Παναγιώτης Κουρουμπλής: «Απονομή δικαιοσύνης και πολίτης»
To δίπτυχο Δικαιοσύνης και πολίτη αποτελούσε και αποτελεί μία από τις κυρίαρχες διαδραστικές σχέσεις της κοινωνίας, τα ποιοτικά γνωρίσματα της οποίας προσδιορίζουν την ίδια τη λειτουργία του Κράτους δικαίου. Πράγματι, η προαναφερθείσα έννοια συμπλέκεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο με την έννοια της Δικαιοσύνης, της οποίας πρωταρχικό μέλημα είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη. Γράφει ο […]
To δίπτυχο Δικαιοσύνης και πολίτη αποτελούσε και αποτελεί μία από τις κυρίαρχες διαδραστικές σχέσεις της κοινωνίας, τα ποιοτικά γνωρίσματα της οποίας προσδιορίζουν την ίδια τη λειτουργία του Κράτους δικαίου. Πράγματι, η προαναφερθείσα έννοια συμπλέκεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο με την έννοια της Δικαιοσύνης, της οποίας πρωταρχικό μέλημα είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη.
Γράφει ο Υπουργός Παναγιώτης Κουρουμπλής*
Δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι σε πολλές εκθέσεις, που πραγματοποιούνται με αντικείμενο την επικρατούσα στην Ελλάδα κοινωνική κατάσταση, οι ανεπάρκειες και οι δυσλειτουργίες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης αντιμετωπίζονται ως ζητήματα του ίδιου του Κράτους δικαίου.
Αποτελώντας ανέκαθεν πεδίο έντονης διαμάχης μεταξύ των παραγόντων που προέρχονται από την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και επιστημονική σκηνή του τόπου, ο τρόπος λειτουργίας της Δικαιοσύνης δεν έπαυσε ποτέ να απασχολεί το κοινωνικό γίγνεσθαι και να καθιστά την αξίωση για ουσιαστική και χρηστή απονομή Δικαιοσύνης ολοένα και επιτακτικότερη. Ο σεβασμός στη Δικαιοσύνη δεν αποτελεί κάποιο κεκτημένο που υπήρχε ανέκαθεν στην κοινωνία μας, αντίθετα μάλιστα υφίσταται συνεχείς κλυδωνισμούς και τριγμούς.
Στο πλαίσιο αυτό το κυρίαρχο εκείνο ερώτημα, που καλούμαστε να απαντήσουμε σήμερα όποια τυχόν θέση και, εάν κατέχει έκαστος είναι, εάν ο Έλληνας πολίτης έχει ή όχι, εμπιστοσύνη στην ορθότητα της απονομής της Δικαιοσύνης. Μία ωστόσο, καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό αποτελεί ας μου επιτραπεί η έκφραση «όνειρο θερινής νυχτός», πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που οι φωνές διαμαρτυρίας για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης πληθαίνουν ημέρα με την ημέρα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που υποστηρίζουν ότι ο χώρος της Δικαιοσύνης διέρχεται μία από τις πλέον κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του, τουλάχιστον όσον αφορά τα τελευταία έτη, η οποία χαρακτηρίζεται από τις επιπτώσεις που έχει στον χώρο αυτό η ανθρωπιστική, οικονομική και κοινωνική κρίση, που ταλανίζει την κοινωνία μας και η συνακόλουθη έκπτωση των αξιών.
Έκπτωση αξιών ωστόσο, που αποτελεί απότοκο τόσο της αλυσιτελούς αντιμετώπισης των φαινομένων διαφθοράς και της πολυποίκιλης εγκληματικής παραβατικότητας, ως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, όσο και της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, η οποία εγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν αποτελούν προσωπική άποψη, αλλά αντίθετα επιστηρίζονται από το περιεχόμενο των εκθέσεων με αντικείμενο την κατάσταση στο χώρο της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι οποίες αποτυπώνουν την ύπαρξη ενός αισθήματος αμφισβήτησης, ανυποληψίας και απαξίωσης του πολίτη προς τη Δικαιοσύνη. Δεν μπορούμε βέβαια να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ανέκαθεν η Ελλάδα ενεφάνιζε μία δυσπιστία στους θεσμούς, κατέχοντας μάλιστα μεταξύ των έτερων Ευρωπαϊκών Χωρών τις τελευταίες θέσεις στο ζήτημα αυτό.
Εκκινώντας συνεπώς, με τη διαπίστωση ότι το προαναφερθέν ερώτημα μόνο αρνητικής απάντησης δύναται τελικά να τύχει, καλούμαστε να αναζητήσουμε τα χαρακτηριστικά εκείνα, που πρέπει να έχει, ήτοι τα εχέγγυα εκείνα, που πρέπει να παρέχει η ελληνική Δικαιοσύνη προκειμένου να ανακτήσει τη διασαλευθείσα εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου προς αυτή. Υπό το πρίσμα αυτό, οι έννοιες της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας φαίνεται να αποτελούν σταθερή και καθολική αξίωση όλων μας. Ακόμη και, εάν οι έννοιες αυτές θεωρούνται αυτονόητες ή και δεδομένες, μόνο αυτονόητες και δεδομένες δεν είναι στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η ανεξαρτησία των δικαστών, απορρέουσα από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ως οργανωτικής βάσης του πολιτεύματός μας, αναγνωρίζεται και προβλέπεται από πλήθος διατάξεων της κείμενης εσωτερικής και διεθνούς έννομης τάξης. Το άρθρο 87 του Συντάγματος, το οποίο τη διακηρύττει με πανηγυρικό τρόπο, τυγχάνει προεξέχουσας σημασίας. Υπό τη σκοπιά αυτή η συνταγματική νομιμοποίηση κάθε δικαστή και η συνακόλουθη λειτουργική και οργανική του ανεξαρτησία αποτελούν τις βάσεις εκείνες επί των οποίων φέρεται να εδράζεται η εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου ως προς την ορθότητα της απονομής της Δικαιοσύνης.
Εύλογα ωστόσο, εγείρονται αμφιβολίες για το εάν, η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αυτή δικαστική ανεξαρτησία, είναι αρκούντως επαρκής προϋπόθεση για την αποδοχή της εκάστοτε δικαστικής κρίσης από το κοινωνικό σύνολο. Αρκεί με άλλα λόγια μόνο αυτή η νομοθετική και συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του δικαστή για την εδραίωση της εμπιστοσύνης του κοινωνικού συνόλου στην ελληνική Δικαιοσύνη ή μήπως η τελευταία οφείλει να εμφορείται και από έτερα γνωρίσματα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική.
Ουδείς έχει τολμήσει έως σήμερα να αρνηθεί ότι η δικαστική ανεξαρτησία οφείλει να συμπλέει με τη δικαστική αμεροληψία. Μόνο η σώρευση των δύο αυτών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο του Έλληνα δικαστή δύναται να εγγυηθεί την εμπέδωση του Κράτους δικαίου κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη. Ανεξαρτησία και αμεροληψία αποτελούν αέναη και σταθερή αξίωση. Πλην όμως, ενώ η δικαστική ανεξαρτησία διακηρύττεται κατά τρόπο πανηγυρικό, δε συμβαίνει το ίδιο με τη δικαστική αμεροληψία. Και δε θα μπορούσε να συμβεί διότι η αμεροληψία του δικαστή αποτελεί ένα στοίχημα που καθημερινά καλείται να κερδίσει ο ίδιος με αντίπαλο δέος τον ίδιο του τον εαυτό.
Η διασφάλιση της δικαστικής εξουσίας με τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας δεν οδηγεί αυτοδικαίως και στην κατοχύρωση του αμερόληπτου τρόπου άσκησης των καθηκόντων του δικαστή. Αντίθετα, αυτή αποτελεί ζήτημα υποκειμενικό. Μόνο ο ίδιος ο δικαστής δύναται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων της εκάστοτε υπόθεσης, επιδεικνύοντας ένα υψηλό αίσθημα ευθύνης και ήθους. Εκείνο όμως, που οφείλει να επισημανθεί είναι ότι η αξία εκάστου κρίνεται επί καθημερινής βάσης και θα κριθεί από το υλικό και νομικό αποτύπωμα, που αφήνει πίσω του.
Η αξίωση για αμεροληψία διατρέχει και οφείλει να διατρέχει την απονομή της Δικαιοσύνης καθώς σχετίζεται με τον πυρήνα του λειτουργήματος ενός δικαστή. Ο δικαστής αποτελεί όχι μόνο τον εφαρμοστή, αλλά και τον ερμηνευτή του δικαίου. Ο ρόλος του φαντάζει συγκεκριμένος, καλούμενος να εφαρμόσει και να ερμηνεύσει το νόμο. Πλην όμως, το έργο αυτό μόνο ευχερές δεν είναι. Εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας το νόμο οφείλει να ακολουθεί τις μεθόδους και τα εργαλεία ερμηνείας που έχει.
Οφείλει να λαμβάνει υπόψη τόσο τη γραμματική διατύπωση κάθε διάταξης νόμου προκειμένου να μην υπερβαίνει τα όρια της ευχέρειάς του, όσο και το σκοπό, που υπηρετεί μία διάταξη. Οι μέθοδοι αυτοί ερμηνείας οριοθετούν την άσκηση της ευχέρειας του δικαστή κατά την εφαρμογή του νόμου προκειμένου να μην καταλήξει ο ίδιος να τον καταστρατηγεί. Πλην όμως, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του ο δικαστής διαδραματίζει και έναν ρόλο δικαιοπλαστικό. Δεν μπορεί και δεν πρέπει ο δικαστής να λειτουργεί αποκομμένος από την κοινωνία ή όντας εντός ενός γυάλινου κλουβιού.
Οφείλει να στηρίζεται όχι μόνο στη γραμματική και τελολογική διατύπωση κάθε διάταξης και στη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, αλλά οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις κάθε δικανικής κρίσης. Η ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου του δικαστή αναδεικνύεται μέσω της προσήκουσας εφαρμογής και ερμηνείας των νόμων. Πράγματι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δεν μπορεί να παραγνωρίζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η αποδοχή της εκάστοτε δικαστικής κρίσης από την κοινή γνώμη επιτυγχάνεται μόνο, εάν αυτή φέρει σωρευτικά τα δύο ανωτέρω χαρακτηριστικά, ήτοι εάν αυτή χαρακτηρίζεται από ανεξαρτησία και αμεροληψία.
Ένα είναι το ερώτημα, που εγείρεται και δη μετ’ επιτάσεως : είναι αυτή η πραγματικότητα, που παρουσιάζει η ελληνική Δικαιοσύνη σήμερα; Όποια απάντηση και, εάν επιλέξει κανείς να δώσει στο ερώτημα αυτό, ένα είναι βέβαιο ότι, αυτή δε θα είναι ανεπίδεκτη αντιρρήσεων και δη σφοδρών. Και δε θα μπορούσε να μην είναι διότι πολιτική και δικαστική εξουσία συμπλέκονται αναπόδραστα, ακόμη και, εάν η διαδρομή, που έκαστη ακολουθεί, είναι αυτόνομη.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει διαλάβει σε σκεπτικό απόφασης του ότι η ανεξαρτησία και η αμεροληψία αρκούν, αλλά όχι μόνες τους, καθώς το ίδιο το Κράτος καλείται να σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις. Και πράγματι, o σεβασμός των εκάστοτε αποφάσεων οφείλει να είναι πάγια αξίωση όλων μας. Η αίσθηση ωστόσο, επεμβατικότητας στη δικαστική εξουσία, που φαίνεται να έχει αναπτυχθεί στο κοινωνικό σύνολο, μας επιτρέπει να μιλήσουμε για ορθότητα στην απονομή της Δικαιοσύνης;
Η διασύνδεση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας δεν αποτελεί ελληνικό και μόνο φαινόμενο. Είναι μία πραγματικότητα την οποία ουδείς μπορεί να αντιλέξει. Το διακύβευμα εντοπίζεται και δέον να εντοπίζεται σε ένα άλλο σημείο της διασύνδεσης αυτής· στη φύση της παρεμβατικότητας της πολιτικής εξουσίας στη δικαστική. Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξαν παραδείγματα χωρών, όπως αυτά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, όπου η κυβερνητική παρεμβατικότητα ήταν τέτοιας φύσεως, που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ενεργοποίηση του άρθρο 7 της Συνθήκης της ΕΕ. Τέτοια φαινόμενα είναι κατακριτέα και καταδικαστέα.
Πλην όμως, δεν πρέπει να διαλάθει την προσοχή μας ότι πολιτική και δικαστική εξουσία αποτελούν δύο εκ των τριών συνταγματικά κατοχυρωμένων εξουσιών και ως εκ τούτου η συνύπαρξή τους είναι αναγκαστική. «Pour que le pouvoir arête le pouvoir» κατά την προσφιλή φράση, που διατύπωσε ο Montesquieu. Η διαπίστωση αυτή σε ένα μόνο συμπέρασμα άγει: η διαφορετικότητα της πολιτικής και δικαστικής θεώρησης των πραγμάτων δεν πρέπει να παραβλέπεται διότι πολύ απλά αποτελεί απόρροια της ίδια της διαφορετικής φύσης των δύο αυτών μορφών εξουσίας. Είναι με άλλα λόγια η διαφορετικότητα τους, που δύναται να τις φέρει σε αντιπαράθεση, ως και πράγματι συμβαίνει.
Πλην όμως, μία τέτοια αντιπαράθεση ουδόλως θα έπρεπε να ξενίζει τη σύγχρονη κοινωνία. Η δικαστική εξουσία περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, αυτό της εφαρμογής και ερμηνείας των νόμων, ενίοτε χαρακτηριζόμενη από μία στατικότητα και μία συμπαγή λογική στην αντιμετώπιση των πραγμάτων. Αντίθετα, η νομοθετική εξουσία καλείται να προσαρμοστεί με ταχύτητα σε συνεχείς αλλαγές, οι οποίες συνηθίζουν να εμφανίζονται ως επιτακτικές και των οποίων οι συνέπειες αντανακλώνται άμεσα στο κοινωνικό σύνολο. Η αλληλεπίδραση ωστόσο, πολιτικής και δικαστικής εξουσίας ενυπάρχει.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μία δικαστική απόφαση έχει πολιτικές προεκτάσεις καθώς ο δικαστής καλείται να εφαρμόσει το νόμο με τον πλέον επιστημονικά ορθό τρόπο, με τα εργαλεία ερμηνείας, που διαθέτει και εμφορούμενος πάντα από το αίσθημα της δικαιοσύνης. Στην περίπτωση ωστόσο, αυτή, που μία δικαστική απόφαση έχει πολιτικές επιπτώσεις, αυτή δύναται να τύχει κριτικής.
Ουδεμία απαγορευτική διάταξη ως προς την άσκηση κριτικής στις δικαστικές ενέργειες, ή στις δικαστικές αποφάσεις, έχει θεσπιστεί. Ουδείς εξ’ ημών ανεξαρτήτως θέσεως, είναι στο απυρόβλητο. Αυτό υπαγορεύει αφενός μεν, ο νομικός μας πολιτισμός αφετέρου δε, η ίδια η έννοια της δημοκρατίας. Έκαστος φέρει και οφείλει να φέρει τις συνέπειες των πράξεών του με όποιον τρόπο και, εάν αυτές αποτυπώνονται στον νομικό μας πολιτισμό ή εξωτερικεύονται στην πολιτική σκηνή. Η όποια προβληματική αναφύεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που η παρεμβατική ενέργεια πλήττει τον ίδιο τον πυρήνα της ανεξαρτησίας του δικαστή, ή πολύ περισσότερο, όταν η όποια παρεμβατική ενέργεια σχετίζεται με δίκη εκκρεμή.
Στο πλαίσιο αυτό η τοποθέτηση του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας μας μέσω της οποίας αιτήθηκε η όποια κριτική τυχόν ασκείται να χαρακτηρίζεται από διακριτικότητα και αυτοσυγκράτηση, δεν απέχει από την αξίωση που έκαστος έχει σε μία τέτοια περίπτωση. Το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας αποδέχεται το ενδεχόμενο να τύχει κριτικής κάποια δικαστική απόφαση ή ενέργεια, πλην όμως, η όποια κριτική ασκείται οφείλει να φέρει συγκεκριμένα γνωρίσματα, ως αυτά προσδιορίζονται από τους ίδιους τους κανόνες του δικαικού μας συστήματος.
Η θέση αυτή αποτελεί και την πεμπτουσία του διπόλου δικαιοσύνη και πολιτική. Πράγματι, μία κριτική στηριζόμενη σε επιχειρήματα αποτελεί μία αποδεκτή κριτική. Ωστόσο, εάν αυτή υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου και της επιστημονικότητας, υπονομεύει την ίδια την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας υπό τη σκοπιά ενός νομικού.
Στο πλαίσιο της αναφοράς που πραγματοποίησα στην παρεμβατικότητα δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στο άρθρο 90 του Συντάγματος, πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που η επιλογή των προσώπων εκείνων, που θα στελεχώσουν τις ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης από το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο έχει εγείρει τόσο κατά το παρελθόν, όσο και σήμερα, έντονες αντιδράσεις. Το ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται είναι, εάν η διάταξη αυτή του Συντάγματος φέρεται να κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου στη Δικαιοσύνη ή μήπως η πραγματική προβληματική σχετίζεται με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων των συγκεκριμένων προσώπων;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην υπόθεση Ζολώτας κατά της Ελλάδος το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η επιλογή του Προέδρου του Αρείου Πάγου από την εκτελεστική εξουσία δεν προσβάλει την αρχή της ανεξαρτησίας, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση όμως, ότι αυτός θα ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία. Το βάρος δηλαδή, μετακυλίεται στο πρόσωπο του εκάστοτε δικαστή και στο αίσθημα δικαίου, που τον διαπνέει. Μόνο ο ίδιος ο δικαστής δύναται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, εμφορούμενος από υψηλό αίσθημα ευσυνειδησίας και ήθους.
Μία ακόμη πτυχή που κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη στην ορθή απονομής της Δικαιοσύνης δεν είναι άλλη παρά η καθυστέρηση στην απονομή της. Η παρατηρούμενη αυτή καθυστέρηση συνδέεται αναπόδραστα με μία ελλιπή, αν όχι ανεπαρκή διασφάλιση του δικαιώματος παροχής πραγματικής δικαστικής ακρόασης. Στο πρόσφατα δημοσιευμένο Ευρωπαϊκό πίνακα αποτελεσμάτων της Ε.Ε στον τομέα της Δικαιοσύνης, ο οποίος αφορά την ροή υποθέσεων κατά το έτος 2016 η χώρα μας κατατάσσεται ανάμεσα στις τελευταίες θέσεις. Μία προσεκτική ανάγνωση αυτού καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα απαιτείται πολύ μεγαλύτερος από το μέσο όρο χρόνος για την έκδοση κάποιας δικαστικής απόφασης.
Εκείνο ωστόσο, που είναι αξιομνημόνευτο είναι ότι η χώρα μας διαθέτει μεσαίο προς υψηλό αριθμό δικαστών και υψηλό αριθμό δικηγόρων ανά κάτοικο, ενώ σύμφωνα με την έκθεση αυτή η χώρα μας δαπανά χρήματα, που υπερβαίνουν το μέσο όρο της Ε.Ε. αντίστοιχα στα δικαστήρια. Μία αποδεκτή λύση δε θα μπορούσε να είναι η σωματική και πνευματική εξόντωση των δικαστικών λειτουργών, εφαρμόζοντας και την αρχή «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα». Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, που έχει λάβει πλέον το χαρακτήρα συστημικού προβλήματος στην Ελλάδα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι υποθέσεις εκείνες, που σχετίζονται με τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και άπτονται του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος.
Στις εν λόγω υποθέσεις, ως και στις υποθέσεις εκείνες, των οποίων επίκειται η παραγραφή, θα έπρεπε να υπάρχει πρόνοια ως προς την ταχύτερη εκδίκαση αυτών. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα επερχόταν και η ειρήνευση στην κλονισμένη εμπιστοσύνη του κοινωνικού συνόλου στη Δικαιοσύνη. Η ορθολογική οργάνωση των Δικαστηρίων, που αποτελεί καθήκον των υπηρετούντων στη Δικαιοσύνη και η εγκαθίδρυση ενός ποιοτικού δικαστικού αιτήματος σχετιζόμενου με τη φύση της εκάστοτε δικαστικής απόφασης αποτελούν στις ημέρες μας πάγια αιτήματα, που επιβάλλουν οι καιροί.
Εν κατακλείδει, η Δικαιοσύνη εκτός από θεσμικό, έχει και ηθικό αντίβαρο. Το αίτημα για ανόθευτη βούληση του δικαστή διασφαλίζεται μέσω της ανεξαρτησίας του. Η ανεξαρτησία αρκεί, αλλά όχι από μόνη της. Το αίτημα για αδέκαστη και ευσυνείδητη κρίση μόνο μέσω της αμεροληψίας δύναται να επιτευχθεί. Η σώρευση των ανωτέρω και μόνο θα αποτρέψει την απονομιμοποίηση της δικαιοσύνης και τον κλονισμό στην ορθή απονομή αυτής. Εντός του ανωτέρω πλαισίου η Δικαιοσύνη θα πραγματώσει και τον παιδευτικό της ρόλο και θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην «έξοδο» από την πολύπλευρη και πολυεπίπεδη κρίση.
Η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία οφείλει να ασκεί τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητές της, παρακολουθώντας διακριτικά το έργο της Δικαιοσύνης, έχοντας όμως, πάντα κατά νου και τη διαφορετικότητα της φύσης της αποστολής της. Σεβασμός αμφίπλευρος, ανεξαρτησία και αμεροληψία φέρονται να αποτελούν το τρίπτυχο εκείνο, που νομιμοποιεί τη Δικαιοσύνη στη συνείδηση του Έλληνα πολίτη και εδραιώνει την εμπιστοσύνη του στην χρηστή απονομή της.
*Ο κύριος Παναγιώτης Κουρουμπλής είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει διατελέσει, υπουργός Υγείας, υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr