Δίκη αναβλήθηκε πέντε φορές σε διάστημα πέντε ετών: Παραβίαση του εύλογου χρόνου έκριναν τα ευρωπαϊκά όργανα

Από τη σύλληψη το 2016 ο κατηγορούμενος πέρασε όλη την πενταετή περίοδο μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης σε φυλακή υψηλής ασφαλείας.

NEWSROOM
Δίκη αναβλήθηκε πέντε φορές σε διάστημα πέντε ετών: Παραβίαση του εύλογου χρόνου έκριναν τα ευρωπαϊκά όργανα

Η ασθένεια του δικαστή, η πανδημία λόγω κορονοϊού, αλλά και η αδυναμία των ενόρκων να καταλήξουν σε απόφαση ήταν μεταξύ των παραγόντων που επικαλέστηκαν οι δικαστικές Αρχές και οδήγησαν σε πέντε αναβολές της δίκης, οι οποίες διήρκεσαν πέντε χρόνια και ένα μήνα, μέχρις ότου εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση.

Ωστόσο, οι καθυστερήσεις αυτές κρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) πως παραβίασαν τον εύλογο χρόνο  για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. «Η διαδικασία δεν προχώρησε με την επιμέλεια που ήταν απαραίτητη για να περιοριστούν οι καθυστερήσεις στο απόλυτο ελάχιστο».

Ο προσφεύγων Βρετανός υπήκοος συνελήφθη από τις Αρχές της χώρας στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 ως ύποπτος για τη δολοφονία μιας γυναίκας και του 21χρονου ανιψιού της, οι οποίοι δεν ήταν οι επιδιωκόμενοι στόχοι της επίθεσης.  Παραπονέθηκε με την προσφυγή του για παραβίαση του εύλογου χρόνου και της δίκαιης δίκης συνεπεία  των καθυστερήσεων και των επανειλημμένων επαναληπτικών δικών.

Παραβίαση του εύλογου χρόνου δίκης: Το ιστορικό των 5 αναβολών

Ο προσφεύγων παραπέμφθηκε σε δίκη στις 21 Μαρτίου 2017, έξι μήνες μετά τη σύλληψη και την απαγγελία κατηγοριών. Όταν η δίκη είχε ξεκινήσει για περίπου τέσσερις εβδομάδες και η υπόθεση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, ο δικαστής ασθένησε. Μόλις κατέστη προφανές ότι ο δικαστής δεν θα ήταν σε θέση να επανέλθει στα καθήκοντά του  εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, οι ένορκοι απαλλάχθηκαν. Η υπόθεση αναβλήθηκε για να ξαναδικαστεί ενώπιον άλλου δικαστή.

Η δεύτερη δίκη άρχισε στις 3 Απριλίου 2018. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο προσφεύγων κατέθεσε στοιχεία για την υπεράσπισή του και κάλεσε μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του μάρτυρα που παρείχε άλλοθι, CG. Μετά από διαβουλεύσεις αρκετών ημερών (περίπου 42 ώρες συνολικά) οι ένορκοι ανέφεραν ότι δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε πλειοψηφική ετυμηγορία. Οι ένορκοι απαλλάχθηκαν και η εισαγγελία ζήτησε -και έλαβε- επανάληψη της δίκης.

Η τρίτη δίκη (πρώτη επαναληπτική) άρχισε στις 7 Ιανουαρίου 2019. Για άλλη μια φορά, οι ένορκοι δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε ετυμηγορία και απαλλάχθηκαν την τρίτη ημέρα των συσκέψεων, όταν υπέδειξαν ότι δεν υπήρχε προοπτική έκδοση πλειοψηφικής ετυμηγορίας. Η εισαγγελία ζήτησε νέα επανάληψη της δίκης και η αίτηση αυτή έγινε δεκτή στις 12 Απριλίου 2019. Ο δικαστής, στην απόφασή του με ημερομηνία 18 Απριλίου 2019, αναφέρθηκε στην εφαρμοστέα νομολογία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση χαρακτηριζόταν ως εξαιρετικά σοβαρή – αφορούσε ένα έγκλημα που είχε αναμφίβολα διαπραχθεί, η υπόθεση εναντίον του προσφεύγοντος ήταν μια πειστική, πολύπλευρη, περιστασιακή υπόθεση η οποία δεν είχε αποδυναμωθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά αντίθετα είχε παραμείνει πειστική – υπήρχε μεγάλο  δημόσιο συμφέρον να υπάρξει ετυμηγορία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση- και η προϋπόθεση της εξαιρετικότητας, την οποία έπρεπε να πληροί η εισαγγελία, πληρούται.

Η τέταρτη δίκη (δεύτερη επαναληπτική δίκη) άρχισε στις 10 Φεβρουαρίου 2020. Οι ένορκοι αποσύρθηκαν στις 18 Μαρτίου 2020, την 26η εργάσιμη ημέρα της δίκης. Μέχρι τότε η χώρα, και ιδίως το Λονδίνο, βίωνε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία λόγω της εξάπλωσης του ιού Covid-19. Για λόγους που σχετίζονται με την έκτακτη ανάγκη δημόσιας υγείας, στις 24 Μαρτίου 2020 οι ένορκοι μειώθηκαν σε οκτώ μέλη, αριθμός ανεπαρκής για την έκδοση έγκυρης ετυμηγορίας. Κατά συνέπεια, οι ένορκοι απαλλάχθηκαν.

Η εισαγγελία ζήτησε την επανάληψη της δίκης του προσφεύγοντος από νέο σώμα ενόρκων. Ο συνήγορος του προσφεύγοντος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό με το σκεπτικό ότι, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, θα ήταν καταπιεστικό για τον προσφεύγοντα να δικαστεί εκ νέου, και οποιαδήποτε δίκη θα ήταν άδικη και/ή θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου. Οι ένορκοι είχαν συγκληθεί 4 φορές για να τον δικάσουν και είχε καταθέσει σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις. Επιπλέον, είχε περάσει όλη την περίοδο μετά τη σύλληψή του υπό κράτηση σε φυλακή υψηλής ασφαλείας.

Ο δικαστής απέρριψε τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος και, με απόφαση της 20 Απριλίου 2020, διέταξε νέα (πέμπτη) δίκη. Ο δικαστής εξέτασε τα έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η υποστήριξη της κατηγορίας, τα οποία κατά την άποψή του ήταν ισχυρά και πειστικά.

Ο δικαστής δεν απέκλεισε τον αντίκτυπο της καθυστέρησης στην υπόθεση. Ωστόσο, σημείωσε ότι τα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία που είχε καλέσει η υποστήριξη της κατηγορίας ήταν και θα ήταν τέτοιου είδους που δεν εξαρτώνται από τη μνήμη των μαρτύρων, όπως αρχεία εγγράφων, υλικό από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, τηλεφωνικά αρχεία και κατάλληλα καταγεγραμμένες επιστημονικές εξετάσεις.

Ο προσφεύγων ζήτησε παράταση προθεσμίας (34 μέρες) για να ασκήσει έφεση στο Εφετείο κατά της καταδίκης του. Με διάταξη της 3 Μαΐου 2021 ο δικαστής απέρριψε την άδεια άσκησης έφεσης επί των εγγράφων, σημειώνοντας ότι δεν θα είχε νόημα να χορηγηθεί η σύντομη παράταση της προθεσμίας, καθώς κανένας από τους λόγους έφεσης του προσφεύγοντος δεν ήταν βάσιμος. Η αίτηση αδείας ανανεώθηκε. Στις 6 Οκτωβρίου 2021 το Εφετείο απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος για άδεια άσκησης έφεσης μετά από ακρόαση.

Η κρίση του ΕΔΔΑ: Δεν υπήρξε επιμέλεια για περιορισμό των καθυστερήσεων

Ωστόσο, όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων – ο οποίος αντιμετώπιζε μακροχρόνια ποινή φυλάκισης (καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια κάθειρξη με ελάχιστη κάθειρξη 40 ετών) – κρατούνταν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Ενώ η πέμπτη δίκη φαίνεται να προχώρησε με ιδιαίτερη επιμέλεια, η καθυστέρηση περίπου ενός έτους μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης είναι πιο προβληματική. Από την άποψη αυτή, δεν είναι σαφές γιατί οι «εξαιρετικές ρυθμίσεις» που τέθηκαν σε εφαρμογή για να διασφαλιστεί ότι η πέμπτη δίκη προχώρησε γρήγορα παρά την πανδημία  δεν τέθηκαν σε εφαρμογή μόλις διατάχθηκε – κατ’ εξαίρεση – δεύτερη επανάληψη της δίκης, ώστε να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση διατηρήθηκε στο απόλυτο ελάχιστο. Η πάροδος 12 μηνών μεταξύ της αίτησης για άδεια έφεσης και της άρνησης της άδειας φαίνεται επίσης να προκαλεί κάποια ανησυχία. Ειδικότερα, αν και ο αιτών ζήτησε άδεια για να ασκήσει έφεση περίπου 34 μέρες εκπρόθεσμα (αν και χωρίς υπαιτιότητα του συνηγόρου του), φαίνεται ότι χρειάστηκαν περισσότεροι από έξι μήνες για να αρνηθεί ο δικαστής.

Υπό το φως των εξαιρετικών περιστάσεων στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι αυτές οι δύο καθυστερήσεις αποκαλύπτουν ότι η διαδικασία δεν προχώρησε με την επιμέλεια που ήταν απαραίτητη για να περιοριστούν οι καθυστερήσεις στο απόλυτο ελάχιστο.

Πηγή: www.echrcaselow.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr