Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Αντώνης Βόμβας: Η ανάγκη επιτάχυνσης της Ποινικής Δίκης

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αντώνης Βόμβας: Η ανάγκη επιτάχυνσης της Ποινικής Δίκης

Αναγκαία προϋπόθεση για την αποτρεπτική λειτουργία των κανόνων του ποινικού δικαίου είναι η βεβαιότητα και η αμεσότητα της επιβολής της ποινής από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο για κάθε τελεσθείσα εγκληματική πράξη. Για την εξασφάλιση των παραπάνω κρίσιμη είναι η σημασία του περιεχομένου και της πρακτικής εφαρμογής των κανόνων της ποινικής δικονομίας, ιδίως των διατάξεων περί αναβολής της δίκης, μεταξύ των οποίων, στην ημεδαπή έννομη τάξη, καίρια θέση κατέχει το άρθρο 349 ΚΠΔ.

Αναλύει ο Πρωτοδίκης Αντώνης Βόμβας

Η διαπιστούμενη, κατά κοινή ομολογία, καθυστέρηση ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων, αφ’ ης στιγμής εισαχθούν στο ακροατήριο, οφείλεται, κατά κύριο λόγο (τουλάχιστον όσον αφορά τις πλημμεληματικές πράξεις, στις οποίες κυρίως αναφέρεται το παρόν), σε αναβολές που χορηγούνται από τα ποινικά δικαστήρια, κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 349 ΚΠΔ.

Ειδικότερα, στο Πρωτοδικείο Αθηνών διαπιστώνονται τα εξής φαινόμενα (σύμφωνα με την προσωπική πείρα του γράφοντος), τα οποία δεν αποτελούν ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου Πρωτοδικείου:

  • α) Μεγάλος αριθμός υποθέσεων αναβάλλεται «λόγω ωραρίου Γραμματέως της έδρας». Ειδικότερα: Τα εκθέματα των Μονομελών Πλημμελειοδικείων, στα οποία είχε μεταφερθεί ο κύριος όγκος εκδίκασης των πλημμελημάτων μετά τον ν. 3904/2010, περιλαμβάνουν υπερβολικά μεγάλο αριθμό υποθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 374 παρ. 1 ΚΠΔ, κυμαινόμενο μεταξύ 40 και 60 υποθέσεων περίπου κατά μέσο όρο, με συνέπεια, συνήθως, να μην εξαντλείται το έκθεμα και όσες υποθέσεις δεν έχουν εκφωνηθεί μέχρι τις 3:00 μ.μ. να αναβάλλονται κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ «λόγω ωραρίου Γραμματέως της έδρας» και αδυναμίας διακοπής της συνεδρίασης για άλλη ημέρα υπό την ίδια σύνθεση.

Η ίδια πρακτική της αναβολής «λόγω ωραρίου» ακολουθείται και από τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία σε μικρότερη μεν (ενόψει του μικρότερου αριθμού των υποθέσεων που καλούνται να εκδικάσουν σε κάθε δικάσιμο) αλλά άξια λόγου έκταση, η οποία πιθανολογείται βασίμως ότι θα διογκωθεί μετά τη διεύρυνση της υλικής τους αρμοδιότητας με το νέο άρθρο 112 παρ. 1 ΚΠΔ. Όριο στον αριθμό αναβολών για το λόγο αυτόν δεν τίθεται, καθώς θεωρείται ότι δεν εφαρμόζεται ο αντίστοιχος περιορισμός των δύο αναβολών που προέβλεπε το άρθρο 349 παρ. 4 ΚΠΔ.

  • β) Μεγάλος αριθμός υποθέσεων αναβάλλεται λόγω κωλύματος συνηγόρου ενός διαδίκου που συνίσταται στην παράστασή του ενώπιον άλλου Δικαστηρίου ή Αρχής κατά την ίδια δικάσιμο. Ειδικότερα: Είναι συνήθης πρακτική στα Πλημμελειοδικεία να γίνεται δεκτό σχετικό αίτημα αναβολής ενός εκ των διαδίκων (το φαινόμενο εμφανίζεται και στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, σε όσες υποθέσεις δεν υπάρχουν προσωρινά κρατούμενοι).

Το αίτημα αναβολής συνδέεται με το δικαίωμα επιλογής συνηγόρου και προϋποθέτει την παραδοχή ότι η εκπλήρωση των επαγγελματικών υποχρεώσεων του συνηγόρου σε άλλο Δικαστήριο ή Αρχή συνιστά «λόγο ανωτέρας βίας», κατ’ άρθρο 349 παρ. 1 ΚΠΔ (έτσι η ΑΠ 552/2008, ΝΟΜΟΣ), αν και είναι αμφίβολο το εάν το εν λόγω κώλυμα δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί, ακόμη και αν είχε επιδειχθεί άκρα επιμέλεια. Ως ανώτατο όριο αναβολών προβλεπόταν μέχρι την 1.7.2019 ο αριθμός των δύο αναβολών που προέβλεπε το άρθρο 349 παρ. 4 ΚΠΔ.

  • γ) Σε περίπτωση διακοπής της συζήτησης των ανεκδίκαστων πλημμεληματικών υποθέσεων για άλλη δικάσιμο (λόγω ανεπάρκειας του χρόνου για την εκδίκαση του συνόλου των υποθέσεων του εκθέματος στην αρχική δικάσιμο) σε πολλές περιπτώσεις υποβάλλεται από τους διαδίκους, στη συζήτηση μετά τη διακοπή, αίτημα αναβολής της εκδίκασης λόγω συμμετοχής των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στην αποχή που αποφάσισε η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας  από 15-5-2006, επικυρωθείσα εκ νέου με ομόφωνη απόφαση των Προέδρων στην Ολομέλεια της 2-4-2011, από τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων μετά από μία διακοπή στα Πλημμελειοδικεία (και μετά από δύο διακοπές στα Εφετεία), πλην των περιπτώσεων παραγραφής ή προσωρινής κράτησης.

Τα Δικαστήρια είναι καταρχήν υποχρεωμένα να χορηγήσουν την αναβολή αυτή, κατ’ άρθρο 349 παρ. 7 ΚΠΔ, λόγω ανωτέρας βίας, με την οποία εξομοιώνει την αποχή των δικηγόρων η ως άνω διάταξη, άνευ αριθμητικού περιορισμού. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη ότι η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, εισαχθείσα για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ με την παρ. 6 του άρθρου 34 Ν.2172/1993, προβαίνει σε μία αφηρημένη και εκ των προτέρων στάθμιση, αφενός μεν του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (και δικαιώματος σε δίκαιη δίκη) σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο όλων των εμπλεκομένων στην ποινική δίκη πολιτών αφετέρου δε του δικαιώματος άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δικηγόρων, υπέρ του δεύτερου.

Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι, ασφαλώς, η συχνότατη στην πράξη ταλαιπωρία των διαδίκων και των μαρτύρων (αλλά και των συνηγόρων), μη συμβιβαζόμενη με την εικόνα ενός σύγχρονου κράτους που σέβεται τους πολίτες του, οι οποίοι αναμένουν, για να εκδικασθεί η υπόθεσή τους, από την ώρα έναρξης της συζήτησης στις 9:00 π.μ. αλλά τελικά ενημερώνονται από το Δικαστήριο ότι η υπόθεσή τους αναβάλλεται είτε «λόγω ωραρίου Γραμματέως» (λίγο πριν την 3:00 μ.μ.) είτε λόγω έτερης επαγγελματικής υποχρέωσης ενός εκ των συνηγόρων των διαδίκων, ενώ σε περίπτωση διακοπής της υπόθεσης για άλλη δικάσιμο δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να προσέρχονται εκ νέου οι παράγοντες της δίκης, αλλά να μην εκδικάζεται ούτε αυτήν τη φορά η υπόθεση λόγω επίκλησης από κάποιο συνήγορο της απόφασης της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής, για την οποία έγινε ήδη λόγος.

Επιπλέον, οι Πρόεδροι,  οι Σύνεδροι και οι Εισαγγελείς των Δικαστηρίων επιβαρύνονται σημαντικά, πριν τη δικάσιμο, με τη μελέτη των δικογραφιών υποθέσεων που τελικώς αναβάλλονται, χωρίς (μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 93 παρ. 4 ν. 4139/2013 της παρ. 3 του άρθρου 349 ΚΠΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 33 παρ. 5 ν. 4055/2012 που προέβλεπε την εκδίκαση των υποθέσεων που αναβάλλονται από τον ίδιο Πρόεδρο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου) να αξιοποιείται ο χρόνος και ο κόπος τους που θα μπορούσε να είχε διατεθεί για άλλα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.

Εξάλλου, η υποβολή και εκδίκαση των αιτημάτων αναβολής λόγω συνδρομής μίας εκ των περιπτώσεων του άρθρου 349 ΚΠΔ αναλώνει σημαντικό μέρος του χρόνου συνεδρίασης των ποινικών δικαστηρίων, με συνέπεια να μειώνεται έτι περαιτέρω ο αριθμός των εκδικαζόμενων στην ουσία υποθέσεων. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι υποθέσεις είναι δυνατό να αναβληθούν περισσότερες από δύο φορές κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιπτώσεις μη εκδίκασης για οποιονδήποτε λόγο (συνήθως λόγω αναβολής κατ’ άρθρο 59 ή 352 ΚΠΔ ή κήρυξης απαράδεκτης της συζήτησης ελλείψει κλητεύσεως ή λόγω μη νόμιμης κλήτευσης του κατηγορουμένου), καταλήγει σε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό.

Τούτο καταλήγει στο να εκδικάζεται σημαντικός αριθμός υποθέσεων πλημμεληματικού χαρακτήρα, ακόμη και υποθέσεις στις οποίες ουδέποτε εμφανίζεται ο κατηγορούμενος (ο ίδιος ή ο συνήγορός του) ή αφορούν ομολογημένες πράξεις ή είναι σχετικά απλές (από άποψη αντικειμένου, αποδεικτικών δυσχερειών κλπ), μετά την πάροδο πέντε, έξι ή και επτά χρόνων από το φερόμενο χρόνο τέλεσης των πράξεων, με περαιτέρω αποτέλεσμα αφενός μεν να δημιουργείται σοβαρός κίνδυνος παραγραφής τους, μέχρι την εκδίκαση (σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης) της τυχόν ασκηθείσας εφέσεως, αφετέρου δε η έκδοση τελεσίδικης (άρα και κατά κανόνα εκτελεστής) καταδικαστικής απόφασης να λαμβάνει χώρα σε χρόνο που απέχει σημαντικά από την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς, με αυτονόητη συνέπεια την υποβάθμιση της αποτρεπτικής λειτουργίας των κανόνων του ποινικού δικαίου, αλλά και τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ποινική δικαιοσύνη.

Η αρχική διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ προέβλεπε απλώς ότι το Δικαστήριο «μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που προβάλλονται από τον εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους, ή αυτεπαγγέλτως. Αν αυτά τα αίτια παρουσιαστούν πριν από την ημέρα της δίκης, αποφασίζει για την αναβολή το δικαστήριο σε συμβούλιο, ενώ, αν πρόκειται για δίκη στο κακουργιοδικείο αποφασίζει το συμβούλιο των εφετών». Δηλαδή καταλειπόταν σημαντικό περιθώριο κρίσης στο Δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμευόταν από το χαρακτηρισμό εκ του νομου συγκεκριμένων περιπτώσεων ως λόγων αναβολής, ενώ προλαμβανόταν το ενδεχόμενο να αναλωθεί το Δικαστήριο με την κρίση επί της βασιμότητας ενός αιτήματος αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ.

Η ως άνω πρόβλεψη του εδαφίου β’ του άρθρου 349 ΚΠΔ περί κρίσης από το συμβούλιο για τη χορήγηση της αναβολής εάν ο λόγος αυτής εμφανίσθηκε πριν τη δικάσιμο, καταργήθηκε το 2002 (με την παρ.5 άρθρο 7 ν. 3090/2002), παραπλήσια δε διάταξη θεσπίστηκε το 2012, με την παράγραφο 8 του άρθρου 349 ΚΠΔ που προστέθηκε με την παρ. 6 άρθρου 33 ν.4055/2012 (με το εξής περιεχόμενο «Εάν ο λόγος της αναβολής αναφανεί πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ο διάδικος ή ο συνήγορος του υποχρεούται, με ποινή το απαράδεκτο της προβολής του λόγου αυτού ενώπιον του επ` ακροατηρίω συνεδριάζοντος δικαστηρίου, να γνωστοποιήσει αυτόν εγγράφως στον αρμόδιο εισαγγελέα, μαζί με τα έγγραφα που τον αποδεικνύουν.

Για την αναβολή αποφασίζει το δικαστήριο σε συμβούλιο, αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα χωρίς την παρουσία διαδίκων και, προκειμένου για δίκη ενώπιον των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, το συμβούλιο των εφετών. Ο γραμματέας της αρμόδιας εισαγγελίας ενημερώνει τους μάρτυρες και τους νομιμοποιηθέντες διαδίκους για τη νέα δικάσιμο»), ωστόσο και η διάταξη αυτή καταργήθηκε εκ νέου το 2013 με το άρθρο 100 παρ. 2 ν. 4139/2013. Περαιτέρω, η πρακτική της αναβολής «λόγω ωραρίου» δεν υπήρχε,  κατά τις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες εφαρμογής του κώδικα ποινικής δικονομίας, και τα ποινικά δικαστήρια συνεδρίαζαν (ενδεχομένως με μία ή περισσότερες διακοπές) μέχρι την εξάντληση του εκθέματος κάθε δικασίμου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά το χρόνο θέσπισης του ν. 4619/2019 προέβαλε ως πρόδηλη αναγκαιότητα η λήψη νομοθετικής πρωτοβουλίας για τη νομοτεχνική βελτίωση της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ, την αντιμετώπιση των διαμορφωθεισών πρακτικών εφαρμογής της και την επιτάχυνση της επ’ ακροατηρίω απονομής δικαιοσύνης, ενόψει της σημασίας της άμεσης εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων αφενός μεν για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη της ποινικής δίκης (ιδίως τον παθόντα), αφετέρου δε για την εμπέδωση του αισθήματος δικαιοσύνης στους πολίτες και την αποτρεπτική λειτουργία του ποινικού δικαίου, για την οποία έγινε λόγος στην αρχή.

Ωστόσο, η θεσπισθείσα ρύθμιση για το νέο άρθρο 349 ΚΠΔ, κατά κύριο λόγο (θετική, για παράδειγμα, κρίνεται η κατάργηση της πρόβλεψης για διακοπή της δίκης σε άλλη δικάσιμο εντός προθεσμίας 15 ημερών), δεν κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά δημιουργεί περαιτέρω προσκόμματα στην άμεση και έγκαιρη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Ειδικότερα:

  • α) Απαλείφθηκε ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των δύο αναβολών λόγω ανωτέρας βίας ή σοβαρών λόγων υγείας. Με την εισαχθείσα ρύθμιση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο νομοθέτης πλέον επιτρέπει την αναβολή της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων στο διηνεκές στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της αναβολής, χωρίς να προβλέπει κριτήρια απόρριψης του αιτήματος, όπως για παράδειγμα το μέγιστο αριθμό αναβολών ή τον κίνδυνο παραγραφής.
  • β) Ουδέν προβλέφθηκε στο νόμο για το εάν η ανάληψη έτερης επαγγελματικής υποχρέωσης που συνεπάγεται την παράσταση ενώπιον άλλου Δικαστηρίου ή Αρχής από το συνήγορο επιλογής του διαδίκου (συνήθως του κατηγορουμένου), ανεξάρτητα από το χρόνο ανάληψης αυτής, συνιστά ανωτέρα βία που δικαιολογεί την αναβολή της εκδίκασης.
  • γ) Αντικαταστάθηκε η πρόβλεψη ότι η ύπαρξη σοβαρών λόγων υγείας ως λόγου αναβολής πρέπει να αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, από την πρόβλεψη ότι αρκεί (απλή) ιατρική πιστοποίηση, ήτοι χωρίς τις αυξημένες προϋποθέσεις εγκυρότητας και την αποδεικτική βαρύτητα του δημοσίου εγγράφου.
  • δ) Επαναλήφθηκε η πρόβλεψη ότι η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανωτέρας βίας, ενώ δεν ελήφθη μέριμνα για την αντιμετώπιση του ως άνω φαινομένου της επίκλησης των αποφάσεων της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για την αποχή από κάθε συνεδρίαση Πλημμελειοδικείου μετά από διακοπή.

Τα παραπάνω είχαν επισημανθεί από τον γράφοντα με σχετικό σχόλιο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα www.opengov.gr κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης πριν τη δημοσίευση του νόμου 4619/2019.

Τα σχόλια αυτά αφορούσαν στα εξής:

  • α) Την ανάγκη διατήρησης του ανωτάτου ορίου των δύο αναβολών.
  • β) Την ανάγκη διατήρησης της πρόβλεψης για την υποχρεωτική απόδειξη του σοβαρού λόγου υγείας από έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος.
  • γ) Την επαναφορά της διαδικασίας δικαστικής κρίσης επί των αιτημάτων αναβολής πριν τη δικάσιμο για λόγους που έχουν προκύψει πριν από αυτήν, σύμφωνα με όσα προελέχθησαν για τις προηγούμενες μορφές του άρθρου 349 ΚΠΔ.
  • δ) Την νομοθετική πρόβλεψη της αντιμετώπισης του αιτήματος αναβολής κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ λόγω εκτέλεσης από το συνήγορο ενός διαδίκου άλλων επαγγελματικών του καθηκόντων κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο.
  • ε) Το ενδεχόμενο τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ, ώστε να θεσπισθούν περιορισμοί στη δυνατότητα επίκλησης της αποχής των δικηγόρων ως νομίμου λόγου αναβολής, ιδίως στην περίπτωση της εκδίκασης της υπόθεσης μετά από διακοπή.
  • στ) Τη νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος της αναβολής «λόγω ωραρίου». Ειδικότερα, δεδομένου ότι αφενός μεν προβλέπεται η υποχρέωση του γραμματέα της έδρας ως δικαστικού υπαλλήλου να εργάζεται και πέραν του ωραρίου του για την αντιμετώπιση έκτακτων και εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών (άρθρο 53 παρ. 1 ν. 2812/2000), αφετέρου δε η υπερφόρτωση των εκθεμάτων των (Μονομελών ιδίως) Πλημμελειοδικείων καθιστά αδύνατη την εκδίκαση των υποθέσεων κάθε δικασίμου μέχρι πέρατος του καθημερινού ωραρίου στις 3:00 μ.μ., θα πρέπει καταρχάς να διευκρινισθεί από το νομοθέτη εάν θεωρεί ως λόγο ανωτέρας βίας την τήρηση του ωραρίου αυτού.

Συναφώς, αναγκαία κρίνεται η σημαντική μείωση του αριθμού των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο, για την οποία απαιτείται η αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των ποινικών τμημάτων του Πρωτοδικείου Αθηνών που συνεδριάζουν καθημερινά (η έκταση και οι προϋποθέσεις της οποίας δεν είναι αντικείμενο του παρόντος) με αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 374 παρ. 1 ΚΠΔ, χωρίς ωστόσο τούτο να αποτελεί επαρκή αντιμετώπιση της υφιστάμενης κατάστασης, καθώς κατατείνει μόνο στον περιορισμό των αναβολών «λόγω ωραρίου».

Μετά την ψήφιση του νόμου 4619/2019 και ενόψει της συζητούμενης βελτιωτικής επέμβασης του νομοθέτη σε επιμέρους διατάξεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα ανωτέρω ζητήματα αξίζει να τεθούν στο δημόσιο διάλογο και να ληφθούν υπόψη από τους έχοντες τη νομοθετική πρωτοβουλία. Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή τη δυνατότητα εφαρμογής των παραπάνω προτάσεων, ευθύνη όσων υπηρετούν το σύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είναι να τοποθετηθούν ως προς την ύπαρξη του προβλήματος, ώστε να διατυπωθούν συγκεκριμένοι τρόποι αντιμετώπισής του στο άμεσο μέλλον.

Η επίκληση της δυνατότητας του Δικαστηρίου να μη χορηγήσει την αιτηθείσα αναβολή ως επαρκούς εγγύησης για την αποφυγή καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ παραβλέπει όσα προεκτέθηκαν για την υφιστάμενη κατάσταση (δεδομένου ότι και η προϋφιστάμενη μορφή του άρθρου προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή) αλλά και τους περιορισμούς που τίθενται στη δυνατότητα αυτή από το γράμμα της διάταξης, ενώ το παγίως προβαλλόμενο από τις δικαστικές ενώσεις αίτημα διορισμού περισσοτέρων δικαστικών λειτουργών δεν συνιστά κατάλληλη και επαρκή λύση, εάν δεν συνδυαστεί με την τροποποίηση του περιεχομένου του άρθρου 349 ΚΠΔ και την αύξηση των ποινικών δικαστηρίων που συνεδριάζουν καθημερινά, κατά τα προλεχθέντα. Είναι απορίας άξιον πώς, στο πλαίσιο μίας συνολικής αναθεώρησης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν υπήρξε ουσιώδης παρέμβαση για ένα τόσο καίριο ζήτημα στην καθημερινή πρακτική της ποινικής δίκης.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο dikastis.blogspot.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ