Νίκος Μαυραγάνης: Η ορθή διαμόρφωση του θεσμού της προδικαστικής επίλυσης, καταλύτης για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης

Στην Μεταμνημονιακή εποχή, καθώς η Ελλάδα ανακτά σταδιακά ξανά την οικονομική ελευθερία της, εξέχον πρόταγμα αποτελεί η επαναφορά των Ηθικών αξιών στην κορυφή της Αξιακής πυραμίδας της κοινωνίας μας, αφού οι υπερτιμολογήσεις των δημοσίων έργων και των φαρμάκων, ο αποκλεισμός απλών ανθρώπων των επιχειρήσεων από χρηματοδοτικά εργαλεία προς όφελος προνομιακών συνομιλητών της εξουσίας, όπως και […]

NEWSROOM

Στην Μεταμνημονιακή εποχή, καθώς η Ελλάδα ανακτά σταδιακά ξανά την οικονομική ελευθερία της, εξέχον πρόταγμα αποτελεί η επαναφορά των Ηθικών αξιών στην κορυφή της Αξιακής πυραμίδας της κοινωνίας μας, αφού οι υπερτιμολογήσεις των δημοσίων έργων και των φαρμάκων, ο αποκλεισμός απλών ανθρώπων των επιχειρήσεων από χρηματοδοτικά εργαλεία προς όφελος προνομιακών συνομιλητών της εξουσίας, όπως και η απένταξη 2,5 εκατομμυρίων συνανθρώπων μας από το σύστημα δημόσιας υγείας και ασφάλειας, είχαν ξεκάθαρα έρεισμα τη δύσοσμη ηθική απαξία!

Ωστόσο εγγυητική και εξισορροπηστική κοινωνική δύναμη πρέπει πάντα να αποτελεί η Εξουσία της Δικαιοσύνης. Μια Δικαιοσύνη όμως, που αφενός πρέπει να είναι ευπροσέγγιστη και αφετέρου εύρυθμη!

Γράφει ο Υφυπουργός Νίκος Μαυραγάνης*

Ο πρώτος στόχος, της ανεμπόδιστης πρόσβασης στην έννομη προστασία δύναται να επιτευχθεί και με την θέσπιση ανώτατου ορίου στο χρηματικό ύψος των παραβόλων παραδεκτότητας των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, των οποίων δυστυχώς στα παρελθόντα έτη ζήσαμε τη δυσανάλογη και άκρατη επαύξηση τους, κωλύοντας την Συνταγματικώς προστατευόμενη πρόσβαση στην έννομη προστασία.

Για τον λόγο αυτό είναι επιβεβλημένη η κοινοβουλευτική και κοινωνική ζήμωση, κατά την αρχόμενη διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης, στην κατεύθυνση θέσπισης τέτοιου ανώτατου ορίου σε συνάρτηση με τον εκάστοτε νομοθετημένο κατώτατο μηνιαίο μισθό πλήρους απασχόλησης ( ίδετε Πρόταση Συνταγματικής Αναθεώρησης 2018 των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, όπου γίνεται λόγος για ποσοστό 20% του κατώτατου μηνιαίου μισθού) .

Ο δεύτερος στόχος, της εύρυθμης λειτουργίας της Δικαιοσύνης θα πρέπει να αποτελεί τη συνισταμένη διαφόρων κατευθυντήριων αξόνων. Κατ’ αρχήν ψηφιοποίηση προδικασιών, αλλά και ακόμη και ενδοδικαστηριακών διαδικασιών συνιστά αναγκαίο έδαφος λειτουργίας μιας σύγχρονης Δικαιοσύνης και οι διαδικασίες εφαρμογής ψηφιακών τεχνολογιών στον τομέα αυτό πρέπει να επιταχυνθεί, καθώς τόσο ο Θεσμός της Δικαιοσύνης, όσο και αυτός της Δημόσιας Διοίκησης έκαναν απελπιστικά αργά βήματα τις προηγούμενες δεκαετίες προς τον εν λόγω στόχο, ο οποίος δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι δύναται να συνδράμει και την ευκολότερη πρόσβαση στην έννομη προστασία.

Από την άλλη πλευρά η αύξηση των  υπηρετούντων Λειτουργών της Δικαιοσύνης αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο, που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει και την πρόκληση των σκαιότατων οικονομικών προβλημάτων, πρόκληση που πρέπει να διέλθουμε. Γεγονός είναι βέβαια, πως οι διορισμοί δόκιμων Ειρηνοδικών, αλλά και Πρωτοδικών κατά τα έτη 2017 και 2018, ως και η παράταση ισχύος των πινάκων επιτυχόντων είναι καίρια βήματα προς την  ορθή κατεύθυνση, τα οποία όμως πρέπει να ενταθούν. Μεταξύ των προταγμάτων όμως δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η προσπάθεια για εξεύρεση ανακουφιστικής και καταλυτικής λύσης στο ζήτημα της εξώδικης ή προδικαστικής επίλυσης των δικαστικών διαφορών, που δύνανται να υπαχθούν σε ένα τέτοιο θεσμό. Αναντίρρητα στην Ελλάδα δεν υπάρχει αναπτυγμένη σε ώριμο επίπεδο η σχετική κουλτούρα περί των συμβιβασμών, τόσο αναφορικά με κοινωνικά θέματα, όσο σχετικά με προσωπικά και μάλιστα επίδικα ζητήματα. Τούτο καθιστά ακόμα πιο δύσκολο το διακύβευμα. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να καταθέσω σε ζύμωση την ακόλουθη ιδέα : Προκειμένου να καταστεί εφικτό να ικανοποιηθεί το πάγιο αίτημα του νομικού κόσμου της χώρας, των συνανθρώπων μας αλλά και των πολιτών που προσφεύγουν για την επίλυση των διαφορών τους στα Δικαστήρια, που είναι, η ταχύτερη και δικαιότερη απονομή της δικαιοσύνης με την ελαχιστοποίηση του χρόνου επίλυσης μιας διαφοράς, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η άμεση και αποτελεσματική λειτουργία και εφαρμογή του θεσμού της προδικαστικής επίλυσης, που έως σήμερα, με τον τρόπο νομοθέτησής της, όπως και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, δεν έχουν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ελάχιστα έχουν συνεισφέρει στον σκοπό και τις ανάγκες που οδήγησαν στην θεσμοθέτησή τους. Για να είναι δυνατό να επιτύχει η σχετική ρύθμιση με σκοπό την δίκαιη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να μην παραμείνει ένα ανεφάρμοστο και αναποτελεσματικό μέτρο, όπως έχει συμβεί ήδη με αντίστοιχες διατάξεις κατά το παρελθόν, που οδήγησαν μάλιστα και πολύ πρόσφατα σε απόσυρση σχετικού νομοσχεδίου, είναι νομίζω επιβεβλημένη η προώθηση της υποχρεωτικότητας του θεσμού της εξώδικης ή προδικαστικής επίλυσης για τις αποτιμητές σε χρήμα ιδιωτικές διαφορές, που υπάγονται στην τακτική διαδικασία, έτσι ώστε η προτεινόμενη ρύθμιση να περιλαμβάνει την υποχρέωση των πληρεξούσιων δικηγόρων των αντικρουόμενων μερών να προσπαθούν να επιτύχουν την εξωδικαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς ΧΩΡΙΣ την επέμβαση τρίτου άλλου διαμεσολαβητή, υπό τις κάτωθι βασικές προϋποθέσεις, ήτοι: Προκειμένου να γίνει υποχρεωτική και αποτελεσματική η διαδικασία προδικαστικής επίλυσης της διαφοράς ανάμεσα στους πληρεξούσιους δικηγόρους των εμπλεκομένων μερών, προτείνεται αφενός για τις διαφορές που είναι αποτιμητές σε χρήμα και υπάγονται στην τακτική διαδικασία, ο εναγόμενος εγγράφως να παρουσιάσει την αντιπρότασή του σχετικά με το ποσό που θεωρεί δίκαιο και εύλογο να καταβάλλει στον ενάγοντα ή την εξ ολοκλήρου άρνησή του συνολικά στο αίτημα της αγωγής. Εάν αποτύχει η απόπειρα συμβιβασμού, θα ακολουθηθεί η διαδικασία του Δικαστηρίου, όπου, εάν ο ενάγων δεν δικαιωθεί, ή δικαιωθεί εν μέρει, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, τότε θα του επιβάλλεται χρηματική ποινή από το Δικαστήριο, εφόσον υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να του καταβάλλει χρηματικό ποσό το οποίο θα προσεγγίζει περισσότερο προς το προταθέν από τον εναγόμενο χρηματικό ποσό. Στην περίπτωση δικαίωσης του ενάγοντα, με υποχρέωση καταβολής από τον εναγόμενο σε αυτόν ποσού το οποίο θα προσεγγίζει περισσότερο το αγωγικό αίτημα ή το προταθέν από τον ενάγοντα ποσό κατά την προδικασία, τότε θα επιβάλλεται στον εναγόμενο αντιστοίχως χρηματική ποινή. Στην περίπτωση που ο εναγόμενος δεν προσέρχεται στη διαδικασία της  προδικαστικής επίλυσης, ή προσέλθει μεν, αλλά δεν καταθέσει έγγραφη πρόταση, τότε θα του επιβάλλεται αντίστοιχα χρηματική ποινή, που θα καθορίζεται από το Δικαστήριο της ουσίας, εφόσον η αγωγή γίνει, έστω εν μέρει, δεκτή. Αντίστοιχα θα συμβαίνει και στην περίπτωση που ο ενάγων δεν προσέλθει, ή προσέλθει μεν, αλλά δεν καταθέσει έγγραφη πρόταση. Οι πιο πάνω χρηματικές ποινές δεν μπορεί να είναι μικρότερες του ποσοστού 20% της διαφοράς μεταξύ επιδικασθέντος ποσού και προταθέντος από την πλευρά στην οποία επιβάλλεται η χρηματική ποινή. Στην περίπτωση επιδικάσεως ποσού που θα διαφέρει ισόποσα τόσο από την πρόταση του ενάγοντα όσο και από αυτή του εναγόμενου, η χρηματική ποινή θα επιβάλλεται στον εναγόμενο δεδομένου ότι η αγωγή έχει γίνει δεκτή έστω και εν μέρει. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, δεν θίγεται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη ιδιότητα του φυσικού δικαστή, η οποία ασκείται αποκλειστικά και μόνο από τα Δικαστήρια αφού δεν την προσδίδουμε σε πρόσωπα, που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα, όπως επιχειρήθηκε ατυχώς με το αποσυρθέν σχετικό πρόσφατο νομοσχέδιο ενώ δεν επιμηκύνεται περαιτέρω ο χρόνος επίλυσης μιας διαφοράς, προστατεύοντας έτσι στην ουσία, το θεμελιώδες συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του κάθε πολίτη περί προσφυγής του στη δικαιοσύνη. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη πρόταση για την υποχρεωτική προδικαστική απόπειρα επίλυσης της διαφοράς μπορεί να εκπληρώσει επιτυχώς τον στόχο της συμβάλλοντας αποτελεσματικά στο ζητούμενο που είναι η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, δημιουργώντας κρίσιμο χώρο για την ευκολότερη λειτουργία της δικαιοσύνης.

*Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr