Σταυρούλα Δημητρίου: Η δικαιοπλαστική εξουσία του Δικαστή κατά την εφαρμογή του ν.1608/1950

Δεν είναι λίγες οι φορές που με αφορμή μια δικαστική απόφαση εγείρονται ομαδόν φωνές διαμαρτυρίας. Ως εάν η κοινωνία, με τον αθώο ρεαλισμό της να αντιλαμβάνεται το δικαστικό παράδοξο και να επιζητεί άρση ή θεραπεία. Δεν είναι λίγες οι φορές που με αφορμή μια δικαστική απόφαση εγείρονται ομαδόν φωνές διαμαρτυρίας. Ως εάν η κοινωνία, με […]

NEWSROOM
Σταυρούλα Δημητρίου: Η δικαιοπλαστική εξουσία του Δικαστή κατά την εφαρμογή του ν.1608/1950

Δεν είναι λίγες οι φορές που με αφορμή μια δικαστική απόφαση εγείρονται ομαδόν φωνές διαμαρτυρίας. Ως εάν η κοινωνία, με τον αθώο ρεαλισμό της να αντιλαμβάνεται το δικαστικό παράδοξο και να επιζητεί άρση ή θεραπεία. Δεν είναι λίγες οι φορές που με αφορμή μια δικαστική απόφαση εγείρονται ομαδόν φωνές διαμαρτυρίας. Ως εάν η κοινωνία, με τον αθώο ρεαλισμό της να  αντιλαμβάνεται το δικαστικό παράδοξο και να επιζητεί άρση ή θεραπεία.

Για τους απλούς πολίτες η απόφαση για την καθαρίστρια παραπέμπει σε απόφαση δικαστηρίου επαρχίας κράτους ανατολικότερου της Ελλάδος. Για τους νομικούς , και κυρίως τους δικηγόρους, ως άλλη μία αυστηρή απόφαση του ‘’δρακόντειου’’ ν. 1608/1950. Αρκετοί δημόσιοι φορείς προέβησαν σε ανακοινώσεις χαρακτηρίζοντας την απόφαση εξοντωτική, απάνθρωπη και ότι διεγείρει το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Οι δικαστές από την πλευρά τους αυτή τη φορά δεν οριοθετήθηκαν στον ‘’οίκο’’ τους και δεν  επανέλαβαν αυτό που συνήθως ,και ορθώς, λένε σε άλλες περιπτώσεις οξείας κριτικής αποφάσεων, ότι δηλαδή οι δικαστές ασκούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας στους νόμους και το Σύνταγμα και προπαντός κατά την συνείδησή τους. Αντιθέτως πήραν θέση  , με πρώτη την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία με γρήγορα αντανακλαστικά και την εγνωσμένη της ευαισθησία θα ερευνήσει την υπόθεση για  τυχόν λόγους αναίρεσης, έως  και την αναζήτηση τυχόν  πειθαρχικών παραπτωμάτων των δικαστών.

Γράφει η δικαστής Σταυρούλα Δημητρίου*

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σύμφωνα με την οποία είναι εκπεφρασμένη η θέση των δικαστών περί ανάγκης εκλογίκευσης των δρακόντειων ποινών του απηρχαιωμένου ν.1608/1950, ότι πράγματι υπάρχει αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής στην προκειμένη περίπτωση, ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές τάσεις στη νομολογία με διαφορετική ποινική παρέμβαση και ότι το ζήτημα θα λυθεί είτε με νομοθετική παρέμβαση είτε με λύση του νομικού ζητήματος από τη νομολογία.

Με την ανακοίνωσή της η Ένωση αποτύπωσε το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση. Γεννώνται , όμως, ερωτήματα και σκέψεις για να διαλογίζεται κανείς.

Πράγματι, ο ν.1608/1950 είναι αντισυνταγματικός. Η προαγωγή της δημόσιας περιουσίας σε υπέρτατο έννομο αγαθό, εξομοιούμενο με αυτό της ανθρώπινης ζωής ή του πολιτεύματος, μέσω της πρόβλεψης της εσχάτης των ποινών φαίνεται αυθαίρετη, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας, καθώς και  την συνταγματική αξιακή ιεράρχηση των ως άνω υπερτάτων αγαθών, για τα οποία προβλέπεται ομοίως ισόβια κάθειρξη.

Τίθεται , όμως, μείζον ζήτημα κλονισμού ασφάλειας του δικαίου και εύρυθμης λειτουργίας της Δικαιοσύνης, όταν επί τόσα έτη οι δικαστές εφαρμόζουν έναν αντισυνταγματικό νόμο εξοντωτικές ποινές. Και μάλιστα παρά την συνταγματική απαγόρευση του άρθρου 93 παρ.4 του Σ, σύμφωνα με την οποία ‘’Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο με το Σύνταγμα’’.

Κατ’ αρχήν ο ν.1608/1950 δεν καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο κάποιας πράξης (π.χ. στην περίπτωση της καθαρίστριας της πλαστογραφίας εγγράφου με χρήση) αλλά απλώς επαυξάνει υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις ποινές των εγκλημάτων που διαλαμβάνει (και κατά τούτο έχει αμφισβητηθεί ο χαρακτήρας του ως ποινικού νόμου, δηλ. αν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παρ.1 του Συντ..)

Έστω ως έχει, λειτουργεί ως ποινικός νόμος και ως τέτοιος είναι ανελαστικός ως προς τις προβλεπόμενες ποινές και  ελλειπτικός και ελαστικός ως προς τις προϋποθέσεις επαύξησης της ποινής με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.  Συγκεκριμένα:

Κρίσιμα μεγέθη για τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις με προβλεπόμενη ποινή την ισόβιας κάθειρξη, αποτελούν ο ‘’μακρός χρόνος κατά την τέλεση του εγκλήματος’’ και η ‘’ιδιαίτερα μεγάλη αξία του αντικειμένου’’. Και τα δύο αυτά μεγέθη είναι έννοιες αόριστες και ως εκ τούτου ελαστικές και ο προσδιορισμός τους εναπόκειται στην αξιολογική κρίση του Δικαστή. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα μια διεσταλμένη αυστηρή κρίση να οδηγήσει σε παράδοξη απόφαση ή ,αντιθέτως, να εξοβελίσει την απειλή της ισόβιας κάθειρξης.

Πέραν των ως άνω, η απαρίθμηση των ιδιαζόντως επιβαρυντικών περιστάσεων είναι ενδεικτική καθόσον ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον νομικό όρο ‘’ιδίως’’. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να εναπόκειται στην κρίση του Δικαστή , κατά περίπτωση , να διευρύνει ή να συρρικνώσει το πεδίο εφαρμογής του νόμου. 

Ένας νόμος , όμως, δεν είναι λέξεις χαραγμένες σε μαρμάρινο μνημείο αλλά πρόταση της έννομης τάξης δυναμική και εξελίξιμη μέσα σε νέες ανάγκες και δικαιακές πρακτικές.

Είναι σαφές ότι ο ιστορικός νομοθέτης γνωρίζει πως δεν μπορεί να προβλέψει όλες τις περιπτώσεις , γι αυτό καθιστά την ρύθμισή του γενική και αφηρημένη και ελλειπτική, εναποθέτοντας στους ‘’ώμους’’ του Δικαστή το δύσκολο έργο της προσαρμογής του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο ρόλος του Δικαστή , λοιπόν, καθίσταται δικαιοπλαστικός και αυτός ο ρόλος ενυπάρχει μέσα στο δικαιοδοτικό του έργο. Να εμβαθύνει στο νόμο, να διεισδύσει στα μύχια νοήματά του και ως άλλος «χειρώναξ» να σμιλεύσει ‘’ακατέργαστα’’ σημεία του

νόμου με τις παραδεδεγμένες ερμηνευτικές μεθόδους και με βάση τα πραγματικά περιστατικά  που του δίνονται και συνακόλουθα να εκδώσει απόφαση. Ο Δικαστής οφείλει να ξεπεράσει τις όποιες ερμηνευτικές δυσχέρειες, να διορθώσει ασάφειες, να συμπληρώσει τυχόν κενά του νόμου ή να εξειδικεύσει την έννοια του νόμου, χωρίς την επίκληση ανάγκης εξορθολογισμού του νόμου με  νέα νομοθετική παρέμβαση.

Τα εργαλεία του είναι οι ερμηνευτικές μέθοδοι και οι γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της επιείκειας, της εύνοιας στον κατηγορούμενο, της απαγόρευσης κατάχρησης κ.ά.

Γι αυτήν την δικαιοπλαστική του εξουσία ο δικαστής νομιμοποιείται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα (άρθρα 93 παρ. 4 και 20 παρ.1 ). Το άρθρο δε 77 παρ.1 Σ, που ορίζει το νομοθέτη αυθεντικό ερμηνευτή του νόμου , εξ αντιδιαστολής καθιστά τον Δικαστή σε θέση ισχύος έναντι του νομοθέτη, αφού του δίνει το δικαίωμα για κάθε είδους ερμηνεία.

Το να είναι ο δικαστής «προσδεδεμένος» στη στείρα γραμματική ερμηνεία του νόμου και να μην προχωρεί σε περαιτέρω ερμηνευτικές μεθόδους είναι εσφαλμένο. Ενώ ένας άλλος δικαστής που αναζητεί την ουσιαστική δικαιοσύνη θα καταφύγει σίγουρα στις ερμηνευτικές μεθόδους και στην τελολογική ερμηνεία, αναζητώντας ‘’τί θέλει να πει ο νόμος’’, ποιο είναι το ενυπάρχον ‘’τέλος’’. Και εν συνεχεία να ‘’στραγγίσει’’ και για να μιλήσω λιγότερο αλληγορικά , να αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά που του δίνονται και να κάνει την υπαγωγή τους στο νόμο. Διότι , τα πραγματικά περιστατικά δεν του δίνονται δεσμευτικά και εδώ η αξιολόγησή τους αποτελεί το σοβαρότερο στάδιο του δικαιοδοτικού του έργου.

Στην περίπτωση του ν.1608/1950, λόγω της ελαστικότητας των εννοιών του για τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις παρέχεται και περισσεύει μεγάλη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου είτε να διευρύνει είτε να συρρικνώσει το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο να υπάρχουν δύο διαφορετικές τάσεις της νομολογίας στην ποινική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων του ν.1608/1950.

Και στην περίπτωση της καθαρίστριας , επειδή δεν γνωρίζουμε τη δικογραφία, δεν γνωρίζουμε  αν αυτή η ερμηνευτική αναζήτηση έφτασε μέχρι και την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, ακόμα και στον τίτλο του νόμου, αν από τον χρόνο τέλεσης μέχρι την εκδίκαση της πράξης ίσχυσε ηπιότερος νόμος ως προς το ύψος του  ποσού της ζημίας, αν αξιολογήθηκαν δεόντως τα πραγματικά περιστατικά και με δεδομένη, όπως προαναφέρθηκε την αοριστία του νόμου  ποιά ήταν δεσμευτικά εκείνα  κριτήρια του χαρακτηρισμού της ζημίας ως «ιδιαιτέρως μεγάλης», αν επήλθε άμεσα η ζημία στο Δημόσιο και  αν η ζημία αυτή στο σύνολό της ή εν μέρει αποτελεί την ανταλλακτική αξία της παρασχεθείσας εργασίας της, την οποία ούτως ή άλλως το Δημόσιο θα κατέβαλε με τις ίδιες συνθήκες σε άλλη εργαζόμενη καθαρίστρια .Κυρίως, με δεδομένη την ελαστικότητα των εννοιών και την ενδεικτική και όχι περιοριστική  απαρίθμηση του νόμου στις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, τις ερμηνευτικές δυνατότητες που είχε το Δικαστήριο, συνεπικουρούμενο και από τις γενικές αρχές του Δικαίου, μένουμε με την απορία , ως μη γνώστες της δικογραφίας, τί ήταν εκείνο που εμπόδισε το Δικαστήριο ώστε να μην  μεταβάλει την κατηγορία

Η διαπλαστική εξουσία του δικαστή να επεμβαίνει, να επενεργεί στη ρύθμιση ενός νόμου, δημιουργικά και με ερμηνευτική πρωτοβουλία να διορθώνει ασαφείς και να προσδιορίζει αόριστες  ρυθμίσεις, να συμπληρώνει ελλιπείς, να διαπλάθει δίκαιο και να συστέλλει το πεδίο εφαρμογής του χωρίς να θεωρείται contra legem, θέλει τόλμη, αποφασιστικότητα, σύνεση, δικαστικό ήθος.

Διότι , κατά τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια) ‘’αύτη μεν ουν η δικαιοσύνη, ου μέρος αρετής, αλλ’ όλη αρετή’’.    

*Δικαστής, Εφέτης ε.τ- συγγραφέας

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr