Γιώργος Νικολόπουλος: Η διάλυση των ΑΝΕΛ και το τέλος της συμπολίτευσης ως η μόνη “interna corporis” λύση.
Λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο περιεχόμενο της χθεσινής γνωμοδότησης του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, η κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝΕΛ πρόκειται να διαλυθεί. Ως εκ τούτου τις επόμενες μέρες θα ξεκινήσουν δημόσιες τοποθετήσεις πολιτικών αρχηγών, συνταγματολόγων και συνταγματολογούντων αναφορικά με τη νομική φύση των βουλευτών, τον ρόλο των κοινοβουλευτικών ομάδων και την «κομματική πειθαρχία». Γράφει ο δικηγόρος […]
Λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο περιεχόμενο της χθεσινής γνωμοδότησης του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, η κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝΕΛ πρόκειται να διαλυθεί. Ως εκ τούτου τις επόμενες μέρες θα ξεκινήσουν δημόσιες τοποθετήσεις πολιτικών αρχηγών, συνταγματολόγων και συνταγματολογούντων αναφορικά με τη νομική φύση των βουλευτών, τον ρόλο των κοινοβουλευτικών ομάδων και την «κομματική πειθαρχία».
Γράφει ο δικηγόρος Γιώργος Νικολόπουλος*
Ήδη χθες το βράδυ, ξεκίνησε ο πρώην κυβερνητικός εταίρος τα βροντερά τιτιβίσματά του, ο οποίος πλέον δεν θα είναι αρχηγός κόμματος, ούτε θα μπορεί να είναι ακόμα και στην περίπτωση που εισχωρήσει στους ΑΝΕΛ ο κ. Κουκούτσης, βουλευτής του νέο-ναζιστικού κόμματος ή άλλοι βουλευτές.
Ειδικότερα, με την χθεσινή γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής (υπ’αριθμ. 598 της 9/2/2019) ερμηνεύτηκαν οι σαφείς διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής (άρθρα 15 παρ 1. και 2). Πιο συγκεκριμένα, «για να συγκροτηθεί εγκύρως κοινοβουλευτική ομάδα εκ πέντε (5) τουλάχιστον βουλευτών, μετά από γενικές βουλευτικές εκλογές, πρέπει να συντρέχουν, σωρευτικώς, οι αναλυτικώς αναφερόμενες εξής προϋποθέσεις : 1. Οι Βουλευτές να έχουν εκλεγεί υπό τη σημαία του κόμματος του οποίου συγκροτούν την κοινοβουλευτική ομάδα 2. Να εξακολουθούν να ανήκουν στο εν λόγω κόμμα κατά το χρόνο της συγκρότησης της κοινοβουλευτικής ομάδας του. 3. Το κόμμα να έχει μετάσχει στις εκλογές με συνδυασμούς στα δυο τρίτα των εκλογικών περιφερειών της χώρας και 4. Να έχει συγκεντρώσει τουλάχιστον το τρία τοις εκατόν (3%) του συνολικού αριθμού των έγκυρων ψήφων ολόκληρης της επικρατείας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝΕΛ, καθώς έχει μόνο 4 εκλεγμένους βουλευτές υπό την κομματική τους σημαία, δεν μπορεί να συνεχίσει την ύπαρξή της και οδηγείται υποχρεωτικά σε διάλυση. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση συνιστά παραβίαση των διατάξεων των interna corporis της Βουλής.
Το παρόν άρθρο έχει ως μοναδικό στόχο την ενημέρωση για το ζήτημα, κυρίως για τις Συνταγματικές έννοιες του βουλευτή, του πολιτικού κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας, με σκοπό να αποφευχθούν περαιτέρω αχρείαστες βαρύγδουπες δηλώσεις κυρίως των πολιτικά θιγόμενων.
Ι. Η νομική θέση του βουλευτή
Ο βουλευτής -μέλος της Βουλής- λειτουργεί μέσα στο αντιπροσωπευτικό και το κοινοβουλευτικό σύστημα διεπόμενος από την αρχή της ελεύθερης εντολής, που έλκει την καταγωγή της από την περίοδο της εθνικής κυριαρχίας -όπου και βρίσκεται η ιστορική και θεσμική μήτρα του αντιπροσωπευτικού συστήματος- και του περιορισμένου δικαιώματος ψήφου.
Το άρθρο 60 παρ. 1 Σ. επαναλαμβάνει, λοιπόν, τον κλασικό κανόνα πως: «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Στο σημείο αυτό η συνταγματική ρύθμιση δείχνει να αγνοεί το κομματικό φαινόμενο και την ένταξη των βουλευτών στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος με τους συνδυασμούς του οποίου εκλέχτηκαν (με τη μάλλον σπάνια εξαίρεση των ανεξάρτητων βουλευτών και της αποχώρησης του βουλευτή από το κόμμα του για να παραμείνει ανεξάρτητος ή να ενταχθεί σε άλλο ή να συγκροτήσει άλλο). Μία, άλλωστε, από τις δύο βασικές ιστορικές διεργασίες από τις οποίες προέκυψε το ίδιο το φαινόμενο του πολιτικού κόμματος ήταν -για τα φιλελεύθερα και συντηρητικά κυρίως κόμματα- η συσπείρωση και η οργάνωση εκλεγμένων αντιπροσώπων που διαπίστωσαν την ύπαρξη κοινών πολιτικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών και την ανάγκη μόνιμης συνεργασίας μέσα στο κοινοβούλιο, αργότερα δε και έξω από αυτό. Η άλλη -παράλληλη- διεργασία για τη διαμόρφωση πολιτικών κομμάτων έχει ως αφετηρία τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και συνδέεται κυρίως με τη δημιουργία των εργατικών, σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Η λειτουργία, όμως, του πολιτεύματος -οι ίδιες οι βασικές εκδηλώσεις της δημοκρατικής αρχής και, φυσικά, η ίδια η συγκρότηση και η λειτουργία της Βουλής- βασίζεται στο θεσμό του πολιτικού κόμματος. Αυτό είτε διατυπώνεται ρητά (π.χ. άρθρα 29, 37, 68, 71 Σ.) είτε υπονοείται στο σύνολο των διατάξεων που αναφέρονται στα άμεσα όργανα του κράτους και τους βασικούς θεσμούς του κοινοβουλευτικού συστήματος (διορισμός της Κυβέρνησης και διάλυση της Βουλής)[1].
Στο επίπεδο, μάλιστα, της κοινής εκλογικής νομοθεσίας και του Κανονισμού της Βουλής η θέση του πολιτικού κόμματος καθίσταται, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, κομβική για τη λειτουργία όλων των θεσμών και κατεξοχήν για τη λειτουργία της Βουλής.
Το κομματικό φαινόμενο συνδέεται -με αποχρώσεις, βέβαια, και διαβαθμίσεις- με το φαινόμενο της κομματικής πειθαρχίας ή με οργανωτικού χαρακτήρα μέτρα που διασφαλίζουν την ενιαία εκπροσώπηση και τη συνοχή του κόμματος και μέσα στο κοινοβούλιο. Η αρχή της ελεύθερης εντολής και της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου του βουλευτή δεν καθορίζει, φυσικά, τα κριτήρια και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες ο κάθε βουλευτής διαμορφώνει τη γνώμη και την ψήφο του. Με δεδομένο ότι στο πλαίσιο ενός συνταγματικού κράτους η ένταξη του πολίτη και του βουλευτή στα πολιτικά κόμματα είναι εθελοντική, η συμμετοχή στις κομματικές διαδικασίες και ο σεβασμός των κομματικών αποφάσεων εναρμονίζεται καταρχήν με τη συνειδησιακή ελευθερία του βουλευτή. Κατά τον τρόπο αυτός ο κανόνας του άρθρου 60 παρ. 1 Σ. καθίσταται οριακός και επικουρικός: σε περίπτωση διαφωνίας του βουλευτή προς τη θέση του κόμματός του, το Σύνταγμα τον περιβάλλει με τη θεσμική εγγύηση του άρθρου 60 παρ. 1. Αυτό δεν αποκλείει τη διάρρηξη των δεσμών του με το κόμμα του (αποχώρηση, διαγραφή κλπ.), το γεγονός όμως αυτό δεν επηρεάζει τη βουλευτική του ιδιότητα, την οποία διατηρεί.
Από το σημείο αυτό (στο οποίο σταματά η συνταγματική ρύθμιση) και μετά, εναπόκειται στη συνείδηση του βουλευτή να αποφασίσει αν συντρέχει λόγος παραίτησής του από το βουλευτικό αξίωμα, επειδή η εκλογή του οφείλεται σε κομματική υποστήριξη ή έγινε υπό τη σημαία συγκεκριμένου κόμματος. Μάλιστα, το 1974 στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή είχε γίνει πρόταση να προβλεφθεί ως κύρωση η απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας στις περιπτώσεις αποχώρησης βουλευτή από το κόμμα με τους συνδυασμούς του οποίου εκλέχτηκε, πρόταση που δεν έγινε δεκτή (παρά την εμπειρία της περιόδου 1965-1967) με το σκεπτικό που σε γενικές γραμμές σημειώθηκε μόλις προηγουμένως.
Από την άλλη πλευρά, η επίκληση της κομματικής πειθαρχίας και συνοχής σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης πρέπει να συμβαδίζει με την εσωκομματική δημοκρατία, με τη δημοκρατική, αποκεντρωμένη και συλλογική λειτουργία των κομμάτων σε όλα τα οργανωτικά τους επίπεδα. Άλλωστε, όπως είδαμε παραπάνω. , ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων επηρεάζει καταλυτικά την ποιότητα της δημοκρατίας και του πολιτικού πολιτισμού και βρίσκεται στην αφετηρία του προβλήματος της πολιτικής υπο-αντιπροσώπευσης και απογοήτευσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών.[2]
ΙΙ. Πολιτικά κόμματα, κοινοβουλευτικές ομάδες και απαγόρευση της επιτακτικής εντολής
Μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι κοινοβουλευτικές ομάδες αποτελούν την προέκταση των πολιτικών κομμάτων στη Βουλή, και με αυτόν τον τρόπο τα πολιτικά κόμματα καθίστανται κοινοβουλευτικά υποκείμενα. Ωστόσο, παρά τη συνταγματική αναγνώριση των πολιτικών κομμάτων στο άρθ. 29 § 1 Σ, η σχέση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των κοινοβουλευτικών τους ομάδων εξακολουθεί να παραμένει, όπως και υπό το καθεστώς των Συνταγμάτων του 1952 και του 1927, μια σχέση πολιτική και όχι νομική, με την έννοια ότι τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να επιβάλλουν με νομικά μέσα τη θέλησή τους στις κοινοβουλευτικές τους ομάδες. Τα καταστατικό των πολιτικών κομμάτων ρυθμίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη σχέση μεταξύ κόμματος και κοινοβουλευτικής ομάδας, αφήνοντας στην κοινοβουλευτική ομάδα μεγαλύτερη ή μικρότερη ελευθερία πλην όμως οι δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτά δεν συνεπάγονται νομική υποχρέωση συμμόρφωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας στις αποφάσεις του κόμματος ή συμμόρφωσης των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας στις αποφάσεις της ή στις αποφάσεις του κόμματος εν όψει των άρθ. 51 § 2 και 60 § 1 Σ, τα οποία έμμεσα αλλά σαφώς απαγορεύουν την επιτακτική εντολή του βουλευτή[3]. Επιπρόσθετα, στο Γαλλικό Σύνταγμα απαγορεύεται ρητά η επιτακτική εντολή[4].
Αλλά και στο επίπεδο του Κανονισμού της Βουλής δεν υπάρχει τυπική εξάρτηση της κοινοβουλευτικής ομάδας από το αντίστοιχο κόμμα, δεδομένου ότι η προϋπόθεση συγκρότησης μιας κοινοβουλευτικής ομάδας είναι ποσοτική-αριθμητική, απαιτείται δηλαδή η ύπαρξη 10 βουλευτών (ή 5 τουλάχιστον εάν έχουν ψηφοδέλτια στα 2/3 των εκλογικών περιφερειών της χώρας) που να θέλουν να συγκροτήσουν κοινοβουλευτική ομάδα (άρθ. 15 § 1 & 2 ΚανΒ), χωρίς να θεσπίζεται υποχρέωση των βουλευτών να ενταχθούν στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος με το οποίο εξελέγησαν ή να παραμείνουν σε αυτήν και να μην προσχωρήσουν σε άλλη κοινοβουλευτική ομάδα ή να μην ιδρύσουν με άλλους βουλευτές νέα κοινοβουλευτική ομάδα κλπ.
Στην πράξη βέβαια οι βουλευτές εντάσσονται στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος με το οποίο εξελέγησαν και συνήθως συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις αυτής ή του κόμματος, αφού διαφορετικά μπορούν να υποστούν πολιτικές κυρώσεις, ακόμη και τη διαγραφή τους από την κοινοβουλευτική ομάδα με απλή ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της (άρθ. 16 § 5 ΚανΒ), ο οποίος είναι κατά κανόνα ο ίδιος ο αρχηγός του κόμματος (άρθ. 16 § 2 ΚανΒ), όχι όμως και νομικές κυρώσεις, δηλαδή την απώλεια του βουλευτικού αξιώματος ή άλλες έστω και μικρότερης σημασίας «ποινές» (π.χ. επιβολή προστίμου για τη μη συμμόρφωση).
Στην περίπτωση που τα πολιτικά κόμματα είχαν συνάψει συμβάσεις (ως υποσχέσεις – δεσμεύσεις που απορρέουν από τον κώδικα τιμής) με τους υποψηφίους τότε βουλευτές τους, αυτές πάσχουν από ακυρότητα ( καθώς θίγουν τα άρθ. 51 § 2 και 60 § 1 Σ) στο βαθμό που αυτές επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη νομική τους θέση ή την ελευθερία της ψήφου τους, και κατά μείζονα λόγο, η υποχρέωση παραίτησης των υποψηφίων βουλευτών από το βουλευτικό αξίωμα, σε περίπτωση που εκλεγούν βουλευτές και έχουν υπογράψει «εν λευκώ» παραίτηση, ή η υπόσχεση των υποψηφίων βουλευτών ότι θα παραιτηθούν από το βουλευτικό αξίωμα, ευθύς μόλις κληθούν από τα κόμματά να πράξουν τούτο.
Ως εκ τούτου, όταν διαλυθεί η κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝΕΛ, οι 6 βουλευτές που δήλωσαν με πρόσφατη επιστολή τους ότι στηρίζουν την «συμπολίτευση», θα πρέπει να ανανεώσουν την εντολή αυτή με τη διαφοροποίηση ότι στηρίζουν την Κυβέρνηση και όχι την συμπολίτευση, καθώς αυτή δεν θα υπάρχει πια.
*Δικηγόρος, MsC “European and National administration”, C. Phd “Public Law”,
—————————————————————————————————————————
[1] Βλ. Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2008, αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 512 [2] Βλ. του ιδίου, σελ. 514 [3] Βλ. Φ. Σπυρόπουλο, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλο, Γ. Γεραπετρίτη, ΣΥΝΤΑΓΜΑ κατ’ άρθρον ερμηνεία, σελ. 788-789
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr