Η εμπλοκή γυναίκας Εφέτη με τον πρώην της και η καταδίκη του
Οι συγκρούσεις, οι καβγάδες και οι αντιδικίες μεταξύ δικαστικού λειτουργού και του επιχειρηματία συντρόφου της είχαν κορυφωθεί τη διετία 2011-2012, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα ο δεύτερος να καταδικαστεί για παράνομη λήψη προσωπικών της δεδομένων και για συκοφαντική δυσφήμηση. Οι προστριβές άρχισαν το 2011 και διήρκεσαν μέχρι τα μέσα του 2012. Με το «σπάσιμο» της […]
Οι συγκρούσεις, οι καβγάδες και οι αντιδικίες μεταξύ δικαστικού λειτουργού και του επιχειρηματία συντρόφου της είχαν κορυφωθεί τη διετία 2011-2012, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα ο δεύτερος να καταδικαστεί για παράνομη λήψη προσωπικών της δεδομένων και για συκοφαντική δυσφήμηση.
Οι προστριβές άρχισαν το 2011 και διήρκεσαν μέχρι τα μέσα του 2012. Με το «σπάσιμο» της προσωπικής τους σχέσης ξεκίνησε μια ιστορία που είχε ως αποτέλεσμα, μετά από μήνυση της δικαστικής λειτουργού ο πρώην σύντροφός της να καταδικαστεί σε φυλάκιση 21 μηνών με τριετή αναστολή και χρηματικό πρόστιμο 3.000 ευρώ.
Ποινή, την οποία την επικύρωσε εξάλλου το Ποινικό Τμήμα το Αρείου Πάγου και μάλιστα απέρριψε το αίτημά του για αναγνώριση ελαφρυντικών.
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση ο πρώην σύντροφος πίεσε, με πειθώ, φορτικότητα αλλά και παραινέσεις τον υφιστάμενο του και λογιστή της επιχείρησης του, αλλά και πρώην λογιστή της δικαστικής λειτουργού (ο οποίος γνώριζε τον Α.Φ.Μ.) να πείσει εκείνος με την σειρά του τον αδελφό του ο οποίος εργαζόταν σε Τράπεζα να μπει μέσα από το ηλεκτρονικό δίκτυο της Τράπεζας στο σύστημα πληροφοριών “Τειρεσίας” και να αντλήσει εμπιστευτικές πληροφορίες και οικονομικά στοιχεία για εκείνη.
Τα οικονομικά, κ.λπ. στοιχεία αντλήθηκαν από τον τραπεζοϋπάλληλο, δόθηκαν στον λογιστή αδελφό του και εκείνος με τη σειρά του στον πρώην σύντροφο της δικαστικής λειτουργού, τα οποία και χρησιμοποίησε σε βάρος της.
Μετά από αυτό και ενώ δικαστικός λειτουργός τότε κατείχε το βαθμό της προέδρου Πρωτοδικών των Διοικητικών Δικαστηρίων και επρόκειτο να προαχθεί σε Εφέτη, ο πρώην σύντροφος τον Ιούλιο του 2012 συνέταξε και απέστειλε προς την Γενική Επίτροπο των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ανώνυμη, ανυπόγραφη δακτυλογραφημένη επιστολή, η οποία μάλιστα πρωτοκολλήθηκε.
Στην επιστολή αυτή, μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
“Κύριοι, αναγκάζομαι να σας καταγγείλω ανώνυμα τα ακόλουθα εξοργιστικά που αφορούν τη δικαστή σας… Το 2011 έφτιαξε το σπίτι της (σ.σ.: στα Νότια προάστια της Αττικής) και έχει αφήσει απλήρωτους μία σειρά τεχνιτών και προμηθευτών. Μας απειλεί και μας εκβιάζει ότι θα μας καταγγείλει στο Σ.Δ.Ο.Ε. επειδή δεν κόψαμε αποδείξεις για ολόκληρα τα ποσά, υποκύπτοντας στις πιέσεις της για να γλυτώσει τον Φ.Π.Α. Ωραία εικόνα δικαστή. Σαν πολίτες αγανακτούμε τέτοια άτομα να είναι δικαστές και πιθανώς και να προάγονται σε ανώτατες θέσεις. Αν δεν επέμβετε θα αναγκαστούμε να προσφύγουμε και σε δημοσιογράφους. Είναι ντροπή…”.
Η ιστορία ξεδιπλώθηκε σιγά-σιγά και αποκαλύφθηκε ο επιστολογράφος, ενώ η δικαστικός υπέβαλε μήνυση σε βάρος του πρώην συντρόφου της, ο οποίος καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις: α) της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη λήψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και β) συκοφαντική δυσφήμηση.
Τελικά, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 μηνών για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων και 15 μήνες για τη συκοφαντική δυσφήμηση και κατά συγχώνευση 21 μήνες, με τριετή αναστολή. Παράλληλα, του επιβλήθηκε χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για την παράβαση των προσωπικών δεδομένων.
Ακόμη, δεν του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των αξιόποινων πράξεων του.
Ο πρώην άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο κατά της καταδικαστικής απόφασης επικαλούμενος ότι δεν έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι έχει έλλειψης και λογικά κενά.
Σύμφωνα με την Ποινική Δικαιοσύνη η επιστολή αποδείχθηκε ότι συνετάγη και απεστάλη από τον πρώην σύντροφο της δικαστικού λειτουργού και το περιεχόμενο ήταν ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της η οποία ήταν μάλιστα υποψήφια για προαγωγή.
Ακόμη, το περιεχόμενο της επιστολής γνώριζε ο πρώην ότι ήταν αναληθές καθώς «αυτός μέχρι και το έτος 2011 διατηρούσε στενή σχέση» μαζί της, όπως γνώριζε ότι «αυτό μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής αλλά και την υπηρεσιακή της εξέλιξη, ματαιώνοντας την επικείμενη προαγωγή της σε Εφέτη, καθώς ενείχε αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας της».
Ως προς τα ελαφρυντικά ο Άρειος Πάγος επισημαίνει ότι «δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης βεβαιότητας» ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του πρώην συντρόφου της δικαστίνας οι ελαφρυντικές περιστάσεις του Ποινικού Κώδικα, καθώς μάλιστα δεν έκανε επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών αλλά ανέφερε αόριστα γεγονότα, περί επαγγελματική επιτυχούς πορεία με την απόκτηση διπλωμάτων και τη συμμετοχή σε σεμινάρια και επιστημονικές εκδηλώσεις, κ.λπ.
Τέλος, δεν έγινε δεκτός από τους δικαστές ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του πρώην συντρόφου της δικαστικής λειτουργού, ότι ο λογιστής «κινήθηκε αυτοβούλως, με δική του πρωτοβουλία, χωρίς την άδεια και έγκρισή του» και μπήκε στον «Τειρεσία».
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr