Αντώνης Αργυρός: Αποσιώπηση λόγων εξαίρεσης και η αρχή της αμεροληψίας
Του Αντώνη Αργυρού* ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ (α) Η αρχή της αμεροληψίας, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, η οποία απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη καθώς και την αρχή της δίκαιης δίκης, που θεσπίζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΣτΕ […]
Του Αντώνη Αργυρού*
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
(α) Η αρχή της αμεροληψίας, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, η οποία απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες από αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη καθώς και την αρχή της δίκαιης δίκης, που θεσπίζει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΣτΕ 2522/2001, 1117/2000) και εφαρμόζεται υποχρεωτικά στην Προανακριτική Επιτροπή. (β)το μέλος συλλογικού οργάνου του οποίου ζητείται η εξαίρεση δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να μετέχει στη συνεδρίαση κατά την οποία θα κριθεί το ζήτημα της εξαίρεσής του. Ειδικότερη εκδήλωση της πιο πάνω αρχής της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων αποτελούν τ τα άρθρα 18 και 20 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας .(γ)κατά γενική αρχή του δικαίου, τα μέλη των συλλογικών οργάνων οφείλουν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους ως μελών των οργάνων αυτών να παρέχουν τα εχέγγυα αμερολήπτου κρίσεως.
Συνεπώς, εάν κάποιος αμφισβητήσει σοβαρώς και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς την αμεροληψία μέλους ενός συλλογικού οργάνου που έχει αρμοδιότητα να κρίνει την υπόθεσή του και ζητήσει για τον λόγο αυτό την εξαίρεση του παραπάνω μέλους, το συλλογικό όργανο ενώπιον του οποίου φέρεται η αμφισβήτηση αυτή οφείλει, πριν επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως, να αποφασίσει επί του ζητήματος με ρητή και αιτιολογημένη σκέψη, απορρίπτοντας ή δεχόμενο την αίτηση εξαιρέσεως (Σ.τ.Ε. 1535/1992, 164/1991, 83/1986).
Ι. Στις διατάξεις περί εξαιρέσεως των δικαστικών λειτουργών του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες εφαρμόζονται, και στην Προανακριτική Επιτροπή , ορίζονται, μεταξύ άλλων τα εξής : O ανακριτής, ο δικαστής και ο εισαγγελέας είναι εξαιρετέοι, “αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους” (άρθρο 15). Στο δικαστήριο ή το συμβούλιο όταν εξετάζει το παραδεκτό της αιτήσεως εξαιρέσεως “δεν συμμετέχει εκείνος που τον αφορά η εξαίρεση” (άρθρο 18).
Στη σύνθεση του δικαστηρίου ή του συμβουλίου που αποφασίζει για την αίτηση εξαιρέσεως “δεν μπορεί να μετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση . αυτός αναπληρώνεται σύμφωνα με το νόμο” (άρθρο 20 παρ. 1). “Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί νόμιμα, τότε για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει χωρίς καμία χρονοτριβή . . . το αμέσως ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο . αν πρόκειται για δικαστήριο συνέδρων αποφασίζει το δικαστήριο των εφετών, και αν πρόκειται για εφετείο αποφασίζει το πλησιέστερο εφετείο” (άρθρο 20 παρ. 3).
Αν η αίτηση εξαιρέσεως γίνει δεκτή και δεν υπάρχει αναπληρωτής αυτού που εξαιρέθηκε “το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο παραπέμπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 136 στοιχ. α . . .” (άρθρο 21). “Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με το άρθρο 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν : α) αποφασίστηκε η εξαίρεση ολόκληρου δικαστηρίου ή τόσων μελών ενός δικαστηρίου, ώστε τα υπόλοιπα να μη συμπληρώνουν το νόμιμο αριθμό για τη συζήτηση της υπόθεσης . . . β) . . .” (άρθρο 136). Περαιτέρω στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : “Tα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους” (παρ. 1). Τα μέλη των συλλογικών οργάνων, “οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφ’ όσον α) . . . γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους” (παρ. 2). Αν υποβληθεί αίτηση εξαιρέσεως μέλους συλλογικού οργάνου “το συλλογικό όργανο αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν” (παρ. 4 σε συνδυασμό με την παρ. 3).
Τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους για την εξαίρεση μελών συλλογικών οργάνων “δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που δηλώνεται αποχή, ή ζητείται η εξαίρεση, τόσων μελών συλλογικού οργάνου ώστε τα απομένοντα να μη σχηματίζουν την κατά την παρ. 1 του άρθρου 14 απαρτία” (παρ. 6). Τέλος, στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 14 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι : “1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία) . . .”.
ΙΙ. Νόμιμος λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση αποτελεί και η συνδρομή σοβαρού λόγου ευπρέπειας. Ως τέτοιος μπορεί να θεωρηθεί και η, περισσότερο της απλής, γνωριμία του δικαστικού λειτουργού με τον διάδικο ή τον συνήγορό του.
Με επαρκή αιτιολογία γίνεται δεκτό στην απόφαση ότι η αποσιώπηση των λόγων εξαίρεσης έγινε με σκοπό την άμεση παράνομη ωφέλεια του εντολέα του ως άνω δικηγόρου, αφού οι οποιεσδήποτε ενέργειες αυτής ήταν υπό την επίδραση των σχέσεών της με τον εν λόγω δικηγόρο, δεν ήταν δε αναγκαίο να αιτιολογηθεί, ειδικότερα, η γνώση της για την ωφέλεια αυτή, αφού ενυπάρχει στο πρόσωπό της, ούτε να παρατεθούν επιπλέον πραγματικά περιστατικά, με τα οποία να δικαιολογείται ο τρόπος με τον οποίο επετεύχθη η παραπάνω ωφέλεια και σε τι συνίσταται αυτή, γιατί, όπως δέχεται το δικαστήριο, η ωφέλεια προκλήθηκε από την παράλειψή της να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες ανακριτικές ενέργειες και συνίσταται στη μη διαλεύκανση της υπόθεσης, όσον αφορά στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο.
ΙΙΙ. (Α). Οι δικαστές είναι δυνατόν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο, αν προκαλούν υπόνοια μεροληψίας και ιδίως αν, σε ζήτημα που τίθεται ενώπιόν τους, έχουν εκφέρει γνώμη σε άλλη δίκη. Η σχετική δήλωση δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό και μπορεί να γίνει και στη διάσκεψη της υπόθεσης για την έκδοση της σχετικής απόφασης, οπότε, αν αποφασιστεί η έξοδος του εξαιρετέου δικαστή, το δικαστήριο οφείλει να απόσχει από την εκδίκαση της υπόθεσης.Διατάξεις: άρθρα 6 [παρ. 1] ΕΣΔΑ, 52 [παρ. 1], 55 [παρ. 1, 4] ΚΠολΔ […] Ι.- Κατά το άρθρο 55 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ «Δικαστές πολυμελών δικαστηρίων και εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του δικαστηρίου. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο.
(Β). Όλα τα δικαστικά πρόσωπα είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου 14 ΚΠΔ ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορεί να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Ο τρόπος γενικώς που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και τους κατηγορουμένους δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει λόγο εξαίρεσης.
Οι υπόνοιες μεροληψίας πρέπει να στηρίζονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ικανά να δικαιολογήσουν αντικειμενικώς και μάλιστα εμφανώς και όχι υποκειμενικώς (κατά την αντίληψη του αιτουμένου την εξαίρεση) δυσπιστία για την αμεροληψία του δικαστικού προσώπου· τέτοια γεγονότα δεν μπορεί να θεωρηθούν δυσμενείς, σε σχέση με τις απόψεις εκείνου που ζητεί την εξαίρεση, κρίσεις ή νομικές γνώμες, που εξέφρασε το δικαστικό πρόσωπο κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων του.
ΙV. Κατά το άρθρο 254 ΠΚ, υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ’ αυτήν την υπόθεση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου.
Από τη διάταξη αυτή, με την οποία διαμορφώνεται στο νόμο ένα έγκλημα γνήσιο παραλείψεως, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται απλώς και μόνο σε αποθετική συμπεριφορά, δηλαδή σε αποχή από ορισμένη ενέργεια, προκύπτει, αφενός μεν ότι δράστης του προβλεπομένου και τιμωρουμένου από τη διάταξη αυτή εγκλήματος της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης είναι υπάλληλος με την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του ιδίου Κώδικα, δηλαδή εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αφετέρου δε, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτούνται
α) διάταξη νόμου που να ιδρύει για τον υπάλληλο λόγο εξαίρεσης στην υπόθεση που ενεργεί, β) η από τον υπάλληλο με γνώση αποσιώπηση του περιστατικού αυτού και γ) η αποσιώπηση να έγινε με σκοπό αθέμιτης ωφέλειας του δράστη ή κάποιου άλλου ή προς βλάβη άλλου.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις): “Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (παρ. 1). Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων, οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον, α) … β) είναι σύζυγοι … με κάποιον από τους ενδιαφερόμενους ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερόμενους (παρ. 2). Το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του, οφείλει να το δηλώσει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου, αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια.
Στις περιπτώσεις αυτές, η προϊσταμένη αρχή, ή το συλλογικό όργανο αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν (παρ. 3)”. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο δημόσιος υπάλληλος διαπράττει το από το άρθρο 254 του ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της αποσιώπησης λόγου εξαίρεσης, όταν, εκτός των λοιπών περιπτώσεων, συμμετέχει ως μέλος σε συλλογικό όργανο, και ενεργώντας από πρόθεση δεν αναφέρει ότι μεταξύ των ενδιαφερομένων για την κατάληψη κάποιας θέσης είναι και η σύζυγός του και μεροληπτεί υπέρ αυτής, στην περίπτωση μόνο που το συλλογικό αυτό όργανο λαμβάνει απόφαση ή διατυπώνει γνώμη, ή προτείνει κατ’ ελεύθερη και δεσμευτική κρίση για την προϊσταμένη αρχή του, που έχει το δικαίωμα επιλογής μετά την τελική αξιολογική κατάταξη των ενδιαφερομένων. Κατά το άρθρο 259 ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α’ και 263α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται στον υπάλληλο από το νόμο ή από διοικητική πράξη ή απορρέει από τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους, β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη γνώση και τη θέληση της παραβάσεως του υπηρεσιακού του καθήκοντος και γ) σκοπός του δράστη, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, συνιστάμενος στην επιδίωξη του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει, το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη, η οποία μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, προϋποθέτει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο). Μεταξύ δε της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή βλάβης. Η καταδικαστική δε απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
*Πρώην υπηρεσιακός υπουργός Επικρατείας, Δικηγόρος
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr