Παναγιώτης Περάκης: Περί ανομίας και αδράνειας των αρμοδίων οργάνων
Με αφορμή τα όσα απαράδεκτα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε άλλους Πανεπιστημιακούς χώρους, το ζήτημα της ανομίας απασχολεί πάλι αυτή την περίοδο τον δημόσιο διάλογο. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι η κατάσταση αυτή εξευτελίζει και απαξιώνει την δημόσια ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας.
Όπως επισημαίνεται και στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε ο ΔΣΑ, το κύριο πρόβλημα είναι πως η κατάσταση αυτή υπονομεύει τον ίδιο τον πυρήνα της συντεταγμένης Πολιτείας μας.
Πράγματι, το κοινωνικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο εδράζεται η σύγχρονη αστική δημοκρατία (η μόνη δημοκρατία τελικά, όπως με οδυνηρό τρόπο απέδειξε και συνεχίζει να αποδεικνύει η ανθρώπινη ιστορία) είναι η δέσμευση όλων στην τήρηση των κανόνων που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση, δηλαδή στην τήρηση των νόμων. Καθένας παραχωρεί ένα μικρό κομμάτι της προσωπικής του ελευθερίας για χάρη αυτών των κανόνων, οι οποίοι διασφαλίζουν και τη δική του θέση στο σύνολο.
Γράφει ο δικηγόρος Παναγιώτης Περάκης*
Η παραχώρηση όμως αυτή γίνεται στη βάση της πεποίθησης-συμφωνίας ότι οι νόμοι τηρούνται (πρέπει να τηρούνται) απ’ όλους. Εξαιρέσεις ή διακρίσεις ή εκπτώσεις από αυτό όχι απλά είναι ασύμβατες με τη δημοκρατία, αλλά ευθέως την αναιρούν. Η δε γενική πεποίθηση περί της τήρησης του νόμου εκ μέρους όλων, η οποία οδηγεί και στην αυτοδέσμευση του καθενός, δεν αναπληρώνεται με την δια της βίας γενική επιβολή του: έχει αποδειχθεί ότι το κοινό αίσθημα είναι πολύ πιο ισχυρό, εκτός εάν δεν μιλάμε πια για δημοκρατία.
Είναι αλήθεια ότι το νεοελληνικό κράτος δεν διακρινόταν ποτέ ως προς την τήρηση της νομιμότητας. Αυτό διαχρονικά καταγραφόταν εναργώς στους δείκτες των περιοδικών μετρήσεων των σχετικών έγκυρων διεθνών οργανισμών, οι οποίοι πάντοτε κατέτασσαν τη χώρα μας αρκετά χαμηλά όσον αφορά στον σεβασμό των πολιτών προς τους θεσμούς, σε ευθεία βεβαίως αντιστοιχία με τους δείκτες εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτούς (πολύ χαμηλοί κι αυτοί, δικαιολογημένα σε μεγάλο βαθμό).
Το τελευταίο όμως χρονικό διάστημα βλέπουμε να συντελείται μια ουσιώδης αλλαγή, μια «ποιοτική» αλλαγή, στην αντιμετώπιση της ανομίας. Η αλλαγή αυτή συνίσταται σε μια διάθεση ανοχής, δικαιολόγησης και, εν τέλει, ιδεολογικοποίησης της ανομίας ή ορισμένων κυρίως πτυχών της, κάτι όμως αδιάφορο, αφού το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ο καίριος τραυματισμός και η υπονόμευση της αναγκαίας για τη συμβίωσή μας σε μια δημοκρατική Πολιτείας γενικής πεποίθησης περί εφαρμογής του νόμου.
Η αλλαγή δε αυτή έχει προφανώς μεγαλύτερη σημασία όταν εκδηλώνεται από κυβερνητικούς παράγοντες -από την ίδια την εξουσία δηλαδή-, όπως εν προκειμένω συμβαίνει σε πλείστες όσες περιπτώσεις (μονιμοποίηση προσωρινών υποτίθεται μέτρων που αναιρούν την επιβληθείσα από τα δικαστήρια ποινική μεταχείριση ή οδηγούν ουσιαστικά σε ατιμωρησία, δημόσιες δηλώσεις κατανόησης, επιείκειας ή ακόμη και συμπαράστασης σε συγκεκριμένης πολιτικής τοποθέτησης καταδικασθέντες, ακόμη και για ανθρωποκτονίες ή άλλα βαρύτατα ποινικά αδικήματα, καινοφανείς θεωρίες που νομιμοποιούν παράνομες πράξεις στους πανεπιστημιακούς χώρους ή μεταθέτουν στην ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα και στους φοιτητές τις ευθύνες για την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί εκεί κλπ).
Ως προς τη συντελούμενη αυτή αλλαγή πρέπει να γίνουν δύο επισημάνσεις:
Πρώτον, ότι η προσπάθεια ορισμένων δήθεν αριστερών απόψεων να περιβάλουν με ιδεολογικό περίβλημα ή ακόμη και να απενεχοποιήσουν στη συνείδηση των πολιτών διάφορες μορφές παραβατικότητας είναι αφελής και πάρα πολύ επικίνδυνη. Διότι ο προσεταιρισμός με τον τρόπο αυτόν διαφόρων ομάδων με συγκεκριμένα κοινωνικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά μπορεί ενδεχομένως να αποφέρει κάποια πολιτικά ωφελήματα, στη μεγάλη εικόνα όμως η ζημία είναι γενική, αφού η βλάβη που προκαλείται είναι πολύ βαθύτερη και πλήττει όλους όσους κινούνται στους θεσμούς της δημοκρατίας και πιστεύουν στην αξία της. Εκτός αν αυτό δεν ισχύει για ορισμένους εν προκειμένω.
Δεύτερον, ότι, μαζί με τα αρμόδια πολιτικά πρόσωπα, τα οποία βεβαίως φέρουν ακέραια την ευθύνη της αδράνειάς των απέναντι στο καθήκον τους, είναι αυτονόητο πως και τα όργανα του κράτους που είναι επιφορτισμένα με την τήρηση των νόμων και την αντιμετώπιση της ανομίας δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους αυτή λόγω της υπαρκτής ή εικαζομένης βούλησης των πολιτικών προϊσταμένων τους που ενδέχεται να εκπροσωπούν τέτοιες απόψεις.
Ας ξαναπούμε λοιπόν τα αυτονόητα, όσο θλιβερό κι αν είναι στη χώρα μας για μια ακόμη φορά να ασχολούμαστε με ζητήματα που σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο που μοιράζεται τον ίδιο νομικό πολιτισμό με μας έχουν λυθεί εδώ και πολλές δεκαετίες:
- Οι νόμοι υπάρχουν για να τηρούνται. Για να τηρούνται απ΄ όλους, ανεξάρτητα της κοινωνικής θέσης, της οικονομικής δύναμης, αλλά και της ιδεολογικής τοποθέτησης του καθενός. Και από τους ισχυρούς και από τους αδύναμους, και από τους πλούσιους και από τους φτωχούς, και από τους δεξιούς και από τους αριστερούς.
- Η μέριμνα για την τήρηση των νόμων αποτελεί θεμελιώδη –και μη παραχωρήσιμη- υποχρέωση του οργανωμένου κράτους και των εξουσιών του. Αποτελεί προάσπιση της δημοκρατίας και υπεράσπιση των αδυνάτων, διότι εάν δεν εφαρμόζονται οι νόμοι εφαρμόζεται ο νόμος του ισχυρού.
- Η αδράνεια των αρμοδίων αστυνομικών, δικαστικών (εισαγγελικών) και πολιτικών οργάνων απέναντι στην ανομία δεν αναπληρώνεται με τη δίωξη του τάδε ισχυρού οικονομικού ή πολιτικού παράγοντα και την επικοινωνιακή της διαχείριση εν είδει ρωμαϊκού θεάματος ούτε συγχωρείται από οιεσδήποτε θεωρίες ή ιδεοληψίες κανενός. Όσοι, παραβιάζοντας το καθήκον τους, ανέχονται και ενθαρρύνουν με την ανοχή τους την παρανομία, αναλαμβάνουν προσωπικά τις ευθύνες τους γι αυτό, όπως άλλωστε ήδη προειδοποίησαν οι δικηγόροι της Αθήνας.
*Δικηγόρος, μέλος ΔΣ ΔΣΑ – Πρόεδρος της Επιτροπής για την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE)
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr