Βασίλης Αποστολόπουλος: Το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ως το λογικά ύστερο του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου
Το Ποινικό Δίκαιο συγκροτούν το σύνολο των κανόνων του δικαίου που διέπουν την ποινική διαδικασία στο σύνολό της, αποβλέποντας στην εξέταση και τη βεβαίωση όχι μόνο της ενοχής, αλλά και της αθωότητας του κατηγορουμένου. Στα πλαίσια της δίκαιης διαδικασίας και της απονομής της ορθής ποινικής δικαιοσύνης, που ρυθμίζονται από τους ως άνω κανόνες, το δικαστήριο, το οποίο έχει την τελική κρίση, θα κρίνει αν θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι, από τον Ποινικό Κώδικα, προβλεπόμενοι κυρωτικοί κανόνες.
Γράφει ο δικηγόρος Βασίλης Αποστολόπουλος*
Το ποινικό δικονομικό δίκαιο, ως παρεπόμενος συγγενής κλάδος με εξυπηρετικό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου χαρακτήρα αποτελεί το λογικά ύστερο. Οι δε ως άνω ουσιαστικοί κανόνες που, στο πλαίσιο εξάλειψης και καταστολής του εγκλήματος ( ενν. πραγμάτωσης του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, βλ. παρακάτω), περιγράφουν και προσδιορίζουν, επακριβώς, τόσο τα αναγκαία αντικειμενικά στοιχεία των αξιόποινων πράξεων, όσο και τις προϋποθέσεις του αξιόποινου, το λογικά πρότερο.
Τούτο σημαίνει, ότι δίχως τη συνδρομή πραγμάτωσης της ειδικής αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, οι δικονομικοί κανόνες στερούνται νοήματος κ΄εφαρμογής και, ως εκ τούτου, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Για τον λόγο αυτό, στο ελληνικό ποινικό σύστημα, αλλά και σε κάθε δημοκρατικό καθεστώς, άνευ ποινικού δικαίου δεν υφίσταται και λόγος ύπαρξης της ποινικής δικονομίας, αφού οι ουσιαστικοί ποινικοί κανόνες ενεργοποιούνται δια των δικονομικών διατάξεων. Διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς, ότι ανάμεσα στους δυο ως άνω συγγενείς κλάδους του δικαίου υφίσταται άμεση συνάφεια και συνεπώς δε δύναται να υπάρξει η μια δίχως την άλλη. Πράγματι, την παραπάνω διαπίστωση αβίαστα συνάγει και το γεγονός, ότι οι δικονομικές διατάξεις, που συνιστούν θεμέλιο της θεωρίας της επιστήμης της ούτως αποκαλουμένης “ποινικής δογματικής”, αποσκοπούν στην κατά δικανική μορφή πραγμάτωση των οικείων κανόνων δικαίου του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, αποβλέποντας στην παρεμπόδιση της διάπραξης των εγκλημάτων και στη συνακόλουθη κοινωνική ειρήνευση και σταθερότητα. Σε κάθε περίπτωση, η κατά τα ανωτέρω δικανική ρύθμιση πραγμάτωσης του ουσιαστικού ποινικού δικαίου επιτελείται δια της κοινωνικής «αχρήστευσης» του δράστη του εγκλήματος. Τούτο διότι ο τελευταίος περιέρχεται σε δεινή θέση εξαιτίας της κοινωνικής αδράνειας στην οποία υποβάλλεται μέσω ενός συνόλου στρατηγικών και μέτρων που σχεδιάζει και υλοποιεί η Πολιτεία δια της χρήσης των οικείων ποινικών νόμων.
Οι δε ποινικοί νόμοι υπηρετούν το σκοπό της ποινικής πρόληψης των μελλοντικών εγκλημάτων προσδιορίζοντας επακριβώς τόσο τα αναγκαία στοιχεία του εγκλήματος, όσο και την επαπειλούμενη επ΄ αυτού ποινή, στα πλαίσια πάντοτε μιας εγκεκριμένης, κατά τα προειρημένα, αντεγκληματικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, όμως, το ποινικό δικονομικό δίκαιο έχει σαν σκοπό και τη διαμόρφωση ενός αρραγούς και στέρεου νομικού πλαισίου προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και προσωπικών ελευθεριών κάθε κατηγορούμενου πολίτη που ζει και διαμένει στην Ελληνική επικράτεια, χωρίς καμία διάκριση, από την κρατική και τη δικαστική αυθαιρεσία. Συνεπώς, η αποστολή του στρέφεται προς την εμπέδωση της ως άνω κοινωνικής ειρήνης, υπό το φόβο ακριβώς της εκτροπής προς την τυχόν ως άνω αυθαιρεσία, της καταστρατηγήσεως και των πιθανών καταχρήσεων του κράτους. Άλλωστε, στο πλαίσιο της ερμηνείας στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ο ποινικός δικαστής, αλλά, έμμεσα, και ο ποινικός νομοθέτης, πρώτα και κύρια, οφείλουν να εμμένουν στις ακλόνητες και αδιασάλευτες δικαιοκρατικές αρχές που γίνονται δεκτές σήμερα από όλες τις ευρωπαικές και παγκόσμιες ποινικές νομοθεσίες, αλλά συνδέονται και με τη συνταγματική νομοθεσία των κρατών, όπως το θεμελιώδες αξίωμα/αρχή της νομιμότητας – καθώς και των επιμέρους αρχών στις οποίες αυτή εξειδικεύεται. Η παραπάνω βασικότατη δικαιοκρατική αρχή που διέπει το γενικό ποινικό δίκαιο, προβλέπεται από το άρθρο 1 ΠΚ, αλλά επιβάλλεται και από τη συνταγματική νομοθεσία στο άρθρο 7 του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ρητά αναφέρει, ότι “κανένα έγκλημα δεν ισχύει και καμία ποινή δεν επιβάλλεται άνευ υφιστάμενου νόμου που να ισχύει πριν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης και να προσδιορίζει τα στοιχεία της¨. Η ανωτέρω βασική αρχή της νομιμότητας, την οποία πρώτος απέδωσε φραστικά με την περίφημη λατινική ρήση “nullum crimen, nulla poena sine lege”, ο διακεκριμένος Βαυαρός ποινικολόγος Paul Anselm Johann von Ritter Feuerbach, την περίοδο του Ευρωπαικού Διαφωτισμού, αποβλέπει στην αποφυγή δικαστικών αντιφάσεων με την εμπέδωση της προβλεψιμότητας και της σταθερότητας των ποινικών κυρώσεων, στις οποίες δύναται να υποβληθεί κάθε κατηγορούμενος πολίτης. Ο δε δικανικός τρόπος και η σκέψη της αρχής αυτής εκδηλώνεται και στη δικονομική αρχή « κανένα έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς δίκη» (nullum crimen, nulla poena processu). Τούτο διότι, προδήλως, η ως άνω κατά δικανική μορφή εξάλειψη του εγκλήματος με την περιθωριοποίηση του δράστη δύναται να γίνει μόνο μετά από επιμελή, εύτακτη και μεθοδικά συγκροτημένη δίκη στα τακτικά ποινικά δικαστήρια, στα οποία υπηρετούν δικαστικοί λειτουργοί που διέπονται από αμερόληπτη ευθυκρισία. Η εν λόγω δικονομική αρχή προβλέπεται και στη συνταγματική νομοθεσία στο άρθρο 96 παρ. 1, το οποίο ρητά αναφέρει, ότι «Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι». Η παραπάνω ποινική πρόβλεψη, σύμφωνα με τις σχετικές θεωρίες, διακρίνεται σε ειδική, η οποία απευθύνεται στο συγκεκριμένο δράστη της αξιόποινης πράξης για την αποτροπή τέλεσης άλλων εγκλημάτων από τον ίδιο, και σε γενική, η οποία «εκμηδενίζει» τη συλλογική, κοινωνικώς προσδοκώμενη ικανοποίηση από τη διάπραξη του εγκλήματος εξαιτίας του φόβου που προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο η βεβαιότητα της επιβολής και εκτέλεσης της προβλεπόμενης από τους ποινικούς νόμους ποινικής κύρωσης. Τούτου λεχθέντος, ο σκοπός της μεν ειδικής επιτυγχάνεται με την περιθωριοποίηση, στις δε περιπτώσεις της ισόβιας κάθειρξης, ιδιαίτερα εξοντωτικής, του δράστη, καθιστώντας τον κοινωνικά ανενεργό, αλλά και με την παιδαγωγική λειτουργία που υπηρετεί η επιβολή και εκτέλεση της ποινής, ώστε αυτός να συμμορφωθεί και να μην υποτροπιάσει.
Της δε γενικής, επιτελείται μέσω της αρνητικής γενικής πρόβλεψης που συνίσταται στον εκφοβισμό που ασκεί στους πολίτες η απειλή, επιβολή και εκτέλεση της προβλεπόμενης ποινής (εκφοβιστικός ρόλος), ως το «κακό» που επιβάλλεται στο δράστη του εγκλήματος, προκειμένου να αποτρέψει άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου από την απόφαση τέλεσης παρόμοιων πράξεων που αποδοκιμάζονται έντονα από την έννομη τάξη. Ταυτόχρονα, όμως, επιτυγχάνεται και δια της θετικής γενικής πρόβλεψης, η οποία συνίσταται στον παιδαγωγικό ρόλο που ασκεί, ως όργανο προσανατολισμού προς τη συμμόρφωση με τις έγκυρες και κοινώς αποδεκτές κοινωνικές αρχές. Πέρα από τις σχετικές θεωρίες, ωστόσο, που καθορίζουν το σκοπό της ποινής, υπάρχουν και οι λεγόμενες απόλυτες θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες η ποινή που επιβάλλεται από τα τακτικά δικαστήρια, κατά την παραπάνω παράγραφο 1 του άρθρου 96 του Συντάγματος, έχει, αποκλειστικά, ανταποδοτικό, της αξιόποινης πράξης, χαρακτήρα και, ωσαύτως, θα πρέπει να είναι ανάλογη με αυτήν.
*Δικηγόρος, LL.M. ( Queen Mary, University of London), LL.M. ( City, University of London), LL.M. ( University of Southampton)
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr