Ιωάννης Παναγόπουλος: Νέοι κώδικες-Γίγαντες με πήλινα πόδια;

Του Ιωάννη Παναγόπουλου* Τέσσερις μήνες έχουν  ήδη παρέλθει από την έναρξη εφαρμογής των κωδίκων που εσπευσμένα ψηφίστηκαν αρχές του Ιουλίου. Τελικά, η ελάχιστη διορατικότητα εκείνων που μέσα από την υπηρεσιακή τους εμπειρία αλλά και τη κοινή λογική είχαν προβλέψει ότι σε πολλές διατάξεις τους αφενός μεν είναι δυσλειτουργικοί, αφετέρου δε, θα οδηγήσουν σε παραγραφές υψηλής […]

NEWSROOM
Ιωάννης Παναγόπουλος: Νέοι κώδικες-Γίγαντες με πήλινα πόδια;

Του Ιωάννη Παναγόπουλου*

Τέσσερις μήνες έχουν  ήδη παρέλθει από την έναρξη εφαρμογής των κωδίκων που εσπευσμένα ψηφίστηκαν αρχές του Ιουλίου. Τελικά, η ελάχιστη διορατικότητα εκείνων που μέσα από την υπηρεσιακή τους εμπειρία αλλά και τη κοινή λογική είχαν προβλέψει ότι σε πολλές διατάξεις τους αφενός μεν είναι δυσλειτουργικοί, αφετέρου δε, θα οδηγήσουν σε παραγραφές υψηλής κοινωνικής απαξίας αδικημάτων και μαζικές αποφυλακίσεις επικίνδυνων κακοποιών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, της ασφάλειας δικαίου αλλά και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, επιβεβαιώθηκε.

Οι αξονικές τομές των νέων κωδίκων που στοχεύουν στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης  και στον εκσυγχρονισμό του συστήματος  επιβολής ποινών, μέσω νεοσύστατων θεσμών που ήδη ευημερούν στα περισσότερα ευρωπαικά δικαιικά συστήματα δεν έχουν μέχρι στιγμής παράγει αποτελέσματα. Ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης παραμένει ανεφάρμοστος λόγω απουσίας της κατάλληλης νομικής κουλτούρας σε δικηγόρους και διαδίκους, αλλά και εξαιτίας εγγενών νομοθετικών αστοχιών που σε κάθε περίπτωση δυσχεραίνουν την αξιοποίησή του, η δε παροχή κοινωφελούς εργασίας ως κυρίαρχη ποινή, ανεστάλη λόγω μη ύπαρξης  κατάλληλων υποδομών για την προσήκουσα υποδοχή της, ενώ η θεσμοθέτηση της χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες, με την υποκατάστατη κύρωση σε φυλάκιση σε περίπτωση μη πληρωμής της, δημιουργεί  κατά την επιβολή και την εκτέλεσή της ανυπέρβλητα ερμηνευτικά αδιέξοδα που ασκόπως ταλαιπωρούν  δικαστικούς λειτουργούς και διαδίκους.

Παράλληλα, αδικήματα με σημαντική ποινική απαξία (ενδεικτικά, ψευδής αναφορά στην Αρχή του άρθρου 225 παρ.2 προισχύοντος ΠΚ, παραβίαση περιορισμών διαμονής του άρθρου 182 προισχύοντος ΠΚ, μαστροπεία με ενήλικα θύματα του άρθρου 349 ΠΚ, διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας του άρθρου 348 του προισχύοντος ΠΚ) και μέτρα ασφαλείας που συνέβαλαν ουσιωδώς στη δημόσια ασφάλεια και η παρεπόμενη επιβολή τους  λαμβάνονταν υπόψη από  δικαστήρια και δικαστικά συμβούλια κατά την επιμέτρηση της ποινής αλλά και την υφ’ όρον απόλυση (δικαστική απέλαση του άρθρου 74 προισχύοντος ΠΚ) εξαυλώθηκαν  χωρίς πειστική αιτιολογία.

Ο επικαλούμενος εξορθολογισμός των ποινών, σε κάθε περίπτωση  δεν έτυχε οριζόντιας εφαρμογής, ενώ παρουσιάζει επίσης δογματικές αντινομίες που θα πρέπει να εντοπιστούν και να αποκατασταθούν. Ενδεικτικά, η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης τιμωρείται βαρύτερα (και μάλιστα με ποινή που επιτρέπει και τη διενέργεια κυρίας ανάκρισης) σε σχέση την κατ’επάγγελμα απάτη ή πλαστογραφία περιουσιακού οφέλους ή αντίστοιχης ζημίας μέχρι 120.000 ευρώ (κακούργημα κατά τον προισχύοντα ΠΚ και πλέον πλημμέλημα), ενώ η κλοπή με διάρρηξη κατ’ επάγγελμα  συνολικής αξίας μέχρι 120.000 ευρώ (κακούργημα κατά τον προισχύοντα ΠΚ και πλέον πλημμέλημα) τιμωρείται ελαφρύτερα από την ψευδή καταμήνυση.

Η εναλλαγή σε κατ’έγκληση των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων, ειδικά κακουργηματικών πράξεων (κυρίως απάτης, υπεξαίρεσης) που στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας  και μάλιστα με τη θεσμοθέτηση μεταβατικής διάταξης που προέβλεπε τετράμηνη αποσβεστική προθεσμία για την υποβολή έγκλησης προς θεραπεία των εκκρεμών υποθέσεων, αφενός  μεν, προκάλεσε την παύση της ποινικής δίωξης σε εκκρεμείς υποθέσεις καθώς οι παθόντες δεν έλαβαν γνώση προκειμένου να σπεύσουν να υποβάλλουν έγκαιρα και νομότυπα (ειδικά νομικά πρόσωπα) εγκλήσεις, αφετέρου δε, έκτοτε στερεί από τον Εισαγγελέα τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης διερεύνησης κακουργηματικών πράξεων που σε κάθε περίπτωση οι περιστάσεις μαρτυρούν για το δράστη  πρόθεση διασποράς της εγκληματικής του  προδιάθεσης σε ομοειδείς περιπτώσεις  με έτερους παθόντες, που ξεφεύγουν από τα αυστηρά πλαίσια της ιδιωτικής διαφοράς.

Τέλος, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της  απιστίας (390 ΠΚ) στην κακουργηματική μορφή της,  επιχειρήθηκε  στο προτεινόμενο σχέδιο της νομοπαρασκευαστικής των κωδίκων της άνοιξης του έτους 2019 η κατ’έγκληση  δίωξη, εν τέλει όμως μετά τις αντιδράσεις φορέων και κυρίως της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος η διάταξη μεταβλήθηκε σε κατ’έγκληση μόνο για την πλημμεληματική της μορφή και παρέμεινε αυτεπάγγελτη η δίωξη για την κακουργηματική της. Οι διορθώσεις των κωδίκων που προτείνονται στο κατατεθέν τροποποιητικό τους νομοσχέδιο είναι κατά το πλείστον προς στην ορθή κατεύθυνση αν και δεν επιλύουν αρκετά σημαντικά ζητήματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα και η περαιτέρω πρακτική εφαρμογή θα αναδείξει την ανάγκη εκ νέου ρύθμισής τους.

Ειδικά όμως για την πρόταση της θεσμοθέτησης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος των τραπεζικών ιδρυμάτων ως κατ’έγκληση διωκόμενης πράξης πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:To έννομο αγαθό που προστατεύει η εν λόγω διάταξη και δη η περιουσία της τράπεζας, επ’ ουδενί δεν έχει ιδιωτικό χαρακτήρα αλλά οιονεί δημόσιο. Οι εσωτερικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί των τραπεζών και οι κανονιστικές οδηγίες σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας, των αποθεματικών αλλά και τις στρατηγικές επιλογές δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα αυτεπαγγέλτως να ελέγξει για σκόπιμες διαχειριστικές πλημμέλειες αξιωματούχων ή υπαλλήλων τους, που επέφεραν ζημία στην περιουσία της η οποία σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν είναι εκτεταμένη,  δεν οδηγεί στην πτώχευσή τους, αλλά στην προσφυγή μέσω ενισχυτικών μηχανισμών ανακεφαλαιοποίησης  και εξυγίανσης,   στην κρατική χρηματοδότηση  και συνεπώς η εν λόγω ζημία, έχει άμεση αντανάκλαση στη δημόσια περιουσία και κατ’επέκταση στον ελληνικό λαό, αναιρώντας κάθε ιδιωτικό της χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση και αν ακόμα μεταβάλλετο η εν λόγω διάταξη προς την κατεύθυνση της υποχρεωτικής υποβολής έγκλησης  σε κάθε κακουργηματική απιστία που στρέφεται κατά ιδιωτών και ιδιωτικών νομικών προσώπων, τα τραπεζικά ιδρύματα θα έπρεπε να εξαιρεθούν, διότι πέραν των ως άνω, είναι τέτοια η υφή τους που εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις κακοδιαχείρισης και νομιμοποιούμενοι για την άσκηση της έγκλησης εκπρόσωποι του νομικού προσώπου είτε θα ταυτίζονται είτε, σε περιπτώσεις που δεν ταυτίζονται, δεν θα έχουν το συμφέρον για την υποβολή έγκλησης με την έννοια είτε της περιουσιακής ζημίας του νομικού προσώπου της τράπεζας (καθώς ίσως έχει αποκατασταθεί  με δημόσιο χρήμα μέσω ανακεφαλαιοποίησης της κλπ)  είτε ακόμα και της προσωπικής περιουσιακής ζημίας τους. Για τους παραπάνω λόγους εάν η εν λόγω διάταξη τελικά σχετικά με την κατ’έγκληση δίωξη των τραπεζικών ιδρυμάτων ισχύσει, θεωρείται σχεδόν απίθανο δυνάμει της μεταβατικής διάταξης, τα τραπεζικά ιδρύματα να σπεύσουν να υποβάλλουν εγκλήσεις επίσπευσης των ποινικών δικών που εκκρεμούν σε βάρος δεκάδων στελεχών τους, συνεπώς οι εν λόγω υποθέσεις που έχουν σχηματιστεί μετά από πολυετή αυτεπάγγελτη έρευνα οικονομικών εισαγγελέων και εισαγγελέων κατά της διαφθοράς, θα αρχειοθετηθούν και οι κατηγορούμενοι εν τοις πράγμασι θα απαλλαγούν των ευθυνών τους πριν κριθούν από τη δικαιοσύνη και τον φυσικό τους δικαστή όπως θα άρμοζε.

                                                                                                 *Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, μέλος ΔΣ Ε.Ε.Ε

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr