Παναγιώτης Μπαλακτάρης: Γιατί χρειαζόμαστε το Ποινικό Δίκαιο
Η άμυνα μιας κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα υλοποιείται πολλαπλώς. Η τήρηση της τάξης δια της αστυνόμευσης είναι ένα σκαλί στην κλίμακα της επιβολής του νόμου. Αυτής έπονται τα δικαστήρια με την απονομή της δικαιοσύνης και προηγείται το νομικό οπλοστάσιο που θεσπίζεται από τη Βουλή. Γράφει ο δικηγόρος Παναγιώτης Μπαλακτάρης Πρώτα τίθενται οι διατάξεις που προσδιορίζουν […]
Η άμυνα μιας κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα υλοποιείται πολλαπλώς. Η τήρηση της τάξης δια της αστυνόμευσης είναι ένα σκαλί στην κλίμακα της επιβολής του νόμου. Αυτής έπονται τα δικαστήρια με την απονομή της δικαιοσύνης και προηγείται το νομικό οπλοστάσιο που θεσπίζεται από τη Βουλή.
Γράφει ο δικηγόρος Παναγιώτης Μπαλακτάρης
Πρώτα τίθενται οι διατάξεις που προσδιορίζουν αυστηρώς ποια ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί έγκλημα, ύστερα διώκονται αυτές οι παράνομες συμπεριφορές και τελικώς δικάζονται και τιμωρούνται. Οι δυνάμεις ασφαλείας και η δικαστική εξουσία, δηλαδή, απλώς εφαρμόζουν τις προβλέψεις του ποινικού νομοθέτη.
Το ποινικό δίκαιο είναι αποσπασματικό δίκαιο. Δεν προβλέπει και τιμωρεί όλες τις συμπεριφορές, αλλά μόνον εκείνες που υπερβαίνουν με ιδιαιτέρως έντονο τρόπο τα όρια της νομιμότητας. Οι κανόνες του ποινικού δικαίου επενεργούν στην ελευθερία του κατηγορουμένου, που είναι το δεύτερο μετά τη ζωή θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Επειδή οι προβλέψεις του ποινικού δικαίου είναι καίριας σημασίας, επιλέγεται συνήθως να νομοθετούνται εξυπηρετώντας κοινωνικές ανάγκες. Για παράδειγμα, αφ’ ότου (και όπου) το δικαίωμα στη ζωή ταξινομήθηκε ως πρωτεύον καταργήθηκε η θανατική ποινή. Επίσης, η θανατική ποινή έχει καταργηθεί σε όσες έννομες τάξεις σκοπός της ποινής δεν είναι η ανταπόδοση στον εγκληματία, αλλά ο σωφρονισμός. Στην κατάργηση της ποινής του θανάτου οδήγησε νομοτελειακά και η αναγνώριση της πιθανότητας δικαστικής πλάνης κατά την απόδοση δικαιοσύνης.
Γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι ο ποινικός νομοθέτης ιχνηλατεί τις ανάγκες του κοινωνικού σώματος και ψηφίζει κανόνες δικαίου για την προστασία του. Παραδείγματος χάριν, η αύξηση των περιστατικών στοχευμένου εκφοβισμού κατά αδύναμων προσώπων ανάγκασε τον ποινικό νομοθέτη να περιγράψει αυτήν την αξιόποινη πράξη (bullying) και να την τιμωρεί.
Συγχρόνως όμως ο νομοθέτης οφείλει να εναρμονίζεται με την υποχρέωση σεβασμού της αξιοπρέπειας του ατόμου. Κάθε κατηγορούμενος απολαμβάνει τις εγγυήσεις της συντεταγμένης πολιτείας. Καθίσταται έτσι το ιερό πρόσωπο της ποινικής δίκης. Εξ ου και η ύπαρξη του πλέγματος προστατευτικών διατάξεων, όπως το τεκμήριο αθωότητας, η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κ.λ.π.
Η ισορροπία που πρέπει να επιτυγχάνεται, λοιπόν, ανάμεσα στην προστασία της κοινωνίας από παραβάτες και στη δίκαιη δίκη αυτών καταλήγει να είναι ζωτικής σημασίας για το ίδιο το κράτος. Άνευ αυτής κλονίζεται η απαραίτητη εμπιστοσύνη των πολιτών στη νομοθετική και στη δικαστική εξουσία.
Όλα αυτά (τα οποία είναι ομολογουμένως πολύ λίγα για να αναδείξουν την πραγματική κρι/χρη-σιμότητα των ποινικών διατάξεων) πρέπει να αποτελούν τον γνώμονα του νομοθέτη κάθε φορά που νομοθετεί. Αυτά και άλλα θα έπρεπε να είναι σύμβουλοι του νομοθέτη πριν τις πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως αυτά πρέπει να λάβει υπόψιν της η νέα πολιτική ηγεσία της δικαιοσύνης στις κυοφορούμενες αλλαγές.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr