Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης: Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις στα Σχέδια του νέου ΠΚ και ΚΠΔ

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης: Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις στα Σχέδια του νέου ΠΚ και ΚΠΔ

Α. Εισαγωγικά

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανήρτησε πρόσφατα στο διαδίκτυο τα Σχέδια του νέου Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για διαβούλευση εν όψει επικείμενης ψήφισης στη Βουλή. Τα σχέδια και των δύο Κωδίκων παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και αξίζει να παρατεθούν στη συνέχεια ορισμένες παρατηρήσεις ως προς τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των μεταρρυθμίσεων που επέρχονται.

Αναλύει ο καθηγητής Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης*

Με δεδομένη την τεράστια σημασία που έχει η θέσπιση και η εφαρμογή των ποινικών νόμων στην ατομική, κοινωνική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή και τις βαρύτατες επιπτώσεις που συχνά έχει για το άτομο και το περιβάλλον του η εμπλοκή σε μια ποινική διαδικασία, καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι η θέσπιση ενός νέου Ποινικού Κώδικα έχει σοβαρότατες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις.

Εν όψει αυτού, η ανάγκη να αντιμετωπιστεί η θέσπισή του χωρίς ιδεολογικοπολιτικές προκαταλήψεις ή/και ιδιοτελείς σκοπιμότητες, εμφανίζεται αδήριτη. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και επιφυλάξεις που συχνά διαδίδονται, εν όψει θεσπίσεως του νέου Ποινικού Κώδικα, ως προς το κατά πόσο κάποιες επιμέρους ρυθμίσεις του εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα ή σκοπιμότητες. Έχω την άποψη ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία είναι τελείως ανεδαφική: είναι προφανές ότι από τη θέσπιση ενός νέου νόμου (και όχι κατ’ ανάγκη μόνο του Ποινικού Κώδικα) σε μια συγκεκριμένη συγκυρία κάποιοι κατ’ ανάγκην τίθενται σε ευμενέστερη θέση, όπως αντίστοιχα ενδεχομένως κάποιοι κατ’ ανάγκην επιβαρύνονται.

Το να ανάγουμε όμως αυτό το γεγονός σε ανασταλτικό παράγοντα θέσπισης και εφαρμογής του νέου νομοθετήματος είναι εσφαλμένο, διότι κάτι τέτοιο θα συμβαίνει πάντοτε, επειδή έχει να κάνει με τα αενάως αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα στο χώρο της κοινωνίας. Εάν λοιπόν προσανατολιζόμασταν ευλαβικά στην επιφύλαξη αυτή, τότε θα απεκλείετο η θέσπιση ενός νέου νομοθετήματος στο διηνεκές. Κατά συνέπεια η διαδικασία θέσπισης ενός νέου Ποινικού Κώδικα, αναγκαία εν όψει των ραγδαίων εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών στην κοινωνική και οικονομική ζωή, επουδενί επιτρέπεται να αναχαιτιστεί από τέτοιου είδους αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις.

Εάν θα ήθελε κανείς να αποδώσει μονολεκτικά τη σκοπιμότητα που υπηρετούν τα Σχέδια και των δύο Κωδίκων θα χρησιμοποιούσε αυθόρμητα δύο όρους: «εκσυγχρονισμός» και «εξορθολογισμός».

Με τον πρώτο εννοούμε αφενός μεν την απάλειψη αναχρονιστικών θεσμών (χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάργηση των πταισμάτων ως κατηγορίας εγκλημάτων και αντίστοιχα η κατάργηση των πταισματοδικείων ως ποινικών δικαστηρίων), καθώς και την κατάργηση πολλών εγκλημάτων η ύπαρξη των οποίων σηματοδοτούσε παρωχημένα κατάλοιπα, αφετέρου δε την εισαγωγή στο κείμενο των Κωδίκων νέων ρυθμίσεων που είτε προϋπήρχαν διάσπαρτες σε ειδικούς νόμους (όπως η ποινική συνδιαλλαγή) είτε εισάγονται για πρώτη φορά (όπως η ποινική διαταγή).

Με τον δεύτερο εννοούμε κυρίως την ριζική αναδιαμόρφωση του συστήματος επιβολής της ποινής, την υποβάθμιση πολλών κακουργημάτων σε πλημμελήματα, την πρόβλεψη ηπιότερων ποινών σε αρκετά κακουργήματα, κάτι που είχε καταστεί πλέον εντελώς απαραίτητο εν όψει του άκρατου γιγαντισμού της ποινικής καταστολής και των υπερβολικά αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονταν για αδικήματα με μάλλον ήσσονα ηθικοκοινωνική απαξία.

Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τόσο ο εκσυγχρονισμός όσο και ο εξορθολογισμός, στους οποίους μόλις αναφερθήκαμε, έχουν καταστεί πλέον απολύτως αναγκαίοι εν όψει της προβληματικής διόγκωσης της ποινικής καταστολής τόσο σε εύρος (δηλαδή με την ποινικοποίηση μορφών συμπεριφοράς με ήσσονα αντικοινωνικό χαρακτήρα που δεν θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ποινικά αδικήματα), όσο και σε βάθος (δηλαδή με την πρόβλεψη για ορισμένα αδικήματα πολύ βαρύτερων πλαισίων ποινής από αυτά που θα ανταποκρίνονταν στην πραγματική κοινωνική βλάβη που επιφέρει η αντίστοιχη συμπεριφορά). 

Συνοπτικά, το μεν Σχέδιο του νέου Ποινικού Κώδικα χαρακτηρίζεται όπως ήδη ελέχθη από ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος των ποινών, την εισαγωγή νέων θεσμών, όπως η ποινική συνδιαλλαγή και η ποινική διαταγή, την κατάργηση αναχρονιστικών διατάξεων και τον εξορθολογισμό των οικονομικών εγκλημάτων, βασικό σημείο του οποίο αποτελεί η παράλληλη κατάργηση του Ν. 1608/50 περί Καταχραστών του Δημοσίου και η ένταξη των προβλέψεών του σε ηπιότερη μορφή στις επί μέρους διατάξεις που αφορούν οικονομικά εγκλήματα. Όσον αφορά στο Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, θα επεσήμανε κανείς εισαγωγικά την ένταξη ρυθμίσεων που εξειδικεύουν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, καθώς και έναν εκτεταμένο περιορισμό των δικαιωμάτων του πολιτικώς ενάγοντος ή του μηνυτή στην ποινική διαδικασία. Στη συνέχεια, απαριθμούνται επιγραμματικά οι πιο ενδιαφέρουσες από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπουν το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα.

Β. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις στο Κεφάλαιο για την έννοια του εγκλήματος

Στο άρθρο 2 του ΣχεδΠΚ, που αναφέρεται στην αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, λαμβάνουν χώρα δύο σημαντικές τομές:

  • Πρώτον, ηπιότερος θεωρείται ο νόμος, ο οποίος «στη συγκεκριμένη περίπτωση» οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιείται μία πάγια εύλογη αντίληψη που εκφραζόταν στη θεωρία[ Χωραφάς, ΓενΜέρος, 9η έκδ. 1998, σελ. 70, Μαγκάκης, ΣυστημΕρμηνΠΚ, άρθρ. 2 , αριθ. 7, Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, τ. Ι, 2010, σελ. 181.].
  • Δεύτερον, από την παράλληλη κατάργηση του παλιού άρθρου 4, που προέβλεπε ότι τα μέτρα ασφαλείας επιβάλλονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά την εκδίκαση της πράξης, και την ταυτόχρονη πρόβλεψη στο άρθρο 2 παρ. 2 ΣχεδΠΚ, προκύπτει ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη παύει όχι μόνο η εκτέλεση της ποινής και των λοιπών επακόλουθών της (όπως προβλέπονταν μέχρι σήμερα), αλλά και των μέτρων ασφαλείας.

Ορθή και επιβεβλημένη θεωρώ την κατάργηση του παλαιού άρθρου 3 ΠΚ, που αναφέρονταν στους νόμους με προσωρινή ισχύ. Επρόκειτο πράγματι για μία αναχρονιστική διάταξη, η οποία εξ όσων γνωρίζω είχε περιέλθει σε πλήρη αχρηστία τις τελευταίες δεκαετίες.

Αρκετές συμπληρώσεις και τροποποιήσεις γίνονται στο Κεφάλαιο που αναφέρεται στα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων. Έτσι, στο άρθρο 5 παρ. 1 ΣχεδΠΚ προβλέπεται ότι οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και στις πράξεις συμμετοχής που τελέστηκαν στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, αν η κύρια πράξη, για την οποία δεν υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, είναι αξιόποινη και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους.

Εδώ βέβαια τίθεται το εύλογο ερώτημα του πως θα καταστεί ευχερής η εκδίκαση πράξης συμμετοχής όταν δεν θα επιτρέπεται λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας η εκδίκαση της κύριας πράξης, στην οποία αυτή αναφέρεται. Στα άρθρα 6 παρ. 1 και 7 παρ. 1 ΣχεδΠΚ που αναφέρονται στα εγκλήματα ημεδαπών και αλλοδαπών στην αλλοδαπή αντίστοιχα, διευκρινίζεται ότι η πράξη πρέπει να είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε «με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της», κάτι που περιορίζει οπωσδήποτε το πεδίο των δύο αυτών διατάξεων, άσχετα με το ότι πρόκειται για δικαιοπολιτικά ορθή επιλογή. Στο άρθρο 7 παρ. 1 ΣχεδΠΚ που αναφέρεται σε εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή που στρέφονται κατά Έλληνα πολίτη, διευκρινίζεται ότι ως Έλληνας πολίτης λογίζεται και το κυοφορούμενο που θα αποκτήσει με τη γέννησή του την ελληνική ιθαγένεια, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που εδρεύουν στην ημεδαπή.

Στη διάταξη του άρθρου 8 ΣχεδΠΚ που περιγράφεται η λεγόμενη αρχή της παγκόσμιας δικαιοσύνης, προστίθενται στις κατηγορίες πράξεων οι τρομοκρατικές πράξεις αλλά αφαιρούνται οι πράξεις δουλεμπορίου, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας, διενέργειας ταξιδιών με σκοπό την τέλεση συνουσίας ή άλλων ασελγών πράξεων σε βάρος ανηλίκου, βιασμού ή κατάχρησης σε ασέλγεια σε βάρος ανηλίκου, αποπλάνησης παιδιών, κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια σε βαθμό κακουργήματος, πορνογραφίας ανηλίκων, πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, μαστροπείας σε βάρος ανηλίκου ή ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής ή αναγκαστικής εξαφάνισης προσώπου (πρώην εδ. η’ άρθρ. 8 ΠΚ), καθώς και η παράνομη κυκλοφορία και εμπορία ασέμνων δημοσιευμάτων (πρώην εδ. ι’ άρθρ. 8 ΠΚ).

Στη διάταξη του άρθρου 9 ΣχεδΠΚ για το ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή, ο μέχρι τώρα ισχύων ΠΚ έθετε ως προϋπόθεση ο δράστης να έχει εκτίσει «ολόκληρη» την ποινή του. Ο όρος αυτός αντικαθίσταται τώρα πλέον με την απαίτηση ο δράστης να έχει εκτίσει «νομίμως» την ποινή του. Το γεγονός αυτό δίνει περιθώριο επέκτασης του ακαταδίωκτου και σε περιπτώσεις όπου σύμφωνα με το αλλοδαπό δίκαιο υπάρχει έκτιση ποινής, χωρίς όμως αυτή να έχει πραγματικά εκτιθεί «ολόκληρη». Πολύ ενδιαφέρον έχει και η νέα παρ. 3 που προστίθεται στο άρθρο 9, σύμφωνα με την οποία, η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλείεται αν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση για την ίδια πράξη από Δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τροποποιήσεις επέρχονται και στο άρθρο 13 όπου δίδονται οι έννοιες των όρων που χρησιμοποιούνται στον ΠΚ. Έτσι, στο εδ. β’ στην έννοια των οικείων προστίθενται οι ανάδοχοι γονείς και τα ανάδοχα τέκνα καθώς και οι συμβιούντες με σταθερή συμβίωση ή με σύμφωνο συμβίωσης. Αντίθετα, καταργούνται οι έννοιες του στρατού (πρώην εδ. ε’), της κατά συνήθεια τέλεσης (πρώην εδ. στ’ περίπτωση δεύτερη) και του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη (πρώην εδ. ζ’).

Στο άρθρο 15 ΣχεδΠΚ που αναφέρεται σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη, διευκρινίζεται στην παρ. 1 εδ. β’ ότι η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία ευθύνης από παράλειψη πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. Επίσης, στην παρ. 2 της ίδιας διατάξεως προστίθεται η δυνατότητα του δικαστή, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη, να επιβάλλει μειωμένη ποινή. Και οι δύο αυτές προσθήκες είναι ορθές και ανταποκρίνονται στις πάγιες απαιτήσεις της επιστήμης.

Ο ακριβής προσδιορισμός των πηγών ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης περιορίζει τους κινδύνους αυθαίρετης διεύρυνσης του αξιοποίνου. Επίσης, απηχεί την κοινή λογική η άποψη ότι υπάρχει σαφώς αξιολογική διαφορά μεταξύ της προκλήσεως αποτελέσματος με θετική ενέργεια από την πρόκληση του ίδιου αποτελέσματος με παράλειψη, λόγω ουσιώδους διαφοράς της «εγκληματικής ενέργειας» που αναλίσκει ο δράστης στη δεύτερη περίπτωση[ Βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, τ. Ι, 2010, σελ. 306:

«Συχνά τίθεται το ερώτημα πως είναι δυνατό να εξισώνονται από πλευράς απαξίας η ενέργεια και η μη γνήσια παράλειψη. Πράγματι, στην κοινή λογική δεν είναι το ίδιο ο φονιάς που καταφέρνει με το χέρι του θανατηφόρα πλήγματα στο θύμα, με τον αδιάφορο ναυαγοσώστη που αφήνει κάποιον να πνιγεί στα κύματα. Το κενό στη διαφορά συμπληρώνει η από τον υπαίτιο μη γνήσιας παράλειψης παραβίαση ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως. Με άλλα λόγια, η έννομη τάξη προσάπτει στο δράστη ότι εφόσον άφησες να επέλθει το βλαπτικό για το έννομο αγαθό αποτέλεσμα, ενώ είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να το αποτρέψει, είναι σαν να το επέφερε με τα ίδια του τα χέρια. Παρόλα αυτά, δίκαια διατηρούνται αμφιβολίες για την ορθότητα της απόλυτης εξίσωσης του εγκλήματος ενέργειας με το αντίστοιχο μη γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, έτσι ώστε de lege ferenda ευπρόσωπα να μπορεί να προταθεί η τέλεση ενός εγκλήματος ενέργειας με παράλειψη, να τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη σε σχέση με την τέλεσή του με θετική ενέργεια.»].

Μια από τις σημαντικότερες τροποποιήσεις που επιφέρει το νέο ΣχεδΠΚ είναι η κατάργηση των πταισμάτων ως κατηγορίας εγκλημάτων. Αυτό, πλέον, προκύπτει πανηγυρικά από την διατύπωση του άρθρ. 18, το πρώτο εδάφιο του οποίου αναφέρει ότι οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα. Η κατάργηση των πταισμάτων ήταν από τις βασικές απαιτήσεις σύσσωμης της ποινικής επιστήμης εδώ και δεκαετίες[ Όπως έχω ήδη τονίσει προ πολλού (βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, τ. Ι, 2010, σελ. 225) ο χαρακτηρισμός των πταισμάτων ως «εγκλημάτων» παρότι εμφανίζουν σημαντικές διαφορές ως προς τη δομή τους, αλλά και την προσβολή εννόμων αγαθών σε σχέση με τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα είναι εσφαλμένος.

Για αυτό και θα ήταν ορθότερο κατά το πρότυπο και ξένων νομοθεσιών να αποχωριστούν τα πταίσματα από τα κυρίως εγκλήματα και να ενταχθούν σε ιδιαίτερη κατηγορία, αντίστοιχη λ.χ. των λεγόμενων «παραβάσεων τάξεως» του Γερμανικού Δικαίου, πράγμα το οποίο θα βοηθούσε στην επιτυχέστερη θεωρητική και πρακτική τους αντιμετώπιση. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Ανδρουλάκης, Γενικό Μέρος, τ. Ι, 2η έκδ. 2006, σελ. 198 επ.].

Στην διάταξη του άρθρ. 21 ΣχεδΠΚ που αναφέρεται στην προσταγή, προστίθεται δεύτερη παράγραφος που διευκρινίζει, ότι το άδικο της πράξης που τελέστηκε κατόπιν προσταγής δεν αίρεται, αν η προσταγή είναι πρόδηλα αντισυνταγματική ή παράνομη. Η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται και με την αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρ. 25 παρ. 3 του ν. 3528/2007 («Υπαλληλικός Κώδικας»), σύμφωνα με το οποίο εάν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή.

Νέα ρύθμιση αποτελεί η διάταξη του άρθρ. 25Α ΣχεδΠΚ, η οποία στην πρώτη παράγραφο προβλέπει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις λόγου άρσεως του αδίκου, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται, ακόμα κι αν ο υπαίτιος αγνοεί την συνδρομή του, στη δε δεύτερη παράγραφο προβλέπει ότι, αν ο υπαίτιος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης υπολαμβάνει ότι συντρέχουν περιστατικά που θα οδηγούσαν σε άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του, εφαρμόζεται η διάταξη για τη νομική πλάνη.

Με τον τρόπο αυτό επιλύεται ένα ζήτημα που αποτελούσε μέχρι σήμερα σημείο έριδος στην θεωρία και τη νομολογία, προκαλώντας διχογνωμία ως προς το εάν πρόκειται ουσιαστικά για πραγματική ή νομική πλάνη. Η εδώ προτεινόμενη ρύθμιση στοιχείται με ένα μέρος της θεωρίας[ Βλ. Κατσαντώνη, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, τ. Α’, 1972, σελ. 357, Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, 2η έκδ. 2004, σελ. 955, Φιλιππίδη, ΠοινΧρ Δ’, σελ. 339, Μπιτζιλέκη, Αρμεν. 1985, σελ. 57.] και την μάλλον κρατούσα άποψη στη νομολογία[ ΑΠ 1997/2001, ΠοινΧρ ΝΒ’, σελ. 790, ΠλημΠατρ 319/2001, ΠοινΧρ ΝΒ’, σελ. 159, ΠλημΖακύνθου 47/1972, ΠοινΧρ ΚΒ’, σελ. 551, ΣτρΚαβ 68/1993, Υπερ 1994, σελ. 371.], που δέχονται εδώ νομική πλάνη, σε αντίθεση με άλλο μέρος της θεωρίας[ Χωραφάς, ΓενΜ, 9η έκδ. 1978, σελ. 300, Μαγκάκης, σελ. 328, Σπινέλλης, ΣυστημΕρμηνΠΚ, Εισαγ. άρθρ. 20, αριθμ. 13, Ανδρουλάκης, Γενικό Μέρος, τ. Ι, 2η έκδ. 2006, σελ. 529, Μυλωνόπουλος, ΓενΜ, τ.Ι , 2007, σελ. 641, Πουλής, Αρμεν. 1980, σελ. 362. ] και μεμονωμένες αποφάσεις της νομολογίας[ ΠλημΗρακλείου 67/2005, ΠοινΧρ ΝΣΤ’, σελ. 652.], που δέχονται πραγματική πλάνη[ Βέβαια, έχει υποστηριχθεί και η κάτωθι διαφοροποιούσα άποψη:

Όταν ο δράστης αγνοεί ή έχει εσφαλμένη γνώση ως προς περιστατικά που η συνδρομή τους θεμελιώνει λόγο άρσεως του αδίκου, εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη για την πραγματική πλάνη. Όταν ο δράστης δεν πλανάται ως προς τα πραγματικά περιστατικά αλλά  ως προς την ύπαρξη δικαιώματος που του επιτρέπει να τελέσει την πράξη ή ως προς την έκταση ή τα όρια του δικαιώματος αυτού, έχουμε νομική πλάνη.  Βλ. σχετικά ΜΟΕΘεσ 154/2003, ΠοινΔικ 2004, σελ. 926, Κοτσαλής, ΣυστημΕρμηνΠΚ, άρθρ. 30, αριθ. 20, Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ΠΔ, τ. Ι, 2010, σελ. 605, του ιδίου, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, 2014, σελ. 225. ].

Στην διάταξη του άρθρ. 29 για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα προστίθεται η προϋπόθεση η πρόκληση του αποτελέσματος να τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας. Η προσθήκη αυτή ικανοποιεί την απαίτηση θεωρίας και νομολογίας για στενή ερμηνεία της διατάξεως: αποτέλεσμα του βασικού εγκλήματος που δεν τιμωρείται και αυτοτελώς ως εξ αμελείας έγκλημα, δεν θεμελιώνει έγκλημα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο[ Μυλωνόπουλος, ΓενΜ, τ. Ι, 2007, σελ. 344, Χαραλαμπάκης, Σύνοψη ΠΔ, τ. Ι 2010, σελ. 416. Βλ. και ΑΠ 1692/2004, ΠοινΔικ 2004, σελ. 146 επ. ].

Διαφορετική είναι και η περιγραφή της συγγνωστής νομικής πλάνης που δίδεται στο άρθρ. 31 παρ. 2 ΣχεδΠΚ. Αντί της μέχρι τώρα ρύθμισης, που θεωρούσε ότι συντρέχει συγγνωστή νομική πλάνη στην περίπτωση που ο δράστης «πίστεψε ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη», η νέα ρύθμιση προβλέπει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί, αν αυτός δεν είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, λόγω πλάνης που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε κάθε δυνατή γι’ αυτόν και οφειλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια.

Η νέα ρύθμιση θεωρείται πιο επιτυχής, διότι περιγράφει ευστοχότερα την συνειδησιακή κατάσταση του δράστη, όταν βρίσκεται σε συγγνωστή νομική πλάνη, από την χρήση του όρου «πίστεψε», που, χωρίς να διαφοροποιείται ουσιαστικά ως προς το τελικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης, οδηγούσε συχνά σε δυσκολίες κατά την εφαρμογή της διάταξης. Η ρύθμιση αυτή συμπληρώνεται από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 σύμφωνα με το οποίο αν ο υπαίτιος μπορούσε να αποφύγει την πλάνη, η πράξη καταλογίζεται σε αυτόν αλλά το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλλει μειωμένη ποινή.

Νεωτερισμό αποτελεί και η διάταξη του άρθρ. 33 ΣχεδΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τέλεσε, αν κατά την τέλεσή της αδυνατούσε να συμμορφωθεί προς το δίκαιο λόγω ανυπέρβλητου για τον ίδιο διλήμματος εξαιτίας σύγκρουσης καθηκόντων, και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι, κατά το είδος και την σπουδαιότητα, ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε. Με αυτή την ρύθμιση ο νομοθέτης παίρνει θέση σε ένα ζήτημα που επίσης είχε προκαλέσει διχογνωμία στην επιστήμη, το αν η σύγκρουση καθηκόντων θα πρέπει να αποτελεί λόγο που αποκλείει το άδικο ή τον καταλογισμό[ Υπέρ του λόγου αποκλεισμού του αδίκου Μαγκάκης.

Η σύγκρουση καθηκόντων ως οριακή κατάσταση του ποινικού δικαίου, 1980, σελ. 22 επ., Κοτσαλής, ΓενΜ, τ. Ι., 2005, σελ. 364. Υπέρ του λόγου αποκλεισμού του καταλογισμού Μανωλεδάκης, Επιτομή ΠΔ, 6η έκδ. 2001, σελ. 982, Μυλωνόπουλος, ΓενΜ, τ. Ι, 2007, σελ. 688. ], επιλέγοντας την δεύτερη εκδοχή.

Στο κεφάλαιο για την απόπειρα λαμβάνουν χώρα οι εξής μεταρρυθμίσεις: Πρώτον, η δυνατότητα να κριθεί η απόπειρα πλημμελήματος ατιμώρητη προβλέπεται πλέον για πλημμελήματα με ποινή όχι ανώτερη από ένα έτος (αντί τριών μηνών της προηγούμενης ρύθμισης). Δεύτερον, με μία νέα παράγραφο 3, που προστίθεται στο άρθρ. 42, προβλέπεται ότι, αν ο υπαίτιος απόπειρας ενός εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος, προκαλέσει με υπαιτιότητά του το αποτέλεσμα αυτό, τιμωρείται με την ποινή του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος, μειωμένη στο μέτρο του άρθρ. 83, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη.

Με τον τρόπο αυτό επιλύεται ένα εξαιρετικά αμφισβητούμενο ζήτημα του ποινικού δικαίου, όπου εμπλέκονται δύο κατ’ εξοχήν δογματικά δυσπρόσιτες και πλήρεις δυσχερών ζητημάτων έννοιες, όπως αυτές της απόπειρας και του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος[ Εν προκειμένω, ερωτάται, πώς θα αξιολογηθεί η περίπτωση κατά την οποία ο δράστης αποπειράται να τελέσει ένα έγκλημα, όμως με την πράξη του αυτή επιφέρει από αμέλειά του ένα περαιτέρω αποτέλεσμα, το οποίο σε συνδυασμό με το βασικό (δηλαδή αυτό που επεδίωκε ο δράστης) συγκροτούν ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα:

Εδώ τίθεται το ερώτημα, εάν ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για απόπειρα του βασικού εγκλήματος σε συρροή με το έγκλημα που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα από αμέλεια (έτσι Τζωρτζόπουλος, Εμφανίσει του εγκλήματος, 1929, σελ. 53, Μανωλεδάκης, Επιτομή ΠΔ, 6η έκδ. 2001, σελ. 384, Μυλωνόπουλος, Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 1984, σελ. 368) ή για απόπειρα του εγκλήματος δια του αποτελέσματος (έτσι Μπουρόπουλος, Ερμηνεία ΠΚ, σελ. 115, Γάφος, ΓενΜ, τ. Α’, 1973, σελ. 359, Φελουτζής, Η προβληματική της απόπειρας στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 1988, σελ. 105). Για την όλη προβληματική βλ. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ΠΔ, τ. Ι, σελ. 733. ].

Η τρίτη σημαντική καινοτομία συνίσταται στην πλήρη κατάργηση του αξιόποινου της απρόσφορης απόπειρας (πρώην άρθρ. 43 ΠΚ). Η κατάργηση αυτή είναι απολύτως δικαιολογημένη. Όπως γίνεται δεκτό στην επιστήμη, ο κύριος λόγος τιμωρήσεως της πρόσφορης απόπειρας έγκειται στο ότι αυτή αποτελεί αντικειμενική διακινδύνευση του εννόμου αγαθού. Μόνο έτσι εξηγείται σε ένα σύστημα γνησίου αντικειμενικού αδίκου το γιατί, ενώ τελικά δεν υπήρξε κάποιο αξιόποινο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν εβλάβη το προστατευόμενο έννομο αγαθό, επιβάλλεται ποινή στον δράση. Όμως στην περίπτωση της απρόσφορης απόπειρας, η σχετική συμπεριφορά δεν ήταν κάν σε θέση να επιφέρει βλάβη, δηλαδή πρόκειται εδώ για ανύπαρκτη διακινδύνευση, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την ποινικοποίησή της[ Βλ. σχετικά Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ΠΔ, τ. Ι, 2010, σελ. 700. ].

Στη ρύθμιση για την υπαναχώρηση από την απόπειρα προστίθεται στο άρθρ. 44 νέα παράγραφος 2, σύμφωνα με την οποία, αν ο δράστης μιας αποτυχημένης, αλλά άμεσα επαναλήψιμης απόπειρας δεν συνεχίσει με δική του θέληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια την δράση του, τιμωρείται με την ποινή της απόπειρας μειωμένη στο μισό. Πρόκειται εδώ, δυστυχώς, για εννοιολογική σύγχυση, με δεδομένο ότι, κατά την ορθότερη άποψη, αποτυχημένη απόπειρα υπάρχει, όταν η ολοκλήρωση του εγκλήματος είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη, κατά συνέπεια υπαναχώρηση από αυτήν δεν νοείται [Για την όλη προβληματική βλ. Ανδρουλάκη, ΓενΜ, τ. ΙΙ, 2004, σελ. 221, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, τ. ΙΙ, 2008, σελ. 91, Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ΠΔ, τ. Ι, 2010, σελ. 722.].

Όσον αφορά την υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα, στην παρ. 3 του άρθρ. 44 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που περιλαμβάνει στις σχετικές περιπτώσεις και αν το αποτέλεσμα δεν επήλθε από άλλη αιτία και ο δράστης κατέβαλε, πάντως, σοβαρή προσπάθεια για να το αποτρέψει. Επίσης, στο τελευταίο εδάφιο της ιδίας παραγράφου προβλέπεται ότι η υπαναχώρηση από την πεπερασμένη απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν πρόκειται για έγκλημα, το αξιόποινο του οποίου εξαλείφεται με έμπρακτη μετάνοια.

Στο κεφάλαιο της συμμετοχής διευκρινίζεται στο άρθρ. 45, ότι συναυτουργία υπάρχει στην περίπτωση πραγμάτωσης από κοινού «εν όλω ή εν μέρει» των στοιχείων της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης. Επίσης, οι προβλέψεις για την απλή και την άμεση συνέργεια συγχωνεύονται σε μία διάταξη, στο άρθρ. 47 ΣχεδΠΚ. Για την τελευταία προβλέπεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στην διάθεση του φυσικού αυτουργού[ Για την προβληματική της άμεσης συνέργειας βλ. ειδικότερα Ανδρουλάκη, ΓενΜ, τ. ΙΙ, 2004, σελ. 244, Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ΠΔ, τ. Ι, 2010, σελ. 865, Μυλωνόπουλο, ΓενΜ, τ. ΙΙ, 2008, σελ. 247, Μπιτζιλέκη, Συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 194].

Γ. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις ποινικές κυρώσεις

Κοσμογονικές είναι οι μεταρρυθμίσεις που λαμβάνουν χώρα στις διατάξεις που αφορούν τις ποινικές κυρώσεις. Ήδη το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης περιορίζεται πλέον στα δεκαπέντε έτη, αντί των είκοσι που ίσχυε μέχρι τώρα (άρθρ. 52 παρ. 2 ΣχεδΠΚ).

Ριζική είναι και η αναδιαμόρφωση της διάταξης για τη χρηματική ποινή, η οποία πλέον δεν προσδιορίζεται σε χρηματικά ποσά αλλά σε ημερήσιες μονάδες (άρθρ. 57 παρ. 1 ΣχεδΠΚ), το δε ύψος της ημερήσιας μονάδας κυμαίνεται μεταξύ ενός και εκατό ευρώ (άρθρ. 57 παρ. 3 ΣχεδΠΚ). Σύμφωνα με την παράγραφο 2 της ίδιας διατάξεως, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, τα ανώτατα όρια της χρηματικής ποινής είναι οι ενενήντα ημερήσιες μονάδες, όταν αυτή απειλείται ως μόνη κύρια ποινή, οι εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας και οι τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας.

Τέλος, η παρ. 4 της ίδιας διατάξεως προβλέπει ότι η χρηματική ποινή διαγράφεται με τον θάνατο του καταδικασθέντος και σε καμία περίπτωση δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.

Ως προς τις παρεπόμενες ποινές, η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αντικαθίσταται με τη διάταξη του άρθρ. 60 ΣχεδΠΚ από την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων. Η σχετική διάταξη προβλέπει ότι αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει, εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του.

Η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος διατηρείται και στο ΣχεδΠΚ στο άρθρο 65, όπως και η δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης. Νέα πρόβλεψη αποτελεί η διάταξη του άρθρ. 66 ΣχεδΠΚ που προβλέπει την αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως ένα έτος, στην περίπτωση που ο υπαίτιος διέπραξε έγκλημα που έχει άμεση σχέση με τις δραστηριότητες αυτές και εφόσον του επιβλήθηκε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών.

Η διάταξη για τη δήμευση (παλιό άρθρ. 76 ΠΚ) χωρίζεται πλέον σε δύο μέρη: στο άρθρ. 68 ΣχεδΠΚ προβλέπεται η δήμευση ως παρεπόμενη ποινή με παρόμοιο περιεχόμενο αυτό των παραγράφων 1 έως 5 του παλιού άρθρ. 76, όπως αυτές είχαν προκύψει από την μεταρρύθμιση που είχε επέλθει με το άρθρ. 6 παρ. 1 του Ν. 4478/2017. Η δήμευση ως μέτρο ασφαλείας προβλέπεται πλέον ξεχωριστά στο άρθρο 76 ΣχεδΠΚ.

Στο κεφάλαιο για τα μέτρα ασφαλείας εισάγεται με το άρθρ. 67 παρ. 2 ΣχεδΠΚ γενική διάταξη που τονίζει ότι τα μέτρα ασφαλείας δεν μπορούν να επιβληθούν όταν η επιβολή τους παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, εν όψει της βαρύτητας της πράξης που έχει τελεστεί, της πράξης που υπάρχει κίνδυνος να τελεστεί καθώς και της έντασης αυτού του κινδύνου. Για την αξιολόγηση των όρων αυτών απαιτείται ειδική αιτιολογία. Τα λοιπά μέτρα ασφαλείας που προέβλεπε ο ΠΚ, δηλαδή η εισαγωγή αλκοολικών και τοξικομανών σε θεραπευτικό κατάστημα (άρθρ. 71 ΠΚ), η παραπομπή σε κατάστημα εργασίας (άρθρ. 72 ΠΚ), η απαγόρευση διαμονής (άρθρ. 73 ΠΚ) και η απέλαση αλλοδαπού (άρθρ. 74 ΠΚ) καταργούνται. Επίσης καταργούνται οι διατάξεις για την αποζημίωση του θύματος (άρθρα 77 και 78 ΠΚ).

Στη διάταξη για τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής (άρθρ. 79 ΣχεδΠΚ) επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις: α) η ένταση του δόλου ή ο βαθμός της αμέλειας του υπαιτίου μεταφέρεται από κριτήριο εκτίμησης της βαρύτητας του εγκλήματος σε κριτήριο εκτίμησης του βαθμού ενοχής. β) οι ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και η προηγούμενη ζωή του υπαιτίου λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του «στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη».

Επίσης, σύμφωνα με τη νέα παράγραφο 4 άρθρ. 79 ΣχεδΠΚ, στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των Αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει και ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος.

Σύμφωνα με τη νέα παρ. 5 άρθρ. 79 ΣχεδΠΚ, στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, η ιδιαίτερη σκληρότητα, η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών και το ότι τέλεσε έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου [Με τον τρόπο αυτό αντικαθίσταται η παλαιά διάταξη 81Α του ΠΚ, που είχε προστεθεί με το άρθρ. 10 παρ. 2 του Ν. 4285/2014 και αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 21 του Ν. 4356/2015 («έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά») και προέβλεπε συγκεκριμένες αυξήσεις των κατωτέρων και ανωτέρων ορίων της ποινής. ]. Με τις νέες διατάξεις των άρθρων 80 και 81 ΣχεδΠΚ, προβλέπονται λεπτομερώς η επιμέτρηση και απότιση της χρηματικής ποινής και η επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας αντίστοιχα.

Μία από τις μεγαλύτερες καινοτομίες του Σχεδίου αποτελεί η κατάργηση της μετατροπής της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική (παλιό άρθρο 82 ΠΚ). Η κατάργηση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί με έντονες επιφυλάξεις.

Όπως έχω τονίσει κατ’ επανάληψη, η δυνατότητα μετατροπής της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική, που ίσχυε ως γνωστόν για ποινές περιοριστικές της ελευθερίας έως πέντε έτη ή για συνολικές ποινές φυλακίσεως μεγαλύτερες των πέντε ετών αλλά με ποινή βάσης ποινή φυλακίσεως έως πέντε έτη, αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα δικαιοπολιτικά εργαλεία στα χέρια του ποινικού δικαστή, το οποίο παρείχε τη δυνατότητα μετριασμού των συχνά αφόρητων επιπτώσεων από τον γιγαντισμό της ποινικής καταστολής και την καθ’ υπερβολήν ποινικοποίηση αρκετών μορφών συμπεριφοράς με μικρότερη αντικοινωνική βαρύτητα. Για αυτό θεωρώ ότι είναι ένα από τα σημεία που θα πρέπει να επανεξεταστούν από τους συντάκτες του Σχεδίου. 

Στη διάταξη για τις ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρ. 84 ΣχεδΠΚ), ως προς την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου η νέα διατύπωση απαιτεί ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα «σύννομα» (αντί του «έντιμα» που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη) με την πρόσθετη μάλιστα διευκρίνιση ότι μόνη η προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρό πλημμέλημα δεν αποκλείει το σύννομο του πρότερου έντιμου βίου του.

Η διατύπωση αυτή διατηρεί  δυστυχώς τη δυνατότητα αυθαίρετης ερμηνείας και εφαρμογής της σπουδαιότερης ελαφρυντικής περίστασης από τη νομολογία. Ορθότερη θα ήταν, μία ρύθμιση που θα είχε ως αφετηρία και (μαχητό) τεκμήριο πρότερου έντιμου βίου την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου με την επιφύλαξη να μην προκύπτουν από τη μέχρι την πράξη συμπεριφορά του δράστη, περιστατικά που ακόμη και αν δεν συνιστούν αξιόποινη συμπεριφορά, καταδεικνύουν μια ιδιαίτερη επιλήψιμη και αντικοινωνική στάση ζωής αυτού. Επίσης, στο άρθρ. 84 προστίθεται τρίτη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία ως ελαφρυντική περίσταση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου [Η προσθήκη αυτή αποτελεί συνέχεια της ρύθμισης που είχε πρωτοεισαχθεί με την παρ. 3 του άρθρ. 7 του ν. 4239/2014, σύμφωνα με την οποία «κατά την επιμέτρηση της ποινής το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.

Στη δικαστική απόφαση γίνεται ρητή μνεία με συνοπτική αιτιολογία ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την κατά τα άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, γεγονός το οποίο μπορεί να συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, δίκαιη ικανοποίηση για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας».

Η διαφορά ως προς τη νέα ρύθμιση είναι ότι αρχικά η εύλογη υπέρβαση της διαδικασίας είχε ενταχθεί στο άρθρο 79, δηλαδή στους κανόνες επιμέτρησης της ποινής, ενώ τώρα πλέον συγκαταλέγεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις. Η νέα ρύθμιση είναι ορθότερη, διότι διασφαλίζει με αποτελεσματικότερο τρόπο το ότι θα ληφθεί υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου η μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητά του υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Για το όλο ζήτημα βλ. ΑΠ 1070/2018, ΠοινΔικ 2018, σελ. 633, με παρατηρ. Α. Χαραλαμπάκη, ΕφΛαμ 14/2017, ΠοινΔικ 2018, σελ. 742, με παρατηρ. Π. Βρυνιώτη, Καϊάφα – Γκμπάντι, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2016, σελ. 400, Βρυνιώτη, Ο προσδιορισμός της ποινής στα στάδια της επιμέτρησης και της έκτισης, 2019, σελ. 87].

Σημαντικές καινοτομίες λαμβάνουν χώρα στη διάταξη του άρθρου 85 ΣχεδΠΚ για τη συρροή λόγων μείωσης της ποινής. Η μέχρι τώρα ισχύουσα διάταξη δεχόταν ως γνωστόν, ότι όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγους για τη μείωση της ποινής ή ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, η μείωση της ποινής λαμβάνει χώρα μία μόνο φορά. Αυτό είχε προσκρούσει σε έντονη κριτική από την θεωρία[ Βλ. σχετικά Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ ΚΓ’, σελ. 313, Κονταξή, Υπερ1996, σελ. 1088, Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ΠΔ, τ. ΙΙ, 2011, σελ. 249 επ., του ιδίου, Αποτελεσματικότητα της ποινής και ελαφρυντικές περιστάσεις, ΠοινΔικ 2013, σελ. 238 επ., Μαργαρίτη, Πρακτικά Α’ ΠανΣυνΕΕΠΔ, 1987, σελ. 169. Βλ. και την πολύ ενδιαφέρουσα ΜΟΕΙωαν 12/2018, ΠοινΔικ 2018, σελ. 859.].

Όμως η νομολογία τηρούσε μέχρι σήμερα απαρέγκλιτα αρνητική στάση ως προς τη δυνατότητα διπλής μείωσης της ποινής[ ΑΠ 22/1975, ΠοινΧρ ΚΕ’, σελ. 581, ΑΠ 931/1996, ΠοινΧρ ΜΖ’, σελ. 419, ΑΠ 1600/2002, ΠοινΛογ 2002, σελ. 1798, ΑΠ 27/2010, ΠοινΧρ Ξ’, σελ. 813, ΑΠ 374/2015, ΠοινΔικ 2016, σελ. 277. Όπως αναφέρεται σχεδόν στερεότυπα στις σχετικές αποφάσεις, όταν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μία φορά, το δικαστήριο όμως προκειμένου να προβεί στην επιμέτρησή της θα λάβει υπόψη του μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων].

Με τη νέα ρύθμιση προβλέπεται περαιτέρω μείωση του κατώτατου ορίου της ήδη μειωμένης ποινής ως εξής:

  • α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία,
  • β) τα δύο έτη μειώνονται σε ένα,
  • γ) το ένα έτος μειώνεται σε έξι μήνες και
  • δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης μειώνεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.

Μάλιστα σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 85 ΣχεδΠΚ, η διπλή μείωση της ποινής λαμβάνει χώρα και στην περίπτωση που πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίπτωσης, ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.

[Η τελευταία αυτή περίπτωση αποτελεί εξειδίκευση των υποπεριπτώσεων γ) και δ) του άρθρ. 79 παρ. 4 ΣχεδΠΚ, όπου στα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου κατά την επιμέτρηση της ποινής συμπεριλαμβάνονται και το ότι αυτός έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των Αρχών, χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει καθώς επίσης και το ότι ουσιωδώς διευκόλυνε την εξιχνίαση του εγκλήματος.].

Τροποποιήσεις έχουν επέλθει και στο κεφάλαιο της συρροής. Αυτό αφορά αρχικά τον προσδιορισμό της συνολικής ποινής σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών, όπου με τη νέα ρύθμιση του άρθρ. 94 παρ. 1 εδ. γ’ ΣχεδΠΚ η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η ποινή βάσης είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση (αντί των είκοσι πέντε ετών για την κάθειρξη και των δέκα ετών για τη φυλάκιση, που προβλέπει η ισχύουσα ρύθμιση). Ενδιαφέρουσα είναι η κατάργηση της παλαιάς διάταξης του άρθρ. 94 παρ. 2 εδ. β’ ΠΚ, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούσε να επιβάλει συνολική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις για την πραγματική συρροή[ Η διάταξη αυτή είχε προστεθεί με το άρθρ. 23 του Ν. 3346/2005, εν όψει πολύνεκρων ατυχημάτων από αμέλεια που ευρίσκοντο εκείνη την εποχή στη νομική επικαιρότητα.

Επρόκειτο για τη μοναδική εξαίρεση από το γενικό κανόνα της κατ’ ιδέαν συρροής, ότι η ποινή που επιβάλλεται δεν μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. ]. Στην περίπτωση συνολικής ποινής όταν συρρέουν χρηματικές ποινές, το άρθρ. 96 παρ. 1 εδ. β’ ΣχεδΠΚ προβλέπει ότι η επαύξηση της χρηματικής ποινής δεν μπορεί να ξεπεράσει το ένα δεύτερο (αντί των τριών τετάρτων που ίσχυε μέχρι σήμερα) του αθροίσματος των υπολοίπων ποινών που συντρέχουν.

Με το άρθρο 96Α του ΣχεδΠΚ, ρυθμίζεται πλέον ο τρόπος σχηματισμού συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής ποινών παροχής κοινωφελούς εργασίας, με τρόπο ανάλογο της ρύθμισης για τη συρροή των στερητικών της ελευθερίας ποινών. Η ρύθμιση αυτή κατέστη απαραίτητη μετά την αναβάθμιση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας σε κύρια ποινή ισότιμη με την στερητική της ελευθερίας και τη χρηματική ποινή.

Σημαντική καινοτομία αποτελεί η προσθήκη στο άρθρο 99 για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής δεύτερης παραγράφου, στην οποία περιγράφονται όροι τους οποίους μπορεί να θέσει το δικαστήριο προκειμένου να παρέχει την αναστολή. Τέτοιοι είναι ιδίως:

  • α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος,
  • β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης,
  • γ) η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς,
  • δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων,
  • ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα,
  • στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής.

Για τις ποινές φυλακίσεως από τρία έως πέντε έτη, το ΣχεδΠΚ προβλέπει δύο εναλλακτικές διεξόδους για τον καταδικασθέντα: την αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής (άρθρ. 100 ΣχεδΠΚ) και την παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρ. 105Α ΣχεδΠΚ).

Το ζήτημα είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται ως προϋπόθεση η έκτιση μέρους της ποινής, από δέκα μέρες έως τρεις μήνες στην περίπτωση του άρθρ. 100 και το ένα δέκατο της ποινής, δηλαδή κατ’ αποτέλεσμα τέσσερις έως έξι μήνες, στην περίπτωση του άρθρ. 105Α. Η ρύθμιση αυτή είναι προβληματική: η ratio όλων των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της ποινής που προβλέπονται στον ΠΚ είναι ο δράστης πράξης που εμφανίζει μικρή έως μέτρια εγκληματικότητα που αντιστοιχεί σε ποινή φυλάκισης να αποφύγει τον οποιονδήποτε εγκλεισμό στις φυλακές, προκειμένου να αποτραπεί ο εγκληματογόνος συγχρωτισμός του με τους εκεί ευρισκόμενους καταδίκους. Με την υποχρεωτική λοιπόν επιβολή έκτισης έστω μέρους της ποινής, η ratio αυτή παύει να εξυπηρετείται.

Στη διάταξη του άρθρ. 104Α ΣχεδΠΚ, προβλέπεται η μετατροπή ποινής φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη σε κοινωφελή εργασία, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. 

Με τη διάταξη του άρθρ. 104Β ΣχεδΠΚ, εισάγεται ο θεσμός της δικαστικής άφεσης της ποινής. Σύμφωνα με αυτήν, το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν

  • α) αυτός έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής,
  • β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία,
  • γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκε από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας,
  • δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος, ώστε η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται πλέον αναγκαία, σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα της πράξης.

[Υπενθυμίζουμε εδώ τη διάταξη του άρθρ. 84 παρ.3 ΣχεδΠΚ, σύμφωνα με την οποία η μη εύλογη διάρκεια της διαδικασίας λογίζεται ως ελαφρυντική περίσταση. Η διαφορά με την εδώ ισχύουσα ρύθμιση συνίσταται στο ότι η δικαστική άφεση λόγω παρελεύσεως ασυνήθιστα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την πράξη προβλέπεται μόνο για καταδίκη σε πλημμέλημα. ]. Τέλος, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο της ίδιας διάταξης, το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.

Νεοπαγής είναι και η διάταξη του άρθρου 105 ΣχεδΠΚ που προβλέπει την έκτιση της ποινής στην κατοικία για όσους έχουν καταδικαστεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας έως δέκα έτη και έχουν υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους, για τις μητέρες που έχουν την επιμέλεια ανηλίκων τέκνων κάτω των οκτώ ετών, για τους νοσούντες από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλονται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση, από τετραπληγία, από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του 67%, από γεροντική άνοια ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου.

Στη διάταξη του άρθρ. 105Β ΣχεδΠΚ για την απόλυση υπό όρο, το ελάχιστο όριο έκτισης για την περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης τοποθετείται στα είκοσι έτη (αντί των δέκα εννέα που ισχύουν σήμερα), το δε ελάχιστο όριο παραμονής στο σωφρονιστικό κατάστημα προσδιορίζεται στα δύο πέμπτα της επιβληθείσας ποινής (αντί του ενός τρίτου που ίσχυε ως σήμερα) και στα δέκα έξι έτη στην περίπτωση ισόβιας κάθειρξης (αντί των δεκαπέντε που ίσχυαν ως σήμερα).

Στη διάταξη του άρθρ. 112 ΣχεδΠΚ ως προς την έναρξη του χρόνου παραγραφής προστίθεται δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση συμμετοχής η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από το χρόνο τέλεσης της πράξης του φυσικού αυτουργού.

Στο κεφάλαιο για τους ανηλίκους (άρθρ. 121-133 ΣχεδΠΚ), οι ρυθμίσεις που υιοθετούνται αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές στις τροποποιήσεις που είχαν επέλθει με τους Ν. 3189/2003, Ν. 3860/2010, Ν. 4322/2015 και Ν. 4356/2015, προσαρμοσμένες σε ορισμένα σημεία με τις λοιπές γενικές ρυθμίσεις του Σχεδίου. Επισήμανσης αξίζει η αύξηση στο άρθρο 133 ΣχεδΠΚ του ορίου ηλικίας για τους νεαρούς ενήλικες (ή όπως ονομάζονταν παλαιότερα, δράστες μετεφηβικής ηλικίας) από το εικοστό πρώτο στο εικοστό πέμπτο έτος.

Δ. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ

Το άρθρο 134 για την εσχάτη προδοσία, αναδιατυπώνεται σε μεγάλο βαθμό με προβολή των θεμελιωδών αρχών ή θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος ως προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Στις αρχές αυτές συμπεριλαμβάνεται πλέον με τη διάταξη της παρ. 3 εδ. ζ’ της διατάξεως και η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.

Στα εγκλήματα κατά του κράτους καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 145 για την παράβαση συμβάσεων, 150 για τη νόθευση αποδεικτικών και 151 για την κατάχρηση πληρεξουσιότητας.

Στη διάταξη του άρθρου 159 ΣχεδΠΚ για τη δωροληψία πολιτικών προσώπων προστίθεται τέταρτη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η δωροληψία καθίσταται αξιόποινη και όταν τελείται από

  • α) μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος,
  • β) μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή
  • γ) μέλη του Κοινοβουλίου ή οποιουδήποτε συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης άλλου κράτους υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.

Στις περιπτώσεις αυτές, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται όταν α) συντρέχουν οι όροι του άρθρ. 5, β) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ή προς ημεδαπό, ακόμα και αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε, ή γ) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από υπάλληλο οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα. Στη διάταξη του άρθρ. 159Α ΣχεδΠΚ, η δωροδοκία πολιτικών προσώπων υποβαθμίζεται από βαρύ κακούργημα που τιμωρείτο με κάθειρξη σε πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.

Με τη νέα διάταξη του άρθρ. 167Α ΣχεδΠΚ τιμωρείται η αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς,  δηλαδή η ενέργεια εκείνου που επιχειρεί με αθέμιτη επιρροή ή πίεση ή με απειλή να επιβάλλει σε δικαστικό λειτουργό, διαιτητή ή ένορκο την ενέργεια πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά του ή την παράλειψη νόμιμης πράξης ή την ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ορισμένου διαδίκου.

Με τη διάταξη του άρθρ. 168 ΣχεδΠΚ («διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας») τιμωρείται όποιος εισέρχεται παράνομα σε χώρο δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς και προκαλεί έτσι διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας, καθώς επίσης και όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τις συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου, συγκροτούμενου σύμφωνα με το νόμο για τη διεξαγωγή δημόσιων υποθέσεων.

Με τη διάταξη του άρθρ. 168Α ΣχεδΠΚ («διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων») τιμωρείται όποιος εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τις συνεδριάσεις δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου.

Στο άρθρο 169Α ΣχεδΠΚ («παραβίαση δικαστικών αποφάσεων») εντάσσεται η παλαιά διάταξη του άρθρ. 232Α ΠΚ, με σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις. Έτσι, με τη νέα ρύθμιση παραβίαση δικαστικών αποφάσεων διαπράττει όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής ή εισαγγελικής απόφασης σχετική με τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, καθώς και εκείνους που εν γνώσει ματαιώνει την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας που επιβλήθηκε σε άλλον.

Με το Σχέδιο ΠΚ καταργούνται οι παλαιές διατάξεις των άρθρων 171 ΠΚ (θρασύτητα κατά της αρχής), 176 ΠΚ (αντιποίηση στολής), 182 έως 182Α ΠΚ (παραβίαση περιορισμών διαμονής) και 185 ΠΚ (δημόσιος εγκωμιασμός εγκλήματος).

Πολύς θόρυβος έχει γίνει στη δημοσιότητα για την τροποποίηση στο άρθρο 187 (διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης) όπου, σε αντίθεση με τα τώρα ισχύοντα[ Βλ. άρθρ. 187 παρ. 3 εδ. α’ ΠΚ που προβλέπει για αυτόν που διευθύνει την εγκληματική οργάνωση ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.], η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης εντάσσεται σε πλαίσιο ποινής κάθειρξης μέχρι δέκα έτη, δηλαδή στο ίδιο πλαίσιο ποινής με εκείνο που εντάσσεται ως μέλος σε αυτή, και απλώς η διεύθυνση της οργάνωσης αποτελεί επιβαρυντική περίσταση.

Αυτό θεωρήθηκε υπερβολικά επιεικής μεταχείριση του αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης. Βέβαια, κατ’ αποτέλεσμα ελάχιστο ρόλο παίζει αυτή η τροποποίηση διότι ο διευθύνων την εγκληματική οργάνωση, στην περίπτωση που αυτή τελέσει αξιόποινες πράξεις και δη σοβαρά κακουργήματα ως συνήθως, θα επιβαρυνθεί ως συμμέτοχος (ηθικός αυτουργός ή συνεργός) και με τις συρρέουσες ποινές όλων αυτών των εγκλημάτων, με αποτέλεσμα η συνολική ποινή που θα σχηματιστεί να είναι ούτως ή άλλως μεγάλη.

Οι διατάξεις των άρθρων 188 ΠΚ (συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο), 192 (διέγερση), 193 (έγκλημα σε υπαίτια μέθη), 194 (πρόσκληση σε συνεισφορά για χρηματικές ποινές), 195 (κατάρτιση ένοπλης ομάδας), 196 (κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος) καταργούνται, η δε διάταξη του άρθρου 197 ενσωματώθηκε στη διάταξη του άρθρ. 160Α ΣχεδΠΚ.

Επίσης, καταργείται το σύνολο του Εβδόμου Κεφαλαίου του ΠΚ (επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης) και συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρ. 198 (κακόβουλη βλασφημία), 199 (καθύβριση θρησκευμάτων) και 201 (περιύβριση νεκρού) και διατηρείται μόνο η διάταξη του άρθρ. 200 για τη διατάραξη των θρησκευτικών συναθροίσεων.

Επίσης, καταργείται και το σύνολο του Ογδόου Κεφαλαίου (άρθρα 202 έως 206 ΠΚ) που αναφέρεται στα εγκλήματα που ανάγονται στη στρατιωτική υπηρεσία και στην υποχρέωση για στράτευση. Τέλος, στο Ένατο Κεφάλαιο που αναφέρεται στα εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 209 και 210 ΠΚ που αναφέρονται στην κιβδηλεία και στην κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων.

Ένα επίκαιρο έντονο κοινωνικό πρόβλημα καλείται να επιλύσει η νέα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 217 ΠΚ που αναφέρεται στην πλαστογραφία πιστοποιητικών με σκοπό τη διάπραξη της λεγόμενης «απάτης περί την πρόσληψη». Όπως είναι γνωστό, τα δικαστήρια στην πληθώρα των σχετικών περιπτώσεων που προέκυψαν επέδειξαν συχνά εξαιρετικά αυστηρή στάση τιμωρώντας τους υπαίτιους για κακουργηματική απάτη σε συρροή με κακουργηματική πλαστογραφία και μάλιστα υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις του δρακόντειου Ν. 1608/50.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την καταδίκη των υπαιτίων σε πολυετείς ποινές κάθειρξης[ Βλ. αναλυτικά Βρυνιώτη, Πρόσληψη στο Δημόσιο με πλαστό τίτλο σπουδών, ΠοινΔικ 2018, σελ. 114 επ., Μέτο, Πλαστά πιστοποιητικά και διορισμοί στο Δημόσιο, ΠοινΔικ 2018, σελ. 613 επ. ]. Με τη νέα ρύθμιση η πράξη υποβαθμίζεται σε πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση έως πέντε έτη, κάτι που οπωσδήποτε ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματική ηθικοκοινωνική απαξία της πράξης.

Στο κεφάλαιο των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία καταργείται ορθά η διάταξη του άρθρου 237Β για τη δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, η ratio της οποίας δεν ήταν ευχερώς κατανοητή.

Ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις γίνονται στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Η πρώτη συνίσταται στο ότι τόσο στη διάταξη του άρθρ. 290 (επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία) όσο και στη διάταξη του άρθρ. 291 (επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία σταθερής τροχιάς πλοίων και αεροσκαφών), παρατίθενται ενδεικτικά συγκεκριμένοι τρόποι με τους οποίους λαμβάνει χώρα η αξιόποινη επικίνδυνη παρέμβαση (καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχημάτων, τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων).

Η δεύτερη σοβαρή καινοτομία συνίσταται στην προσθήκη με το άρθρ. 290Α ΣχεδΠΚ ενός νέου εγκλήματος, της επικίνδυνης οδήγησης, την οποία διαπράττει όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή τις πλατείες οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες.

Μάλιστα, το έγκλημα αυτό προβλέπεται ως εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο. Με τη διάταξη αυτή ανασύρεται στο προσκήνιο η προβληματική που είχε ανακύψει στο πρόσφατο παρελθόν με περιπτώσεις από τη νομολογία όπου αμελείς ουσιαστικά συμπεριφορές αναβαθμίζονταν σε πράξεις με ενδεχόμενο δόλο και κατά συνέπεια, σε συνδυασμό με την επέλευση ενός αποτελέσματος, σε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, με βαρύτατες συνέπειες για τον υπαίτιο[ Βλ. αναλυτικά Χαραλαμπάκη, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, 2014, σελ. 100 επ. ].

Στα εγκλήματα κατά της ζωής ενδιαφέρουσα είναι η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών που προστίθεται στο άρθρ. 299 για την ανθρωποκτονία με δόλο, ως εναλλακτική της μέχρι τώρα προβλεπόμενης ποινής ισόβιας κάθειρξης.

Στα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας καταργούνται οι διατάξεις των άρθρ. 322Α, 322Β, 322Γ ΠΚ για την αναγκαστική εξαφάνιση ανθρώπου, 323 ΠΚ για την εμπορία δούλων, 323Β ΠΚ για το σεξουαλικό τουρισμό, 326 ΠΚ (κατακράτηση παρά το Σύνταγμα), 327 ΠΚ (ακούσια απαγωγή), 328, 329 ΠΚ (εκούσια απαγωγή).

Στα εγκλήματα κατά της τιμής καταργείται η διάταξη του άρθρ. 361Α ΠΚ για την απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση καθώς και 361Β ΠΚ για την καταφρονητική συμπεριφορά. Επίσης, καταργήθηκε η διάταξη του άρθρ. 364 ΠΚ για τη δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας. Στη διάταξη του άρθρ. 363 ΠΚ αν η συκοφαντική δυσφήμηση τελείται δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, η πράξη τιμωρείται βαρύτερα.

Στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας καταργείται η διάταξη του άρθρ. 373 ΠΚ για την τυμβωρυχία. Η σημαντικότερη καινοτομία όμως είναι η κατάργηση με το άρθρ. 462 ΣχεδΠΚ του Ν. 1608/1950 και η παράλληλη ενσωμάτωση σε διάφορα περιουσιακά εγκλήματα (διακεκριμένη κλοπή άρθρ. 374, υπεξαίρεση άρθρ. 375, απάτη άρθρ. 386, απιστία άρθρ. 390) πρόσθετης παραγράφου σύμφωνα με την οποία αν το συγκεκριμένο αδίκημα στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.

Η καινοτομία αυτή είναι όντως αξιέπαινη, διότι η κατάργηση του απαρχαιωμένου και δρακόντειου Ν. 1608/50 αποτελούσε ομόφωνη απαίτηση της νομικής επιστήμης. Παράλληλα, έτσι όπως διατυπώνεται πλέον η σχετική διάταξη περιορίζεται η έννοια του Δημοσίου σε λογικά πλαίσια  έναντι της υπερβολικής διεύρυνσης στην οποία έτεινε κυρίως η νομολογία μας. Υπό την έννοια αυτή, η ανωτέρω ρύθμιση θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως μία από τις σημαντικότερες του Σχεδίου.

Η καινοτομία αυτή συμπληρώνεται από δύο ακόμη σημαντικές και ορθές νέες ρυθμίσεις. Πρώτον, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρ. 381 ΣχεδΠΚ για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας, εκτός από τη ληστεία, απαιτείται πλέον έγκληση. Η ρύθμιση αυτή είναι ορθή διότι εκκινεί από την άποψη ότι διαθέτης του εννόμου αγαθού είναι ο φορέας του, ο οποίος και μπορεί να αποφασίσει αν θεωρεί την προσβολή του από το δράστη τόσο σοβαρή ώστε να αξίζει αυτή να αναχθεί σε εγκληματική πράξη.

Συμπληρωματικά με αυτή τη ρύθμιση λειτουργεί και η επέκταση με την παρ. 2 του άρθρ. 381 ΣχεδΠΚ, της εντελούς ικανοποίησης του ζημιωθέντος ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου και στα κακουργήματα. Πράγματι δεν ήταν, εν όψει της σημερινής ρυθμίσεως του ΠΚ, κατανοητό γιατί λόγου χάρη σε μία απάτη ύψους 119.000 ευρώ (δηλ. πλημμέλημα) να μπορεί η εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος να εξαλείφει το αξιόποινο, ενώ να μην είναι δυνατόν να συμβεί το ίδιο σε μία απάτη ύψους 121.000 ευρώ (δηλ. κακούργημα). Έτσι, το σύνολο των παραπάνω ρυθμίσεων λειτουργώντας συνδυαστικά οδηγούν σε έναν σπουδαίο εξορθολογισμό της ποινικής μεταχείρισης του δράστη στα περιουσιακά αδικήματα, αλλά και διευκολύνουν τη δυνατότητα συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος.

Ορθή θα πρέπει να θεωρηθεί και η κατάργηση του άρθρ. 388 ΠΚ για την απάτη σχετική με τις ασφάλειες, εν όψει του ότι η νομολογία δεχόταν αληθινή συρροή με το έγκλημα της κοινής απάτης του άρθρ. 386 ΠΚ, παρότι η συμπεριφορά που περιγραφόταν στο άρθρ. 388 ΠΚ  θα μπορούσε να θεωρηθεί προπαρασκευαστική πράξη της κοινής απάτης απέναντι στην ασφαλιστική εταιρεία.

Ενδιαφέρουσα καινοτομία αποτελεί η προσθήκη του άρθρ. 386Β ΣχεδΠΚ («απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις») που τιμωρεί εκείνον που κατά την επιβολή αιτήματος σε Αρχή που είναι αρμόδια για την έγκριση επιχορήγησης εν γνώσει δηλώνει μη ορθά ή ελλιπή στοιχεία ή παραλείπει να γνωστοποιήσει γεγονότα που προβλέπονται από το νόμο, ή από εκείνον που δίνει την επιχορήγηση βάσει νόμου, εφόσον με τα στοιχεία αυτά εγκρίνεται, παρέχεται ή αποφεύγεται η αξίωση επιστροφής, η επέκταση της παροχής ή η διατήρηση της επιχορήγησης προς τον ίδιο ή τρίτο.

Σπουδαία είναι στο αδίκημα της απιστίας (άρθρ. 390 ΠΚ), η διευκρίνιση ότι η ζημία της περιουσίας άλλου πρέπει να είναι «βέβαιη». Στη μέχρι τώρα πρακτική δημιουργούντο σοβαρά προβλήματα, ιδίως όταν εφαρμόζονταν ο Ν. 1608/50, που αρκείτο σε «απειληθείσα» ζημία, ως προς τον ακριβή προσδιορισμό αυτής. Δυστυχώς η νομολογία μας αρκείτο συχνά σε έναν αόριστο και αβέβαιο προσδιορισμό ζημίας για την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου.  Ο κίνδυνος αυτός αποτρέπεται πλέον με τη σημαντική αυτή διευκρίνιση.

Τέλος, απόρροια δικαιοπολιτικής ανάγκης αποτέλεσε η διάταξη του άρθρ. 463 ΣχεδΠΚ που προβλέπει ότι

  • α) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή,
  • β) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη αυτή μετατρέπεται σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή και
  • γ) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή ισόβιας κάθειρξης προστίθεται διαζευκτικά και η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Στη ρύθμιση αυτή οδήγησε και η διαπίστωση ότι σε πολλούς ειδικούς ποινικούς νόμους οι ποινές που προβλέπονταν ήταν υπερβολικά υψηλές και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική κοινωνική βλάβη που επέφερε η αντίστοιχη αξιόποινη πράξη. Όμως πρέπει να επισημανθεί ότι από την κλιμακωτή παραπάνω απαρίθμηση λείπει η πρόβλεψη για την περίπτωση που στον ειδικό νόμο ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Το κενό αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρωθεί. 

Ε. Συμπέρασμα  

Το τελικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι το Σχέδιο του ΠΚ ως προς τη συνολική του εικόνα έχει θετικό πρόσημο: η κατάργηση των πταισμάτων ως κατηγορίας εγκλημάτων, η κατάργηση πολλών αναχρονιστικών διατάξεων του Ειδικού Μέρους, ο εξορθολογισμός των ποινών και η βελτιωτική παρέμβαση σε διατάξεις τόσο του Γενικού όσο και του Ειδικού Μέρους πρέπει να αναγνωριστούν ως σημαντική νομοθετική πρόοδος που ικανοποιεί ανάγκες που έχουν ανακύψει εδώ και πολύ καιρό. Οι όποιες επιφυλάξεις ως προς ορισμένες επιμέρους ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να αρκέσουν ώστε να αναχαιτίσουν την εκσυγχρονιστική αυτή νομοθετική παρέμβαση.

* Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

*Εισήγηση στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου στις 27.3.2019

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ