Θάνος Καρνέζης: Έντιμος ή σύννομος βιος; Νόμιμος, ίσον ηθικός;

Του δικηγόρου Θάνου Καρνέζη Μία από τις πιο συζητημένες αλλαγές που επέφερε ο νέος Ποινικός Κώδικας (με ισχύ από 1-7-2019), ήταν και αυτή της τροποποίησης της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου «εντίμου» βίου που αντικαταστάθηκε με τον πρότερο «σύννομο» βίο. Η λεκτική αυτή παραλλαγή θα έχει σημαντική επιρροή στην απόδοση της Ποινικής Δικαιοσύνης, αφού πρακτικά η […]

NEWSROOM
  • Του δικηγόρου Θάνου Καρνέζη

Μία από τις πιο συζητημένες αλλαγές που επέφερε ο νέος Ποινικός Κώδικας (με ισχύ από 1-7-2019), ήταν και αυτή της τροποποίησης της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου «εντίμου» βίου που αντικαταστάθηκε με τον πρότερο «σύννομο» βίο. Η λεκτική αυτή παραλλαγή θα έχει σημαντική επιρροή στην απόδοση της Ποινικής Δικαιοσύνης, αφού πρακτικά η αναγνώριση μίας ελαφρυντικής περίστασης από το Δικαστήριο μειώνει την ποινή που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η περίπτωση πολύκροτης δίκης αστυνομικού (κατηγορούμενου για δολοφονία) που απασχόλησε το πανελλήνιο, όπου το Εφετείο, αναγνωρίζοντας σε αυτόν το ελαφρυντικό του προτέρου «συννόμου» βίου, «έσπασε» την ποινή των ισοβίων που του είχε επιβληθεί πρωτόδικα και του επέβαλε την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης των 13 ετών.

Η τροποποίηση αυτή επιλέχθηκε από τον νομοθέτη, για να αντιμετωπιστεί μία παγιωμένη νομολογιακή ερμηνεία του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, βάσει της οποίας αξιωνόταν από τον κάθε κατηγορούμενο να αποδείξει ότι μέχρι την τέλεση της πράξης για την οποία κατηγορούνταν, είχε διάγει ένα βίο έντιμο, εκδηλώνοντας ηθικές συμπεριφορές επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου (π.χ. φιλανθρωπικό έργο, εθελοντική εργασία σε ιδρύματα, προσφορά στην Εκκλησία, δωρεές κ.λπ.). Με άλλα λόγια δεν αρκούσε η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου (η μη διάπραξη, δλδ, άλλων αδικημάτων από τον κατηγορούμενο στο παρελθόν) για την απόδειξη του προτέρου εντίμου βίου, αλλά έπρεπε να αποδειχτεί ότι είχε ζήσει ως «καλός καγαθός» πολίτης.

Με τον τρόπο αυτό, όμως, η αναγνώριση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού μετέπιπτε στη σφαίρα περίπου του μεταφυσικού, απαιτώντας την εκτέλεση απροσδιόριστων ηθικών καθηκόντων που, μάλιστα, έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα και παραλλάσσουν ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις. Πέραν αυτού, η εν λόγω διάταξη ελάμβανε και κάποια ταξική χροιά, αφού ένας κατηγορούμενος με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, θα μπορούσε ευχέρεια να αποδείξει το «έντιμο» του βίου του, προσκομίζοντας π.χ. παραστατικά δωρεών σε ιδρύματα. Σε μία τέτοια περίπτωση θα μπορούσε ακόμη κάποιος να υποστηρίξει βάσιμα ότι η οικονομική βοήθεια σε αναξιοπαθούντες δεν πηγάζει από κάποια εσωτερική ανάγκη εκπλήρωσης ηθικού καθήκοντος προς τον αδύναμο συνάνθρωπο, αλλά υποκρύπτει ιδιοτελή κίνητρα (π.χ. φοροαπαλλαγές, μεθοδικό χτίσιμο κοινωνικού προφίλ). Αντίστροφα, ο από πεποίθηση έντιμος, συνήθως δεν προβάλλει τις αγαθοεργίες του, ακόμη και όταν πρέπει να σώσει το τομάρι του μπροστά στο Δικαστή του…    

Αυτήν την «αρρυθμία» ήρθε να θεραπεύσει ο νομοθέτης εξηγώντας την βούλησή του στην οικεία Αιτιολογική Έκθεση: «Αντί του κριτηρίου της προηγούμενης «έντιµης» ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της «νόµιµης», ώστε να διασφαλίζεται η αντικειµενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νομικώς κρίσιµο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης οφείλει τούτο µόνο, να συµµορφώνεται στο νόµο… αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιµης» ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της «νόµιµης» ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρό πληµµέληµα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγµα … «απαραβίαστη» προηγούµενη ατοµική και οικογενειακή του ζωή. Το δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει µόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης».

Στην πράξη, με τη νέα λεκτική διατύπωση, υποστηρίζεται από μεγάλη μερίδα νομικών ότι πλέον είναι μονόδρομος για τα ποινικά Δικαστήρια ν’ αναγνωρίζουν το συγκεκριμένο ελαφρυντικό του «συννόμου» βίου, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει λευκό ποινικό μητρώο, αφού, κατά τεκμήριο πλέον (που προκύπτει από το δημόσιο έγγραφο του ποινικού μητρώου) δεν έχει παρανομήσει. Αυτό προκύπτει τόσο από την γραμματική ερμηνεία του νόμου (το «σύννομον» του βίου), όσο και από την αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει.

Η αλλαγή αυτή έχει προκαλέσει αντιδράσεις, οι οποίες εστιάζουν κυρίως στο κατά πόσο είναι δικαιικά «ορθό» να δεσμεύεται υπερβολικά ο Ποινικός Δικαστής στην κρίση του περί ελαφρυντικού και να το χορηγεί  περίπου «καθ’ υποχρέωσιν», όταν ο κατηγορούμενος έχει διάγει απλά ένα σύννομο βίο. Το θέμα δεν έχει κριθεί βεβαίως ακόμη σε επίπεδο Αρείου Πάγου που θα κληθεί να αποφασίσει για την δεσμευτικότητα, ή μη, της χορήγησης του εν λόγω ελαφρυντικού, με την ύπαρξη και μόνο του λευκού ποινικού μητρώου.

Η απάντηση στη διάσταση αυτή απόψεων μπορεί να βρει έρεισμα στο άρθρο 177 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο: «…Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση…».

Η διάταξη αυτή που δίνει τεράστια περιθώρια και «εξουσία» στο Δικαστή να προσεγγίζει κατά συνείδηση (αρχή της ηθικής απόδειξης) την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, με την ασφαλιστική δικλείδα (προς αποφυγήν αυθαιρεσιών) την ειδική αιτιολόγηση της κρίσης του. Υπό αυτήν την έννοια, ναι μεν η νέα διάταξη περί του «συννόμου» του βίου περιορίζει σημαντικά τα περιθώρια απόρριψης του εν λόγω ελαφρυντικού, οσάκις υπάρχει λευκό ποινικό μητρώο, δεν τα εξαλείφει όμως εντελώς, αφού ο Ποινικός Δικαστής, εκτιμώντας «ηθικά» το «σύννομο» μπορεί να αχθεί ακόμη και σε απόρριψή του, αρκεί να «πείσει» δια της αιτιολογίας του ότι η κρίση του ήταν δίκαιη, τόσο στην κατεύθυνση της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, όσο και της μη εξόντωσης του κάθε κατηγορούμενου.

Σημείωση: Όταν γράφτηκε αυτό το άρθρο, δεν είχε ακόμη δημοσιευτεί  η υπ’ αριθμ. 1466/2019 απόφαση του ε’ τμήματος του Αρείου Πάγου που έδωσε μία πρώτη ερμηνεία στο θέμα.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr