Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Ε.Δ.Ε: Οι θέσεις μας για τη Συνταγματική Αναθεώρηση – Γιατί καταθέσαμε πρόταση για διεξαγωγή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ε.Δ.Ε: Οι θέσεις μας για τη Συνταγματική Αναθεώρηση – Γιατί καταθέσαμε πρόταση για διεξαγωγή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας

Με το άνοιγμα της διαδικασίας της Συνταγματικής Αναθεώρησης από τη Βουλή μπαίνουμε σε μια κρίσιμη περίοδο, σε μια φάση ιστορικής ευθύνης που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Χώρας. Η συμβολή και η θέση των Δικαστικών Ενώσεων σε κομβικής σημασίας διατάξεις για τη Δικαιοσύνη αποκτούν ιδιαίτερη αξία, όταν μάλιστα συνδυαστούν με την πολυετή εμπειρία που αποκτήθηκε από την μέχρι σήμερα εφαρμογή του Συντάγματος.

Η φετινή τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσής μας συμπίπτει χρονικά με τις ιστορικές αυτές εξελίξεις. Οι αλλαγές που προτείνονται από τα πολιτικά κόμματα έχουν τη δυναμική να αλλάξουν είτε προς μια θετική είτε προς μια αρνητική κατεύθυνση το θεσμό που υπηρετούμε και να δεσμεύσουν πολλές μελλοντικές γενιές δικαστών και εισαγγελέων.

Υπογράφουν ο Πρόεδρος, ο Εκπρόσωπος Τύπου και ο Αναπληρωτής ταμίας της Ε.Δ.Ε.

Οι διατάξεις του Συντάγματος που τέθηκαν από τα πολιτικά κόμματα προς αναθεώρηση είναι πολλές, εισάγουν ριζικές θεσμικές αλλαγές στη Δικαιοσύνη και μεταβάλουν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών.  Οι διαφοροποιήσεις και οι αντίθετες οπτικές μέσα από τις οποίες μπορούν να ιδωθούν πολλές προτάσεις είναι απόλυτα λογικό να υπάρξουν και θα ήταν λάθος να δοθεί σ’ αυτές οποιαδήποτε άλλη διάσταση και ερμηνεία.

Τα μέλη του ΔΣ ανταποκρινόμενα στο ρόλο τους θα τοποθετηθούν και θα πάρουν θέση σε κάθε ζήτημα ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης, η οποία τελικά θα κρίνει με τρόπο αποφασιστικό την στάση της Ένωσης. Κρίσιμο διακύβευμα είναι η μαζική συμμετοχή όλων των συναδέλφων στη Γενική Συνέλευση στις 15 Δεκεμβρίου 2018.

Διαδικαστικά

Στο ΔΣ της 29ης Νοεμβρίου 2018 ζητήσαμε την διεξαγωγή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας μεταξύ όλων των συναδέλφων- μελών μας, με τις εγγυήσεις της μυστικότητας και του αδιάβλητου της διαδικασίας, ώστε να αποτυπωθεί η καθολική βούληση του Δικαστικού Σώματος σε κορυφαία ζητήματα συνταγματικής αναθεώρησης που αφορούν την Δικαστική εξουσία, τα οποία θα δεσμεύουν το Δικαστικό Σώμα για δεκαετίες και για τα οποία υπάρχουν διαφορετικές και πολλές φορές διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις. Προτείναμε ταυτόχρονα να γίνει ψηφοφορία και με κάλπες ώστε να μπορούν να συμμετέχουν και οι συνάδελφοι που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Η πρότασή μας αυτή απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία. Στη συνέχεια ζητήσαμε εναλλακτικά την παραπομπή των θεμάτων στην επικείμενη Γενική Συνέλευση ώστε να διασφαλιστεί η συμμετοχή όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού συναδέλφων, πρόταση που έγινε κατά πλειοψηφία δεκτή. Απορρίψαμε την πρόταση που κατατέθηκε για λήψη απόφασης σε επίπεδο Διοικητικού Συμβουλίου. Θεωρούμε ότι στην αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Χώρας δικαιούται να τοποθετηθεί και να εκφράσει τη γνώμη του το σύνολο του Δικαστικού Σώματος, η δε νομιμοποίηση του ΔΣ καθίσταται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ισχυρή μειοψηφία σε επί μέρους θέματα και εντός αυτού.

Επί της ουσίας προβληματισμοί

Στην συζήτηση που ακολούθησε στο ΔΣ καταλήξαμε σε κοινές θέσεις επί πολλών προτάσεων των πολιτικών κομμάτων. Κρίναμε για παράδειγμα ότι είναι απαράδεκτη η κατάργηση του διάχυτου συνταγματικού ελέγχου των νόμων, η συμμετοχή δικηγορικών συλλόγων στο Α.Δ.Σ. για θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, συμφωνήσαμε με την ανάγκη κατάργησης του Μισθοδικείου, ενώ δεχτήκαμε ότι πολλές προτάσεις δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενο συνταγματικής αναθεώρησης και μπορούν να ρυθμιστούν από τον κοινό νομοθέτη (ρυθμίσεις για την επιτάχυνση, εισαγωγή ηλεκτρονικών τεχνολογιών, κατά προτεραιότητα εκδίκαση υποθέσεων, εκδίκαση εφέσεων μόνο από τα πολυμελή δικαστήρια).

Διάσταση απόψεων υπήρξε σε τρία κομβικής σημασίας ζητήματα:

  1. Τα όρια ηλικίας αποχώρησης των δικαστικών από την υπηρεσία τους,
  2. Τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και
  3. Την απαγόρευση συμμετοχής δικαστικών λειτουργών σε δημόσιες θέσεις για ένα συγκεκριμένο διάστημα μετά την αποχώρησή τους.

Ποιες απόψεις εκφράσαμε:

Όρια ηλικίας

Το άρθρο 88 παρ. 5 του Συντάγματος ισχύει από το 1975 και ορίζει το 65ο έτος ως ανώτατο όριο αποχώρησης για τους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι τον βαθμό του Εφέτη και το 67ο έτος για τις ανώτερες βαθμίδες. Κατατέθηκε πρόταση από την αξιωματική αντιπολίτευση στα πλαίσια της συνταγματικής αναθεώρησης για αύξηση των ορίων ηλικίας αποχώρησης των δικαστών από την υπηρεσία τους στο 70ο έτος. Η πρόταση αυτή δεν μας ξάφνιασε καθώς ετοιμάζεται από καιρό όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Με όρους εύηχους και δελεαστικούς όπως η «ενεργός γήρανση του πληθυσμού» και η δήθεν αξιοποίηση των δυνατοτήτων των ηλικιωμένων ανθρώπων για συμμετοχή, ψυχική ισορροπία, βελτίωση της ποιότητας ζωής, συγκαλύπτονται τα πραγματικά κίνητρα για κατάργηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος σύνταξης των απόμαχων της ζωής και ο εξαναγκασμός τους να εργάζονται μέχρι τον βιολογικό τους θάνατο. Μετά τις νέες αλλαγές στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο οι συντάξεις των συναδέλφων υπέστησαν βίαιες περικοπές.

Αντιλαμβανόμαστε όλοι τι σημαίνει αυτή η απότομη μετάβαση από την εργασιακή περίοδο στο συνταξιοδοτικό στάδιο. Οι δυσκολίες να ανταποκριθεί κανείς στις υποχρεώσεις του (ατομικές και οικογενειακές) και να καλύψει τις ανάγκες του είναι  αδιαμφισβήτητες. Οι συνταξιούχοι συνάδελφοι καλούνται να αγωνιστούν για να καλυτερέψουν τις συνθήκες της ζωής τους, να βελτιώσουν τις συντάξεις τους από τη νέα θέση στην οποία βρίσκονται, μέσα από την συνδικαλιστική τους οργάνωση, την Ένωση των Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών, πάντα με την αμέριστη συμπαράσταση της Ένωσής μας. Κατανοούμε πλήρως την αγωνία των συναδέλφων που βρίσκονται στη δύση της σταδιοδρομίας τους. Έχουμε γίνει δέκτες αιτημάτων για παράταση του ορίου αποχώρησης και άρα για αύξηση του εργασιακού βίου. Το δίλημμα στο οποίο πολλοί βρίσκονται είναι να συναινέσουν στην αύξηση του ορίου ηλικίας αποχώρησης ή να βγουν στη σύνταξη και να μην μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους.

Η λύση όμως δεν βρίσκεται έτσι. Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τέτοιου είδους διλήμματα και να παραιτηθούμε από ένα βασικό κοινωνικό δικαίωμα, όπως το δικαίωμα της σύνταξης, δεχόμενοι αυτοβούλως να εργαζόμαστε μέχρι τον βιολογικό μας θάνατο. Αυτή είναι και η επιδίωξη όσων απεργάζονται την πλήρη διάλυση των εργασιακών και ασφαλιστικών μας δικαιωμάτων. Το προβάλουν δήθεν ως δικαίωμά μας αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα τέχνασμα για να καταργήσουν τις συντάξεις, για τις οποίες έχουμε καταβάλει τις εισφορές που μας αναλογούσαν. Και όχι μόνο αυτό. Τυχόν αύξηση του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών είναι πολύ πιθανόν να συμπαρασύρει στο μέλλον και την αύξηση του ορίου ηλικίας των άλλων εργαζομένων. Εμείς είμαστε ο προπομπός. Πρόκειται ολοφάνερα για μια κοινωνική οπισθοδρόμηση. Στο Σύνταγμα του 1911 προβλέπονταν ότι οι Ανώτατοι Δικαστές αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία όταν συμπληρώσουν το 75ο έτος ενώ το κατώτατο όριο αποχώρησης ορίζονταν στο 65ο έτος. Στο Σύνταγμα του 1925 προβλέπονταν υποχρεωτική αποχώρηση των Αρεοπαγιτών και των Προέδρων και Εισαγγελέων Εφετών στο 75ο έτος της ηλικίας τους.

Στο Σύνταγμα του 1927 μειώθηκε το ανώτατο όριο αποχώρησης για τα μέλη του Αρείου Πάγου και τους Προέδρους Εφετών στο 70ο έτος της ηλικίας τους και για τους υπόλοιπους στο 67ο.  Στο Σύνταγμα του 1948 και στη συνέχεια του 1952 διατηρήθηκε το 70ο έτος για τους ανώτατους Δικαστές και μειώθηκε στο 65ο έτος για τους υπόλοιπους. Τα ίδια όρια διατήρησε και το χουντικό ψευτο-Σύνταγμα του 1968. Και φτάνουμε στο ισχύον Σύνταγμα που χαμηλώνει ακόμα παραπάνω τα ανώτατα ηλικιακά όρια αποχώρησης. Το συμπέρασμα που εύκολα προκύπτει είναι ότι τα όρια αυτά από το 1911 μέχρι σήμερα τείνουν διαρκώς να μειώνονται και είναι η πρώτη φορά που συζητούμε μετά από έναν αιώνα για αύξηση αυτών των ορίων. Η σταδιακή μείωση του ανώτατου ορίου ηλικίας αποχώρησης συμβαδίζει με την κοινωνική πρόοδο, με μια σειρά κοινωνικών κατακτήσεων βγαλμένων μέσα από αγώνες. Θεωρούμε συνεπώς μεγάλη ήττα και οπισθοδρόμηση την οποιαδήποτε συζήτηση για επάνοδο στο καθεστώς που ίσχυε το 1927 ! Με δεδομένο τον προσδόκιμο μέσο όρο ζωής στην Ελλάδα, μια τέτοια αλλαγή θα ισοδυναμούσε με ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος σύνταξης για τους δικαστικούς λειτουργούς.

Τέτοιου είδους αλλαγές σε συνταγματικό επίπεδο φαλκιδεύουν όχι μόνο τα δικαιώματα των υπηρετούντων σήμερα συναδέλφων αλλά και των επόμενων γενεών. Γιατί είναι κρίσιμη παράμετρος η υποθήκευση του εργασιακού μέλλοντος της νέας γενιάς νομικών, πολλοί από τους οποίους έχουν εξαιρετικά επιστημονικά προσόντα και ηθικό ανάστημα, καταδικασμένοι ωστόσο σε υποχρεωτική ανεργία, μέχρι να δημιουργηθούν ανάλογες θέσεις εργασίας. Διαρρηγνύει την οφειλόμενη αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών μια πεισματική άποψη διατήρησης και μη εγκατάλειψης δημόσιου αξιώματος. 

Μια τέτοια πρόταση δεν λαμβάνει εξάλλου υπόψη της τις σωματικές και ψυχικές ανθρώπινες αντοχές που είναι φυσιολογικό να φθίνουν και μάλιστα σε κατηγορία εργαζομένων που επί δεκαετίες τελεί ιδιαίτερα ψυχοφθόρα πνευματική εργασία. Ποιες εγγυήσεις ορθοκρισίας και πνευματικής διαύγειας παρέχονται από υπερήλικες δικαστές και εισαγγελείς που θα αποτελούν την πλειοψηφία στα Ανώτατα Δικαστήρια; Οι περιπτώσεις ανθρώπων που διατηρούν ακμαίες τις πνευματικές λειτουργίες ακόμα και μετά τα 70 χρόνια σαφώς υφίστανται, αλλά θεωρούμε ότι αποτελούν την εξαίρεση από τον γενικό κανόνα που επιβάλει η φύση.

Καθαυτή η θέσπιση υποχρεωτικού χρόνου αποχώρησης από την Υπηρεσία στο άρθρο 88 του Συντάγματος υποδηλώνει τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να προσδιορίζει το πέρας της άσκησης των καθηκόντων του Δικαστή μεταξύ άλλων και ως τμήμα του πλέγματος προστασίας της προσωπικής του ανεξαρτησίας. Στην επιλογή αυτή, που στον αντίποδά της κείται η άσκηση των καθηκόντων του δικαστή ως το θάνατό του μπορεί κανείς να διαγνώσει μια εξισορροπιστική διάθεση. Ειδικότερα στο άρθρο 88 Σ, καθορίζονται οι μορφές λήξης του δικαστικού λειτουργήματος, ειδικότερα δε στην παράγραφο 4 προσδιορίζονται περιοριστικά οι λόγοι παύσης αυτού με τρόπο τέτοιο, ώστε να μην είναι δυνατή θεσμικά η υποχρέωσή του σε αποχώρηση για αιτίες άλλες από τις συνταγματικά καθορισμένες. Η ύπαρξη αυτού του ισχυρού και ειδικού πλέγματος προστασίας της προσωπικής ανεξαρτησίας του δικαστή, που τον ισχυροποιεί θεσμικά, κατά το συνταγματικό νομοθέτη αντιρροπείται επιτυχημένα από τον συνταγματικό προσδιορισμό στην επόμενη παράγραφο του πεπερασμένου χαρακτήρα του, δηλαδή μέσω της θέσπισης χρονικού ορίου υποχρεωτικής αποχώρησης.

Ο συνταγματικός νομοθέτης δείχνει έτσι να κατανοεί την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου τόσο στην όψη του καθήκοντος (η άσκηση του οποίου πρέπει να προστατεύεται ισχυρά), όσο και στην όψη της εξουσίας (η άσκηση της οποίας δεν πρέπει να διαρκεί για πάντα). Απαλλάσσοντας υποχρεωτικά τον δικαστή από τα καθήκοντά του με την παρέλευση του ορίου ηλικίας το Σύνταγμα παίρνει σαφή θέση εναντίον της κυριολεκτικώς ισόβιας άσκησης της εξουσίας από κάθε φορέα της, συσχετίζει άμεσα την επίδραση του χρόνου με το παραγόμενο δικαιοδοτικό έργο και διατηρεί σταθερή χρονικά τη διαδικασία ανανέωσης των δικαστικών γενεών και της μεταξύ τους επικοινωνίας και δυναμικής.

Η διάκριση αυτή είναι θεμιτή και ανάλογη της βαρύνουσας αξίας της δικαστικής εξουσίας στη συνταγματική τάξη, έχει δε λειτουργήσει επιτυχημένα. Η εμπειρία των 44 πιο επιτυχημένων ετών της ελληνικής δικαστικής Ιστορίας, ακουμπάει και σε αυτή τη ρύθμιση, προκαλώντας εύλογη απορία σε όποιον αναμενόμενα συνδέει την ύπαρξη ανάγκης αλλαγής με την αποτυχία αυτού που καλείται προς αντικατάσταση. Άραγε τι αναμένεται να βελτιώσει η αύξηση του ορίου αποχώρησης ώστε να δικαιολογεί αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της χώρας; Η αδυναμία ανεύρεσης ικανοποιητικής απάντησης εντός των ορίων της δικαστικής λειτουργίας, μας παραπέμπει μοιραία στα πλαίσια του εκτός Δικαιοσύνης κοινωνικού ανταγωνισμού και των ιδεολογικών συσχετισμών, που διαμορφώνονται, τα οποία και στο παρελθόν μεν έχουν αποτυπωθεί σε συνταγματικά κείμενα, όχι όμως με επιτυχία.          

Το αίτημα για αύξηση του 65ου έτους στο 67ο προβαλλόμενο ως λύση για την διαφορετική αντιμετώπιση μεταξύ δικαστικών λειτουργών θα ανοίξει την πόρτα σε μια ευρύτερη συζήτηση για αύξηση των ορίων ηλικίας, με τα ίδια επιζήμια αποτελέσματα. Η πρόταση για προαιρετική αύξηση ορίων ηλικίας ευθέως οδηγεί στην υποχρεωτική αύξησή τους. Η ηλικία αποχώρησης του δικαστή από την υπηρεσία του είναι και σήμερα προαιρετική. Η πρόωρη όμως αποχώρηση ισοδυναμεί με μείωση των συντάξιμων αποδοχών και για το λόγο αυτό δεν γίνεται χρήση της. Είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε αύξηση των ορίων ηλικίας θα έχει υποχρεωτική μορφή και όχι προαιρετική.

Προτείνουμε λοιπόν να μην γίνει καμία απολύτως αλλαγή στα υφιστάμενα όρια ηλικίας που θέτει το Σύνταγμα.

Τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης

Έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες για να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της εκτελεστικής εξουσίας η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Κοινό αίτημα πολλών πολιτικών κομμάτων, των Δικαστικών Ενώσεων αλλά και της GRECO, της επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της διαφθοράς είναι να συμμετέχουν οι ίδιοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί στην διαδικασία μιας προεπιλογής των υποψηφίων Προέδρων, Αντιπροέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Οι δικαστές και εισαγγελείς δικαιούνται να έχουν λόγο στην επιλογή της φυσικής ηγεσίας τους, γνωρίζοντας καλύτερα την αξιοσύνη, τα επιστημονικά προσόντα, την διαδρομή του κάθε υποψηφίου συναδέλφου τους. Η προεπιλογή των υποψηφίων θα πρέπει να γίνεται με μυστική ψηφοφορία από το σύνολο του δικαστικού σώματος. Αντίθετα η ανάθεση αυτής της ευθύνης μόνο στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα οδηγήσει σε ομαδοποιήσεις, πολυδιασπάσεις και διαχωρισμούς και θα επιφέρει πλήγματα στην αναγκαία ενότητά του.

Η προεπιλογή που θα κάνουμε για τη θέση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να γίνει μεταξύ όλων των υποψηφίων Αντιπροέδρων, η προεπιλογή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μεταξύ των Αντιπροέδρων και των Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου και η προεπιλογή των Αντιπροέδρων μεταξύ των Αρεοπαγιτών. Αντίστοιχες διατάξεις θα ισχύουν και για τα άλλα δύο ανώτατα δικαστήρια. Σε ένα δεύτερο στάδιο να ακολουθεί η τελική επιλογή από τη Βουλή, η οποία θα δίνει και την απαιτούμενη λαϊκή νομιμοποίηση στην ηγεσία της Δικαιοσύνης.

Απαγόρευση κατάληψης θέσεων σε συνταξιούχους ή παραιτηθέντες δικαστικούς λειτουργούς επί 2ετία μετά την αποχώρηση.

Η εισαγωγή της θέσης που πρώτοι καταθέσαμε από το 2014 μας ικανοποιεί απόλυτα, πολύ περισσότερο διότι έρχεται στο ανώτατο επίπεδο της συνταγματικής ρύθμισης.  Βέβαια η προτεινόμενη διάταξη περιορίζει την απαγόρευση συμμετοχής συνταξιούχων δικαστικών αποκλειστικά και μόνο σε θέσεις πολιτικές ή στην Κυβέρνηση. Και στο σημείο αυτό η GRECO θεώρησε αναγκαία την θέσπιση μιας διάταξης περιορισμού των δραστηριοτήτων ενός δικαστικού μετά την συνταξιοδότησή του.

Η άποψή μας είναι πολύ ευρύτερη από αυτήν που εισάγεται προς συζήτηση στη Βουλή και η οποία δεν μπορεί παρά να καλύψει ελάχιστες περιπτώσεις. Η εμπειρία μέχρι σήμερα έχει δείξει ότι η συμμετοχή δικαστικών σε πολιτικές θέσεις ή στην Κυβέρνηση ήταν σπάνια, ενώ αντίθετα συνηθισμένο φαινόμενο είναι ο διορισμός σε θέσεις Προέδρων Ανεξαρτήτων Αρχών. Επιδιωκόμενος σκοπός πρέπει να είναι η διάλυση οποιασδήποτε υποψίας περί συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ των τριών εξουσιών και αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται με τον πλήρη αποκλεισμό από την κατάληψη οποιασδήποτε δημόσιας θέσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των Ανεξαρτήτων Αρχών.

Απαγόρευση παρέμβασης του Υπουργού της Δικαιοσύνης στην υπηρεσιακή εξέλιξη και στον πειθαρχικό έλεγχο των Δικαστικών Λειτουργών (άρθρα 90 παρ. 3 και 91 παρ. 1 και 3 Συντ.).

Το άρθρο 90 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος προβλέπει το δικαίωμα του Υπουργού της Δικαιοσύνης να ασκεί ουσιαστικά ένδικο μέσο κατά της απόφασης του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου (ΑΔΣ) που αφορά στην υπηρεσιακή εξέλιξη δικαστικού λειτουργού, ενώ το άρθρο 91 στις παρ. 1 και 3 προβλέπει το δικαίωμα του Υπουργού της Δικαιοσύνης να ασκεί (άλλοτε αποκλειστικά και άλλοτε παράλληλα με το αρμόδιο δικαστικό όργανο) την πειθαρχική αγωγή κατά των δικαστικών λειτουργών.

Η ανάμιξη εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας στη διαδικασία υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών, προσλαμβάνοντας μιας μορφής ιδιότητα διαδίκου, έστω και αν δεν είναι άμεση και αποφασιστικής σημασίας, αφού πάντοτε αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστικό όργανο (ΑΔΣ), δημιουργεί την εντύπωση προσωπικής αντιπαράθεσης του υπουργού με τον κρινόμενο δικαστικό λειτουργό και παράλληλα εμφανίζεται ως εξαιρετικός περιορισμός της λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστή. Ο αναμφίβολα θεμιτός σκοπός του Συντάγματος για επανέλεγχο των αποφάσεων του ΑΔΣ σχετικά με την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών, στον οποίο προφανώς αποβλέπει η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος, μπορεί να επιτευχθεί με την αναγνώριση αντίστοιχου δικαιώματος παραπομπής του ζητήματος στην ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου από τον πρόεδρό του και την ταυτόχρονη κατάργηση του δικαιώματος του υπουργού της δικαιοσύνης.

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους κρίνεται επιβεβλημένη η κατάργηση του δικαιώματος του Υπουργού της Δικαιοσύνης να εγείρει πειθαρχική αγωγή κατά δικαστικών λειτουργών. Η πρόταση αυτή, μάλιστα, αφορά τόσο τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπου η αρμοδιότητα του υπουργού της δικαιοσύνης είναι σήμερα αποκλειστική, όσο και τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς, όπου η παρέμβαση του υπουργού εμφανίζεται να είναι συμπληρωματική. Η τροποποίηση αυτή, εξάλλου, είναι αναγκαία και για την μεταρρύθμιση σε επίπεδο κοινού νομοθέτη προς την κατεύθυνση της κατάργησης κάθε δικαιώματος παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας σε ζητήματα πειθαρχικού ελέγχου δικαστικών λειτουργών, όπως π.χ. του δικαιώματος άσκησης έφεσης κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων.

Για την αναγνώριση του δικαιώματος συλλογικής διαμαρτυρίας

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση που έγινε για κατάργηση της διάταξης του άρθρου 23παρ.2 του Συντάγματος περί  απαγόρευσης της κάθε μορφής απεργίας από τους δικαστικούς λειτουργούς. Η θέση αυτή, που αντιμετωπίζει την απαγόρευση αυτή ως αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος απεργίας σε μία συγκεκριμένη μερίδα εργαζομένων, θα διεπόταν από συνέπεια και συνοχή στα πλαίσια διαφορετικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, όμως εν προκειμένω παραγνωρίζει συγκεκριμένες θεσμικές ιδιαιτερότητες που διέπουν τη δικαστική εξουσία στα πλαίσια του ισχύοντος Συντάγματος.

Οι δικαστικοί λειτουργοί – σε αντίθεση με τους δημοσίους υπαλλήλους ή τους λοιπούς πολίτες του Κράτους και σαφώς σε αντίθεση με όσους υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας, που δεν δικαιολογείται να περιλαμβάνονται στην ίδια διάταξη – αποτελούν ισόβια όργανα του Κράτους που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, με τη θέσπιση ενός πλέγματος κανόνων προστασίας του λειτουργήματός τους, που είναι θεσμικά ισχυρότερο από σχεδόν οποιουδήποτε άλλου εργαζομένου. Ταυτόχρονα, αποτελώντας βασικό πυλώνα της Πολιτείας, διαχειρίζονται σημαντικό τμήμα της άσκησης κρατικής εξουσίας και μέσω των δικαστικών αποφάσεων παρεμβαίνουν πολλαπλά στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Αντίστοιχα το δικαίωμα της απεργίας κατά την ιστορική του διαδρομή υπήρξε το μοναδικό μέσο πίεσης των εργαζομένων έναντι των εργοδοτών, με σκοπό την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών εργασίας και αποδοχών. Στην περίπτωση όμως των δικαστικών λειτουργών, παρόλο που οι τελευταίοι αμείβονται με βάση το κρατικό προϋπολογισμό, εργοδότης τους δεν είναι ούτε η κυβέρνηση, ούτε το κοινοβούλιο, αφού με αυτούς συναποτελούν το Κράτος, στις τρεις διακριτές λειτουργίες του. Επομένως το δικαίωμα αυτό, που κατακτήθηκε με πολύ κόπο από τους εργαζόμενους, δεν βρίσκει εφαρμογή σε κανένα από τους φορείς των τριών κρατικών λειτουργιών, αφού θα τείνει να δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ του φορέα της άσκησής του και του καθ΄ ου η άσκηση φορέα.

Η απεργία λοιπόν είναι και πρέπει να παραμείνει απαγορευμένη για τους φορείς άσκησης κρατικής εξουσίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το δικαστικό σώμα δια των συνταγματικά κατοχυρωμένων νομίμων ενώσεών του στερείται οποιασδήποτε δυνατότητας να αντιδρά συλλογικά, όταν αδικείται από την αυθαιρεσία των άλλων κρατικών λειτουργιών και δεν μπορεί να κάνει χρήση άλλων μέσων συλλογικής διεκδίκησης. Άλλωστε είναι πρόσφατη η εμπειρία του δικαστικού σώματος στην επιτυχημένη αξιοποίηση νέων μέσων διαμαρτυρίας, όπως υπήρξε η συντονισμένη και καθολική διακοπή συνεδριάσεων, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί απεργία. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι η διαδικασία στο ακροατήριο αποτελεί ένα μικρό κλάσμα του δικαστικού εργασιακού χρόνου, ενώ η άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος περιλαμβάνει πολύ περισσότερα καθήκοντα από αυτά που συνέχονται με τη συνεδρίαση αντίθετα με τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στους οποίους η εργασία τους είναι συνδυασμένη με συγκεκριμένο ωράριο. Οι συμπυκνωμένες στο έργο του Δικαστή ιδιότητες του εργαζόμενου και του λειτουργού είναι μία πραγματικότητα, που πρέπει να γίνεται σεβαστή.

Ταυτόχρονα οι ίδιοι οι δικαστές αξιοποιούν εδώ και χρόνια με ιδιαίτερη φειδώ και περίσκεψη τα μέσα διαμαρτυρίας τους περιφρουρώντας έτσι την αξία τους και απαντώντας με υπευθυνότητα σε καλοπροαίρετους και μη επικριτές της συλλογικής τους δράσης. Ακολούθως ενόψει της ανάγκης διατήρησης της απαγόρευσης της απεργίας από τους δικαστικούς λειτουργούς αλλά και της αποσαφήνισης της ειδικού χαρακτήρα των καθηκόντων τους, επιδοκιμαστέα θα ήταν η εισαγωγή στο άρθρο 23παρ.2 διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης του αναθεωρητικού νομοθέτη με περιεχόμενο : «Η διακοπή συνεδριάσεων των Δικαστηρίων ως μορφή συλλογικής διαμαρτυρίας των δικαστικών λειτουργών δεν συνιστά απεργία».

*Η πρόταση θα κατατεθεί στην Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών Εισαγγελέων στις 15/12

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ