Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Ευστάθιος Βεργώνης : Ν. 1608/1950 – Αντικατάσταση με αποτελεσματικότερο πλαίσιο

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ευστάθιος Βεργώνης : Ν. 1608/1950 – Αντικατάσταση με αποτελεσματικότερο πλαίσιο

 Καλό είναι να μην ξεχνάμε τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, στις οποίες επιβάλλεται μια νομοθετική ρύθμιση, ιδιαίτερα μετά τα σχεδόν 70 χρόνια ποικίλης, με την έννοια της πολλαπλότητας των περιπτώσεων, εφαρμογής της, που έχει ως αποτέλεσμα να λησμονάται όχι μόνο η πηγή, αλλά κι ουσιώδη στοιχεία της, όπως το τι αναγόρευσε σε προστατευόμενο, με αυστηρότατες μάλιστα, ποινικές κυρώσεις έννομο αγαθό.

Αναλύει ο Αντεισαγγελέας Εφετών Ευστάθιος Βεργώνης

Ο ν. 1608/1950 λοιπόν ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε το 1950, επί κυβέρνησης Νικολάου Πλαστήρα, σε μια χώρα δηλωμένη από την κατοχή και τον εμφύλιο, που είχε ως προτεραιότητα την επιβίωσή της μέσα από την ανασυγκρότηση. Ιστορικά μάλιστα σχετίζεται με την προστασία της βοήθειας που κατευθύνονταν στην χώρα μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, θέλοντας να προστατεύσει τα κεφάλαια αυτά απ

ό την αρπαγή τους. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η δημόσια περιουσία, ο χαρακτηρισμός δε μιας περιουσίας ως δημόσιας, αποτέλεσε και αποτελεί, ελπίζω, ζητούμενο τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία.  

Είναι ο κατ’ εξοχήν  νόμος κατά της διαφθοράς, που τέθηκε σε ισχύ περίπου μισό αιώνα πριν η λέξη ‘’διαφθορά’’ αρχίσει να ορίζει την σχετική εγκληματική συμπεριφορά. Κοινά αποδεκτός ορισμός της διαφθοράς δεν υπάρχει διεθνώς.

Ο νομικός ορισμός της διαφθοράς καλύπτει ορισμένες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς, που τυποποιούνται στο ποινικό δίκαιο. Ως διαφθορά με αυτήν  την  έννοια, νοείται κάθε μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς, κατά την οποία το πρόσωπο που ασκεί δημόσια εξουσία καταχράται ή εκμεταλλεύεται την θέση του χάριν της εξασφάλισης αθέμιτων πλεονεκτημάτων για τον εαυτό του ή τρίτο.

Επίσης σύμφωνα με τον ορισμό περί διαφθοράς που δόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ‘’ως διαφθορά νοείται η απαίτηση, προσφορά, παροχή ή αποδοχή, αμέσως ή εμμέσως , δώρου ή οποιουδήποτε άλλου μη προσήκοντος ωφελήματος που επηρεάζει την ορθή εκτέλεση καθήκοντος ή την απαιτούμενη συμπεριφορά, στον λήπτη του δώρου ή του μη προσήκοντος ωφελήματος’’. Ο ορισμός αυτός καλύπτει την δωροδοκία και κάθε μορφή εγκλήματος περί την υπηρεσία, καλύπτοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής του ν. 1608/1950 σε μεγάλο βαθμό.

Ως διαπλοκή τώρα νοείται η ύπαρξη εξωθερμικής σύνδεσης μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, η οποία εξασφαλίζει επιχειρηματικά κέρδη ποικίλων ειδών (μονοπωλιακές θέσεις, προσβάσεις σε αγορές, δημόσιους πόρους κλπ.) μέσω εκμετάλλευσης των ανεπαρκειών του θεσμικού πλαισίου που οδηγούν τον διαπλεκόμενο να κινείται πάντα στα όρια της νομιμότητας. Οι ορισμοί θα φανούν χρήσιμοι πιο κάτω.

Τα οικονομικά και υπηρεσιακά εγκλήματα, εις βάρος οποιασδήποτε περιουσίας που θεωρείται δημόσια, σύμφωνα με τον ν. 1608/1950 ‘’περί καταχραστών δημοσίου’’΄, τιμωρούνται και με ισόβια κάθειρξη,. Και προσοχή ως δημόσια περιουσία χαρακτηρίζεται όχι μόνο αυτή του Ελληνικού Κράτους, αλλά και η περιουσία όλων των, ιδιωτικών πλέον, τραπεζών, αλλά και μιας επιχορηγούμενης πολιτιστικής συλλογικότητας μιας γειτονιάς. Και αυτό όταν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι προβλεπόμενες ποινές δεν υπερβαίνουν  τα δέκα έτη, σε πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις.

Εδώ θα πρέπει ίσως να προσθέσω μια παρένθεση σχετικά με την έκτιση της ποινής, η οποία ορθά είναι τοποθετημένη στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και όχι στο δικονομικό. Δημιουργείται κατά την γνώμη μου μια παθογένεια στ συγκεκριμένο κομμάτι της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, με την ανάθεση του δικαστικού ελέγχου της διάρκειας ποινής, όχι στο δικαστήριο που δικάζει, αλλά σε άλλο χαμηλόβαθμο δικαστήριο, αποξενώνοντας τα κριτήρια από την πράξη, και την δικαιοδοτική κρίση επ’ αυτής. Το πρόβλημα θα μπορούσε να θεραπευτεί με την ανάθεση στο δικαστήριο της κύριας υπόθεσης, της κρίσης περί των όρων και των χρονικών ορίων της εφαρμογής των άρθρων 105 και επ. του ΠΚ. Κλείνει η παρένθεση.

 Υπήρξαν προσπάθειες και μεγάλος  επιστημονικός διάλογος ώστε η νομοθεσία να προσαρμοστεί στα όρια της ποινικής και της κοινής λογικής.

Γιατί δεν είναι δυνατόν ο κατά συρροή βιαστής ανηλίκων να έχει προβλεπόμενη ποινή μικρότερη από τον υπεξαίρεσή ενός γεωργικού συνεταιρισμού. Πάντοτε όμως οι αντιδράσεις συνίσταντο σε κραυγές, παράγουσες όμως κοινωνική και πολιτική επιρροή, ότι οι υποστηρικτές της προσγείωσης στη λογική, είναι υπερασπιστές των υποστηρικτών της ‘’διαπλοκής και της διαφθοράς’’ να οδηγήσουν στο ακαταδίωκτο τις πηγές της ‘’εξαθλίωσης του ελληνικού λαού’’ και εξυπηρετούν επιδιώξεις ατιμωρησίας.

Και ο φόβος του πολιτικού κόστους ακύρωνε οποιαδήποτε προσπάθεια προσγείωσης στη λογική. Αυτό βέβαια είναι ευεξήγητο, αφού όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Μαντζούφας στο πολύ καλό τελευταίο του βιβλίο ‘’ΚΑΛΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ’’, σύμφωνα με δημοσιοποιημένες στατιστικές και δημοσκοπήσεις, διαπιστώνεται ότι η κοινωνική απαξία της μικροδιαφθοράς, δηλαδή της μαζικής ή κοινωνικής διαφθοράς που εντοπίζεται στην καθημερινή λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, γνωρίζει περιορισμένη κοινωνική αποδοκιμασία.

Έτσι φτάνουμε στην συνύπαρξη της επιβράβευσης της μικροδιαφθοράς, που και λόγω ποσού δεν μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 1608/1950, και της έντονης αποδοκιμασίας της ‘’υψηλής’’ πολιτικής και ‘’διαπλεκόμενης’’ διαφθοράς, η οποία δημιουργεί μια αμφίθυμη στάση στο νομικό και πολιτικό σύστημα της χώρας. Και αυτό σε μια χώρα, όπου όλοι μας βιώνουμε το γεγονός της μεγαλύτερης μικτής (δημόσιας + ιδιωτικής) δαπάνης, κατά μαθητή και ασθενή, για την παιδεία και την υγεία αντίστοιχα, ακριβώς λόγω της εκτεταμένης μικροδιαφθοράς στους χώρους αυτούς.

Ένα άλλο ‘’μυστικό’’ είναι ότι η βαρύτερη παραβίαση του ν. 1608/1950, τιμωρούμενη με ισόβια κάθειρξη, έχει κατ’ εξαίρεση μακρότερο χρόνο παραγραφής, τα είκοσι έτη, όπως δηλαδή και η ανθρωποκτονία με πρόθεση, η εκ προμελέτης. Και όχι τα δεκαπέντε χρόνια, όπως είναι ο κανόνας στα κακουργήματα.

Η χρονική επέκταση αυτή της παραγραφής σε συνδυασμό με την απειλή πειθαρχικού ελέγχου σε δικαστές που με απόφασή τους διαπιστώνουν την παραγραφή, ή σε εισαγγελείς που με την αρχειοθέτηση του ποινικού φακέλου, λόγω παραγραφής, οδηγούν τους επαγγελματίες της δικαιοδοτικής λειτουργίας σε ερμηνείες, σύμφωνες πάντα με το γράμμα του νόμου, που αποτρέπουν το αποτέλεσμα της παραγραφής. Ερμηνείες όμως που προφανώς εκφεύγουν του αρχικού σκοπού του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, βάζοντας στο κάδρο της ποινικής καταστολής περιπτώσεις που σαφώς δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο του μεγαλοκαταχραστή δημοσίου χρήματος

Η ποινική καταστολή, δηλαδή η τιμώρηση των ποινικών παραβάσεων, σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες, σημαίνει αναλογικότητα της πράξης και της ποινής, δηλαδή να μην μπορεί μια συμπεριφορά να τιμωρείται με ποινή προφανώς πολύ μεγαλύτερη από την απαξία της, και μέσα σε ένα λογικό χρόνο από την προσβολή της έννομης τάξης.

Οι περιορισμοί αυτοί όμως καταπολεμούνται από όσους επενδύουν στον ανέξοδο ‘’πόλεμο κατά της διαφθοράς’’, στοχεύοντας μόνον στην δική τους κοινωνική αποδοχή και επικράτηση. Γιατί έρχεται η ώρα που η άρνηση της ορθολογικής συζήτησης, γεννάει τα τέρατα και οδηγεί στην φυλακή ανθρώπους υπερβολικά πολύ καιρό μετά την πράξη τους, εξομοιώνοντάς τους με αυτούς που έχουν πλήξει το προστατευόμενο αγαθό της δημόσιας περιουσίας, σε βαθμό τόσο μεγάλο, όπως επεδίωκε και ο αρχικός νομοθέτης. 

Αναμφίβολα με βάση τα παραπάνω τοποθετούμαι υπέρ της σχεδιαζόμενης νομοθετικής λύσης  για κατάργηση του σχετικού νόμου και ένταξη διακεκριμένων περιπτώσεων στα κατ’ ιδίαν εγκλήματα, όταν στρέφονται κατά της δημόσιας περιουσίας, με επαναπροσδιορισμό της τελευταίας, αλλά και αναθεώρηση του συστήματος έκτισης των ποινών, η οποία δογματικά ανήκει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.

Η συζήτηση όμως θα ήταν λειψή χωρίς αναφορά στα δικονομικά ζητήματα, τα οποία έτσι κι αλλιώς, κατά τις σχετικές προβλέψεις του άρθρου 308 ΚΠΔ και τις επάλληλες του ν.4022/2011 είναι εξαιρετικές για τα εγκλήματα που υπάγονται στον ν. 1608/1950.

Κατά κανόνα η προδικαστική, εισαγγελική έρευνα είναι αυτή που θα κρίνει αν θα δικαστεί και ποιος, και για ποιόν η υπόθεση θα τεθεί στο αρχείο.

Βάση οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος, είναι η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία του ανακριτικού υπαλλήλου που θα πρωτοερευνήσει μια δικαστική υπόθεση. Αναλύοντας την έννοια της ακεραιότητας, μπορούμε να πούμε ότι αυτή δεν είναι απλώς η αντίθετη της διαφθοράς, αλλά περιέχει και κάτι πολύ σημαντικότερο.

Δεν αρκεί δηλαδή να μην γεννώνται δικαιολογημένες υπόνοιες παρέκκλισης από το δικαστικό καθήκον, αλλά και να είναι πεπεισμένη η κοινή γνώμη ότι κατά την έρευνα και την εφαρμογή του νόμου ο λειτουργός που την έχει αναλάβει, δρα όχι με υποκειμενικά κριτήρια, όπως π.χ. την επαγγελματική ή υπηρεσιακή του κατάσταση κλπ., αλλά με μοναδικό κριτήριο την ανακάλυψη της αλήθειας. Ανεξαρτησία είναι το ανεπηρέαστο της κρίσης του έναντι της εκφρασμένης ή εικαζομένης βούλησης παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας, μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, ακόμη και έναντι των ιεραρχικά ανωτέρων του, εντός του σώματος.

Ειδικότερα η ανεξαρτησία του Εισαγγελέα που διενεργεί την προδιωκτική έρευνα συνίσταται στην ανεπηρέαστη, από κάθε πλευρά, είτε εντός είτε εκτός της Δικαιοσύνης, υπαγωγή των γεγονότων που ανακαλύπτει και διαπιστώνει στην ποινική διάταξη νόμου. Και δεν πρέπει να λησμονάται ότι η δικαιοδοτική λειτουργία του Εισαγγελέα, η πραγματοποίηση δηλαδή μιας ενέργειας που δημιουργεί έννομα αποτελέσματα, και προχωράει την ποινική διαδικασία σε επόμενο στάδιο, και τέτοια πράξη είναι κατ’ εξοχήν η ποινική δίωξη, είναι ατομική πράξη μονοπρόσωπου οργάνου, και δεν νοείται η συλλογική πραγματοποίησή της, με συμπράττοντα πρόσωπα, όποια και αν είναι αυτά.  

Βασικό στοιχείο δηλωτικό της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, είναι η τυχαία επιλογή από ικανό αριθμό δικαστικών λειτουργών, αυτών που θα διεξάγουν τις δικαστικές, εισαγγελικές επί το πλείστον στο προδιωκτικό στάδιο, έρευνες. Μάλιστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπήρξαν τροποποιήσεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, που καθιστουν πολύ αυστηρή την τυχαία επιλογή του Δικαστή που θα δικάσει τις υποθέσεις, αναφέρομαι συγκεκριμένα στις προβλέψεις των κληρώσεων.

Με νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, έχει περιοριστεί ο αριθμός των ερευνώντων στο προδιωκτικό, ακόμη και στο μετά την ποινική δίωξη στάδιο. Εξέλιξη, η οποία οφείλεται στην δημιουργία ειδικών –κλαδικών εισαγγελικών υπηρεσιών, μη ενσωματωμένων στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα, οι οποίες εκ των προτέρων και με γνωστή εκ των προτέρων ολιγάριθμη στελέχωση, διενεργούν την προδιωκτική δικαστική διερεύνηση. Παράλληλα προβληματίζει και η επιλογή που γίνεται χωρίς την πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος και μια ανοιχτή διαδικασία σύγκρισης φακέλων.

Ακόμη και το μετά την δίωξη στάδιο, η κύρια ανάκριση, διενεργείται από εκ των προτέρων ορισμένους ειδικούς ανακριτές. Όλα αυτά βέβαια προκύπτουν και από την πρακτική εφαρμογή τους, η οποία καθιστά αναξιόπιστο όποιον μέχρι σήμερα προέβη σε δημόσιες πράξεις στηριζόμενες σε αυτό ακριβώς τον αποκλεισμό της πλειονότητας των Εισαγγελέων από την προδιωκτική έρευνα, ακόμη και αυτού του Εισαγγελέα Εφετών, χάρη στην παρέμβαση του οποίου αναδείχθηκαν τόσες υποθέσεις στο παρελθόν (υπόθεση πρωταιτίων πραξικοπήματος, υπόθεση Κοσκωτά κ.ά.). Γιατί η δημόσια ζωή δεν είναι μόνο η διατύπωση γνώμης, αλλά είναι κυρίως οι πράξεις που εδράζονται στη μια ή στην άλλη γνώμη.

Βασικός παράγοντας της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είναι και η ταχύτητα ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας. Μετά την εισαγωγή των ειδικών προδιωκτικών ερευνητικών δικαστικών οργάνων, η αρμοδιότητα για την έκδοση βουλεύματος, της πρώτης δηλαδή ολοκληρωμένης δικαιοδοτικής κρίσης, ανήκει στο κατά τόπον αρμόδιο Εφετείο, το οποίο πλην των υποθέσεων διαφθοράς, έχει και την τελική δικαιοδοτική αρμοδιότητα για υποθέσεις έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μετά το πέρας και της κύριας ανάκρισης, η συνολική δικογραφία ανατίθεται σε ένα Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών, ο οποίος θα συγγράψει μια πλήρη πρόταση προς το Συμβούλιο Εφετών, τόσο για τα νομικά όσο και για τα πραγματικά ζητήματα. Η επαγγελματική εμπειρία δείχνει ότι ο Εισαγγελέας ή Αντεισαγγελέας Εφετών είναι ο 10ος τουλάχιστον (ο αριθμός αυξάνεται ανάλογα με την πολυπλοκότητα της δικογραφίας) δικαστικός λειτουργός που θα μελετήσει όλο το υλικό της δικογραφίας, για να κάνει την πρώτη ουσιαστική δικαστική αποτίμησή της, ενώ μετά από αυτόν θα μελετήσουν την ογκώδη δικογραφία τουλάχιστον δέκα τρεις ανώτεροι και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, και μάλιστα για εξωπραγματικά μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού μόνο ο κάθε βαθμός δικαιοδοσίας στην κύρια δίκη, υπερβαίνει κατά μέσο όρο τα δύο έτη.

Ποτέ μέχρι τώρα στην συζήτηση για νομοθετικά μέτρα επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, δεν έχει εξετασθεί η συγκεκριμένη παράμετρος, ο αριθμός δηλαδή των ασχολούμενων με την ίδια υπόθεση δικαστικών λειτουργών. Η παράμετρος αυτή είναι βέβαια ο σημαντικότερος παράγοντας καθυστέρησης στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, και καθιστά μακρόχρονη την εκκρεμότητα σημαντικών  υποθέσεων, με αποτέλεσμα αυτή να διαστρεβλώνει τον κοινωνικό διάλογο, γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν κάθε υπόθεση περατώνονταν σε εύλογο χρόνο.

Επομένως οι δημοσιολογούντες, επικαλούμενοι την αγωνία τους για την ταχύτητα διεκπεραίωσης των ποινικών υποθέσεων, ας θέσουν αυτό ως πρώτο στόχο, την δραστική μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών που απαιτούνται για την περάτωση μια μεγάλης υπόθεσης, ώστε να μην παρεξηγηθεί η αγωνία τους για την ταχύτητα απονομής, ως αγωνία για συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Σημαντική παράμετρος εδώ που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν είναι και το γεγονός ότι ο αριθμός των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στην χώρα μας, αναλογικά με τον πληθυσμό  είναι κατά 30% μεγαλύτερος του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ.

Είναι φανερό λοιπόν ότι είναι απαραίτητος ένας επίπονος διάλογος, χωρίς ταμπού και χωρίς χαρακτηρισμούς όσων τολμούν να θέτουν τα προβλήματα αυτά, για ένα συνολικά νέο σύστημα ποινικής διερεύνησης των υποθέσεων,  και ειδικά αυτών που ενδιαφέρουν έντονα την ελληνική κοινωνία και κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο.

Τέλος αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια κενό γράμμα η διαμάχη για τον τρόπο περάτωσης της κύριας Ανάκρισης, με βούλευμα ή απ’ ευθείας κλήση με κλητήριο θέσπισμα. Και αυτό αποδεικνύεται από το ότι ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων διαφθοράς, υπερβαίνει κατά πολύ αυτόν της προδικασίας. Αυτό καθιστά αναγκαία την  άμεση και σαφή εισαγωγή του pleas, δηλαδή του ποινικού συμβιβασμού μεταξύ πολιτείας και κατηγορουμένου,  ως τρόπου περάτωσης της ποινικής διαδικασίας, με απλούς όρους και χωρίς προϋποθέσεις επιβαλλόμενες από οποιουδήποτε είδους εμμονές. 

*Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, Β΄ Αντιπροέδρου της Ένωσης δικαστών και Εισαγγελέων

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ