Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Ηλίας Μπίσιας: Η Ελβετική Δικαιοσύνη, οι δικαστικές συνδρομές και η λίστα Λαγκάρντ

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ηλίας Μπίσιας: Η Ελβετική Δικαιοσύνη, οι δικαστικές συνδρομές και η λίστα Λαγκάρντ

 Η πρόσφατη απόφαση[1] του ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Βundesgericht[2]), το διατακτικό της οποίας απέρριψε σε ερευνώμενη υπόθεση διαφθοράς πρώην Έλληνα υπουργού τη χορήγηση δικαστικής συνδρομής στην Ελλάδα, παρουσιάζει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον για πολλούς λόγους.

 Γράφει ο δικηγόρος Ηλίας Σ. Μπίσιας*

Καταρχάς είναι νομολογιακά σημαντική γιατί επικύρωσε την πρωτοβάθμια κρίση του Ομοσπονδιακού Ποινικού δικαστηρίου της 17.07.2018[3] στην ίδια υπόθεση. Με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτό ότι αιτήματα διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, τα οποία βασίζονται σε παρανόμως κτηθέντα τραπεζικά δεδομένα, καταρχήν δεν ικανοποιούνται από την Ελβετία, εφόσον το αιτούν κράτος γνωρίζει ότι αυτά έχουν αφαιρεθεί από τις ελβετικές τράπεζες μέσω αξιοποίνων πράξεων.

Η παραδοχή αυτή απορρέει από τις αρχές της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης που διέπουν τις διακρατικές σχέσεις στη διεθνή δικαστική συνδρομή. Παραβίαση των ανωτέρω αρχών, σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο, στοιχειοθετείται ακόμη και εάν τα παρανόμως κτηθέντα τραπεζικά στοιχεία στα οποία βασίζονται τα αιτήματα συνδρομής, έχουν περιέλθει νομίμως στο αιτούν κράτος που τα χρησιμοποιεί.

Περαιτέρω, οι ανωτέρω αποφάσεις, εκ του αποτελέσματος, διαφοροποιούν τις προϋποθέσεις χορήγησης δικαστικής συνδρομής από τη διοικητική συνδρομή σε φορολογικές υποθέσεις. Έχοντας μάλιστα υπόψη ότι πρόσφατη νομολογία του Ομοσπονδιακού  δικαστηρίου χαλάρωσε αισθητά τις προϋποθέσεις ικανοποίησης αιτημάτων σε φορολογικές υποθέσεις – έστω και εάν αυτά βασίζονται σε παρανόμως κτηθέντα τραπεζικά δεδομένα – η απόφαση του ιδίου δικαστηρίου στην υπόθεση του πρώην έλληνα υπουργού καταδεικνύει ότι οι Ελβετοί ανώτατοι δικαστές δεν θέλησαν επί του παρόντος να πράξουν το ίδιο σε υποθέσεις δικαστικής συνδρομής.

Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προαναφερόμενες αποφάσεις αφενός γιατί αναδεικνύουν το ζήτημα της υποκλοπής των τραπεζικών δεδομένων στο δίκαιο της διεθνούς δικαστικής συνδρομής, αφετέρου γιατί προκαταβάλλουν την μελλοντική αντιμετώπιση συναφών αιτημάτων από ελληνικής πλευράς σε υποθέσεις που σχετίζονται με την λίστα Λαγκάρντ.

  1. Ιστορικό της επίδικης υπόθεσης

Στη συγκεκριμένη υπόθεση που απασχόλησε τα ελβετικά δικαστήρια υπεβλήθησαν από τις ελληνικές δικαστικές αρχές δύο αιτήματα συνδρομής[4]. Με τα εν λόγω αιτήματα οι ελληνικές δικαστικές αρχές ζητούσαν στο πλαίσιο συλλογής αποδεικτικών στοιχείων σε εκκρεμή ποινική υπόθεση την άρση του τραπεζικού απορρήτου ενός τραπεζικού λογαριασμού στην HSBC της Γενεύης και την διαβίβαση των στοιχείων του (στοιχεία δικαιούχων, κίνηση κλπ.).  Κομβικό στοιχείο του επίδικου ιστορικού της υπόθεσης αποτέλεσε το γεγονός ότι τα στοιχεία του υπό έρευνα λογαριασμού γνωστοποιήθηκαν στις ελληνικές αρχές μέσω της γνωστής Λίστας Λανγκάρντ. Η τελευταία  – ως είναι γνωστό – εμπεριέχει στοιχεία λογαριασμών ελλήνων καταθετών, τα οποία υπεκλάπησαν από την HSBC της Γενεύης και διοχετεύτηκαν σε άλλες χώρες.

Τον Νοέμβριο του 2017 η ελβετική Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Βέρνης εξέδωσε  οριστική απόφαση (Schlussverfügung), με την οποία ικανοποίησε και τα δύο ελληνικά αιτήματα και διέταξε την διαβίβαση του φακέλου των τραπεζικών στοιχείων που είχαν ζητηθεί στην αιτούσα αρχή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλλε με Προσφυγή του στο Ομοσπονδιακό Ποινικό Δικαστήριο ο κάτοχος του επίμαχου λογαριασμού ζητώντας την ακύρωσή της. Ο Προσφεύγων επικαλέστηκε κατά μείζονα λόγο ότι τα υποβληθέντα αιτήματα συνδρομής βασίστηκαν σε τραπεζικά δεδομένα που είχαν υποκλαπεί από την Τράπεζα HSBC της Γενεύης. Ως εκ τούτου τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να θεωρηθούν προϊόν εγκλήματος, καθόσον είχαν περιέλθει στο αιτούν κράτος μέσω αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες μάλιστα ο δράστης της υποκλοπής (Ηerve FALCIANI) είχε καταδικαστεί αμετακλήτως από την ελβετική δικαιοσύνη. Τα ανωτέρω στοιχειοθετούν προσβολή της αρχής της καλής πίστης που διέπει τις σχέσεις των κρατών στην διεθνή δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις.

Περαιτέρω, έγινε επίκληση σχετικών εγκυκλίων του ελβετικού Υπουργείου Δικαιοσύνης του 2010 και 2014 προς τις εισαγγελικές αρχές της χώρας, σύμφωνα με τις οποίες αιτήματα συνδρομής θα πρέπει κατά κανόνα να απορρίπτονται, εφόσον βασίζονται  – εν γνώσει του αιτούντος κράτους – σε στοιχεία που έχουν παρανόμως αφαιρεθεί από τις Τράπεζες.

Η αντίδικος Ομοσπονδιακή Εισαγγελία ισχυρίστηκε ότι τα αιτήματα που υπεβλήθησαν, δεν εδράζονται στη Λίστα Λανγκάρντ αλλά σε μαρτυρική κατάθεση άλλου προσώπου, εμπλεκόμενου σε υποθέσεις εξοπλιστικών, το οποίο και κατονόμασε.

Το δικαστήριο δεν πείστηκε από τους ανωτέρω ισχυρισμούς και κάλεσε την Εισαγγελία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης[5] να απαντήσουν σε συγκεκριμένα ερωτήματα και να καταθέσουν έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η πηγή των πληροφοριών των ελληνικών αρχών αναφορικά με τον υπό έρευνα ελβετικό λογαριασμό. Η Εισαγγελία δεν ανταποκρίθηκε ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν κατάφερε να δώσει επαρκείς εξηγήσεις.

Κατόπιν αυτού το δικαστήριο καταλόγισε στην Εισαγγελία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης ότι δεν ερεύνησαν προσηκόντως το ζήτημα της υποκλοπής των στοιχείων κατά την διαδικασία ικανοποίησης των ελληνικών αιτημάτων, ούτε απευθύνθηκαν – ως όφειλαν – στις ελληνικές αρχές προκειμένου να λάβουν τις απαραίτητες εξηγήσεις. Μετά ταύτα, το δικαστήριο απεφάνθη πως υφίστανται υπόνοιες ότι τα ελληνικά αιτήματα βασίζονται σε προϊόν υποκλοπής και κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα της παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, θα πρέπει να απορριφθεί η δικαστική συνδρομή και να ακυρωθεί η σχετική απόφαση της Εισαγγελίας. 

Το δικαστήριο αναφέρει στο διατακτικό του ότι εναπόκειται στην Ομοσπονδιακή Εισαγγελία – στην περίπτωση που επιθυμεί να επανέλθει στην υπόθεση – να απευθυνθεί στις ελληνικές αρχές και να λάβει απαντήσεις σχετικά με την προέλευση των στοιχείων των τραπεζικών λογαριασμών που εμπεριέχονται στα επίμαχα ελληνικά αιτήματα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να επανεκδοθεί νέα εισαγγελική απόφαση και να επαναληφθεί εξ’ αρχής η διαδικασία.

  1. Συμπέρασμα

Η ελβετική δικαιοσύνη δεν ικανοποιεί αιτήματα δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, εφόσον αυτά βασίζονται σε στοιχεία που έχουν υποκλαπεί από ελβετικές τράπεζες και το γεγονός αυτό τελεί σε γνώση της αιτούσας αρχής.

Διαφορετική μελλοντική αντιμετώπιση των αιτημάτων είναι δυνατή σε περίπτωση αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης ή ενδεχόμενης μεταβολής της υφιστάμενης νομολογίας.

*Δρ. Νομικής Παν/μιου Ζυρίχης Δικηγόρου Αθηνών και Ελβετίας 

Ο κ. Η. Μπίσιας εκπροσώπησε τον Προσφεύγοντα στην Ελβετία ενώπιον του Ομοσπονδιακού Ποινικού δικαστηρίου και του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου

—————-

  • [1] 1C_ 374/2018 της 12.12.2018
  • [2] Ανώτατο ελβετικό δικαστήριο
  • [3] RR.317.338 της 17.07.2018
  • [4] Τα ελληνικά αιτήματα δικαστικής συνδρομής υπεβλήθησαν στις ελβετικές αρχές τον Νοέμβριο του 2013 και τον Μάρτιο του 2014
  • [5] Το ελβετικό Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι η εποπτεύουσα αρχή στη διεθνή δικαστική συνδρομή σύμφωνα με τον σχετικό ελβετικό Νόμο περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής (IRSG)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ