Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Γ. Πλαγάκος: Δύο διατάξεις των νέων κωδίκων που δυσχεραίνουν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Γ. Πλαγάκος: Δύο διατάξεις των νέων κωδίκων που δυσχεραίνουν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Πέραν της ποσοτικά και ποιοτικά αξιοσημείωτης κριτικής που δέχονται οι δύο νέοι κώδικες (ΠΚ και ΚΠΔ), ιδίως στα ζητήματα που άπτονται του φιλελεύθερου ή αντεγκληματικού χαρακτήρα τους, της ουσιαστικής κατάργησης των μονομελών εφετείων και σε άλλα, πλείστα όσα σημεία, ας επιτραπεί η εστίαση της κριτικής, που επιχειρείται με το κείμενο αυτό, σε δύο διατάξεις, μία από κάθε κώδικα, η εφαρμογή των οποίων θα δυσχεράνει τη λειτουργία των ποινικών δικαστηρίων, ιδίως του πρώτου βαθμού.

Αναλύει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Γ. Πλαγάκος

Πρόκειται για τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.3 ΚΠΔ και 79 παρ.7 ΠΚ. Με τις νέες αυτές διατάξεις δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς ο τρόπος διεξαγωγής της ποινικής προδικασίας και δίκης αλλά εισάγονται ρυθμίσεις, οι οποίες, κατά την άποψη του γράφοντος, στην πραγματικότητα δεν βελτιώνουν την ποιότητα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αλλά αντιθέτως, θέτουν χωρίς λόγο κωλύματα στη συγκρότηση του συμβουλίου πλημμελειοδικών και στη σύνταξη των ποινικών αποφάσεων.

Ασφαλώς, πρόκειται για αποσπασματική αντιμετώπιση ζητημάτων (δύο διατάξεις επί συνόλου εκατοντάδων άρθρων που περιέχουν οι κώδικες) αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο, εφ’ όσον οι νέοι κώδικες εισάγουν σαρωτικές μεταβολές και τα ζητήματα που τέθηκαν προς συζήτηση και κριτική με τη θέσπιση των νέων κωδίκων είναι πολυάριθμα

Πρώτη διάταξη: άρθρο 4 παρ.3 ΚΠΔ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.3 ΚΠΔ, το συμβούλιο πλημμελειοδικών συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και από δύο πρωτοδίκες. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 ΚΠΔ, το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται επίσης από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες, πλην όμως όταν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ.

Ετσι, με βάση τις νέες αυτές διατάξεις στο μεν τριμελές πλημμελειοδικείο επιτρέπεται η αναπλήρωση ενός πρωτοδίκη από πάρεδρο, ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη κατ’ άρθρο 5 παρ.1Α παρ.δ΄ ΚΟΔΚΔΛ, διότι το άρθρο 4 παρ.2 ΚΠΔ παραπέμπει στις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, ενώ ελλείψει τέτοιας παραπομπής ή ρητής διάταξης περί αναπλήρωσης απαγορεύεται η συμμετοχή παρέδρου, ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη στο δικαστικό συμβούλιο.

Η απαγόρευση συμμετοχής παρέδρου, ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη (οι δύο τελευταίοι συνήθως στα τμήματα διακοπών) στο συμβούλιο πλημμελειοδικών θα προκαλέσει, αν δεν έχει αρχίσει να προκαλεί ήδη, οξύ πρόβλημα στη δυνατότητα συγκρότησης του δικαστικού συμβουλίου σε πολλά επαρχιακά πρωτοδικεία. Πρόκειται για διάταξη, η οποία μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο στα μεγάλα πρωτοδικεία. Είναι γνωστό ότι σε πολλά πρωτοδικεία της χώρα οι πρωτοδίκες είναι λίγοι και με τα υπηρεσιακά κενά, που προκύπτουν για διάφορους λόγους, μένουν ακόμη λιγότεροι, π.χ τρεις-τέσσερις).

Ένας εξ αυτών πάντοτε είναι ανακριτής, οπότε εκ των πραγμάτων θα απαγορεύεται να συμμετέχει στις περισσότερες συνθέσεις του δικαστικού συμβουλίου και ως εκ τούτου δεν θα απομένουν πολλές επιλογές. Η απαγόρευση συμμετοχής του παρέδρου στο δικαστικό συμβούλιο θα έχει ως συνέπεια ότι στην πράξη στο δικαστικό συμβούλιο θα πρέπει να συμμετέχουν πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, το πολύ δύο-τρεις πρωτοδίκες, ενώ ο πάρεδρος απαγορεύεται να χρεωθεί εισαγγελικές προτάσεις ακόμη και τις ευκολότερες υποθέσεις. Αυτή η εξέλιξη θα επιβαρύνει τόσο τη λειτουργία του πρωτοδικείου όσο και τον ομαλό βίο των πρωτοδικών, οι οποίοι θα αδυνατούν να απομακρυνθούν με άνεση από την έδρα του πρωτοδικείου, ακόμη και για λίγες ημέρες, εφ’ όσον τα ίδια ελάχιστα τον αριθμό πρόσωπα θα πρέπει να είναι πάντοτε διαθέσιμα είτε ως εισηγητές είτε ως μέλη του συμβουλίου για διάσκεψη.

Το πρόβλημα θα επιτείνεται στα μικρά ή απομακρυσμένα πρωτοδικεία (π.χ. στα νησιωτικά πρωτοδικεία) και θα οξύνεται κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα, των Χριστουγέννων και των θερινών δικαστικών διακοπών, κατά τη διάρκεια των οποίων είθισται ένα κενό να καλύπτεται από τους υπηρετούντες ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες. Πλέον, με τη νέα διάταξη, στα πρωτοδικεία αυτά θα είναι κατά κανόνα αδύνατη η νόμιμη συγκρότηση του δικαστικού συμβουλίου, εφ’ όσον ορισμένοι πρωτοδίκες θα απουσιάζουν προγραμματισμένα από την έδρα του πρωτοδικείου.

Η στοιχειώδης γνώση της δικαστικής χωροταξίας της χώρας μας (πληθώρα μικρών και υποστελεχωμένων πρωτοδικείων) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή η διάταξη είναι δυσλειτουργική και μη εφαρμόσιμη. Η κατά την κοινή πείρα κατάληξη θα είναι είτε η υψηλού βαθμού δυσχέρανση του υπηρεσιακού και οικογενειακού-προσωπικού βίου πολλών πρωτοδικών, είτε η καταστρατήγηση-αδρανοποίηση της διάταξης αυτής με διάφορους τρόπους (π.χ. ερμηνεία ότι η παράλειψη παραπομπής στις περί αναπλήρωσης διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ σε αντίθεση με ό,τι ορίζεται για το τριμελές πλημμελειοδικείο συνιστά νομοθετική αβλεψία και εν τέλει συμμετοχή παρέδρων και ειρηνοδικών-πταισματοδικών στα συμβούλια κατ’ ανάλογη εφαρμογή της αμέσως προηγούμενης διάταξης του άρθρου 4 παρ.2 ΚΠΔ).

Πέραν αυτού προκαλεί απορία το εξής: το δικαστικό συμβούλιο έχει στη διάθεσή του γραπτή, συχνά πολυσέλιδη και αναλυτική πρόταση του εισαγγελέα, ενώ για την έκδοση του βουλεύματος δεν απαιτείται η πλήρης απόδειξη αλλά αρκούν οι σοβαρές ενδείξεις. Το τριμελές πλημμελειοδικείο ακούει στο ακροατήριο μόνον προφορικά τη συνήθως ολιγόλογη πρόταση του εισαγγελέα αλλά απαιτούνται αποδείξεις για την έκδοση της απόφασης.

Εάν, επομένως, έπρεπε οπωσδήποτε να διαφοροποιούνται τα της συγκρότησης του δικαστικού συμβουλίου από το δικαστήριο στο ακροατήριο, θα ήταν αναμενόμενο να απαιτούνται περισσότερα εχέγγυα (αυστηρές διατάξεις, ήτοι αδυναμία αναπλήρωσης από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη) για τη συγκρότηση του δικαστηρίου, δηλαδή του τριμελούς πλημμελειοδικείου, και όχι του δικαστικού συμβουλίου. Παρά ταύτα, ο νομοθέτης επέλεξε το αντίθετο, δηλαδή την αυστηρή-άκαμπτη συγκρότηση στο δικαστικό σχηματισμό που διαθέτει γραπτή εισαγγελική πρόταση, στην οποία μπορεί να στηριχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, και αρκείται σε αποδεικτική στάθμη χαμηλότερου βαθμού (δικαστικό συμβούλιο) και την ευέλικτη, δηλαδή θεωρητικά χαμηλότερων εχεγγύων, σύνθεση στο δικαστικό σχηματισμό που δεν διαθέτει γραπτή πρόταση, στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί, αλλά απαιτείται πάντοτε να διαμορφώνει πλήρη δικανική πεποίθηση (τριμελές πλημμελειοδικείο). Κατά την άποψη του γράφοντος πρόκειται για αντινομία.

Κατ’ άρθρο 79 παρ.7 ΠΚ, η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απλή μνεία ότι έχουν εκτιμηθεί τα κριτήρια των προηγούμενων παραγράφων δεν συνιστά αιτιολογία. Προφανώς, ο κοινός νομοθέτης έκρινε ανεπαρκή τη συνταγματική επιταγή ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και ότι ο νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται στην αντίθετη περίπτωση (άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος) και γι’ αυτό επιβάλλει πλέον τη σύνταξη αναλυτικού σκεπτικού για την επιμέτρηση της ποινής.

Ο γράφων θυμάται ότι προ δεκαέξι περίπου ετών, στην Εθνική Σχολή Δικαστών, ο καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης σε μία διάλεξή του επισήμανε το εξής: Είναι αδύνατη η πλήρης αιτιολόγηση της απόφασης του δικαστηρίου για την επιβολή ορισμένης ποινής, επειδή όταν μία ποινική διάταξη ορίζει π.χ. ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, το πλαίσιο της ποινής είναι από ένα έως πέντε έτη. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνονται πάμπολλες αριθμητικές τιμές και δεν είναι δυνατή η πλήρης δικαιολόγηση της μίας έναντι των λοιπών.

Ανέφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι, εντός του ανωτέρω πλαισίου, είναι αδύνατο να αιτιολογήσει εμπεριστατωμένα ο δικαστής, για ποιό λόγο επιβάλλει ποινή φυλάκισης 22 και όχι 24 μηνών ή αντιστρόφως. Αυτή η επισήμανση, συνοδευόμενη από το σχετικό παράδειγμα, μου έκανε εντύπωση ως εξαιρετικά ρεαλιστική, καθ’ όσον μάλιστα προερχόταν από έναν καθηγητή, ο οποίος διακρινόταν για την προσήλωσή του στις υψηλές θεωρητικές έννοιες. Σήμερα, όμως, ο νομοθέτης επιβάλλει το αντίθετο.

Είναι γνωστό σε όλους τους μετέχοντες στη δικαστηριακή πραγματικότητα ότι τα στοιχεία που εισφέρονται στις περισσότερες ποινικές δίκες σχετικά με τα κατ’ άρθρο 79 ΠΚ κριτήρια επιμέτρησης της ποινής είναι λίγα ή και ελάχιστα, ιδίως σε αδικήματα ήσσονος σημασίας και ακόμη περισσότερο, όταν ο κατηγορούμενος ερημοδικεί. Επομένως, είναι όντως αδύνατη η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της επιμέτρησης της επιβαλλόμενης ποινής, ομοίως δε και της συνολικής ποινής.

Προς εφαρμογή της νέας διάταξης του άρθρου 79 παρ.7 ΠΚ μάλλον λίγα πράγματα μπορούν να γράψουν οι δικαστές στις ποινικές αποφάσεις. Εάν μάλιστα επικρατήσει η άποψη ότι απαιτείται ειδική αιτιολογία χωριστά για καθένα κριτήριο από αυτά, τα οποία κατ’ άρθρο 79 ΠΚ καθοδηγούν το δικαστήριο στην επιμέτρηση της επιβαλλόμενης ποινής, τότε καθίσταται αντιληπτό ότι οι ποινικές αποφάσεις στη συντριπτική πλειονότητά τους θα είναι εκτεθειμένες στο ενδεχόμενο της αναίρεσης ελλείψει ειδικής αιτιολογίας. Ίσως η ερμηνεία της νέας διάταξης, π.χ. προς την κατεύθυνση ότι δεν εισάγει νέα υποχρέωση σε σχέση με το  άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος ή ότι αρκεί η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία μόνον για ένα ή έστω για ορισμένα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ κάθε φορά, αναλόγως του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, θα μπορούσε να περιορίσει την ανασφάλεια επί του ζητήματος, πλην όμως αυτά είναι απλώς προσωπικές σκέψεις του γράφοντος και είναι αβέβαιο εάν χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία της διάταξης επί το λειτουργικότερο.

Η σύνταξη ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένου σκεπτικού για την επιμέτρηση της ποινής είναι πρακτικά ανέφικτη τις περισσότερες φορές. Επειδή μάλλον είναι αβέβαιη και ίσως δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες η ερμηνευτική αδρανοποίηση της νέας διάταξης του άρθρου 79 παρ.7 ΠΚ, τα ενδεχόμενα είναι δύο: είτε η παράλογη επιβάρυνση των ήδη βεβαρυμένων δικαστών και η σύνταξη νέων σκεπτικών, τα οποία στην πραγματικότητα θα ισορροπούν μεταξύ αφ’ ενός του φτωχού αποδεικτικού υλικού και αφ’ ετέρου γενικόλογων και τυποποιημένα επαναλαμβανόμενων φράσεων, προκειμένου να βρίσκονται στο αναιρετικό απυρόβλητο, είτε η επιβολή της ελάχιστης δυνατής ποινής με τη γενναιόδωρη χρήση και των διατάξεων για τις ελαφρυντικές περιστάσεις, προκειμένου να μην υπάρχει, κατά το δυνατόν, ουσιαστικός λόγος προσβολής της απόφασης περί επιβολής της ποινής.

Η θέσπιση αυτής της διάταξης αναδεικνύει ότι η βούληση για λεπτομερή ρύθμιση των πάντων οδηγεί σε υπερβολή και δυσλειτουργία, διότι η σώρευση λεπτομερών ρυθμίσεων και υποχρεώσεων για κάθε επιμέρους ζήτημα εν τέλει δεν οδηγεί απαραίτητα στην απονομή δικαιοσύνης υψηλής ποιότητας αλλά παρεμβάλλει περισσότερα προσκόμματα στη λειτουργία της δικαιοσύνης, προσφέρει αφορμή για ακόμη περισσότερες δίκες και οδηγεί στην επιβράδυνσή της.

Αυτές οι δύο διατάξεις θα επιδράσουν, αν δεν επιδρούν ήδη, αρνητικά στην καθημερινή λειτουργία των δικαστηρίων, επιδεινώνοντας τους όρους εκτέλεσης των καθηκόντων των δικαστών, χωρίς να συμβάλλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Εφ’ όσον, όπως συζητείται ευρέως, επίκεινται τροποποιήσεις των δύο νέων κωδίκων, πρέπει, κατά την άποψη του γράφοντος, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να τις συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις, την τροποποίηση των οποίων θα υποδείξει στο εγγύς μέλλον.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο dikastis.blogspot.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ