Απόλυτη ακυρότητα της δίκης χωρίς εισαγγελική πρόταση μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας
Αν η πρόταση του εισαγγελέα μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, διατυπώνεται χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση επί της ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου, τότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καταλαμβάνει, εκτός από την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ).
Ο Άρειος Πάγος (Ποινικό τμήμα) έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών με τριετή αναστολή για κατοχή και εμπορία μη κανονικών καυσίμων, από το τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επειδή μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη αυτής και έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα. Ο τελευταίος όπως κατά λέξη αναγράφεται στα πρακτικά, “αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να γίνουν δεκτές οι εφέσεις κατά το τυπικό τους μέρος και περαιτέρω να πρότεινε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι”. Αν πράγματι υπέβαλε ή όχι πρόταση περί αθώωσης ή ενοχής των κατηγορουμένων και, αν ναι, τι από τα δύο πρότεινε ο Εισαγγελέας δεν αναφέρεται στην απόφαση. Εφόσον πρέπει από τα πρακτικά να προκύπτει ακριβώς ποια πρόταση έκανε ο Εισαγγελέας και δεν αρκεί η αναφορά, ότι “ανέπτυξε την κατηγορία….και….πρότεινε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι”, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση της πρότασής του αυτής, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καταλαμβάνει, εκτός από την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ).
Ο Άρειος Πάγος ξεκαθαρίζει ότι “μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να ακουσθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση και για την ποινή. Σε διαφορετική περίπτωση, κατά την οποία δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης”.
Και ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2, 171 παρ. 1 στοιχ. β’ και 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να ακουσθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση και για την ποινή. Σε διαφορετική περίπτωση, κατά την οποία δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε χωρίς όμως προηγουμένως ο Εισαγγελέας να προτείνει κατά τρόπο συγκεκριμένο για την ενοχή ή την αθώωσή του.
Ειδικότερα, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη αυτής και έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος, όπως κατά λέξη αναγράφεται στα πρακτικά, “αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να γίνουν δεκτές οι εφέσεις κατά το τυπικό τους μέρος και περαιτέρω να πρότεινε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι”. Αν πράγματι υπέβαλε ή όχι πρόταση περί αθώωσης ή ενοχής των κατηγορουμένων και, αν ναι, τι από τα δύο πρότεινε ο Εισαγγελέας δεν αναφέρεται στην απόφαση.
Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει από τα πρακτικά να προκύπτει ακριβώς ποια πρόταση έκανε ο Εισαγγελέας και δεν αρκεί η αναφορά, ότι “ανέπτυξε την κατηγορία….και….πρότεινε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι”, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση της πρότασής του αυτής, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καταλαμβάνει, εκτός από την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ).
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, οπότε παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, ως αλυσιτελής».
(Πηγή: areiospagos.gr)
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr