Ανδρέας Δημητρόπουλος: Η δυσαρμονία και οι κατά το Σύνταγμα εξελίξεις
Με τις εκλογές της 26ης Μαΐου 2019 επιβεβαιώθηκε η δυσαρμονία Λαϊκής Θέλησης και κυβερνητικής πλειοψηφίας η οποία και παλαιότερα είχε εντοπιστεί και ιδιαίτερα τον Ιανουάριο του παρόντος έτους με την αποχώρηση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου και την δημιουργία μετεκλογικής «ερανιστικής» πλειοψηφίας για την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών.
Αναλύει ο καθηγητής Ανδρέας Δημητρακόπουλος
Στο αρχικό Σύνταγμα του 1975 η προφανής δυσαρμονία της Βουλής προς το “λαϊκό αίσθημα” προβλεπόταν (άρθρ.41) ως δυνητικός λόγος διάλυσης. Η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπεται σήμερα, όμως η δυσαρμονία, ως κορυφαίο συνταγματικό γεγονός αν και δεν αναφέρεται πλέον ρητά, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει και να εμπεριέχεται στις ρυθμίσεις του ελληνικού Συντάγματος.
Η «δυσαρμονία» είναι ακριβώς το αντίθετο της συνταγματικής «αρμονίας», που πρέπει αναγκαία να εξασφαλίζεται καθ΄ όλη την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου μεταξύ Εκλογικού Σώματος και κυβερνητικής πλειοψηφίας ( της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που την στηρίζει). Με την εκδήλωση της δυσαρμονίας η κυβέρνηση είναι πλέον συνταγματικά μετέωρη, είναι κυβέρνηση εκλογικής μειοψηφίας (η οποία διατηρεί πάντως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία),
Η δυσαρμονία είναι προφανής και αναντίρρητη, όταν κατά την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου μεσολαβούν εκλογές άλλες εκτός των βουλευτικών, όπως ευρωεκλογές ή ιδιαίτερα κομματικοτικοποιημένες αυτοδιοικητικές εκλογές κατά τις οποίες – και ιδιαίτερα κατά τις ευρωεκλογές κατά τις οποίας μεσολαβεί άμεση αντιπαράθεση των πολιτικών σχηματισμών – καταγράφονται οι πολιτικές δυνάμεις και οι προτιμήσεις του Εκλογικού Σώματος. Η δυσαρμονία ανήκει στο περιεχόμενο και είναι αποτέλεσμα του δημοψηφισματικού χαρακτήρα των εκλογών μέσω των οποίων ο Λαός εκφράζει την εμπιστοσύνη ή την δυσπιστία του προς την Κυβέρνηση.
Αυτό εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις Κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν ορίσει αυτήν την εμπιστοσύνη ως διακύβευμα των εκλογών.
Η δυσαρμονία αποτελεί καταλύτη πολιτικών εξελίξεων, αφετηρία κυβερνητικής αλλαγής. Το Σύνταγμα καθορίζει με ακρίβεια τις παραπέρα εξελίξεις. Οι πιθανές συνταγματικές εκδοχές, που έχουν ήδη συζητηθεί, είναι οι εξής:
Α. Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Η πρώτη εκδοχή που συζητήθηκε και στο υπουργικό συμβούλιο – και ευτυχώς απορρίφθηκε- είναι εκείνη της παραμονής της κυβέρνησης σαν να μη συμβαίνει απολύτως τίποτε, μέχρι το τέλος της βουλευτικής περιόδου. ‘Όμως η δυσαρμονία που εκφράζεται στο εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αγνοηθεί με το πρόσχημα της διατήρησης της κυβερνητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας καθόσον μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά ευθέως καταφρόνηση της νωπής Λαϊκής θέλησης. Έτσι η ανάληψη παραπέρα πρωτοβουλιών δεν ανήκει απλά και μόνο στα όρια της συνταγματικής ευπρέπειας αλλά εισέρχεται στην περιοχή της συνταγματικής ρύθμισης.
Β. Η ΠΟΛΙΤΙΚΟΫΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Ο δεύτερος είναι ο δρόμος – που φαίνεται να προκρίνεται – είναι ο μετασχηματισμός της παρούσας κυβέρνησης σε πολιτικοϋπηρεσιακή κυβέρνηση. Στην περίπτωση αυτή ο πρωθυπουργός ζητεί από τον ΠτΔ την πρόωρη διάλυση της Βουλής κατά το άρθρ. 41 παρ.2 Σ. για την αντιμετώπισης κρίσιμου εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Οι εκλογές διεξάγονται από την παρούσα κυβέρνηση, η οποία όμως μετασχηματίζεται και δρα ως υπηρεσιακή κυβέρνηση και για αυτό τον λόγο –σύμφωνα με συνταγματικό έθιμο- αντικαθίστανται με υπηρεσιακούς οι υπουργοί των εκλογικά ευαίσθητων υπουργείων (Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Τύπου, Προστασίας του Πολίτη). Η πολιτικοϋπηρεσιακή αυτή κυβέρνηση οφείλει να περιοριστεί στην τρέχουσα διαχείριση και να αφήσει την λήψη σοβαρών αποφάσεων στην επόμενη κυβέρνηση, που θα διαθέτει την νωπή λαϊκή Εντολή. Στα σοβαρά αυτά θέματα ανήκει και η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση παραιτείται μετά τις εκλογές εφόσον βέβαια η κυβερνώσα πλειοψηφία ηττηθεί.
Η λύση αυτή η οποία και φαίνεται να προκρίνεται από την κυβέρνηση δεν είναι απόλυτα σύμφωνη προς τις συνταγματικές ρυθμίσεις, διότι οδηγεί σε καταστρατήγηση και προσχηματική εφαρμογή της συνταγματικής ρύθμισης. Για την εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 41 παρ.2 ο συντακτικός νομοθέτης απαιτεί την ύπαρξη κρίσιμου εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και τέτοιο προφανώς το δυσμενές για την κυβέρνηση εκλογικό αποτέλεσμα.
Γ. Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η ενδεικνυόμενη συνταγματικά λύση είναι ο σχηματισμός κατά το άρθρ. 37 Σ δικαστικής υπηρεσιακής κυβέρνησης (εφόσον δεν προκύψει κυβέρνηση από την παρούσα Βουλή). Είναι ο δρόμος της άμεσης παραίτησης του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης (άρθ. 38 παρ.1 εδ.β Σ οιονεί δεδηλωμένη) Στην περίπτωση αυτή επειδή ο παραιτούμενος πρωθυπουργός διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία παραλείπονται οι διερευνητικές εντολές και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να προχωρήσει στην σύγκληση των πολιτικών αρχηγών και εφόσον τελικά δεν προκύψει κυβέρνηση, θα διορισθεί κατά τους ορισμούς του Συντάγματος υπηρεσιακός πρωθυπουργός ένας από τους Προέδρους των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου Επικρατείας, Ελεγκτικού Συνεδρίου).
Η δικαστική, υπηρεσιακή αυτή κυβέρνηση θα προχωρήσει στην διεξαγωγή των εκλογών και θα παραδώσει στην πολιτική κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από αυτές.
*Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr