Δημήτρης Κράνης: Ανάκληση απόφασης απορριπτικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων
Ανάκληση απόφασης απορριπτικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο της κύριας δίκης κατά το άρθρ. 697 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015 (Μελέτη στον τόμο προς τιμήν του ομότιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ Κωνσταντίνου Καλαβρού).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Ι. Εισαγωγή.
ΙΙ. Η αρχική ρύθμιση.
ΙΙΙ. Η ισχύουσα νέα ρύθμιση και οι προεκτάσεις της.
- IV. Τελική αποτίμηση.
Αναλύει ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Κράνης*
Ι. Εισαγωγή.
- Η ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρ. 696 – 698 ΚΠολΔ και προϋποθέτει έκδοση ανακλητικής απόφασης ύστερα από σχετική αίτηση. Διαφοροποιείται έτσι η ανάκληση της απόφασης και κατ’ επέκταση των ασφαλιστικών μέτρων που αυτή διέταξε, από την αυτοδίκαιη άρση των ασφαλιστικών μέτρων και τη συνακόλουθη με αυτά αποδυνάμωση της αντίστοιχης απόφασης κατ’ εφαρμογή των άρθρ. 693§2, 694§2, 715§5 και εμμέσως 727 ΚΠολΔ[1], ενώ ισοδύναμη με την αποδυνάμωση είναι η αυτοδίκαιη κατά τα άρθρ. 729§5 και 730§1 ΚΠολΔ παύση της ισχύος της απόφασης που επιδίκασε προσωρινά απαίτηση ή μεταρρύθμισε προσωρινά απόφαση περιοδικών παροχών. Υπό την έννοια αυτή τόσο η ανάκληση όσο και η αυτοδίκαιη αποδυνάμωση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων συνιστούν μορφές κατάλυσης της σχετικής απόφασης[2], στην οποία, ως γενικότερη έννοια, εμπίπτει και η εξαφάνιση της απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ύστερα από άσκηση έφεσης (άρθρ. 734§3 ΚΠολΔ), που αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών (699 ΚΠολΔ)[3].
- Η ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων έχει επανορθωτικό κυρίως στόχο, που υπαγορεύεται από την ανάγκη να περιορισθούν οι δυσμενείς συνέπειες από τα ασφαλιστικά μέτρα και να αποτραπεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων, αφού στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων οι εγγυήσεις ορθής κρίσης είναι αναπόφευκτα μειωμένες με κύριο έλλειμμα τον αποκλεισμό των ένδικων μέσων. Ως αντιστάθμισμα λοιπόν στην απαγόρευση των ένδικων μέσων[4] λειτουργεί, στις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις, η ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, είτε προσομοιάζει με αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, τριτανακοπή ή έφεση (άρθρ. 696§1, 697 ΚΠολΔ) είτε υπαγορεύεται από τη μεταβολή των πραγμάτων (άρθρ. 696§3 ΚΠολΔ) είτε τέλος δικαιολογείται από τον παρεπόμενο χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων σε σχέση με την κύρια διαγνωστική δίκη και την εξέλιξή της (άρθρ. 698 ΚΠολΔ). Σε ανάκληση υπόκεινται και οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά το άρθρ. 35 του Καν (ΕΕ) 1215/2012 (άρθρ. 24 ΣυμΒρ/ΣυμΛουγκ, 31 Καν (ΕΚ) 44/2001).
- Η ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δεν αφορά τη νομιμότητά τους, αλλά τη νομιμότητα της διατήρησής τους[5], γι’ αυτό και δεν έχει, με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων (άρθρ. 730§2 ΚΠολΔ, 1331 ΑΚ), αναδρομική ενέργεια[6] και ούτε οδηγεί συνεπώς σε αναδίκαση της αρχικής αίτησης[7].
Ο κανόνας αυτός καλύπτει όλες τις περιπτώσεις ανάκλησης[8]. Έτσι συναλλαγές που καταρτίσθηκαν εγκύρως υπό το καθεστώς των ασφαλιστικών μέτρων δεν ανατρέπονται με την ανάκληση (ή μεταρρύθμιση) της σχετικής απόφασης. Αντίθετα, απαγορευμένες διαθέσεις εγκυροποιούνται αναδρομικά, αυτό όμως δεν οφείλεται σε αντίστοιχη αναδρομική ενέργεια της ανάκλησης, αλλά στην αδυναμία να προταθεί μετά την ανάκληση η σχετική μόνον ακυρότητα, που δημιούργησε η απαγορευμένη διάθεση (άρθρ. 176 ΑΚ)[9].
ΙΙ. Η αρχική ρύθμιση.
- Η απόφαση που περατώνει τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι’ αυτό και δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα[10]. Η απόφαση ειδικότερα που απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όχι μόνο δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα (άρθρ. 699 ΚΠολΔ), αλλά πριν από το ν. 4335/2015 ήταν γενικώς αδύνατη και η ανάκληση ή η μεταρρύθμισή της[11], γι’ αυτό και από την απόφαση αυτή απέρρεε δεδικασμένο που μπορούσε να θεωρηθεί ως οιονεί οριστικό[12]. Κάμψη του δεδικασμένου αυτού ήταν δυνατή μόνο σε περίπτωση μεταβολής των πραγμάτων, στα οποία βασίστηκε η έκδοση της απορριπτικής απόφασης, οπότε ήταν δικαιολογημένη νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων[13]. Με την προϋπόθεση αυτή μπορούσε μετά την απόρριψη αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων να ζητηθεί ξανά η ανάκληση ή η μεταρρύθμισή της[14]. Ανάκληση απόφασης απορριπτικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υποστηρίζεται πάντως ότι είναι κατ’ εξαίρεση δυνατή στο πλαίσιο του άρθρ. 696§1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα δικαιούται ο αιτών, που δεν κλήθηκε νόμιμα στην επισπευδόμενη από τον αντίδικό του συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, να ζητήσει, επικαλούμενος το άρθρο αυτό, την ανάκληση της απορριπτικής της αίτησής του απόφασης[15].
- Μεταβολή των πραγμάτων κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρ. 696 ΚΠολΔ υπάρχει, όταν μετά τη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων συνέβησαν κρίσιμα για την επανεκτίμηση της υπόθεσης γεγονότα ή έγιναν γνωστά προϋπάρχοντα γεγονότα ή αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεπώς από συγγνωστή αδυναμία ή άλλη εύλογη αιτία δεν μπόρεσαν να τα επικαλεσθούν οι διάδικοι[16]. Η ερημοδικία όμως του διαδίκου, που είχε κληθεί νόμιμα στη συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων, δεν αποτελεί εύλογη αιτία για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της σχετικής απόφασης με στοιχεία που ο απολειπόμενος διάδικος δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί λόγω της ερημοδικίας του, εκτός αν αυτή οφείλεται σε ανώτερη βία, οπότε η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης δικαιολογείται και κατά την παρ. 1 του άρθρ. 696 ΚΠολΔ[17]. Δεν συνιστά μεταβολή των πραγμάτων η ανακάλυψη νομικών ή ουσιαστικών σφαλμάτων της απόφασης[18] ούτε η μεταβολή της νομολογίας ή η ύπαρξη νέων αποδεικτικών μέσων[19], εκτός αν αφορούν το κύρος των ήδη χρησιμοποιηθέντων στοιχείων[20], ενώ συνιστά μεταβολή η αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος[21]. Νέα αποδεικτικά μέσα δεν δικαιολογούν ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, ακόμη και αν κατατείνουν στην απόδειξη γεγονότων που προϋπήρχαν αυτής, τα οποία πρέπει επομένως να προκύπτουν από προϋπάρχοντα της απόφασης αποδεικτικά μέσα για να δικαιολογείται η ανάκληση η μεταρρύθμισή της λόγω μεταβολής των πραγμάτων[22].
ΙΙΙ. Η ισχύουσα νέα ρύθμιση και οι προεκτάσεις της.
- Η εκκρεμοδικία της κύριας υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο θεμελιώνει εξουσία του προς ανάκληση ή μεταρρύθμιση, ολική ή μερική, της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα. Με το ν. 4335/2015, που συμπλήρωσε την αρχική αυτή ρύθμιση, παρασχέθηκε εξαιρετικά στο ίδιο δικαστήριο και για όσο εκκρεμεί εκεί η κύρια υπόθεση, η δυνατότητα ολικής ή μερικής ανάκλησης ή μεταρρύθμισης και απόφασης απορριπτικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι η δέσμευση που απορρέει και από τις αποφάσεις αυτές είναι χρονικά περιορισμένη έως την τυχόν ανάκληση ή μεταρρύθμισή τους. Σε αντιστοιχία, επομένως, με τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, πρέπει και η δεσμευτικότητα των απορριπτικών αποφάσεων, που αφορά το κρίσιμο δικονομικό και ουσιαστικό ζήτημα, δηλαδή τη δεσμευτική διάγνωση ως προς την ανυπαρξία διαπλαστικού (δικονομικού) δικαιώματος του αιτούντος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας[23], να χαρακτηρισθεί ως προσωρινό δεδικασμένο. Ανάλογα με την περίπτωση το σχετικό δεδικασμένο ενδέχεται να περιορίζεται στη διάγνωση μόνο του απαραδέκτου της αίτησης.
- Κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, η συμπλήρωση της αρχικής ρύθμισης του άρθρ. 697 ΚΠολΔ, ώστε να είναι δυνατή η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση από το δικαστήριο της κύριας δίκης και απόφασης απορριπτικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, έγινε προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Η ανάκληση είναι μερική όταν αφορά ορισμένο ή ορισμένα μόνον από τα περισσότερα κεφάλαια της απορριπτικής απόφασης και διακρίνεται από την απλή μεταρρύθμισή της, η οποία προκειμένου για απορριπτική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά κυρίως τις αιτιολογίες της με ισχύ προσωρινού δεδικασμένου.
- Η υποβολή αίτησης ανάκλησης απόφασης απορριπτικής ασφαλιστικών μέτρων στοχεύει στη λήψη τέτοιων μέτρων για τον εφεξής μόνο χρόνο[24], δηλαδή δεν ενεργεί αναδρομικά και κατ’ αυτή την έννοια η υποβολή ανακλητικής αίτησης ισοδυναμεί με υποβολή νέας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς όμως και να ταυτίζεται πλήρως μ’ αυτή. Έτσι η υποβολή αίτησης ανάκλησης δεν είναι αναγκαίο να βασίζεται στη μεταβολή των συνθηκών έκδοσης της απορριπτικής απόφασης, αφού το δικαστήριο της κύριας δίκης μπορεί και χωρίς σχετική μεταβολή να ελέγξει για νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα την απορριπτική απόφαση και αναλόγως να την ανακαλέσει ή να την μεταρρυθμίσει. Αντίθετα, για την υποβολή νέας και όχι ανακλητικής αίτησης είναι αναγκαία και στο δικαστήριο της κύριας δίκης η μεταβολή των πραγμάτων, αφού στην περίπτωση αυτή εξακολουθεί να είναι σε ισχύ η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων και να δεσμεύει με το προσωρινό δεδικασμένο της[25]. Σε κάθε περίπτωση η μεταβολή των πραγμάτων, που μπορεί να αφορά το ασφαλιστέο δικαίωμα, τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται σε στοιχείο που υπήρξε κρίσιμο για την έκδοση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων[26].
- Το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον αυτή δεν είναι δική του απόφαση[27], διαφορετικά απαιτείται μεταβολή των πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της[28]. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό, δηλαδή ότι απαιτείται μεταβολή των πραγμάτων, και προκειμένου το δικαστήριο της κύριας δίκης να ανακαλέσει τυχόν προηγούμενη απόφασή του απορριπτική αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ή να δεχθεί νέα αίτηση ανάκλησης μετά την απόρριψη της προηγούμενης. Γενικότερα η δυνατότητα ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μετά από απόρριψη προηγούμενης αίτησης προϋποθέτει διαφοροποίηση του λόγου ανάκλησης ή συμπλήρωση των τυχόν τυπικών ελλείψεων της προηγούμενης αίτησης[29].
- Ο λόγος για τον οποίο αναγνωρίζεται στο δικαστήριο της κύριας δίκης διευρυμένη εξουσία ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων οφείλεται στη νομοθετική σκέψη ότι το δικαστήριο αυτό έχει την πλήρη εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης και επομένως πρέπει να έχει και τη δυνατότητα, κάμπτοντας το προσωρινό δεδικασμένο, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν διαπιστώνει σ’ αυτές νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες. Ωστόσο το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει στη βάση αυτή την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων όχι ευθύς με την έναρξη της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθεσης, αλλά το πρώτο κατά τη συζήτησή της και ήδη μετά το ν. 4335/2015 από την κατάθεση των προτάσεων και αντικρούσεων στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας (άρθρ. 237§§ 1 & 2 ΚΠολΔ).
Επομένως με συσταλτική ερμηνεία του άρθρ. 697 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ανεξαρτήτως μεταβολής των πραγμάτων στο πλαίσιο μεν της τακτικής διαδικασίας μετά την κατάθεση των προτάσεων και αντικρούσεων στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά δε τα λοιπά μόνον αν η σχετική αίτηση συζητείται στο δικαστήριο αυτό από κοινού με την κύρια υπόθεση ή και μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της, αφού μόνον τότε υπάρχει πλήρης εποπτεία του νομικού και πραγματικού υλικού της υπόθεσης, ώστε να δικαιολογείται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων για οποιονδήποτε λόγο. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή καταστρατηγείται και η ρύθμιση του άρθρ. 696§3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων διατηρεί και μετά την εκκρεμοδικία της κύριας υπόθεσης μέχρι την πρώτη συζήτησή της την αρμοδιότητά του για ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασής του, παράλληλα με την όμοια αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης[30]. Κυρίαρχη είναι πάντως η θέση ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρ. 697 ΚΠολΔ ενδείκνυται μόνον αν το δικαστήριο της κύριας δίκης είναι ισόβαθμο με αυτό που εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ αν είναι ανώτερο την ανακαλεί ή τη μεταρρυθμίζει χωρίς περιορισμούς[31]. Εξ άλλου αν συμβεί το δικαστήριο της κύριας δίκης να είναι κατώτερο από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων (ασφαλιστικά μέτρα από το μονομελές πρωτοδικείο σε υπόθεση αρμοδιότητας κανονικά του ειρηνοδικείου), η ενδοδιαδικαστική δέσμευση από το δόγμα της ιεραρχίας εμποδίζει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων από το κατώτερο δικαστήριο της κύριας δίκης για νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης. Δεν θίγεται όμως το ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο, όταν η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση από το κατώτερο δικαστήριο βασίζεται σε μεταβολή των πραγμάτων[32].
- Το δικαστήριο της κύριας δίκης ενεργεί κατ’ αίτηση διαδίκου, που έχει έννομο συμφέρον[33] και νομιμοποιείται στην υποβολή της σχετικής ανακλητικής ή μεταρρυθμιστικής αίτησης οποιοσδήποτε από τους διαδίκους της αρχικής δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, αρκεί να είναι διάδικος και στην κύρια δίκη[34], που άνοιξε με πρωτοβουλία δική του ή του αντιδίκου του, αλλιώς πρέπει να παρέμβει και το ίδιο ισχύει, κατά μια άποψη, και για τρίτα πρόσωπα[35]. Ορθότερη όμως κρίνεται η αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο τρίτος που παρενέβη στην κύρια δίκη δικαιούται να ασκήσει ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων[36]. Η αίτηση δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και μπορεί να υποβληθεί και να συζητηθεί ανεξάρτητα από την κύρια υπόθεση (ακόμη και αν υποβλήθηκε σε πολυμελές δικαστήριο) ή να συνεκδικασθεί μ’ αυτή σε οποιαδήποτε στάση της δίκης[37]. Τα σχετικά με την προδικασία της ρυθμίζονται από τα άρθρ. 686, 697.2 ΚΠολΔ και επομένως μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης.
- 12. Εκκρεμοδικία της κύριας υπόθεσης δημιουργεί και η άσκηση ένδικου μέσου[38], εκτός από την αναίρεση. Ωστόσο έχει γίνει δεκτό ότι η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης κατά το άρθρ. 697 ΚΠολΔ δικάζεται και από το αναιρετικό τμήμα του Αρείου Πάγου[39], δηλαδή στην περίπτωση αυτή γίνεται δεκτό ότι αρκεί, όπως και στην όμοια περίπτωση του άρθρ. 698§2 ΚΠολΔ, η απλή εκκρεμότητα της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο[40]. Κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ οριστικής απόφασης στην κύρια δίκη και αναβίωσης της εκκρεμοδικίας με την άσκηση ένδκου μέσου δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του άρθρ. 697 ΚΠολΔ[41], ενώ και η αρμοδιότητα του δικαστηρίου του άρθρ. 696 ΙΙΙ δεν αναβιώνει[42], ούτε βέβαια μπορεί το δικαστήριο αυτό να ενεργήσει όπως το δικαστήριο της κύριας δίκης, δηλαδή δεν έχει τη διευρυμένη δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης που έχει το δικαστήριο της κύριας δίκης[43].
- IV. Τελική αποτίμηση.
- Η δυνατότητα που παρασχέθηκε με το ν. 4335/2015 στο δικαστήριο της κύριας δίκης να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει, κατά το διάστημα που εκκρεμεί στο δικαστήριο αυτό η κύρια υπόθεση, απόφαση απορριπτική αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ναι μεν έγινε, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, προς αποκατάσταση της ισότητας ως προς τη δικονομική μεταχείριση των διαδίκων[44], όμως δυνητικά η εφαρμογή της επιβαρύνει σημαντικά το δικαστήριο της κύριας δίκης με την υποβολή σ’ αυτό αντίστοιχα μεγάλου αριθμού αιτήσεων ανάκλησης ή μεταρρύθμισης αποφάσεων απορριπτικών ασφαλιστικών μέτρων, με δεδομένο μάλιστα ότι για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση των αποφάσεων αυτών από το δικαστήριο της κύριας δίκης δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαία η μεταβολή των πραγμάτων, αλλά μπορεί η ανάκληση ή μεταρρύθμισή τους να βασίζεται και σε νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειές τους. Υπό την έννοια αυτή η ρύθμιση αντιστρατεύεται το πνεύμα του νόμου, που αποσκοπεί στην επιτάχυνση της παροχής δικαστικής προστασίας[45] και μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι ίσως και περιττή, αν γίνει δεκτή η άποψη ότι στο δικαστήριο της κύριας δίκης είναι δυνατή, κατά την εκκρεμοδικία εκεί της κύριας υπόθεσης, η υποβολή νέας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, μετά από απόρριψη προηγούμενης αίτησης από το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η επίκληση μεταβολής των πραγμάτων. Ορθότερη, όμως, είναι η άποψη ότι για την υποβολή νέας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων είναι στην περίπτωση αυτή αναγκαία και στο δικαστήριο της κύριας δίκης η μεταβολή των πραγμάτων (βλ. ανωτέρω αριθ. 8), οπότε η νέα ρύθμιση, που επιτρέπει χωρίς την προϋπόθεση αυτή την ανάκληση ή μεταρρύθμιση από το δικαστήριο της κύριας δίκης απόφασης απορριπτικής ασφαλιστικών μέτρων, που εκδόθηκε από το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων, κρίνεται τελικά εξυπηρετική της ισότητας μεταξύ των διαδίκων, αφού καλύπτει το σχετικό έλλειμμα.
*Υφυπουργός Δικαιοσύνης και Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
—————————————————————————————————————————- [1] Η αποδυνάμωση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί συνέπεια αυτονόητη στις περιπτώσεις που προβλέπεται στο νόμο ως κύρωση η αυτοδίκαιη άρση των ασφαλιστικών μέτρων (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 693 αριθ. 3, άρθρ. 694 αριθ. 2, άρθρ. 715 αριθ. 7).
[2] Ως όρος η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δεν απαντάται στο νόμο, ωστόσο είναι χρήσιμος όρος για να στεγάσει με τη γενικότητά του όλες τις περιπτώσεις που η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποβάλλει την ισχύ της είτε αυτοδικαίως είτε με μεταγενέστερη απόφαση.
[3] Ως μορφή κατάλυσης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, που καθιστά περιττή την ανάκλησή της (ΟλΑΠ 497/1978, ΝοΒ 1978.668), μπορεί να θεωρηθεί και η ανάλωσή της κατά το περιεχόμενο και το διατακτικό της με εκούσια συμμόρφωση, αναγκαστική εκτέλεση ή και εκ των πραγμάτων (ΜονΠρΛαμ 156/2001, Αρμ 2003.1480· ΜονΠρΡοδ 275/2010, ΕΠολΔ 2010.566· Κράνης, Η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων Αρμ 2007.829-847 αριθ. 4).
[4] Η απαγόρευση είναι συνταγματική (ΑΠ 131/1979, ΤοΣ 1979.637) και δεν προσκρούει στην ΕΣΔΑ (πρβλ. ΜονΠρΑθ 14443/1994, ΕΕργΔ 1995. 361· ΜονΠρΘεσ 12551/1996, Αρμ 1996. 1131).
[5] ΕφΑθ 3692/2009, ΕλλΔνη 2009.1448· ΠολΠΡοδ 79/1999, Αρμ 1999.1585· ΜονΠΑθ 9781/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[6] ΟλΑΠ 497/1978, ΝοΒ 1978.668· ΑΠ 724/2002, ΝοΒ 2003.34· 1180/2003, ΕλλΔνη 2005.432· ΕφΑθ 842/2012, ΕλλΔνη 2013.456· ΕφΠειρ 1165/2001, Αρμ 2003.994· ΜΕφΘεσ 222/2018, ΕλλΔνη 2018.774· ΠολΠρΑθ 3695/2009, ΧρΙΔ 2010.203· ΜονΠρΙωαν 142/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Τζίφρας, ΑσφΜέτρα4 (1985) σ. 108· Μακρίδου, Νομικές Μελέτες (2010) σ. 447· Καλαβρός, ΕΠολΔ 2018.250-251.
[7] Νικολόπουλος, Η ανάκληση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων3 (2014) σ. 180-182.
[8] ΑΠ 75/2014, ΕλλΔνη 2015.1039· ΕφΑθ 4309/1992, ΕλλΔνη 1993.388· Νικολόπουλος, 190-194· βλ. όμως Ματθία, Δ 1979.561-564· Καργάδο, Ασφαλιστικά μέτρα και ουσιαστικόν δίκαιον, σ. 78· Παναγόπουλο, Δ 1982.863.
[9] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 696 αριθ. 1.
[10] ΜονΠρΛαμ 713/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΠειρ 2025/2013, ΕλλΔνη 2014.1505· Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ2 [2007] σ. 132.
[11] ΕφΑθ 1173/1999, ΕλλΔνη 2001.764· ΠολΠρΧαλκ 90/1988, Δ 1988.748· ΠολΠρΘεσ 2116/2004, Αρμ 2004.1189· ΜονΠρΑθ 7395/1989, Δ 1990.61· 4735/2008, ΕφΑΔ 2009.346.
[12] ΜονΠρΚαρδ 297/1986, ΕλλΔνη 1987.515· ΜονΠρΒερ 271/1995, Αρμ 1995.1452.
[13] ΕφΠειρ 1165/2001, Αρμ 2003.994· ΜονΠρΑθ 829/1994, ΕλλΔνη 1995.441· ΜονΠρΛαρ 192/1999, Αρμ 1999.948· ΜονΠρΛευκ 54/2000, ΑρχΝ 2000.828· Παναγόπουλος, Δ 1986. 226-227 και Δ 1988. 751· Νίκας, γνμδ., ΕλλΔνη 2005.682-684.
[14] ΕφΑθ 4862/1985, ΕλλΔνη 1985.1181· 6522/1998, Δ 1999.125· ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ 2004.252.
[15] Μπέης, ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 696 σ. 190-191· Νικολόπουλος, Η ανάκληση, σ. 106 σημ. 160.
[16] ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ 2004.252· ΠολΠρΑθ 3695/2009, ΧρΙΔ 2010.203· ΠολΠρΡοδ 28/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΑθ 6208/2001, Δ 2002.413· 7657/2003, Δ 2004.112· ΜονΠρΛαμ 713/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΙωαν 142/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Τζίφρας, ΑσφΜέτρα4 [1985] σ. 95-98· Μακρίδου, Νομικές Μελέτες (2010) σ. 445-447· Νικολόπουλος, Η ανάκληση, σ. 119-121.
[17] ΜονΠρΑθ 2737/1996, ΝοΒ 1997.470· ΜονΠρΛευκ 149/2002, ΑρχΝ 2004.366.
[18] ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ 2004.252· ΜονΠρΛαρ 670/1983, ΝοΒ 1984.320· ΜονΠρΑθ 7527/1987, Δ 1987.755· 11068/1989, ΕλλΔνη 1990.405· 7131/2017, ΕφΑΔ 2017.951.
[19] ΠολΠρΑθ 3695/2009, ΧρΙΔ 2010.203· ΜονΠρΠειρ 8105/2003, ΕλλΔνη 2006.940· ΜονΠρΝαυπλ 115/2014, αδημ· Πολυζωγόπουλος, γνμδ, Νομικές Μελέτες Ι (1996) σ. 324.
[20] ΠολΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΡοδ 657/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠΘεσ 2045/2016, ΕλλΔνη 2016.1446· 14798/2017, Αρμ 2018.971· ΜονΠρΑθ 7131/2017, ΕφΑΔ 2017.951.
[21] ΠολΠρΑθ 3695/2009, ΧρΙΔ 2010.203· ΠολΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΑθ 7131/2017, ΕφΑΔ 2017.951· βλ. όμως και ΜονΠρΑθ 18262/1991, Δ 1993.383.
[22] ΜονΠρΣερ 72/2017, ΕλλΔνη 2017.1508.
[23] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρ. 682-738 αριθ. 17.
[24] βλ και ΜΕφΑθ 2647/2018, ΝοΒ 2018.1658.
[25] ΕφΑθ 6522/1998, Δ 199.125· ΕφΠατρ 328/2011, ΑχΝομ 2012.357· ΠολΠρΠειρ 1824/1991, πλ, Δ 1992.253· ΠολΠρΑιγ 2/2013, ΕλλΔνη 2014.563· Νίκας, γνμδ, ΕλλΔνη 2005.686-687· αντίθ. ΠολΠρΑθ 13435/1978, Δ 1980.64· 238/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΘηβ 296/1990, Δ 1992.258· ΜονΠρΤρικ 132/2017, ΕφΑΔ 2017.832· Κονδύλης, Το δεδικασμένο, σ. 705/706· Νικολόπουλος, Η ανάκληση, σ. 147-148, 151.
[26] ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ 2004.252· ΜονΠρΠειρ 2025/2013, ΕλλΔνη 2014.1505.
[27] Κατά την έννοια αυτή η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης ενεργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων από το άρθρ. 699 ΚΠολΔ ένδικων μέσων, δηλαδή, μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της απόφασης, εξ αιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε ή αναλόγως η απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΑθ 929/1995, ΕλλΔνη 1997.875· ΕφΘεσ 2217/2006, Αρμ 2006.1607· 391/2018, ΕλλΔνη 2018· ΠολΠρΑθ 10/2002, ΕΕμπΔ 2002.346· 5/2015, ΝοΒ 2015.252· ΠολΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΑθ 7131/2017, ΕφΑΔ 2017.951).
[28] ΕφΑθ 8561/1985, Δ 1986.378· ΠολΠρΑθ 3695/2009, ΧρΙΔ 2010.2003· ΠολΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΑθ 7131/2017, ΕφΑΔ 2017.951.
[29] ΕφΠατρ 328/2011, ΑχΝομ 2012.357· ΠολΠρΑθ 238/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρΛαμ 9/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΤρικ 132/2017, ΕφΑΔ 2017.832.
[30] Βλ. αναλυτικά Κράνη, Προσωρινή διαταγή, ανάκληση και μετενέργεια των ασφαλιστικών μέτρων (2013) σ. 46-47· πρβλ. και Μπέη, ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 697 σ. 203· τον ίδιο, Δ 1980.68· ΠολΠρΑθ 96/1976, ΝοΒ 1977.89· ΜονΠρΔραμ 107/2010, Αρμ 2012.1850· αντίθ., χωρίς διάκριση, ΕφΠειρ 698/1999, ΕπισκΕμπΔ 1999.891· ΠολΠρΡοδ 79/1999, Αρμ 1999.1585· Μαυραγάνης, Δ 1985.241-244· Νικολόπουλος, Η ανάκληση, σ. 141-147.
[31] ΕφΠειρ 1165/2001, Αρμ 2003.994· ΠολΠρΑθ 315/1986, Δ 1987.359· ΜονΠρΚορ 522/1975, Δ 1976.72· ΜονΠρΡοδ 1/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜονΠρΠειρ 2025/2013, ΕλλΔνη 2014.1505· ΜονΠρΝαυπλ 115/2014, αδημ.· ΕιρΡοδ 65/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[32] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας(-Κράνης), ΕρμΚΠολΔ (2000), άρθρ. 697 αριθ. 5.
[33] ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ 2004.252· ΠολΠρΑθ 40/1984, ΝοΒ 1984.1240.
[34] ΕφΑθ 4837/1985, Δ 1986.101· ΠολΠρΑθ 10/2002, ΕΕμπΔ 2002.346.
[35] Γέσιου-Φαλτσή, ΕλλΔνη 1997.1743-1744· Τζίφρας, ΑσφΜέτρα4 (1985) σ. 104.
[36] Μπέης, ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 697 σ. 2011· Νικολόπουλος, Η ανάκληση, σ. 135-136.
[37] ΕφΠειρ 698/1999, ΕπισκΕμπΔ 1999.891· ΠολΠρΑθ 238/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρΑλεξ 122/2008, Δ 2009.857· ΠολΠρΧαλκιδικ 216/2015, Αρμ 2016.470· ΜονΠρΡοδ 3364/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[38] ΑΠ 432/1985, ΕλλΔνη 1985.869· ΕφΑθ 10769/1991, ΕλλΔνη 1995.658· 3692/2009, ΕλλΔνη 2009.1448· ΕφΘεσ 391/2018, ΕλλΔνη 2018.77.
[39] ΣυμβΑΠ 167/1971, ΝοΒ 1971.642· ΑΠ 496/1972, ΝοΒ 1972.1305· αντίθ. ΑΠ 1846/1983, Δ 1986.809
[40] ΑΠ 87/2006, ΝοΒ 2006.867· 1354/2006, ΝοΒ 2007.390· 1304/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· 603/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· 1280/2011, ΕλλΔνη 2011.1357.
[41] ΜονΠΚαρδ 210/1993, αδημ.· πρβλ. και ΕφΠειρ 147/1978, ΝοΒ 1979.242· 698/1999, ΕπισκΕμπΔ 1999.891· ΠολΠρΑθ 5/2015, ΝοΒ 2015.252· βλ. όμως ΠολΠρΚαβ 4/2018, ΕλλΔνη 2018.1125: αρμόδιο κατά το άρθρ. 697 είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση για την κύρια υπόθεση· ΜονΠρΙωαν 414/1985, Δ 1986.93· ΜονΠΘεσ 1179/1988, ΑρχΝ 1988.352.
[42] πρβλ. Μπέη ΠολΔικον V (1983) άρθρ. 697 σ. 198· αντίθ. Παναγόπουλος, Δ 1986.100.
[43] βλ. όμως διαφορετικά ΜονΠΤρικ 137/2017, ΕφΑΔ 2017.832.
[44] Θετικά υπέρ της ρύθμισης εκφράστηκε και πριν την εισαγωγή της ο Νικολόπουλος, Η ανάκληση, σ. 147.
[45] Βλ. Κράνη, ΕΠολΔ 2014. 242· τον ίδιο, ΕλλΔνη 2016.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ende.gr
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr