Δημήτρης Πατώκος: Λογοκρισία… μήτηρ πάσης κακίας!
Το ομολογώ ευθαρσώς, με την ελπίδα ότι δεν θα παρεξηγηθώ! Ανέκαθεν η έννοια της «λογοκρισίας» στην Τέχνη ασκούσε πάνω μου μια μυστηριώδη και παράξενη γοητεία! Σαν κάτι μακρινό, εξωτικό και παράδοξο, που δεν το γνώρισε ιδιαίτερα η δική μου γενιά, αν εξαιρέσει ίσως κανείς κάποια χαρακτηριστικά «μπιπ» πάνω σε «κακές» λέξεις στους δίσκους του Τζίμη […]
Το ομολογώ ευθαρσώς, με την ελπίδα ότι δεν θα παρεξηγηθώ! Ανέκαθεν η έννοια της «λογοκρισίας» στην Τέχνη ασκούσε πάνω μου μια μυστηριώδη και παράξενη γοητεία! Σαν κάτι μακρινό, εξωτικό και παράδοξο, που δεν το γνώρισε ιδιαίτερα η δική μου γενιά, αν εξαιρέσει ίσως κανείς κάποια χαρακτηριστικά «μπιπ» πάνω σε «κακές» λέξεις στους δίσκους του Τζίμη Πανούση ή στους στίχους που απήγγειλε δισκογραφικά η Κατερίνα Γώγου στη μοναδική, συγκλονιστική δισκογραφική της κατάθεση με τίτλο «Στο Δρόμο» (το πιο αστείο βέβαια είναι ότι οι κομμένοι στίχοι αναγράφονταν αυτούσιοι στο οπισθόφυλλο του δίσκου!).
Γράφει ο Δημήτρης Πατώκος
Όλα αυτά, όμως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 συνιστούν μάλλον ανώδυνες περιπτώσεις, σε σχέση με τα παλαιότερα, άγρια χρόνια, στα οποία -αυτονόητα εκτός της αλήστου μνήμης επταετίας- η έννοια της «ελευθερίας» εν Ελλάδι υπήρξε κομμάτι παρεξηγημένη…
Σπεύδω να διευκρινίσω την αρχική μου ομολογία. Σταθερά με διακατείχε η αντίληψη πως, πέρα από τον γελοίο και φασιστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας ιδεοληψίας, οποιαδήποτε απόπειρα φίμωσης ενός καλλιτέχνη από την πλευρά της εκάστοτε εξουσίας δεν φανερώνει τίποτε άλλο από την αναμφισβήτητη ισχύ της Τέχνης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αλλά και τον ανομολόγητο φόβο της εξουσίας αυτής απέναντι στη δύναμη ενός καλλιτεχνικού έργου. Η επιβολή της λογοκρισίας συνιστά την πλέον περίτρανη απόδειξη, ότι πέρα από την εφήμερη και επιφανειακή διασκέδαση-εκτόνωση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια (αδικαιολόγητα μετά από όσα βιώνουμε…), η αληθινή τέχνη, η διαχρονική και η άφθαρτη, οξύνει πνεύμα, διευρύνει ορίζοντες, αναβαθμίζει γούστο και αισθητική, καθιστά τον ιδιώτη σκεπτόμενο πολίτη και πρωτίστως συμπολίτη, κινητοποιεί πλήθη, ενεργοποιεί αγωνιστική διάθεση, απορρίπτει κάθε εφησυχασμό και παθητικότητα. Κάθε δημιουργός που υπέστη στην πορεία του αυτού του είδους την περιστολή της καλλιτεχνικής του έκφρασης, πέρα από την αυτονόητη δυσφορία του, σίγουρα το βίωσε ενδόμυχα ως τίτλο τιμής, ως ακλόνητο τεκμήριο ότι υπηρετεί ορθά το λειτούργημά του, εφόσον η εξουσία, ενίοτε με την ισχύ των όπλων και του χρήματος φτάνει στο σημείο να απαγορεύει, άρα να φοβάται τα λόγια, τους στίχους, τις μελωδίες, τα φιλμ και εν γένει αυτά που η ευαισθησία, η φαντασία και η οξυδέρκειά του κατόρθωσαν να γεννήσουν.
Στο ρητορικό, λοιπόν, ερώτημα του Χέλντερλιν «τι χρειάζονται οι ποιητές σε μίζερους καιρούς;» ή στη θλιβερή διαπίστωση του Εγγονόπουλου «τούτη η εποχή… δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια», ένας Αναγνωστάκης απαντά με παρρησία: «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;»… Ποιος άλλος, αν όχι ο ποιητής, ο ζωγράφος, ο καλλιτέχνης που εμφορείται από τη συναίσθηση του υψηλού του ρόλου;…
Σε όσους, δυστυχώς, μειδιούν συγκαταβατικά και απαξιώνουν την αξία της τέχνης κυρίως στη σημερινή, «βουβή» εποχή μας, το γεγονός ότι το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 ουκ ολίγοι καλλιτέχνες συνελήφθησαν – τέτοια πρεμούρα, από τα άγρια χαράματα!-, αποδεικνύει ακράδαντα πως οι άνθρωποι αυτοί, αντικομφορμιστές και ονειροπόλοι, αντιφρονούντες απέναντι σε κάθε ολοκληρωτισμό, επικίνδυνοι για το καθεστώς είχαν και έχουν ρόλο να διαδραματίσουν στο πολιτικό γίγνεσθαι! Με οποιαδήποτε τίμημα λογοκρισίας απέναντι τους!
Τέτοιες μέρες επιμένω να «τιμώ» την κάπως λησμονημένη επέτειο της αποκατάστασης της έσχατης δημοκρατίας μας, ενθυμούμενος κωμικοτραγικές ιστορίες λογοκρισίας που ταλάνισαν το πολύπαθο τραγούδι μας και όχι μόνο. Είναι μακρά η ιστορία τέτοιων απαγορεύσεων, ήδη από τα χρόνια της φρικαλέας μεταξικής δικτατορίας, που κυνήγησε ανηλεώς, σαν μίασμα, το ρεμπέτικο τραγούδι, την κορωνίδα, μαζί με την ανυπέρβλητη γενιά του ’30, της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν το πολιτικό τραγούδι ενηλικιώνεται με τη σαρωτική έλευση του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και μίας ολόκληρης γενιάς νέων και ανήσυχων δημιουργών, για τη λογοκρισία ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρόν!
Η αναφορά στον βασιλιά Θεοδωράκη καθίσταται προφανής και αυτονόητη. Ο αριστουργηματικός δίσκος, σήμα κατατεθέν της εθνικής συμφιλίωσης στη δεκαετία του ‘60 «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (εκεί συναντάμε και τα «Περιβόλια», ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα από καταβολής ελληνικής μουσικής!) θα υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία, μέχρι τελικά να κυκλοφορήσει λειψός. Τα τραγούδια «Αλυσίδα» και «Τραγούδι κόκκινο θα πω» δεν θα ηχογραφηθούν παρά τριάντα χρόνια μετά, σε νεότερη εκτέλεση του έργου και φυσικά άλλον ερμηνευτή! Και βέβαια, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο άκρατος λογοκριτικός μηχανισμός θα απαγορεύσει ολοσχερώς την κυκλοφορία του έργου του. Λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πραξικοπήματος η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύθηκε με ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου του ελληνικού στρατού Οδυσσέα Αγγελή: «1) Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα δια ολόκληρον την επικράτειαν: Απαγορεύεται: α) η ανατύπωσις ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως «Νεολαία Λαμπράκη», δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν β) το άδειν άπαντα τα άσματα, τα χρησιμοποιούμενα υπό της κινήσεως της κομμουνιστικής νεολαίας, διαλυθείσης δυνάμει της παραγράφου 8 του διατάγματος της 6ης Μαΐου 1967, δοθέντος ότι τα εν λόγω άσματα υποκινούν πάθη και διενέξεις εις τους κόλπους του πληθυσμού. 2) Οι παραβαίνοντες την ως άνω διαταγήν πολίται θα πρέπει να παραπέμπονται αμέσως ενώπιον στρατοδικείων και θα δικάζωνται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκτάκτου νομοθεσίας».
Επί επτά χρόνια δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα ούτε ένας δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, σχεδόν από τα τέλη του 1966 μέχρι το καλοκαίρι του 1974! Οι ηχογραφήσεις του εξωτερικού έφταναν κρυφά στη χώρα μας σε παράνομες μαγνητοταινίες ή δίσκους με άσχετες ετικέτες και εξώφυλλα (Δεν θα ξεχάσω την ιστορία που μου αφηγείτο ένας συμφοιτητής μου: το 1973, ο πατέρας του έφερε οδικώς, κρυφά από το Παρίσι, τον δίσκο «Κατάσταση πολιορκίας», τον οποίο όμως είχε ξεχάσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κάτω από τον ήλιο για ώρες. Προς γενική απογοήτευση της παρέας, ο δίσκος είχε τόσο πολύ στραβώσει που δεν έμπαινε ούτε στο πικάπ!).
Μάλιστα στα τέλη του 1973, σε μία κατ’επίφαση προσπάθεια χαλάρωσης των κατασταλτικών μέτρων και «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, δόθηκε το πράσινο φως για την ηχογράφηση κάποιων τραγουδιών του μεγάλου μας Συνθέτη. Ήδη στο Παρίσι, είχαν ηχογραφηθεί κρυφά τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου, με τον νεαρό αλλά καθιερωμένο τότε Γιώργο Νταλάρα. Μου διηγείτο κάποτε ο αξέχαστος Χάρης Τσακμασιάν, υπάλληλος τότε της εταιρείας MINOS, πως είχε κατέβει, με το πρώτο προς ακρόαση δείγμα του δίσκου, στα μεγάλα δισκοπωλεία του κέντρου της Αθήνας, για να πάρει τις πρώτες παραγγελίες, όπως συνηθιζόταν τότε. Ήταν το απόγευμα της 16ης προς 17η Νοέμβρη του 1973! Η Αθήνα φλεγόταν, αστυνομία και τανκς παντού γύρω από το Πολυτεχνείο και εκείνος κυκλοφορούσε αποκλεισμένος στο κέντρο με τον συγκεκριμένο δίσκο κρυμμένο μέσα στο μπουφάν του. Τι σουρεαλιστική σκηνή! Τα μέτρα φιλελευθεροποίησης ήρθησαν, βέβαια, την επόμενη μέρα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς και φυσικά εξαντλήθηκε αυθημερόν!
Στα χρόνια της επάρατης επταετίας, είχε συγκροτηθεί επίσημα Επιτροπή Λογοκρισίας, από ανθρώπους φαιδρούς, απαίδευτους και αστοιχείωτους που απαγόρευαν ακατάπαυστα. Κάθε δημιουργός όφειλε να υποβάλει το έργο του στην επιτροπή αυτή, αποτελούμενη κυρίως από στρατιωτικούς και είτε να αυτολογοκρίνεται, όπου αυτό ήταν εφικτό είτε να χρησιμοποιεί έντονα το αλληγορικό στοιχείο. Ο μηχανισμός αυτός διύλιζε κάθε τραγούδι, στίχο προς στίχο, «αποφάσιζε και διέταζε» χωρίς αιδώ και γνώση. Ό,τι θεωρούσε ακατάλληλο προς κυκλοφορία το απέσυρε με συνοπτικές διαδικασίες. «Δημοκρατία, ελευθερία, αγώνας» ήταν λέξεις ανεπίτρεπτες για τους φωστήρες της χούντας. Στους δίσκους βινυλίου, οι λογοκριτές κολλούσαν ετικέτα με την ένδειξη «Απαγορεύεται» ή «Απερρίφθη» ενώ τα επίμαχα σημεία του δίσκου χαράσσονταν και γρατζουνίζονταν με πινέζα ή τοποθετούσαν πάνω τους αυτοκόλλητο- τσιρότο που καθιστούσε αδύνατη την αναπαραγωγή του τραγουδιού! Επρόκειτο για τη γνωστή τακτική του «φουρτακιάσματος», μιας εικονικής καταστροφής των δίσκων. Αρκετοί τέτοιοι δίσκοι σώζονται σήμερα, σε αυτή την κατάσταση, στο αρχείο της ΕΡΤ.
Όσο κι αν οι καλλιτέχνες επινοούσαν τρόπους να αποφύγουν τη μάχαιρα της λογοκρισίας, αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Η γελοία υπερβολή έφτανε ενίοτε στην απαγόρευση ακόμα και αθώων, ελαφρών τραγουδιών όπως το «Πέταξε ένα πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή», με τον Γιάννη Βογιατζή και τη Τζένη Βάνου! Τι πουλί ήταν αυτό; Πού πέταξε; Τι μήνυμα μετέφερε; Αστειότητες πρωτοφανείς!
Θυμάμαι στο υπόγεια μελαγχολικό τραγούδι του Σαββόπουλου «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο», μια ελεγεία για τα νεαρά κορίτσια της δεκαετίας του 60, αδυνατούσα να συλλάβω το νόημα του στίχου «τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε τόσο μια φορά». Τι ακριβώς τη ρωτάνε; αναρωτιόμουν. Μέχρι που, χρόνια αργότερα, άκουσα τον στίχο δίχως τη λογοκριτική παρέμβαση: «τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά»! Ο διάλογος του νεαρού τότε Σαββόπουλου με τον λογοκριτή είναι άκρως αποκαλυπτικός:
«-Κύριε Σαββόπουλε, θίγετε ένα ζήτημα… καθαρά γυναικολογικής φύσεως… Ναι, αλλά με ευαισθησία κύριε … και με ταλέντο, αν έχετε ακουστά… Τίποτα! Ο στίχος απορρίπτεται! Καλά… αλλά δεν είστε μάνα και δεν μπορείτε να καταλάβετε…»
Τα πράγματα, βέβαια, σοβάρευαν σε τραγούδια με επιτακτικά πολιτικά μηνύματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Η κυρία Μάνου», μια γνωστή κυρία, μέλος του ΚΚΕ, που στα κρατητήρια της Ασφάλειας εμψύχωνε τους κρατούμενους και η οποία μετατράπηκε από την επιτροπή σε «Θεία Μάρω»! Ο στίχος κυκλοφόρησε ως εξής (στις παρενθέσεις τα απαγορευμένα λόγια): «Στην υγρή μας την αυλή (φυλακή) / στρώνει για να κοιμηθεί / η θεία Μάρω (κυρία Μάνου) / κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί (φρουροί), μα έχει απόφαση σωστή / η θεία Μάρω». Πάντως ο Σαββόπουλος έβρισκε συχνά τρόπους να παρακάμπτει τους ηλίθιους λογοκριτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πασίγνωστο τραγούδι «Που πας παλληκάρι, ωραίο σα μύθος… και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ» που κυκλοφόρησε ελεύθερα μόνο και μόνο επειδή έφερε τον τίτλο «Ωδή στον Καραϊσκάκη»! Είναι γνωστό ότι το καθεστώς έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στο 1821, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο δαιμόνιος Σαββόπουλος. Θα είχε, άραγε, την ίδια τύχη το τραγούδι, αν έφερε ως τίτλο «Ωδή στον Αλέξανδρο Παναγούλη» ή «…στον Γρηγόρη Λαμπράκη»;
Πάντως οι περιπέτειες του Σαββόπουλου συνεχίστηκαν και μεταπολιτευτικά. Στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», γραμμένο για τον Νίκο Κοεμτζή, τον δράστη του φονικού της «Νεράιδας», η φωνή του καλλιτέχνη ακούγεται αλλοιωμένη ώστε να μην ακούγονται οι στίχοι που στηλιτεύουν την ελληνική δικαιοσύνη: «Καθώς διηγιόταν την ζωή του / θαρρούσα δε θ’ αντέξω / το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί / μα η δικαιοσύνη ήταν απ’ έξω»…
Η «Θητεία» υπήρξε ένας από τους πλέον εμβληματικούς δίσκους της εγχώριας δισκογραφίας. Στο πασίγνωστο τραγούδι «Μαλαματένια λόγια στο σεργιάνι», ο στίχος του Μάνου Ελευθερίου υπέστη τις απαραίτητες «βελτιώσεις»: «καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία / και να ‘σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά / κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία / και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά» έλεγε ο στίχος, μόνο που η περίφημη «κομπανία» ήταν στην αρχική γραφή «συμμορία», εμφανής αναφορά στην ομάδα των περιώνυμων επίορκων συνταγματαρχών. Και λίγο παρακάτω, ο στίχος «με δέσαν στα στενά και στους κανόνες / και ξημερώνοντας μέρα κακή / τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες / με πήραν και με βάλαν σε κλουβί» αλλοιώθηκε στο «μέρα κακή». Ο αρχικός στίχος έλεγε «Παρασκευή», ημέρα επιβολής της δικτατορίας. Η ανοησία των λογοκριτών ήταν τόσο «απύθμενη», που ο στίχος «ποιος είδε καπετάνιο στα βουνά» στο ίδιο τραγούδι, ευθεία αναφορά στον αντάρτη Άρη Βελουχιώτη, πέρασε απαρατήρητος! Η μουσική του δίσκου ανήκει φυσικά στον Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος χρεώνεται ένα από τα πλέον αινιγματικά τραγούδια εκείνης της εποχής, το «Ζαβαρακατρανέμια». Τα ακαταλαβίστικα λόγια του άφησαν το τραγούδι άθικτο από τις απαγορεύσεις της χούντας, ωστόσο ο συνθέτης έδωσε την ερμηνεία τους λίγα χρόνια αργότερα: «ζάβαρα» = λάβαρα, «κάτρα» = μαύρα, «νέμια» = ανέμισαν…
Άρρηκτα συνυφασμένο με την πνευματική αντίσταση ενάντια στην επταετή δικτατορία είναι και το τραγούδι «Ο Δρόμος είχε τη δική του ιστορία» του Μάνου Λοΐζου σε στίχους της Κωστούλας Μητροπούλου. Δαχτυλογραφημένοι σώζονται οι στίχοι της, κι από κάτω χειρόγραφα υπάρχει η σημείωση: «Απερρίφθη υπό της Α/θμίου Επιτροπής διότι δια της προφανούς μεταφορικής εννοίας των στίχων προσβάλλεται η ιδέα της ελευθερίας (παρομοίωσις με μάντρα παλαιών υλικών κλπ)». Στο τραγούδι των ίδιων δημιουργών «Ο στρατιώτης» που ερμήνευσε το 1974 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η λογοκρισία μετέτρεψε το εμβατήριο από «φασιστικό» σε «μονότονο»! «Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει / είναι μονότονο (φασιστικό) και του ‘ρχεται να κλαίει»…
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ένας συνθέτης διαφορετικού αν και εξίσου ποιοτικού προσανατολισμού, ο Μίμης Πλέσσας υπήρξε και αυτός αγαπημένο παιδί της λογοκριτικής μανίας των δικτατόρων. Ο σπανιότατος –αλλά και εξαίσιος- δίσκος «Ζει;» σε στίχους του Κώστα Βίρβου (1971), εμπνευσμένος από τι χάρτινες φιγούρες του θεάτρου σκιών, με ερμηνευτές τον Γιάννη Καλατζή και τον Γιώργο Νταλάρα, απαγορεύτηκε ολόκληρος. Το ίδιο και ο δίσκος «Μίλα μου για την Λευτεριά» με το αριστουργηματικό τραγούδι «Έξι άνδρες» και την ανατριχιαστική, δωρική εκτέλεση του Γιάννη Πουλόπουλου: « Έξι άντρες την αυγή / Παναγιά μου φύλαγε. / Έξι άντρες μια πληγή / μα κανείς μίλαγε / Έξι τους βαράγανε / μα δε μαρτυράγανε».
Κομμένος από τη λογοκρισία και ο στίχος «Ξημερώνει Κυριακή / μη μου λυπάσαι / είναι όμορφη η ζωή / να το θυμάσαι», από τον θρυλικό «Δρόμο», προφανώς γιατί η Κυριακή λειτουργούσε ως σύμβολο ελπίδας, ψυχικής ανάτασης και ελευθερίας. Αξίζει αναφορά, τέλος, σε έναν υπέροχο επίσης δίσκο του ίδιου δημιουργού, τα «Χαμένα Χρόνια» με τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Βούλα Σαββίδη, που απαγορεύτηκε μεταπολιτευτικά με το που κυκλοφόρησε (1977), με την αιτιολογία ότι «αναμόχλευε παλιά πάθη». Όταν θέλεις να τιθασεύσεις την ελεύθερη έκφραση και να στενέψεις τον ορίζοντα της σκέψης, οι δικαιολογίες δεν λείπουν.
Δυστυχώς, οι ιστορίες αυτές δεν έλαβαν τέλος μεταπολιτευτικά. Σπουδαίοι δημιουργοί ταλαιπωρούνταν με αποκλεισμούς και απαγορεύσεις από το κρατικό ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Όλοι σχεδόν οι δίσκοι του Θάνου Μικρούτσικου, σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ, Βολφ Μπίρμαν, Γιάννη Ρίτσου, Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, της δεκαετίας του 70 απαγορεύτηκαν από το τότε ΕΙΡΤ! Εξαίρεση βέβαια αποτελούσε το Τρίτο Πρόγραμμα, στο οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις είχε εγκαταστήσει δικό του «βασίλειο»! Παρά τις κυβερνητικές απαγορεύσεις, εκεί τα τραγούδια μεταδίδονταν κανονικότατα. Κι όταν έπεφτε κανένα τηλέφωνο διαμαρτυρίας από την πλευρά του αρμόδιου υπουργού, ο Χατζιδάκις απαντούσε με αφοπλιστική ειρωνεία: «Ξέρετε κύριε υπουργέ μου, την εβδομάδα αυτή παίζουμε τους αριστερούς συνθέτες. Οι δικοί μας θα παίξουν την επόμενη!»
Η ενδεικτική αναφορά σε ιστορίες λογοκρισίας του νεοελληνικού μας τραγουδιού καταδεικνύει μία γελοία και ταυτόχρονα τρομακτική έκφανση του φασισμού που επιδιώκει την καταστρατήγηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τον ασφυκτικό έλεγχο της σκέψης. Δε βλάπτει, λοιπόν, με αφορμή κάποιες ιστορικές επετείους, όπως εκείνη που πλησιάζει, να αναλογιζόμαστε πως τίποτα δεν επιτρέπεται να θεωρείται δεδομένο και πως η ανθρώπινη ανοησία είναι και διαχρονική αλλά και κολλητική, αν κρίνω από το αυξανόμενο ποσοστό των μαυροφορεμένων και μη νοσταλγών ενός σκοτεινού παρελθόντος…
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr