Ηλίας Μπίσιας: Η μετατροπή σε πλημμέλημα των αδικημάτων περί της προστασίας των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Σύμφωνα με το άρθρο 463 παρ. 2 του σχεδίου του νέου Ποινικού Κώδικα «… όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη, αυτή μετατρέπεται σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή».
Αναλύει ο δικηγόρος Ηλίας Σ. Μπίσιας
Στην ως άνω διάταξη, με την οποία μετατρέπονται ανεξαιρέτως σε πλημμελήματα πράξεις που διώκονται και τιμωρούνται de lege lata ως κακουργήματα, εμπίπτουν και τα αδικήματα του Ν. 3028/2002 περί προστασίας των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και συγκεκριμένα τα αδικήματα της κλοπής (άρθρο 53 Ν. 3028/2002), υπεξαίρεσης (άρθρο 54 Ν. 3028/2002), αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος (άρθρο 55 Ν. 3028/2002), φθοράς μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας στο πλαίσιο οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας (άρθρο 56 παρ. 2 Ν. 3028/2002), παράνομης ανασκαφής (άρθρο 61 Ν. 3028/2002) και εξαγωγής πολιτιστικών αγαθών (άρθρο 63 Ν. 3028/2002).
Διευρυμένη δικαστική προστασία των πολιτιστικών αγαθών
Οι αρχαιότητες, ως αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και ιστορίας, αποτελούν κομμάτι της ταυτότητας και της υπόστασης όλων των Ελλήνων και ως τέτοιες τυγχάνουν αυτονοήτως ιδιαίτερης προστασίας από την ελληνική έννομη τάξη. Υπό το πρίσμα αυτό έχει προβλεφθεί από την ελληνική νομοθεσία η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων σε διαφορές που αφορούν ζητήματα κυριότητας, νομής και κατοχής κινητών μνημείων, καθώς επίσης και η διεθνής δικαιοδοσία να διατάζουν κάθε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο που αποσκοπεί στη συντήρηση ή διασφάλιση δικαιώματος επ’ αυτών. Οι διατάξεις του Ν. 3028/2002, υπό την προϋπόθεση ότι η ένδικη σχέση αφορά κινητά μνημεία, εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου δικαίου, τα δε αδικήματα που προβλέπονται στον εν λόγω ειδικό νόμο διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ακόμη και στην περίπτωση που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή (άρθρο 13 Ν. 3658/2008). Η συμβολή του κακουργηματικού χαρακτήρα των αδικημάτων του Ν. 3028/2002 στη διεκδίκηση και τον επαναπατρισμό των πολιτιστικών αγαθών. Ο γράφων έχει την τιμή να εκπροσωπεί επί σειρά ετών το Ελληνικό Δημόσιο σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, διεκδίκησης και ανάκτησης αρχαιοτήτων από το εξωτερικό. Από την προσωπική εμπειρία του χειρισμού σημαντικού αριθμού συναφών υποθέσεων έχει διαπιστωθεί η τεράστια συμβολή της κακουργηματικής φύσης των προαναφερομένων αδικημάτων του Ν. 3028/2002 στη γενική και ειδική πρόληψη της σχετικής εγκληματικής δράσης καθώς και στον επαναπατρισμό των μνημείων. Θα πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η διεκδίκηση των ελληνικών αρχαιοτήτων που διακινούνται και εντοπίζονται στο εξωτερικό σε συλλογές αρχαιοπωλών, μουσεία ή δημοπρασίες είναι μία αντικειμενικά πολυσύνθετη διαδικασία, καθόσον εγείρονται νομικά ζητήματα που οδηγούν κατά κανόνα, λόγω του εκάστοτε εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, σε σύγκρουση νόμων με αντικείμενο την κτήση της κυριότητας. Η εν λόγω σύγκρουση καταλήγει σχεδόν πάντα – ιδιαίτερα στις περιπτώσεις καλόπιστης κτήσης των αρχαιοτήτων – στην αμφισβήτηση της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, δυσχεραίνοντας έτσι την νομιμοποίησή του να διεκδικήσει αζημίως τον επαναπατρισμό τους. Συναφώς αναφέρεται ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι αρχαιοκάπηλοι «νομιμοποιούν» ελληνικές αρχαιότητες σε διεθνείς δημοπρασίες υπό τον μανδύα του δήθεν καλόπιστου αγοραστή, αποκτώντας κατά το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την δημοπρασία νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας επί των δημοπρατηθέντων. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας των αδικημάτων του Ν. 3028/2002 έχει αναδειχθεί στις ως άνω περιπτώσεις ως το κυριότερο μέσο αποτροπής της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων και διεκδίκησης τους. Οι ισχύουσες, κατ΄ ομολογία αυστηρές, ποινικές κυρώσεις σε συνδυασμό με τη βάσανο της διεξαγωγής τακτικής ανάκρισης και την απειλή έκδοσης διεθνών ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος των εμπλεκομένων – ιδίως αυτών που κατοικοεδρεύουν στο εξωτερικό – λειτουργούν ενισχυτικά και διευκολύνουν ουσιωδώς την επιστροφή των μνημείων στη γενέτειρα τους.
Καταληκτικές παρατηρήσεις – Πρόταση
Κατόπιν των ανωτέρω, η διατήρηση του κακουργηματικού χαρακτήρα των επίμαχων αδικημάτων στην επικείμενη αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας και η μη υποβίβασή τους σε πλημμεληματικής φύσεως πράξεις, θα εκπέμψει – κατά την άποψη μας – διεθνώς το μήνυμα ότι η ελληνική έννομη τάξη συνεχίζει να τιμωρεί αυστηρά αυτούς που εμπορεύονται αρχαιότητες και κερδοσκοπούν εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Η προτεινόμενη διατήρηση του κακουργηματικού χαρακτήρα των επίμαχων αξιόποινων πράξεων, έστω και με μείωση της επαπειλούμενης ανώτατης ποινής, σε συνδυασμό με ρητή πρόβλεψη απαλλαγής των δραστών από κάθε ποινή σε περίπτωση οικειοθελούς και ανεπιφύλακτης παράδοσης των αρχαιοτήτων στο Ελληνικό Δημόσιο και πλήρους αποζημίωσης του τελευταίου de lege ferenda, δεν αντίκεινται στο πνεύμα του αναμενόμενου επιβεβλημένου εκσυγχρονισμού της ποινικής νομοθεσίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από το νομοθέτη κατά την επικείμενη αναμόρφωση του Ποινικού Κώδικα.
*Δρ. Νομ. Παν/μιου Ζυρίχης, Δικηγόρου Αθηνών κ΄ Ελβετίας
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr