Κώστας Κοσμάτος: Η επιλεκτική μηδενική ανοχή, η περίπτωση της απιστίας κατά των τραπεζικών ιδρυμάτων
Του Κώστα Κοσμάτου*
Όσοι παρακολούθησαν την διαδρομή για την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα θα θυμούνται τα εξής:
α) Το σχέδιο που κατέθεσε η νομοπαρασκευαστική επιτροπή είχε επιλέξει αρχικά για το έγκλημα της απιστίας την κατ’ έγκληση δίωξή του (βλ. σχετικά το κείμενο που υποβλήθηκε στην δημόσια διαβούλευση που διήρκεσε έως την 14/4/2019, στο άρθρο 405 του Σχεδίου, που προβλέπονταν τα εξής: «1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1, 386 Α, 388, 389, 390 παρ. 1 και 2, 394 και 396 έως 404 απαιτείται έγκληση».
β) Η παραπάνω πρόταση δημιούργησε σειρά αντιδράσεων στην δημόσια διαβούλευση (ιδίως από τις δικαστικές ενώσεις, την επιστημονική κοινότητα αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης), ότι με τον τρόπο αυτό ευνοείται η ατιμωρησία (κυρίως) για πράξεις απιστίας που τελέστηκαν κατά των νομικών προσώπων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
γ) Οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή να προβεί σε διορθωτικές αλλαγές. Έτσι επιλέχθηκε η κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας μόνο στις περιπτώσεις των πλημμελημάτων, δηλαδή αν η ζημία που προκλήθηκε δεν υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Αντίθετα προκρίθηκε η αυτεπάγγελτη δίωξη για τις περιπτώσεις που η απιστία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά των ποσό των 120.000 ευρώ. Η παραπάνω λύση υπαγορεύθηκε και από την ανάγκη να υπάρξει αυτεπάγγελτη δίωξη σε όλες τις περιπτώσεις κακουργηματικής απιστίας, καθώς με το νέο Ποινικό Κώδικα μειώθηκε αισθητά ο «κύκλος» των νομικών προσώπων που «διέφυγαν» από την προηγούμενη πρόβλεψη του Ποινικού Κώδικα. Αυτή την θέση ακολούθησε ο πρόσφατος Ποινικός Κώδικας (Ν 4619/2019).
δ) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αμέσως μετά της εκλογές της 7-7-2019 διεύρυνε την υπάρχουσα νομοπαρασκευαστική επιτροπή με νέα μέλη και υπέβαλλε προ ημερών το Σχέδιο Νόμου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» που δόθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση , με το οποίο τροποποιούνται αρκετές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Μεταξύ των τροποποιήσεων προβλέπεται ότι το έγκλημα της απιστίας σε βαθμό πλημμελήματος, αλλά και κακουργήματος διώκεται μόνο κατ’ έγκληση, ενώ διατηρείται η αυτεπάγγελτη δίωξη μόνο αν η απιστία στρέφεται κατά του δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ με ζημία άνω των 120.000 ευρώ.
ε) Η παραπάνω επιλογή στηλιτεύτηκε κατά την ολιγοήμερη διαβούλευση που επακολούθησε, αλλά και από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας, η οποία στο από 15-10-2019 Δελτίο Τύπου της σημειώνει ότι «Η Ε.Ε.Ε. επισημαίνει τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της Χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύουν, να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων, ως ποινικά μη αξιόλογες και η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος». Για την προτεινόμενη αυτή τροποποίηση η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ που αναρτήθηκε στην δημόσια διαβούλευση διαλαμβάνει τα εξής: «Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 405, διότι, κατά την άποψη που επικράτησε, όλες οι μορφές απιστίας, εκτός εκείνων που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πρέπει να διώκονται κατ’ έγκληση. H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία, δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Κατά την μειοψηφήσασα άποψη, η κατ΄ έγκληση δίωξη δεν αρμόζει σε πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και εμφανίζεται κατ’ εξοχήν προβληματική όταν εγκλήματα όπως η απάτη, η υπεξαίρεση ή η απιστία στρέφονται κατά νομικών προσώπων».
στ) Τελικά το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε το Σχέδιο Νόμου στη Βουλή στις 31-10-2019 και επέλεξε για την περίπτωση της απιστίας να προβλέψει την κατ’ έγκληση δίωξή της μόνο αν στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος (άρθρο 5 παρ. 2). Είναι προφανές ότι η τελική αυτή επιλογή για την αντιμετώπιση του εγκλήματος της απιστίας, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, δεν αποτελεί αποτέλεσμα έργου (της πλειοψηφίας ή της μειοψηφίας) της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, αλλά κυρίαρχα πολιτική θέση. Για την επιλογή αυτή η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ, η οποία για την συγκεκριμένη τροποποίηση αναφέρει τα εξής: «Με την συμπλήρωση του εδαφίου γ’ στην παράγραφο 1 του άρθρου 390 ΠΚ, ενισχύεται ουσιωδώς το νομικό πλαίσιο, ώστε να προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στην άμεση και καθημερινή δραστηριότητά του».
Με την υπαγωγή όμως μόνο της απιστίας κατά τραπεζικών ιδρυμάτων στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας ή ενισχύεται η αδιαφάνεια και η αδυναμία δίωξης των ισχυρών; Ένα παράδειγμα στο σημείο αυτό μπορεί να φανεί κατατοπιστικό: Οι μικρομέτοχοι ενός τραπεζικού ιδρύματος αντιλαμβάνονται ότι κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης όλα τα μέλη του ΔΣ της εταιρίας έχουν προκαλέσει κατά την διαχείρισή τους εν γνώσει τους βέβαιη ζημία στην περιουσία της τράπεζας. Είναι προφανές ότι οι μικρομέτοχοι αυτοί με την προτεινόμενη τροποποίηση του Σχεδίου Νόμου βρίσκονται σε απόλυτη αδυναμία να ζητήσουν την ποινική δίωξη των παραπάνω προσώπων, καθώς απαιτείται η υποβολή έγκλησης από τους ίδιους τους καταγγελλόμενους! Με τον τρόπο αυτό όμως ο νεότερος ποινικός νομοθέτης επιλέγει να αφήσει απροστάτευτους του «μειοψηφικούς» μετόχους έναντι των κακοδιαχειριστών των τραπεζικών ιδρυμάτων, οι οποίοι στην πράξη πολλές φορές μπορεί να είναι και αυτοί που διοικούν το τραπεζικό ίδρυμα. Μάλιστα, ενόψει της ορθής συρρίκνωσης της έννοιας του υπαλλήλου στο νέο Ποινικό Κώδικα, πράξεις οι οποίες μέχρι πρότινος μπορεί να επέσυραν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ενδέχεται να μην είναι δυνατόν ούτε καν να διωχθούν λόγω μη υποβολής έγκλησης, κατά τα προβλεπόμενα με τη νέα ρύθμιση που εισάγεται στο Σχέδιο Νόμου. Το αδιέξοδο της θέσης αυτής είναι προφανές, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς την επένδυση στην «μηδενική ανοχή» που διέπει άλλες διατάξεις του ίδιου Σχεδίου Νόμου (πρβλ. τις διατάξεις του ίδιου ΣχΝ για την αυστηροποίηση της υφ’ όρον απόλυσης, την δωροδοκία, την χρήση μολότοφ).
Δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί ότι η προτεινόμενη τροποποίηση έρχεται υπό την σκιά υποθέσεων που εκκρεμούν στην ποινική δικαιοσύνη, οι οποίες δίκαια μπορούν να δώσουν έναυσμα κριτικής για «φωτογραφική ρύθμιση» και ενισχύονται από την χωρίς καμία διαβούλευση για την συγκεκριμένη τροποποίηση που εισάγεται μόλις με την κατάθεση του Σχεδίου Νόμου. Ωστόσο πριν το εν λόγω Σχέδιο γίνει Νόμος, πάντα (θέλω να) πιστεύω ότι υπάρχει το περιθώριο για ορθολογικές προσεγγίσεις στη Βουλή. Αρκεί να υπάρχει και αντίστοιχη βούληση για συνέπεια λόγων και έργων: εκεί τελικά θα κριθεί αν το μέλημα για την προστασία των εννόμων αγαθών είναι πραγματικό ή μόνο επικοινωνιακό.
*Επ. Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ – Δικηγόρος
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr