Αλέξης Μητρόπουλος: Υπερπλεόνασμα και αριστερά*

1.Η ύπαρξη πλεονασμάτων στην οικονομική θεωρία και πράξη των κρατών, των οικονομικών μονάδων αλλά και των οικογενειών, σημαίνει ότι, μετά την εκπλήρωση όλων των σύγχρονων αναγκών και λειτουργιών κάθε οργανισμού, η καλή λειτουργία τής οικονομίας και της διαχείρισης αφήνει περίσσευμα πλούτου για συσσώρευση και αποταμίευση. Υπερπλεόνασμα, εξάλλου, σημαίνει κάτι το αναπάντεχα επιτυχημένο, αυτό το οικονομικό […]

NEWSROOM
Αλέξης Μητρόπουλος: Υπερπλεόνασμα και αριστερά*

1.Η ύπαρξη πλεονασμάτων στην οικονομική θεωρία και πράξη των κρατών, των οικονομικών μονάδων αλλά και των οικογενειών, σημαίνει ότι, μετά την εκπλήρωση όλων των σύγχρονων αναγκών και λειτουργιών κάθε οργανισμού, η καλή λειτουργία τής οικονομίας και της διαχείρισης αφήνει περίσσευμα πλούτου για συσσώρευση και αποταμίευση.

Υπερπλεόνασμα, εξάλλου, σημαίνει κάτι το αναπάντεχα επιτυχημένο, αυτό το οικονομικό αποτέλεσμα που προέκυψε από την ευνοϊκότερη συγκυρία των εσωτερικών και διεθνών συνθηκών που θα μπορούσε να συμβεί, όπου όλοι οι παράγοντες συνέδραμαν στο να επιτευχθεί αυτή η ασύλληπτη και μοναδική υπερεπάρκεια στην οικονομική ιστορία των εθνών.

Γράφει ο Αλέξης Μητρόπουλος*

Στην οικονομική πρακτική τα πλεονάσματα αποτυπώνονται πρωτίστως στο υπερ-θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπου φαίνεται η αλκή και επικράτηση στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις και το εμπόριο τής εγχώριας παραγωγικής μηχανής που μπορεί να εξάγει και να αποφέρει πολύ περισσότερα από το τίμημα των απαραίτητων εισαγωγών.

Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη χώρα μας. Ακόμη και με την πολιτική μείωσης των εισαγωγών, αυτές ακόμη υπερτερούν σημαντικά των εξαγωγών. Επομένως, προκύπτει έλλειμμα εν αντιθέσει με τις εξαγωγές τής γερμανικής οικονομίας, ακόμη και αυτής της ιταλικής. Δυστυχώς για τους Έλληνες, τα πλεονάσματα είναι αποτέλεσμα των μνημονιακών συμφωνιών, δηλαδή τής «χρεοδουλοπαροικίας», που συμφώνησε η σημερινή μνημονιακότερη (κατά τις δηλώσεις των ίδιων των δανειστών) κυβέρνηση.

Έτσι, από τις αναλύσεις των εθνικών λογαριασμών αλλά και τις ομολογίες των κυβερνητικών παραγόντων προκύπτει ότι το πλεόνασμα …επιτυγχάνεται από τρεις στοχευμένες πολιτικές:

  • α) την υπερφορολόγηση,
  • β) την περαιτέρω μείωση έως αφανισμού των δημοσίων επενδύσεων και
  • γ) τη στάση πληρωμής πολλών δις ληξιπροθέσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

2. Ως προς την υπερφορολόγηση, αξίζει να σημειωθούν περιληπτικά τα παρακάτω:

Σήμερα συντελείται συστηματική αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων, ιδιαιτέρως των φτωχοτερων μέσω των έμμεσων φόρων που έχουν επιβληθεί, με αυξημένους συντελεστές πάνω στα είδη πρώτης ανάγκης.  Το ίδιο συμβαίνει με τα παραδοσιακά επαγγέλματα που συγκροτούν τον ευρύ τομέα των μικρομεσαίων που, ενώ όλοι ισχυρίζονται ότι αποτελούν «τη ραχοκοκαλιά τής οικονομίας», τον έχουν συρρικνώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Εξάλλου, με τους αυξημένους φόρους που έχουν επιβληθεί στην ιδιωτική περιουσία με ναυαρχίδα τον ΕΝΦΙΑ, τα πατρογονικά και οικογενειακά ακίνητα απαξιώνονται έως του βαθμού της δήμευσης, έτσι ώστε οι αποποιήσεις των κληρονομιών από τα παιδιά και τα εγγόνια να πολλαπλασιάζονται κατά γεωμετρική πρόοδο.

Το λεγόμενο «περιουσιολόγιο», με την καταγραφή όλων των αποτιμητών στοιχείων, ακόμη και των οικογενειακών κειμηλίων πάσης φύσεως, συγκροτεί τον πανοπτικό μάτι του «Μεγάλου Αδελφού» που δεν αφήνει καμιά ανάσα από την εποπτεία των δανειστών σε βάθος πολλών δεκαετιών.

Η φορολογικοποίηση εξάλλου του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή η είσπραξη υψηλών εισφορών με κριτήρια φορολογικής αφαίμαξης έναντι της διαρκώς απομειούμενης σύνταξης και των γλίσχρων παροχών τού Κοινωνικού Κράτους, συμπληρώνει τη φορολογική συγχορδία και δημιουργεί ένα εφιαλτικό τοπίο για το μέλλον των Ελλήνων.

Οι οικονομολόγοι τής κλασικής οικονομικής θεωρίας ονόμαζαν τα πλεονάσματα που προκύπτουν από αυτές τις πηγές «πλεονάσματα του αίματος».

Πώς μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηριστεί ιδεολογικά η τρέχουσα φορολογική πολιτική; Υπάρχει έστω και μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που σε συνθήκες κρίσης επέδειξε τόσο αντικοινωνική και τόσο αντιαναπτυξιακή πολιτική; Με τα κριτήρια του ορθού λόγου, βρίσκεται ή όχι η πολιτική αυτή στο άκρο δεξιό τού ιδεολογικού πολιτικού φάσματος;

3. Ο προϋπολογισμός για το 2019 μειώνει περαιτέρω σημαντικά τις –ούτως ή άλλως- εκμηδενισμένες δημόσιες επενδύσεις. Αυτό δεν το αποτόλμησε καμία δεξιά ή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση στην Ελλάδα και την Ευρώπη καθ’όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα.

Οι δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές και στην αξιοποίηση του εθνικού πλούτου πολλαπλασιάζουν την ανάπτυξη και το εθνικό προϊόν, ξέχωρα του ότι είναι η βασική πολιτική όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων. Ακόμη  και οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, μέσω των δημοσίων επενδύσεων, δημιουργούν το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα κινητοποιηθεί και η ιδιωτική πρωτοβουλία.

Πάνω απ’όλα όμως, όπως προαναφέρθηκε, οι δημόσιες επενδύσεις είναι το αλάθητο κριτήριο του οικονομικού ορθολογισμού, του πατριωτισμού και του προοδευτικού προσανατολισμού. Επομένως η σημερινή επιλογή τής κυβέρνησης στο κεντρικότερο οικονομικό ζήτημα είναι πέραν της συντηρητικής πολιτικής. Είναι ακραία αντιδραστική.

4. Η μη πληρωμή των ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου προς τους πολίτες, τις επιχειρήσεις, τους συνταξιούχους κ.λπ., ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει τις κατασχέσεις περιουσιών και λογαριασμών των μισών περίπου Ελλήνων, που είναι οφειλέτες λόγω κρίσης προς τους διάφορους δημόσιους φορείς, είναι πέραν της συντηρητικής ή αντιδραστικής πολιτικής.

Είναι κατάλυση της νομιμότητας και της συνταγματικής τάξης, σύμφωνα με την οποία πρώτιστη υποχρέωση του κράτους είναι η πληρωμή των οφειλών του προς τους πολίτες. Η πολιτική τής άρνησης ή της μετάθεσης αυτών των πληρωμών κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος, στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα και εν τέλει σχετικοποιεί το δημοκρατικό αίσθημα. Και σ’ αυτή την πολιτική δεν μπορεί παρά να δοθεί ο χαρακτηρισμός τής ακραία αντιδραστικής πολιτικής.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και επειδή πρέπει να παύσει η καραμέλα τής κυβερνητικής προπαγάνδας, ότι τάχα η κυβέρνηση εκπροσωπεί την προοδευτική πολιτική ενώ τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα εκπροσωπούν την αντίδραση, τα τρία ανωτέρω στοιχεία σύνθεσης του υπερπλεονάσματος, αλλά και άλλες πολλές συμπεριφορές που δεν είναι του παρόντος να περιγραφούν, συγκροτούν την πιο ακραία δεξιά και αντιδραστική πολιτική που έχει εφαρμοστεί στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση τουλάχιστον του 1974 μέχρι σήμερα.

Για τον ιδεολογικό χαρακτηρισμό τής «κοινωνικής πολιτικής» τής κυβέρνησης, θα υπάρξουν άλλα σημειώματα της ΕΝΥΠΕΚΚ.

*Καθηγητής, πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr