ ούτε επέρχονται με αυτές νέες περικοπές των αποδοχών, ενώ ιδίως με το μέτρο της προσωπικής διαφοράς, επέρχεται κατ’ αποτέλεσμα κατάργηση της δυνατότητας μισθολογικής εξέλιξης των στελεχών που θα λαμβάνουν αυτήν για πάντα. Επίσης, προκύπτει ότι επιδιώκεται η διαμόρφωση του μισθολογίου να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη, δηλαδή ναι μεν να μην προβλέπονται μειώσεις, αλλά οι αυξήσεις που προβλέπονται και, κατ’ επέκταση, η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, η οποία εκτιμάται σε 19 εκατομμύρια περίπου, να μην καταβληθούν άμεσα, αλλά σε βάθος τετραετίας, «διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την απαραίτητη δημοσιονομική σταθερότητα, παράγοντα εξαιρετικά κρίσιμο για την έξοδο της χώρας από τη δημοσιονομική στενωπό».
  1. Επειδή, περαιτέρω, στην έκθεση των απόψεων της Διοίκησης (βλ. το οικ.2/35810/ΔΕΠ/4.5.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Εισοδηματικής Πολιτικής της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών) αναφέρεται ότι ο νομοθέτης αντιμετώπισε το μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας ως διακεκριμένο πολύπλευρο αντικείμενο και όχι ως απλό οικονομικό μέγεθος, επιχειρώντας τη θέσπιση βασικών κανόνων και αρχών, με αποτέλεσμα, οι νέες προσαρμογές να ανταποκρίνονται σε όλα τα κριτήρια της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης και απαριθμούνται τα νέα επιδόματα που θεσπίστηκαν, και τα επιδόματα που διατηρήθηκαν. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στην υποχρέωση της χώρας για μείωση του συνολικού μισθολογικού κόστους της Γενικής Κυβέρνησης και στην ανάγκη ικανοποίησης των δημοσιονομικών στόχων για τη σταθερότητα και βιωσιμότητα της χώρας και ειδικότερα στην επίτευξη στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα επόμενα έτη 2018-2022, δεδομένου ότι η απόκλιση από τα ήδη θεσμοθετηθέντα, θα έχει ως αποτέλεσμα νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις προκειμένου να διατηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Επίσης, αναφέρεται στη δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο της συνολικής δημοσιονομικής στρατηγικής για το συνολικό μισθολογικό κόστος της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο εκφρασμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ πρέπει να βαίνει μειούμενο στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, ενώ σημειώνεται ότι η συνολική μισθολογική δαπάνη αποτελεί το 22% των συνολικών πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, ότι το μισθολογικό κόστος για τους ενστόλους εκτιμάται στο 23% της συνολικής μισθολογικής δαπάνης και ότι η συνολική μισθολογική δαπάνη μαζί με την κατηγορία των κοινωνικών παροχών σε χρήμα (συντάξεις και προνοιακά επιδόματα) προσεγγίζουν το 70% του συνόλου των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης και η οποιαδήποτε απόκλιση από τον στόχο θα πρέπει να διορθωθεί με παρεμβάσεις που θα αφορούν στο ίδιο δημοσιονομικό μέγεθος.
  1. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, ο νεότερος νόμος 4472/2017 επιδίωξε την πλήρη και ριζική αναμόρφωση, μεταξύ άλλων ειδικών μισθολογίων, και του ειδικού μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, εντός του πλαισίου των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας και της δέσμευσής της για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης. Με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, στις οποίες δόθηκε αναδρομική ισχύς από 1.1.2017, ο νομοθέτης κατάργησε, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν, και προέβη στην αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη εξορθολογισμού των αποδοχών του προσωπικού είτε με τη συγχώνευση ορισμένων επιδομάτων από αυτά που καταβάλλονταν είτε με την κατάργηση ορισμένων άλλων. Παράλληλα, με το άρθρο 155 του ν. 4472/2017 ορίστηκε ότι: «1. Αν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική», προβλέφθηκε δηλαδή η θέσπιση της προσωπικής διαφοράς, ώστε να διατηρηθούν οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στα επίπεδα που είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2016, προς διασφάλιση της σταθερότητας και προς αποφυγή ανατροπής του επιπέδου των καταβαλλόμενων αποδοχών των υπαλλήλων «προκειμένου να εξασφαλισθεί η, χωρίς περισπασμούς, ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων τους» (βλ. αιτιολογική έκθεση). Ωστόσο, στην προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργού Οικονομικών, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής και βεβαιώνεται από τη Διοίκηση (βλ. το οικ.2/28231/ΔΕΠ/03.04.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Εισοδηματικής Πολιτικής της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών), στα ενδεικτικά παραδείγματα εφαρμογής, χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς το ύψος των αποδοχών που ελάμβαναν πραγματικά τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας την 31.12.2016, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές τους όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 (άρθρο 86 παρ. 2 και 3). Πλην όμως, μετά τη διάγνωση, με τις 2194-5/2014 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι διατάξεις αυτές (του ν. 4093/2012) κατέστησαν ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, με αποτέλεσμα να αναβιώσουν και, μάλιστα, αναδρομικώς οι προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003. Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 καταργήθηκαν και ρητώς οι αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και καθιερώθηκε νέο μισθολόγιο για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αναδρομικά από 1.7.2012. Οι νεότερες αυτές διατάξεις, όμως, του ν. 4307/2014 (άρθρο 86 παρ. 2 και 3) κρίθηκαν, επίσης, με τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ως αντισυνταγματικές, με αποτέλεσμα να αναβιώσουν και πάλι αναδρομικώς οι προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003. Αυτό είχε ως συνέπεια να υποχρεούται η Διοίκηση να θεωρήσει ως ισχύουσες τις διατάξεις του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν, και να μεριμνήσει να καταβάλει στους στρατιωτικούς τις αυξημένες αποδοχές που δικαιούνταν κατ’ εφαρμογήν τους (βλ. Πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης 10-13/2014, ΣτΕ Ολ. 1127/2016, 2194-5/2014, πρβλ. και ΣτΕ 2152/1993 Ολ., 2168/1994, 1850/1988 Ολ.). Ενόψει των ανωτέρω, η έννοια της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 155 παρ. 1 του ν. 4472/2017, ερμηνευόμενη υπό το φως των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και της απορρέουσας από το Σύνταγμα υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις αυτές, είναι ότι οι αποδοχές που δικαιούνταν οι λειτουργοί ή υπάλληλοι στις 31.12.2016 είναι οι αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι η Διοίκηση δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4472/2017 (1.1.2017), για την υλοποίηση της υποχρέωσης αποκατάστασης του μισθολογίου των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στα προβλεπόμενα από τον ν. 3205/2003 επίπεδα, εφόσον ο νόμος αυτός είχε αναβιώσει και παρέμενε σε ισχύ μέχρι τη ρητή κατάργησή του με το άρθρο 160 του ν. 4472/2017. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που θεσπίζει, το πρώτον, ως βάση για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς, τις τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτοί ελάμβαναν στις 31.12.2016, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014 (άρθρο 86 παρ. 2 και 3), και όχι αυτές που δικαιούνταν, βάσει των διατάξεων των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν, είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 155 του ν. 4472/2017, όπως αυτή ερμηνεύθηκε ανωτέρω σε συνδυασμό με την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα των προαναφερόμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, και, για τον λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται από την αιτούσα, η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, κατά το μέρος αυτό, πρέπει να ακυρωθεί.
  1. Επειδή, περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δύναται, κατ’ αρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ Ολομέλεια 734/2016, 3372/2015, 4741/2014, 3404/2014, 3177/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, ΣτΕ 1031/2015 κ.ά.). Όπως, όμως, έχει ήδη κριθεί με τις 2192-2196/2014 και τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, η οποία βρίσκει έρεισμα σε πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3), αποτελεί πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και δικαίωμα των στελεχών τους, το οποίο τους απονέμεται, αφενός μεν, ως αντιστάθμισμα του καθεστώτος απαγορεύσεων και περιορισμών, στο οποίο υπόκεινται κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής τους απασχόλησης, και των ειδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για την ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αφετέρου δε, ως αναγνώριση της σημασίας της αποστολής τους για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Από την αρχή αυτή απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιο των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας μετά από συνεκτίμηση κριτηρίων, τα οποία ανεξάρτητα από τον κλάδο, τον βαθμό και τα καθήκοντά τους, ανάγονται στις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιβαλλόμενη αποκλειστική αφιέρωσή τους στο επάγγελμα αυτό. Περαιτέρω, ο νομοθέτης οφείλει να λαμβάνει μέριμνα, ώστε οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας να είναι επαρκείς για την αξιοπρεπή τους διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το κράτος. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού και των επιδομάτων των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η μεταβολή, όμως, του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών τους, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Κατά την άσκηση, εξάλλου, του οριακού ακυρωτικού ελέγχου νομοθετικών μέτρων, τα οποία, όπως εν προκειμένω, επιφέρουν μειώσεις στις αποδοχές των στρατιωτικών, πρέπει, αφενός μεν, να εξετάζεται αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνεκτιμήθηκαν από τον νομοθέτη τα προαναφερόμενα κριτήρια ή αν, αντιθέτως, ελήφθησαν υπόψη άλλα κριτήρια, μη συναφή προς το αντικείμενο της ρύθμισης ή προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη των δι’ αυτών επιδιωκόμενων σκοπών, αφετέρου δε, αν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, κατ’ επίκληση των οποίων τα μέτρα αυτά ελήφθησαν, καθιστούν δικαιολογημένη την κατ’ αρχήν πρόβλεψή τους και συνταγματικώς ανεκτή την ένταση της επιχειρούμενης με αυτά επέμβασης. Επομένως, ειδικά ως προς την κατηγορία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η ειδική μισθολογική αντιμετώπιση των οποίων προβλέπεται διαχρονικά και πηγάζει από τους ιδιαίτερα έντονους συνταγματικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους και τη σύνδεση με τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και καταπολέμησης του εγκλήματος και γενικά την άσκηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ο νομοθέτης, παρότι εξακολουθεί να διαθέτει την ευχέρεια να καταρτίζει νέο μισθολόγιο και να διαμορφώνει το επίπεδο των αποδοχών τους και είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να προβαίνει ακόμα και σε μείωση αυτών, εφόσον λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τούτο, χωρίς η ουσιαστική του εκτίμηση να υπόκειται σε ακυρωτικό ή άλλο δικαστικό έλεγχο ως προς την ορθότητά της, υπέχει πάντως αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής του ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι η μείωση αυτή αντανακλά στη λειτουργία ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης, το δε νέο μισθολόγιο πρέπει να πληροί τα κριτήρια που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2293-6/2014 και 1125-8/2016).
  1. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, ο νομοθέτης, με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου και τις λοιπές προπαρασκευαστικές πράξεις (επεξηγηματική έκθεση, πρακτικά συζητήσεων στη Βουλή), επιδίωξε την πλήρη αναμόρφωση, μεταξύ άλλων, του ειδικού μισθολογίου των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής για τα έτη 2015-2018 (ν. 4263/2014), αντιμετωπίζοντας το νέο μισθολόγιο, ως διακεκριμένο αντικείμενο και εντάσσοντας αυτό στο πλαίσιο μιας ευρύτερης οργανωτικής μεταβολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και μίας πλήρους μισθολογικής αναδιάρθρωσης, με τη δημιουργία μισθολογικών κλιμακίων και την κατάταξη των στελεχών σε κατηγορίες. Ειδικότερα, ο νομοθέτης προέβη στην αναπροσαρμογή των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, αποσκοπώντας με τον νέο νόμο σε ένα ειδικό μισθολόγιο δημοσιονομικά ουδέτερο (επίτευξη δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους +3,5 ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2022, μείωση του συνολικού μισθολογικού κόστους της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο αντιστοιχεί στο 22% των συνολικών πρωτογενών δαπανών). Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017, για τον υπολογισμό των νέων αποδοχών των λειτουργών των ειδικών μισθολογίων, που διαμορφώνονται πλέον κατά κατηγορία και κλιμάκιο, λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές τους στις 31.12.2016, οι οποίες προκύπτουν από τoν συγκερασμό του βασικού μισθού, του χρονοεπιδόματος, καθώς και ορισμένων επιδομάτων, ενώ άλλα επιδόματα καταργούνται και θεσπίζονται νέα επιδόματα. Ειδικά, για τα Σώματα Ασφαλείας προβλέπεται το μηνιαίο επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας, «λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων των εν λόγω στελεχών καθώς και της απασχόλησής τους χωρίς ωράριο εργασίας ή πέραν αυτού» (βλ. αιτιολογική έκθεση), το οποίο θα διαμορφώνεται με βάση τον κατεχόμενο βαθμό και τις οικογενειακές συνθήκες. Επίσης, προβλέπεται οικογενειακή παροχή, μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης για τα στελέχη που κατέχουν τον βαθμό του Αστυνόμου Α ή βαθμούς ανώτερους και επίδομα απασχόλησης σε εθνικώς ευαίσθητες περιοχές (Ν. Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσων και Σαμοθράκης). Διατηρούνται δε ορισμένα επιδόματα, όπως αποζημίωση νυχτερινής απασχόλησης, αποζημίωση απασχόλησης πέραν του πενθημέρου, επίδομα μετακίνησης για Κακαβιά και Κρυσταλλοπηγή, αποζημίωση υπηρεσίας στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ-ΑΣ, επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου, που αφορούν σε ειδικές κατηγορίες προσωπικού της ΕΛ-ΑΣ. Παράλληλα, προβλέπεται, κατά τα ανωτέρω, η θέσπιση της προσωπικής διαφοράς, ώστε να διατηρηθούν οι αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στα επίπεδα που είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2016. Ενόψει τούτων οι αποδοχές των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, όπως διαμορφώνονται με το νέο μισθολόγιο που θεσπίζεται με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, λαμβανομένης υπόψη και της προβλεπόμενης προσωπικής διαφοράς, κυμαίνονται, τελικά, σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές, ταυτίζονται δε με τις αποδοχές τους όπως είχαν διαμορφωθεί με τις κριθείσες, επίσης, ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014 και μάλιστα υπό τον όρο της πλήρους καταβολής τους έως την 1.1.2020 και με απορρόφηση κάθε μελλοντικής αύξησης από την προσωπική διαφορά. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τη θέσπιση του νέου μισθολογίου (ν. 4472/2017), το δημοσιονομικό κριτήριο δεν αποτέλεσε μεν το αποκλειστικό κριτήριο για τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, παρέμεινε, όμως, το βασικό κριτήριο, εφόσον με το μισθολόγιο αυτό επήλθε μείωση των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας σε επίπεδο κατώτερο εκείνων που αυτά δικαιούνταν την 31.12.2016 (βάσει των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014), με κύριο σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων. Και ναι μεν ο νομοθέτης, κατά τα προεκτεθέντα, μπορεί να προβεί σε αναμόρφωση του μισθολογίου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και σε μειώσεις των αποδοχών τους, με τη θέσπιση του νέου μισθολογίου, όμως, δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, για την εφαρμογή της οποίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί με τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Πλην όμως, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Στ΄ του ν. 4472/2017, το ύψος των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας διαμορφώθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που καθιερώθηκαν με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, δεδομένου ότι ούτε από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017 ούτε από τις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισής του προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, εκτιμήθηκαν τεκμηριωμένα η σπουδαιότητα της αποστολής των Σωμάτων Ασφαλείας και οι ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους, ενώ δεν αρκεί η αόριστη αναφορά στη χορήγηση ενός γενικού μηνιαίου επιδόματος «λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων των» και «της απασχόλησής τους χωρίς ωράριο εργασίας ή πέραν αυτού», καθώς και στη χορήγηση ορισμένων επιδομάτων σε περιορισμένες ειδικές κατηγορίες στελεχών. Ειδικότερα, τα μεν προβλεπόμενα στο άρθρο 127 του ν. 4472/2017 επιδόματα συνδέονται με τις επαγγελματικές ιδιαιτερότητες ορισμένων, μόνον, στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας (επίδομα απασχόλησης σε εθνικώς ευαίσθητες περιοχές, μηνιαίο επίδομα θέσης ευθύνης, ειδικό μηναίο επίδομα αστυνομικού προσωπικού που υπηρετεί στην Κακαβιά και την Κρυσταλλοπηγή, ειδική μηνιαία αποζημίωση αστυνομικού προσωπικού που υπηρετεί στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας), τα δε προβλεπόμενα ειδικά επιδόματα αναπηρίας και κινδύνου αφορούν σε ειδικές κατηγορίες προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, τα οποία τελούν σε όλως ιδιάζουσες συνθήκες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (πχ. πτητικό επίδομα, επίδομα πτώσεως αλεξιπτωτιστών, καταδυτικό, υποβρύχιων καταστροφέων, δυτών, εκκαθάρισης ναρκοπεδίων, Ε.Κ.Α.Μ., Ε.Μ.Α.Κ., Μ.Α.Τ., ανιχνευτών, εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών, επίδομα γραφείου λόγω ανικανότητας ένεκα παθήματος κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας). Δεν γίνεται όμως εκτίμηση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας της άσκησης των καθηκόντων του συνόλου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, η οποία συνεπάγεται κίνδυνο για την ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλ’ ούτε των ειδικών περιορισμών των ατομικών τους δικαιωμάτων, της διαρκούς ετοιμότητας και αυξημένης επιφυλακής στην οποία τελούν και της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησής τους με τα καθήκοντά τους. Περαιτέρω, δεν εκτιμήθηκε τεκμηριωμένα, εάν, με τις νέες αυτές μειώσεις, οι αποδοχές των Σωμάτων Ασφαλείας παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάλογες της αποστολής τους. Και ναι μεν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται βάσει των προηγούμενων αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων, αλλά βάσει των εκάστοτε ισχυουσών οικονομικών συνθηκών και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και του εν γένει ενεργού πληθυσμού της χώρας (πρβλ. ΣτΕ 3177/2014 Ολ. σκ. 8, 668/2012 Ολ. σκ. 35, ΕΔΔΑ Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος σκ. 45 και 46), στην προκείμενη περίπτωση, όμως, ουδεμία εκτίμηση, με οποιαδήποτε κριτήρια, περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ή στις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισής του ως προς το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Τέτοια εκτίμηση, άλλωστε, ικανή να καταστήσει ανεκτές τις επίμαχες ρυθμίσεις, δεν αποτελούν αμιγώς συμπερασματικού χαρακτήρα διαπιστώσεις, πολλώ μάλλον εφόσον οι διατάξεις του νόμου αυτού έχουν ψηφισθεί, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης, στη διάρκεια του οποίου έχουν θεσπισθεί νόμοι (4093/2012 και 4307/2014), οι διατάξεις των οποίων κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες και προσδιόρισαν ειδικώς τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την τήρηση της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης. Επιπλέον δε, ο νομοθέτης προέβη σε ανατροπή του ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος χωρίς την αναγκαία, σύμφωνα με προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, επαρκή τεκμηρίωση σχετικά με την προσφορότητα και αναγκαιότητα της μεταβολής αυτής και χωρίς προηγούμενη εκτίμηση ούτε του δημοσιονομικού οφέλους σε σχέση με τις επιπτώσεις της εν λόγω μεταβολής στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων ούτε της δυνατότητας να επιτευχθεί το δημοσιονομικό αυτό όφελος με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4472/2017, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος) και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγρ. 1 του Συντάγματος).
  1. Επειδή, περαιτέρω, η θέσπιση νόμων με αναδρομική ισχύ θεωρείται, κατ’ αρχήν, επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι δεν θίγονται δικαιώματα προστατευόμενα από άλλες συνταγματικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ Ολομέλεια 3621/1995, ΣτΕ 4141/1999 κ.ά.). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, με τα οποία καθιερώνονται, αντιστοίχως, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, συνάγεται ότι δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να προβαίνουν με γενικές διατάξεις σε ρυθμίσεις που καταλαμβάνουν και τις συνεπεία τυχόν ακυρωτικών αποφάσεων καθιστάμενες εκκρεμείς ενώπιον της Διοίκησης υποθέσεις και να συνεπάγονται την άρση ή και τον περιορισμό της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι το νεότερο νομοθέτημα είναι γενικής εφαρμογής, υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν προσβάλλει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και σέβεται την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2151/2014, 4310/2015 Ολ., 2827/1980 Ολ., 2618/2015, 1665/2013, 1418/2013 επτ., κ.ά.). Εν προκειμένω, με τον ν. 4472/2017, που δημοσιεύθηκε στις 19.5.2017, επιχειρήθηκε, με γενικές διατάξεις, η ριζική αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας με τη θέσπιση νεότερων ειδικών ρυθμίσεων, οι οποίες εισήχθησαν αναδρομικώς από 1.1.2017 (άρθρο 162) και οι οποίες, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος) και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγρ. 1 του Συντάγματος). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του νόμου αυτού (ν. 4472/2017) αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και είναι ανίσχυρες και κατά το μέρος που αυτές ισχύουν αναδρομικά, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 19.5.2017, για το οποίο αναβιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4472/2016 (άρθρο 160). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι διατάξεις του ν. 4472/2016, κατά το μέρος που ισχύουν αναδρομικά (από 1.1.2017), καθιστούν ανενεργή την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Για τον λόγο αυτό, η αναδρομική ρύθμιση του νέου μισθολογίου, συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις αυτές, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου την 19.5.2017, δεδομένου ότι με τη ρύθμιση αυτή επέρχεται μερική μόνο συμμόρφωση προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, ενώ αποσβέννυνται απαιτήσεις για τις οποίες ενδεχομένως έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων ή υπάρχουν εκκρεμείς δίκες.
  1. Επειδή, τέλος, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δεδικασμένου ως προς το ύψος των αποδοχών των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας με τον ν. 4472/2017, διότι, με τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου δεν καθορίστηκαν ορισμένα επίπεδα αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά, στο πλαίσιο της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας τέθηκαν τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωση του ειδικού μισθολογίου αυτών, ήτοι η σημασία της αποστολής τους και οι ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους, καθώς και η τεκμηριωμένη εκτίμηση του αν, και μετά από νέες μειώσεις, οι αποδοχές τους παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και της αναγκαιότητας των νέων αυτών μειώσεων ή της δυνατότητας αναπλήρωσής τους με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος.
  1. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση ακύρωσης θα πρέπει να γίνει δεκτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και να ακυρωθεί ανάλογα η προσβαλλόμενη απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητας των ως άνω τιθεμένων γενικότερης σημασίας ζητημάτων και της προβαλλόμενης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), που προπαρατέθηκαν, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) και 100 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προσετέθη με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, να ορισθεί δε ως εισηγητής ενώπιον της Ολομελείας η Σύμβουλος Ελένη Παπαδημητρίου.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ