Αντισυνταγματικότητα & συνέπειες των πράξεων της, (σε κακή σύνθεση) «Aρχής πρόληψης & καταστολής του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος»
Με αφορμή τη χθεσινή διαρροή περί «παγώματος» των λογαριασμών επιχειρηματία που «ερευνάται για συμμετοχή σε παραβίαση των Κινέζικων capital controls» επανέρχεται ένα ζήτημα που, λόγω της εξελισσόμενης πρακτικής της Προέδρου της Αρχής για την πρόληψη και την καταστολή του «ξεπλύματος», αφορά εκατομμύρια Έλληνες. Ειδικότερα, το ζήτημα αφορά οποιονδήποτε «ελέγχεται», χωρίς να αποτελεί υποκείμενο ποινικής δίωξης, […]
Με αφορμή τη χθεσινή διαρροή περί «παγώματος» των λογαριασμών επιχειρηματία που «ερευνάται για συμμετοχή σε παραβίαση των Κινέζικων capital controls» επανέρχεται ένα ζήτημα που, λόγω της εξελισσόμενης πρακτικής της Προέδρου της Αρχής για την πρόληψη και την καταστολή του «ξεπλύματος», αφορά εκατομμύρια Έλληνες. Ειδικότερα, το ζήτημα αφορά οποιονδήποτε «ελέγχεται», χωρίς να αποτελεί υποκείμενο ποινικής δίωξης, για «μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο».
Α. Ιστορικό και ratio της ισχύουσας νομοθετικής πρόβλεψης
Το 2008, εν μέσω αποκαλύψεων για τα (ατιμώρητα, μέχρι και σήμερα) λαδώματα της Siemens «για να γίνονται εκλογές» και, ιδιαίτερα, μετά τις αποκαλύψεις προκλητικά επιδεικνυόμενου παράνομου πλουτισμού πρωτοκλασσάτων υπουργών και στυλοβατών των κυβερνήσεων Σημίτη, ο νομοθέτης παρείχε στην Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομη Δραστηριότητα και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας κάποιες έκτακτες και όλως εξαιρετικά ασκούμενες εξουσίες.
Γράφει ο δικηγόρος Χάρης Οικονομόπουλος*
Η πιό τρομερή από αυτές τις εξουσίες ήταν η δυνατότητα επ’ αόριστον «προληπτικής» δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων προσώπων που ελέγχονταν για κακουργηματικές πράξεις που, τότε, οδηγούσαν και σε «ξέπλυμα». Η εξαιρετική αυτή εξουσία παρασχέθηκε στον Πρόεδρο της Αρχής για λόγους κατεπείγοντος, απαιτούσε ειδικά εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου.
Η νομοθετική αυτή εξέλιξη ήταν η φυσική συνέχεια του σκεπτικού με το οποίο ο Αντ/λέας Α.Π. ε.τ. Γιώργος Ζορμπάς και, στο βαθμό που μπορεί να το ισχυριστεί, ο υπογράφων, κατ΄ουσίαν μόνοι έναντι όλων, υποστηρίζαμε ότι η παραγραφή του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, ως «διαρκούς αδικήματος», δεν μπορούσε να ξεκινά πριν την ημερομηνία ανάλωσης και του τελευταίου ευρώ του βασικού αδικήματος της δωροληψίας υπουργών.
Με το σκεπτικό αυτό, το οποίο τελικά επικράτησε, κατέστη εφικτή η κάποια νομική αντιμετώπιση της, εξευτελιστικά για τους πολίτες και τη δημοκρατία, σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 του Συντάγματος και του συνακόλουθου «Νόμου περί (μη) ευθύνης υπουργών». Το 2011 ο δημοσιονομικός και πολιτικός έλεγχος, που επιβλήθηκε στην χώρα λόγω του αναποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης και της σφοδρής οικονομικής κρίσης, επέβαλε στην Βουλή την θεσμοθέτηση ως αδικήματος που οδηγεί σε «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα» της, πλημμεληματικής φύσεως, «μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο».
Οι οφειλές αυτές δεν περιορίστηκαν, δυστυχώς, στην μη απόδοση ΦΠΑ και άλλες κακουργηματικά διωκόμενες πράξεις αλλά περιέλαβαν και την μη άμεση καταβολή φόρων και προσαυξήσεων από ελέγχους φορολογίας εισοδήματος που έγιναν, ακόμα και μετά την πενταετή παραγραφή (ΣτΕ, Ολομέλεια 1738 /2017 και Β’ Τμήμα 2934/2017) του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου και ενώ εκκρεμεί συζήτηση και/ή απόφαση επί σχετικών προσφυγών στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Το, κακώς νοούμενο, συμφέρον του Δημοσίου πρόκρινε τότε το «πλήρωσε πρώτα και, αν κακώς πλήρωσες, θα σου τα επιστρέψω, κάποτε, μετά…». Και, αν όχι, «διαρκές αυτόφωρο»… Ως γνωστόν στους νομικούς, εφόσον κάποιος ελεγχόμενος, οψέποτε, καταδικαστεί για «μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο» – όχι γιατί μας έκλεψε αλλά επειδή, απλά, καταστράφηκε – κάθε δεσμευμένο περιουσιακό στοιχείο από την «Αρχή» δεν περιέρχεται στο Δημόσιο συμψηφιστικά έναντι οφειλών του αλλά αποδίδεται προς αυτό ως παρεπόμενη ποινή. Καθιστώντας έτσι τον καταδικασθέντα, εκτός από φτωχό και άστεγο, οφειλέτη εσαεί. Αφού και να ήθελε να πουλήσει την όποια, τυχόν, περιουσία του για να πληρωθεί το Δημόσιο, μετά από μιά τέτοια δέσμευση χάνει και αυτή την ύστατη δυνατότητα πληρωμής του. Β. Η πρακτική της Προέδρου της Αρχής
5. Δυστυχώς, αν και ο νομοθέτης προέβλεψε ρητά ως απαραίτητη προΰπόθεση για την εφαρμογή ενός τόσο σοβαρού και εξαρετικού «αστυνομικού» προληπτικού μέτρου την ύπαρξη ειδικής αιτιολογίας και την τεκμηρίωση του επείγοντος, η Αρχή, τουλάχιστον επί της τρέχουσας Προεδρίας της, προβαίνει χωρίς αιτιολογία και χωρίς να αποδεικνύεται λόγος επείγοντος στη δέσμευση δυσανάλογης αξίας περιουσιακών στοιχείων προσώπων που φέρονται ως οφειλέτες του Δημοσίου.
Χωρίς, καν, να έχει προηγηθεί η άσκηση ποινικής δίωξης. Με τον τρόπο αυτό, η Αρχή και, ειδικότερα, η Πρόεδρός της, μπορεί να δεσμεύει, επ’ αόριστον, καταθέσεις, αξίες και ακίνητα και υπερπολλαπλάσιας αξίας των φερομένων ως οφειλών, στερώντας από τους διοικούμενους όχι μόνο το δικαίωμα να διαθέτουν ελεύθερα την περιουσία τους αλλά και την ίδια τη δυνατότητα ουσιαστικής δικαστικής προστασίας αυτού του θεμελιώδους δικαιώματός τους. Μέχρι σήμερα, από αίσθημα ευθύνης απέναντι στον σημαντικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Αρχή στην πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, το ζήτημα δεν είχε δημοσιοποιηθεί. Αντίθετα, επιχειρήθηκε να καταστεί αντιληπτή, τόσο από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου όσο και από τον αρμόδιο νομοθέτη, η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης ενός ζητήματος που διακινδυνεύει, ανα πάσα στιγμή, να ακυρώσει κάθε πράξη της Προέδρου της «σε κακή σύνθεση» Αρχής. Ελπίζαμε ότι η Αρχή θα αντιλαμβάνονταν, επιτέλους, τους κινδύνους που εμφιλοχωρεί για το Κράτος Δικαίου η κατάχρηση αυτής της εξαιρετικής και με ανάγκη ειδικής και τεκμηριωμένης αιτιολογίας εξουσίας που της παρείχε ο νόμος το 2008. Εξάλλου είναι ξεκάθαρο ότι η εξαιρετική αυτή εξουσία παρασχέθηκε για την αντιμετώπιση του κακουργηματικής φύσεως αδικήματος του «ξεπλύματος» και όχι για την αντιμετώπιση και πλημμεληματικής φύσης αδικημάτων, όπως η μη καταβολή βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο ή «κάθε άλλου αδικήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών» (δηλαδή σχεδόν τα ¾ του Ποινικού Κώδικα) που, τότε, ορθά, δεν οδηγούσαν και σε «ξέπλυμα».
Προβλέφθηκε μόνο για σοβαρότατα αδικήματα όπως η δωροδοκία και δωροληψία μελών της Κυβέρνησης και υπολόγων του Δημοσίου, η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από εμπόριο αθρώπων, ναρκωτικών και αντίστοιχης απαξίας εγκλήματα. Η οικονομική αδυναμία εκατομμυρίων, πλέον, Ελλήνων – η οποία, για ιδεοληπτικούς λόγους και με δημοσιονομικές προφάσεις, εξακολουθεί να τιμωρείται όταν αφορά οφειλές προς το Δημόσιο αλλά δεν τιμωρείται όταν αφορά οφειλές σε ιδιώτες – αλλά και η εκκρεμής προς δικαστική κρίση αμφισβήτηση οφειλών τους όχι απλά δεν μπορεί να θεωρείται τόσο σοβαρό αδίκημα αλλά δεν θα έπρεπε, καν, να τιμωρείται ως αδίκημα. 7.Δυστυχώς, η κατάχρηση της σχετικής εξαιρετικής δυνατότητας από την πλευρά της Προέδρου της Αρχής εξακολουθεί, σε γνώση και με την κάλυψη των υπερκειμένων αυτής θεσμών και, ως εκ τούτου, επιβάλει την ενημέρωση κάθε θιγόμενου.
Για το σκοπό αυτό, παρατίθενται τα ακόλουθα με την ελπίδα να φανούν χρήσιμα στο πλήθος των συναδέλφων αλλά και όσων συμπολιτών μας βλέπουν την περιουσία τους να δεσμεύεται επ’ αόριστον, με πράξεις της Προέδρου της Αρχής, χωρίς λόγο επείγοντος, χωρίς να διώκονται ποινικά, χωρίς αιτιολογία. Την στιγμή που ακόμα και στη Λιβύη, επί Καντάφι, καμία τέτοια προληπτική δέσμευση δεν επιτρεπόταν να ισχύει για περισσότερο από τρείς μήνες (Άρθρο 7, παρ.2 και 3 Legislation Record, Numbers from 1 to 8, 1373 After the death of the messenger 2005, Legal Affairs and Human Rights, The General People’s Congress, The Great Socialist People’s Libyan Arab Jamahiriya). Γ. «Δια Ταύτα» – Επειδή η Αρχή είναι Διοικητική και όχι Δικαστική:
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ (3503/ 2009 Ολομ) η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών εν ενεργεία σε διοικητικές αρχές απαγορεύεται ρητά εκ του Συντάγματος, καθιστώντας οιαδήποτε διοικητική ή άλλη υπηρεσία και αρχή στην οποία συμμετέχει δικαστικός λειτουργός εν ενεργεία «σε κακή σύνθεση». Σύμφωνα δε με το Σύνταγμα, στην έννοια του Δικαστικού Λειτουργού εμπεριέχονται όλοι οι λειτουργοί, τόσο της «Καθημένης» όσο και της «Ισταμένης» Δικαιοσύνης . Ειδικότερα, το άρθρο 89 παρ.3 του Συντάγματος θεσπίζει απόλυτο ασυμβίβαστο της ιδιότητας του Δικαστικού Λειτουργού – σε αυτήν περιλαμβάνεται και αυτή του Εισαγγελικού Λειτουργού» – με κάθε άλλο έργο, ιδιότητα ή διοικητική θέση με μόνες εξαιρέσεις, σύμφωνα με την τροποποίηση του 2002, των ρητά προβλεπομένων και στενά ερμηνευομένων (συμπληρωματικών, παράλληλων και μη αποκλειστικών) καθηκόντων της δεύτερης παραγράφου του ιδίου άρθρου (Σ89).
Στις εξαιρέσεις αυτές δεν περιλαμβάνεται και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνεται η συμμετοχή στην μεταγενέστερα συσταθείσα «Επιτροπή» του Ν.3691/2008, ούτε όπως αυτή μετεξελίχθηκε στην «Αρχή» του Ν.3239/2011. Η σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν.3691/2008, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ανάθεση της Προεδρίας της διοικητικής «Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» σε Ανώτατο Εισαγγελικό Λειτουργό εν ενεργεία, συνέπεια της «καθηγητολαγνείας», «εισαγγελολαγνείας» και κάθε άλλης σχετικής στην οποία θέλγεται το πολιτικό προσωπικό στην προσπάθειά του να αποποιείται ευθύνες για ό,τι δεν γίνεται, είναι προδήλως αντισυνταγματική, η δε αντισυνταγματικότητά της είναι και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη όχι μόνο από τα διοικητικά αλλά από κάθε αρμόδιο δικαστήριο. Η υπόδειξη της Προέδρου της Αρχής από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και ο έλεγχός της από αυτό – ιδιαίτερα καθώς η ανωτέρω Αρχή όχι μόνο δεν συνιστά «συμβούλιο ή επιτροπή που ασκεί αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα» αλλά και δεν απολαμβάνει συνταγματικά κατοχυρωμένης λειτουργικής ανεξαρτησίας – δεν αλλάζει τον χαρακτήρα της Αρχής ως διοικητικής υπηρεσίας που υπάγεται, για την ακρίβεια «εποπτεύεται», κατά τη συγκρότησή της ως «Επιτροπής» από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών (κατ’ άρθρο 7, παρ.1 του Ν.3691/2008).
Η υπόδειξη της Προέδρου της Αρχής από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και ο έλεγχός της από αυτό δεν επηρεάζει τον αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα της Αρχής η οποία, μετά και την τροποποίηση του άρθρου 2 του Ν.3932/2011 στο άρθρο 7 του Ν.3691/2008, διαθέτει ι) προΰπολογισμό «που αποτελεί τμήμα του προΰπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών» , ιι) Πρόεδρο «πλήρους απασχόλησης» (σημ. απασχολησης άλλης από της άσκησης δικαιοδοτικών καθηκόντων) που «ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», ιιι) προσωπικό που εποπτεύεται και διορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών ενώ πλήθος άλλων διατάξεων καταδεικνύουν τον όχι απλά διοικητικά εποπτευόμενο, αλλά τον αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα της «Αρχής».
Χωρίς υφιστάμενη συνταγματική πρόβλεψη περί της ανεξαρτησίας της και, φυσικά, χωρίς να μπορεί αυτή να ασκεί δικαστική αρμοδιότητα ή δικαστική λειτουργία. Χωρίς η προεδρεύουσα ανώτατη εισαγγελική λειτουργός εν ενεργεία να ασκεί δικαιοδοτικά ή συμβουλευτικά ή νομοπαρασκευαστικά ή διδακτικά καθήκοντα. Ενώ η πρόταση επί της κρίσης περί της νομιμότητας ή μη κάθε τέτοιας πράξης της αποτελεί αρμοδιότητα κατωτέρου και πειθαρχικά εποπτευομένου της εισαγγελικού λειτουργού, του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Με την έκδοση των πράξεων «προληπτικής δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων», ουσιαστικά διοικητικών πράξεων sui generis, η αποκλειστικής απασχόλησης Πρόεδρος της διοικητικής Αρχής και Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εν ενεργεία πρoβαίνει σε πράξη μη δυναμένη εκ του Σ 89, παρ.3 να προβεί, τόσο δε κάθε συγκεκριμένη πράξη όσο και η κατοχή της Προεδρίας της Αρχής από Δικαστικό Λειτουργό εν ενεργεία πραβιάζει ευθέως την υπερνομοθετική Συνταγματική Αρχή του Σ 89, παρ.3, χωρίς δε να εμπίπτει στις συγκεκριμένες και στενά ερμηνευόμενες εξαιρέσεις της δεύτερης παραγράφου του Σ 89, παρ. 3. Δ. Η «φάκα»
Ο νομοθέτης της περιόδου, βαθύς γνώστης του Διοικητικού Δικαίου, αντιλήφθηκε, ενόψει της και τότε υφισταμένης νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού, ότι οι πράξεις μιάς τόσο σοβαρά πάσχουσας νομικά Αρχής δεν θα άντεχαν στον έλεγχο νομιμότητας των διοικητικών δικαστηρίων. Γι’ αυτό επιχείρησε την υπαγωγή του ελέγχου των διοικητικών αυτών πράξεων του Προέδρου της Αρχής στην «αποκλειστική» αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στερώντας μάλιστα από τους διοικούμενους εκτός από το δικαίωμα υποβολής έφεσης και αυτό το δικαίωμα της υποβολής αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Καθώς δε η υποβολή αίτησης αναίρεσης επιφυλάσσεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου – μέλη της οποίας και με την ψήφο στελεχών της ορίζονται ως Πρόεδροι της Αρχής – με προφανή σύγκρουση συμφερόντων, δεν έχει επιτρέψει μέχρι σήμερα να τεθεί το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας και της κακής σύνθεσης της Αρχής στην κρίση των δικαστών του. Ώστε, ακόμη και σε περίπτωση διαφωνίας τους με τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίοι έχουν προ πολλλού και πάγια κρίνει σχετικά, το σοβαρότατο από πλευράς Κράτους Δικαίου αυτό ζήτημα να κριθεί, πλέον, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ε. Μια προσωρινή λύση
Mέχρι το Κράτος, στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση, να συνειδητοποιήσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλει η αρχή του Κράτους Δικαίου και να προχωρήσει στην διόρθωση της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης, τέτοιες πράξεις της Προέδρου της Αρχής Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομη Δραστηριότητα καλό θα ήταν να προσβάλονταν (και) ενώπιον των, εκ του Συντάγματος, αποκλειστικά αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων. Φυσικά και υπάρχουν αντεισαγγελείς πρωτοδικών που και τα γράμματα γνωρίζουν και το σθένος διαθέτουν για να κρίνουν παρόμοιες πράξεις ιεραρχικά προϊσταμένης τους Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ως μη νόμιμες. Παρα ταύτα, με βάση τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, ίσως να μην είναι φρόνιμο να εξαντλούμε το νομικό μας οπλοστάσιο επαφιέμενοι στην απαιτούμενη γνώση αυτών και των Συμβουλίων τους αλλά και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Καλό θα είναι να προσφεύγουμε σχετικά ενώπιον (και) των Διοικητικών Δικαστηρίων. Εξάλλου, όπως η ίδια η κα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αιτιολογώντας την άρνησή της να παραπέμψει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου της, ρητά δήλωσε στις 5 Μαρτίου: «…η Πρόεδρος της Αρχής τοποθετήθηκε από το Δικαστικό Συμβούλιο και με τη δική μου (της) ψήφο»[i]…
*Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας
[i] Η εν ενεργεία Πρόεδρος της Αρχής, η θητεία της οποιας λήγει τον Ιούνιο 2019, τοποθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο στις 2 Μαϊου 2017 με διαφορά μίας, μόνο, ψήφου (6 μέλη ψήφισαν υπερ αυτής και 5 υπερ της παραμονής του μέχρι τότε Προέδρου της).
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr