Σοφία Τσιπτσέ: Γιατί τα κόκκινα δάνεια παραμένουν «κόκκινα»;

Ανάπτυξη και επενδύσεις είναι δύο από τους πιο συχνούς όρους που ακούστηκαν το τελευταίο διάστημα από όλα τα κόμματα κατά τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου , αλλά και μέχρι σήμερα από τη νέα Κυβέρνηση. Αναλύει η δικηγόρος Σοφία Τσιπτσέ* Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται προγραμματισμοί και σχέδια για να μετουσιωθούν σε πράξη οι δύο […]

NEWSROOM

Ανάπτυξη και επενδύσεις είναι δύο από τους πιο συχνούς όρους που ακούστηκαν το τελευταίο διάστημα από όλα τα κόμματα κατά τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου , αλλά και μέχρι σήμερα από τη νέα Κυβέρνηση.

Αναλύει η δικηγόρος Σοφία Τσιπτσέ*

Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται προγραμματισμοί και σχέδια για να μετουσιωθούν σε πράξη οι δύο αυτοί όροι, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως ανάπτυξη χωρίς απαλοιφή των κόκκινων δανείων δεν υφίσταται.

Ίσως να ακούγεται γραφικό , ίσως κουραστικό μετά από πολλά χρόνια να μιλούμε ακόμα για ορθή αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», όμως το ιδιωτικό χρέος αποτελεί ακόμα ένα γιγαντιαίο θέμα του ελληνικού Κράτους, που δεν κατάφεραν οι προηγούμενες Κυβερνήσεις (και μέχρι και σήμερα) να επιλύσουν.

Βρισκόμαστε λίγους μήνες μετά την λήξη του «παλιού» Νόμου Κατσέλη (Ν.3869/2010). Αν μπορούμε να εσωκλείσουμε σε μία μικρή παράγραφο μία σύντομη ανασκόπηση του Νόμου αυτού, θα μπορούσε να είναι η εξής: ένας νόμος που βοήθησε εκατοντάδες αιτούντες να ρυθμίσουν τα δάνεια τους με πολύ επωφελείς – σε αρκετές περιπτώσεις- όρους. Από την άλλη μεριά υπήρξαν αντιφατικές πολλές φορές αποφάσεις , ως προς την ένταξη ή μη ορισμένων κατηγοριών- λόγω ανυπαρξίας οριζόντιων κριτηρίων.

Έσπευσαν δε να επωφεληθούν των ευεργετικών διατάξεων του Νόμου και οι «στρατηγικοί κακοπληρωτές» με αποτέλεσμα να συμφορηθούν τα πινάκια των δικασίμων στα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας.

Αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει άμεση εκδίκαση των υποθέσεων και να διογκώνεται το ζήτημα των κόκκινων δανείων, δεσμεύοντας με αυτόν τον τρόπο και τις Τράπεζες και τους δανειολήπτες σε ένα τέλμα, μέχρι την εκδίκαση και της έφεσης. Ήταν επιτακτική λοιπόν η ανάγκη να αναδιαμορφωθεί ο νόμος. Η διαμόρφωση όμως αυτή ήταν προς τον σωστό δρόμο;

Ποια είναι η πραγματικότητα σήμερα: Από την 1-7-2019 τέθηκε σε λειτουργία η ηλεκτρονική πλατφόρμα στο πλαίσιο του Ν. 4605/2019 – Μέρος Ζ΄- Πρόγραμμα Επιδότησης Αποπληρωμής Στεγαστικών και Επιχειρηματικών Δανείων με Υποθήκη σε Κύρια Κατοικία. Ο παρόν νόμος αποτελεί κατά τα επισήμως λεγόμενα ως «η τελευταία ευκαρία να διασώσει κάποιος την κύρια κατοικία του».

Έχει οριζόντια εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία είναι αρκετά περιορισμένα και αφορούν συνακόλουθα μια ειδική κατηγορία ανθρώπων. Οι αιτούντες θα πρέπει να έχουν οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών , και να διαθέτουν ακίνητο το οποίο είναι βεβαρημένο με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης. Αν συντρέχουν τα ανωτέρω σε συνδιασμό με τα εισοδηματικά κριτήρια που θέτει ο νόμος και τα κριτήρια της αντικειμενικής αξίας της ακίνητης περιουσίας, ο αιτών δύναται να διεκδικήσει να περισώσει την κύρια και μοναδική του κατοικία, και ταυτοχρόνως τη ρύθμιση των οφειλών του.

Προβλέπεται μάλιστα επιδότηση της δόσης από το ελληνικό Δημόσιο, στο πλαίσιο κάποιων προϋποθέσεων. Σε περίπτωση βέβαια που η Τράπεζα δεν θελήσει να συμμετέχει στη διαδικασία ή αν δεν βρεθεί ρύθμιση , τότε ο οφειλέτης θα πρέπει να απευθυνθεί στα Δικαστήρια και να επιδιώξει δικαστικώς μία ρύθμιση. Ίσως στο σημείο αυτό να βρισκόμαστε ενώπιον της «αχίλλειας πτέρνας» του νόμου, καθότι το φαινόμενο «στρίβειν διά της δικαστικής οδού» δημιουργεί ταλαιπωρία χρόνου, κόστους και μη τελικώς ταχείας ρύθμισης του δανείου.

Τα λεγόμενα επιχειρηματικά δάνεια είναι μία άλλη κατηγορία δανείων τα οποία μπορούν να επιλυθούν μέσω του εξωδικαστικού συμβιβασμού, που ξεκίνησε να ισχύει τον Αύγουστο του 2017. Έχει χυθεί πολλή μελάνη για τα τρωτά σημεία του νόμου αυτού. Συνοπτικά να αναφερθούν τα πιο κύρια: μη ταχεία διαδικασία, παρόλο που γίνεται ηλεκτρονικά.

Μεγάλα ζητήματα δημιουργούνται όταν καλούνται οι οφειλέτες να ακυρώσουν την αίτησή τους και να την επανυποβάλουν πχ επειδή η απαίτηση έχει μεταφερθεί σε κάποιο fund. Εξαιρετικά μεγάλο κόστος στην εφαρμογή , καθότι απαιτείται σε όλη τη διάρκεια και πορεία της αίτησης η συνδρομή οικονομολόγου, νομικού, και άλλων ειδικοτήτων για την υποστήριξη αυτής. Επίσης , οι επιχειρήσεις που κατάφεραν να ρυθμίσουν μέσω αυτής της διαδικασίας είναι εξαιρετικά λίγες και πολύ λιγότερες από τις αρχικές προσδοκίες. Συνέπεια των ανωτέρω: Πολλές επιχειρήσεις δεν μπορούν ακόμα να αντιμετωπίσουν και να ρυθμίσουν τα κόκκινα δάνεια τους.

Όλοι οι υπόλοιποι που δεν δύνανται να ενταχθούν σε κάποιο νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης , κολυμπούν «ανελέητοι» στα βαθιά νερά μιας τρυκιμιασμένης θάλασσας. Η μοναδική ελπίδα σωτηρίας τους : η διμερής διαπραγμάτευση με την Τράπεζα. Η πραγματικότητα βέβαια στη διμερή διαπραγμάτευση είναι δύσκολή και πολλές φορές ανισομερής.

Οι τράπεζες είθισται να ζητούν επιπλέον εξασφαλίσεις , ήτοι περαιτέρω προσημειώσεις υποθηκών, σε περίπτωση ύπαρξης ακίνητης περιουσίας. Πολλές φορές μάλιστα οι τράπεζες, ή οι εταιρίες διαχείρισης επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την περαιτέρω εμπράγματη ασφάλεια από τον οφειλέτη, και έπειτα να περάσουν σε μία πρόταση ρύθμισης. Η ρύθμιση αυτή συνήθως είναι βραχυπρόθεσμη, με αποτέλεσμα να μετατοπίζεται το πρόβλημα χρονικά.

Από την άλλη πλευρά οι οφειλέτες καθότι όλο το τελευταίο διάστημα ακούν για κουρέματα, άλλοτε ως fake news , άλλοτε γιατί πραγματικά συνέβησαν, επιζητούν γενναίες ρυθμίσεις. Τα κουρέματα όμως αυτά δεν μπορούν να συμβούν αν δεν υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Θα πρέπει λοιπόν και ο οφειλέτης να πηγαίνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τράπεζα, χωρίς αυταπάτες και με ρεαλισμό για το τι μέλλει γενέσθαι. Θα πρέπει να είναι συνειδητοποιημένος ότι πάει για να ρυθμίσει και όχι για να «γλιτώσει». Ο χρόνος έδειξε ότι κανείς δεν γλίτωσε. Το pacta sunt servanta αποδείχτηκε να είναι πιο δυνατό από το «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Η τραπεζική διαμεσολάβηση παραμένει ένα εργαλείο ευέλικτο , που παρότι έχουν γίνει στο τραπεζικό περιβάλλον κάποια δειλά βήματα προώθησής του εργαλείου αυτού, δεν έχει επικρατήσει ακόμα ευρέως στην πράξη.

Ο φαύλος κύκλος που δημιουργήθηκε στα κόκκινα δάνεια απορρέει από τη μη αποτελεσματική δημιουργία ενός μοντέλου αντιμετώπισής. Θα πρέπει να υπάρξει μία πολιτική απόφαση που να ενώσει τις συνιστώσες: κοινωνία και τράπεζες.

Μόνο έτσι θα επιβιώσουν και οι δύο. Ίσως πάλι μόνο τότε να αρχίσουν οι έννοιες ανάπτυξη και επενδύσεις να γίνουν πιο «κοντινές» στην πραγματικότητα. Ειδεμή θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος δανειοδότησης (επενδύσεις και δάνεια είναι έννοιες αλληλένδετες) , που ίσως αργότερα γεννήσει έναν νέο κύκλο κόκκινων δανείων, ο οποίος σε συνδιασμό με τα υπάρχοντα κόκκινα δάνεια, οδηγήσουν στην ολοσχερή οικονομική καταστροφή.

*δικηγόρος παρ’ Εφέταις, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ant1news.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr