Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί για τα «κενά» στην αμοιβή των δικαστικών επιμελητών
«Για επιδόσεις και λοιπές πράξεις που ενεργούνται από δικαστικό επιμελητή, εφόσον ο παραγγέλων δεν είναι από τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα, τραπεζών ελληνικών και ξένων και λοιπών προσώπων που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 51 ν. 2318/1995 και 143 νδ 1210/1972, δεν τίθεται ζήτημα, αφού ελλείπει αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη, παρακράτησης ποσοστού 50% από τη […]
«Για επιδόσεις και λοιπές πράξεις που ενεργούνται από δικαστικό επιμελητή, εφόσον ο παραγγέλων δεν είναι από τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα, τραπεζών ελληνικών και ξένων και λοιπών προσώπων που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 51 ν. 2318/1995 και 143 νδ 1210/1972, δεν τίθεται ζήτημα, αφού ελλείπει αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη, παρακράτησης ποσοστού 50% από τη δικαιούμενη αμοιβή του δικαστική επιμελητή, υπέρ του οικείου συλλόγου για να γίνει διανομή μεταξύ των μελών του. Αυτό είναι το δια ταύτα γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Πλιώτα με την οποία απαντά σε σχετικό ερώτημα της Ομοσπονδίας Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας.
Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται στη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα με θέμα:Παρακράτηση από οικείο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών προβλεπόμενων αναλογικών δικαιωμάτων από πράξεις που διενεργούνται από τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και από τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ):
«Στο άρθρο 49 του ν.2318/1995 ορίζεται ότι: «Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, καθώς και κάθε δαπάνη που απαιτείται για την πραγματοποίηση της εντολής…», ενώ στο άρθρο 51 προβλέπεται : «Για επιδόσεις και λοιπές πράξεις, οι οποίες ενεργούνται από δικαστικό επιμελητή κατόπιν παραγγελίας νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του νόμου 1256/1982, τραπεζών ελληνικών και ξένων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί, μετά από πρότασητου οικείου συλλόγου και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ορίζεται ότι ποσοστό μέχρι 50% της δικαιούμενης από το δικαστικό επιμελητή αμοιβής παρακρατείται και αποδίδεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, για να γίνει διανομή μεταξύ των μελών του. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος εισπράξεως και διανομής των παρακρατουμένων, το ποσοστό που θα λαμβάνει ο σύλλογος για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η πρόταση του οικείου συλλόγου, για οποιοδήποτε από τα παραπάνω θέματα, γίνεται μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως, που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εγγεγραμμένων μελών, μη υπολογιζομένων αυτών που τελούν σε αργία ή αναστολή. Μερίσματα, που δεν αναζητήθηκαν από τους δικαιούχους μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη διανομής, παραγράφονται και περιέρχονται στην περιουσία του συλλόγου». Περαιτέρω στο άρθρο 90 του ως άνω ν. 2318/1995 ορίζεται: «Οι δικαστικοί επιμελητές είναι υποχρεωτικά μέλη των συλλόγων δικαστικών επιμελητών που συγκροτούνται σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα», ενώ στο άρθρο 91 προβλέπεται : «Οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν τη δική τους περιουσία και τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης» και στο άρθρο 95 : «Οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών σε όλη την επικράτεια είναι οκτώ, ήτοι: α) Σύλλογος δικαστικών επιμελητών Εφετείων Αθήνας – Πειραιά – Αιγαίου – Δωδεκανήσου με έδρα την Αθήνα, β)….Στους συλλόγους αυτούς είναι υποχρεωτικά μέλη όλοι οι δικαστικοί επιμελητές, που είναι διορισμένοι και υπηρετούν στις περιφέρειες των πρωτοδικείων των αντίστοιχων προς τους συλλόγους αυτούς εφετείων». Στο άρθρο 97 του ν.2318/1995 ορίζεται ότι ηγενική συνέλευση είναι αρμόδια για : α) … β) … γ) … δ) την υποβολή προτάσεων κατά το άρθρο 51 του παρόντος, ε)….» και στο άρθρο 111 «1. Το διοικητικό συμβούλιο διοικεί το σύλλογο, διαχειρίζεται γενικά τις υποθέσεις του, εκτελεί όσα έργα με τον παρόντα νόμο ή άλλες διατάξεις έχουν ανατεθεί σε αυτό, αποφασίζει για κάθε μέτρο που είναι χρήσιμο για την επίτευξη των σκοπών του συλλόγου, καταρτίζει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό…». Στο άρθρο 143 του ν. 2318/1995 ορίζεται : «1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται α) το νομοθετικό διάταγμα 1210/1972 «Περί κώδικος δικαστικών επιμελητών» και β) κάθε διάταξη νόμου, γενική ή ειδική, που είναι αντίθετη προς τον παρόντα ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν. 2 … 3. Προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του νομοθετικού καθεστώτος 1210/1972 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι εκδόσεως νεωτέρων κατά τον παρόντα νόμο». Σύμφωνα με το άρθρο 48 του ν.δ. 1210/1972 «Περί Κώδικος Δικαστικών Επιμελητών (ΕτΚ Α’, φ. 131): «Επί των παραγγελία του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των Τραπεζών, των οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας επιδόσεων και λοιπών πράξεων ενεργουμένων υπό δικαστικού επιμελητού, δύναται, δΓ αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, να ορίζεται ότι ποσοστόν μέχρι 50% της δικαιουμένης υπό του δικαστικού επιμελητού αμοιβής παρακρατείται και αποδίδεται εις τον, εις ον ανήκει ούτος Σύλλογον Δικαστικών Επιμελητών, δια την διανομήν του προς τα μέλη αυτού τα υπηρετούντα εν τη ΠρωτοδικειακήΠεριφερεία παρ η τυγχάνει διωρισμένος ο ενεργήσας δικαστικός επιμελητής. Δια των αυτών αποφάσεωνκαθορίζεται και ο τρόπος εισπράξεως και διανομής των ούτω παρακρατουμένων αμοιβών».
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 ν. 4354/2015, όπως ισύχει, με τίτλο «Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.)» «1. α. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ΄της παρ.5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014(Α΄107) ανατίθεται αποκλειστικά:αα)σε ανώνυμες εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις,ειδικού και αποκλειστικού σκοπού , υπό την επιφύλαξη της παρ.20 , που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρείες που εδρεύουν σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου(ΕΟΧ),[με οποιονδήποτε νομικό τύπο αποδεκτό για ιδρύματα που διέπονται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36(EEL176/.338/27.6.2013) και] με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της ανωτέρω Οδηγίας, καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004), και της περίπτωσης δ΄της παρούσας παραγράφου. Οι παραπάνω εταιρείες, που είναι χρηματοδοτικά ιδρύματα,λαμβάνουν ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται για την συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εταιρείες αυτές,μετά τη λήψη άδειας λειτουργίας, καταχωρούνται σε ειδικό Μητρώο του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ)και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν.2190/1920(Α΄37) για τις ανώνυμες εταιρείες.
β. Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ΄της παρ.5 του άρθρου2 του ν.4261/2014(Α΄107),μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3,και αποκλειστικά και μόνο προς: αα)Ανώνυμες εταιρείες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο(ΓΕΜΗ). ββ.Εταιρείες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε αποκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ)σε εταιρείες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες ,που σύμφωαν με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι:γγα)η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτοπροσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6.07 του άρθρου 65 του νόμου 4172 / 2013 Α 167 και ΓΒ η εταιρεία τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτοπροσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου τρία του άρθρου 65 του νόμου 4172 / 2013. γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσουν είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά την μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις.δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156 / 2003 (Α’ 157), ν.1905 / 1990 (Α’147),1665 / 1986 (Α ‘194),3606/2007(Α ´195) και 4261/2014(Α ´107).ε.Στις εταιρείες της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται και η διαχείριση των ακινήτων που αποτελούσαν ασφάλεια για τα δάνεια ή τις πιστώσεις που αυτές διαχειρίζονταν και έχουν μεταβιβαστεί στον δικαιούχου της απαίτησης. Στις εταιρείες αυτές δεν επιτρέπεται η απόκτηση, δια μεταβιβάσεως ή εκχωρήσεως ή από εθελοντική εκποίηση ή από πλειστηριασμό, ακίνητης περιουσίας που συνδέεται με τα δάνεια και τις πιστώσεις που αυτές διαχειρίζονται.
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών και ιδίως από την αδιάστικτη γραμματική διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 51 ν. 2318/1995 και 143 νδ 1210/1972, σαφώς προκύπτει ότι οι επιδόσεις και λοιπές πράξεις που ενεργούνται από δικαστικό επιμελητή, εφόσον ο παραγγέλων δεν είναι από τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα, τραπεζών ελληνικών και ξένων και λοιπών προσώπων που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές, δεν τίθεται ζήτημα, αφού ελλείπει αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη, παρακράτησης ποσοστού 50% από τη δικαιούμενη αμοιβή του δικαστική επιμελητή, υπέρ του οικείου συλλόγου για να γίνει διανομή μεταξύ των μελών του.
Τα τελευταία ισχύουν και για τις επιδόσεις από πράξεις των εταιριών του θέματος, όπως διαλαμβάνονται με το υπ’ αρ. 5148/9-7-2019 αίτημά σας για γνωμοδότηση.»
Πηγή: www.eisap.gr
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr