Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Μ. Κουμανταρέας: Ο τραγικός επίλογος και η δευτεροβάθμια δίκη

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μ. Κουμανταρέας: Ο τραγικός επίλογος και η δευτεροβάθμια δίκη

Οι γείτονες της πολυκατοικίας της οδού Ζακύνθου 3 στη Κυψέλη, μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για τον σεμνό και φιλήσυχο συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα ο οποίος αν και από τους γνωστότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, με σημαντικό συγγραφικό έργο που οδήγησε την Ακαδημία Αθηνών να τον βραβεύσει, ευρύτερα έγινε γνωστός το 1987 από την μεταφορά στον κινηματογράφο του μυθιστορήματος του “Η φανέλα με το εννιά”.

Ο τρόπος που έζησε ο Μένης Κουμανταρέας ήταν αθόρυβος και εντύπωση προκαλούσε μόνο μέσα από τα έργα του. Επισκεπτόταν το καφενείο της γειτονιάς του στη Κυψέλη, όπως το μοιραίο βράδυ με τον φίλο του, ο ποιητή και θεατρολόγο Θάνο Φωσκαρίνη, εκείνο το βράδυ της Παρασκευής 5 Δεκεμβρίου 2014 που τον άφησε για λίγο βιαστικά να πάει στο διαμέρισμα του για να πάρει το χάπι του και να επιστρέψει πάλι σε εκείνον. Η επιστροφή ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, ο ίδιος ανήσυχος από την περίεργη καθυστέρηση του συγγραφέα πήγε μαζί με τον άνδρα της αγαπημένης ανιψιάς του Μένη στο διαμέρισμα του και τον βρήκαν νεκρό. Ζούσε μια παράξενη μοναξιά την τελευταία τετραετία πριν τη δολοφονία του στα 83 του χρόνια. Η αγαπημένη του σύζυγος είχε φύγει από τη ζωή και ο ίδιος σε συνέντευξη του είχε εκμυστηρευτεί ότι το τελευταίο του πεζογράφημα «Ο θησαυρός του χρόνου», ήταν αυτοβιογραφικό γιατί γράφοντας το είχε στο μυαλό του την αγαπημένη του γυναίκα Λίλη.

«Τα παιδικά μου διαβάσματα διακόπηκαν από τον πόλεμο κι ας ήμουν σχεδόν ούτε δέκα χρόνων. Η πρώτη βόμβα, που έπεσε στις 28 Οκτωβρίου του 1940, με βρήκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας μας, τρέμοντας όχι τόσο από φόβο όσο από την υποψία ότι μπορεί να έπαυα, πρόωρα, να είμαι παιδί» γράφει στον «Πλανόδιο σαλπτιγκτή» (εκδ. Κέδρος).

Τα Χριστούγεννα του 1944, όταν οι ελασίτες συνέλαβαν αυτόν και τη μητέρα του ως μέλη εθνικιστικής και δεξιάς οικογένειας σε μια σύντομη αιχμαλωσία, εκείνος διάβαζε τα «Ξένα χέρια» του ρώσου συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι και στη μικρή ανάκριση που του έκαναν στην ερώτηση «Τι εφημερίδες διαβάζετε, παιδί μου, στο σπίτι σας;» απάντησε «Ριζοσπάστη» και «Ελεύθερη Ελλάδα». «Πόσο με πίστεψαν, δεν ξέρω» μονολογεί στην ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής για τα 50 χρόνια της συγγραφικής δημιουργίας του.

Φυσικά, ως γόνος αστικής οικογένειας, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες του πατέρα του, αφού τελείωσε το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών «Κάρολος Μπερζάν», ξεκίνησε σπουδές Νομικής και Φιλολογίας, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Δούλεψε ακούραστα, παραδίδει διηγήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια, αυτοβιογραφικά σημειώματα αλλά και μεταφράσεις σε έργα κυρίως αμερικανών συγγραφέων. Από τους γνωστότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, δεν είναι πρόδηλα πολιτικός συγγραφέας, όπως ο Τσίρκας και ο Αλεξάνδρου ή ο Φραγκιάς. Εστιάζει στην ιδιωτική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως στους νέους που αναζητούν μια ταυτότητα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται. Στη λογοτεχνία, θα τον θυμόμαστε ως τον συγγραφέα της Αθήνας, που απαθανάτισε τους ανθρώπους της και τις γειτονιές της, ιδιαίτερα την Κυψέλη και την πλατεία Βικτωρίας, σε όλα τα στάδια της μεταπολεμικής Ιστορίας. Και όλα αυτά χωρίς να είναι ο συγγραφέας των κλειστών χώρων.

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κατηγορούν τα τσογλάνια. Έχουν και έναν δικό τους θεό αυτά» είχε πει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Esquire» το 2009 ο Μένης Κουμανταρέας.

Ένας από τους δολοφόνους του ο Στεφάν που τριγυρνούσε στη πλατεία Βικτωρίας, ισχυρίστηκε ότι τον γνώριζε εδώ και δέκα χρόνια τον Μένη Κουμανταρέα και είναι ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες, ανέλαβε τη μετακόμιση των επίπλων, λίγους μήνες πριν το μοιραίο βράδυ, όταν ο συγγραφέας αποφάσισε να πουλήσει και να αδειάσει το σπίτι του στην Κηφισιά.

Τα χρήματα αυτής της πώλησης φαίνεται να αποτελούν και το κίνητρο της δολοφονίας. Ο Μένης Κουμανταρέας δεν κατέθεσε μεγάλο μέρος τους στην τράπεζα. Δύο νεαροί Ρουμάνοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για την στυγερή δολοφονία του, 30 και 33 ετών σήμερα θα δικαστούν και πάλι σε δεύτερο βαθμό τον Σεπτέμβριο του 2020.

Ο Στέφαν Ματεσαρενάου και ο Κοσμίν Γκαϊτάν, σκότωσαν το συγγραφέα με τα ίδια τους τα χέρια, με την ελπίδα ότι θα του αποσπάσουν χρήματα. Κατά την ιατροδικαστική έκθεση, “το θύμα απεβίωσε συνεπεία βαρέων κακώσεων κοιλίας – κεφαλής και στραγγαλισμού προκληθέντος δια χειρός”.

Οι δύο κατηγορούμενοι είχαν στήσει “καρτέρι θανάτου” στο συγγραφέα, περιμένοντάς τον για περισσότερο από πέντε ώρες. Όπως αναφέρεται, “εισήλθαν εντός της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας και κρύφτηκαν επιμελώς σε αυτή, εν συνεχεία, όταν αντιλήφθηκαν πως εισήλθε ο Μένης Κουμανταρέας, του επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και με τη χρήση βίας τον ανάγκασαν να τους οδηγήσει στο διαμέρισμά του”.

Αυτό άλλωστε, καταδεικνύουν τόσο η “εικόνα επιλεκτικής έρευνας” στο σπίτι, όσο και τα ευρήματα της αυτοψίας που διενεργήθηκε, καθώς ανάμεσα στο ασανσέρ και στη σκάλα βρέθηκαν τα γυαλιά οράσεως του συγγραφέα, ενώ στην είσοδο του διαμερίσματος, που δεν έφερε ίχνη παραβίασης, η φωτιστική συσκευή που λειτουργούσε με φωτοκύτταρο, βρέθηκε με στραμμένο το λαμπτήρα στο ταβάνι.

Κάποιος “Στέφανος”, που αργότερα αναγνωρίστηκε στο πρόσωπο του Στέφαν Ματεσαρενάου, ζητούσε επίμονα χρήματα από τον Κουμανταρέα, χωρίς ο τελευταίος να ενδίδει στις απαιτήσεις του, είχε πει ο φίλος του Μένη.

Φαίνεται πάντως, πως δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε στηθεί “ενέδρα” στο συγγραφέα. Ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε πως περίπου δύο μήνες πριν τη δολοφονία, και ενώ ο Μένης Κουμανταρέας περίμενε στην είσοδο του διαμερίσματός του το “Στέφανο” και ένα ακόμη άτομο, ονόματι “Τζίμι”, είδε να βγαίνουν από το ασανσέρ δύο άτομα με κουκούλες, με αποτέλεσμα το θύμα να κλείσει την πόρτα. Όταν αργότερα ζήτησε εξηγήσει από το “Στέφανο”, εκείνος αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή. Η εισαγγελέας τους χαρακτήρισε κυνικούς, ενώ από την αρχή της σύλληψης τους οι δράστες μέχρι τη δίκη τους, επέρριπταν ο ένας στον άλλον την ευθύνη για τα όσα έγιναν τη μοιραία βραδιά. Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο 30χρονος κατηγορούμενος, είχε ανακαλέσει τα όσα είχε πει προανακριτικά και συγκεκριμένα ότι είχε ερωτικές επαφές με το θύμα, υποστηρίζοντας ότι διατηρούσαν φιλική σχέση. Μάλιστα, ο κατηγορούμενος είχε παραδεχθεί ότι τη βραδιά της δολοφονίας ζήτησε χρήματα από το συγγραφέα, τα οποία εκείνος αρνήθηκε του δώσει.

«Δεν ήμουν στα καλά μου και τον έσπρωξα… Λυπάμαι πολύ, αλλά δεν τον σκότωσα εγώ», είχε αναφέρει στην απολογία του στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος. Ο ίδιος είχε αφήσει μάλιστα αιχμές για το ρόλο του συγκατηγορουμένου του στην υπόθεση, λέγοντας στο δικαστήριο ότι είχε μείνει μόνος με τον συγγραφέα στο διαμέρισμά του επί 20 λεπτά. Αντίθετα, ο 33χρονος ομοεθνής του είχε ισχυριστεί απολογούμενος ότι ο συγγραφέας και ο συγκατηγορούμενος του είχαν λογομαχήσει έντονα. «Άκουσα ήχους χτυπημάτων κι όταν ανέβηκα είδα το συγγραφέα πεσμένο στο έδαφος. Ο συγκατηγορούμενος μου είχε ανέβει πάνω του και με το ένα χέρι τον κρατούσε από το λαιμό και με το άλλο τον γρονθοκοπούσε», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά. Η δίκη τους σε δεύτερο βαθμό προσδιορίστηκε να γίνει στις 23/9/2020.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ