Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Σταυρούλα Δημητρίου: “Ανώνυμοι με τ’ όνομα”

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σταυρούλα Δημητρίου: “Ανώνυμοι με τ’ όνομα”

Ίπταται αβαρής στο στηθαίο της γέφυρας . Έρωτας τυφλός, απελπισμένος.  «Ελσα σ’ αγαπώ, Έλσα  θα πέσω»  . Μέρα νύχτα  η απελπισία  και η πρόβα θανάτου. Οι περαστικοί  κοιτάζουν, διαβάζουν το μέσα της ψυχής του και ψιθυρίζουν κι αυτοί το όνομα της γυναίκας και λένε από μέσα τους το ίδιο, «Έλσα σ’ αγαπώ, Έλσα θα πέσω» .

Γράφει η Εφέτης Σταυρούλα Δημητρίου

Και ενώνονται οι ψίθυροι σαν ένα κύμα ικεσίας προς την άγνωστη και άκαρδη ωστόσο αυτή γυναίκα, χωρίς ωστόσο να αντιδρούν, χωρίς να φτάνει ούτε ένα  σωστικό στρώμα, ένας  φάρος, ένα κάτι  για ν’ αποτρέψουν το κακό την υστάτη στιγμή.  

Λες και το μπόρεσαν και αφού το μπόρεσαν το άντεξαν και αφού το άντεξαν το συνήθισαν. Θα μπορούσα να το παρομοιάσω με την θλιμμένη εκείνη μελωδία που παίζει με τη φυσαρμόνικα  ο τυφλός ζητιάνος τη νύχτα μεσ’ τη βροχή, που την επαναλαμβάνει  παίζοντάς την στις ίδιες νότες ξανά και ξανά και τη συνηθίζεις, όσο σπαραξικάρδια και αν είναι και τη σιγοψιθυρίζεις φευγαλέα.

‘’Ωραία που έβρεξε  ένα βράδυ κι εσβήσθηκε η γραφή», που θα ’λεγε αλλιώς ο ποιητής. Σαν τίτλος βιβλίου, που σ’ ένα αντίτυπο μοναχά είχε κυκλοφορήσει, σ’ αυτό του στηθαίου της γέφυρας. Ό,τι  απ’ τη μικρή ιστορία τώρα απόμεινε μετά τη βροχή, είναι το γκράφιτι πλάι μιας  καρδούλας  τίκτουσας αίμα, με το βέλος να την τρυπάει.  Σαν υποσημείωση. Ή και σαν υστερόγραφο στο λεύκωμα της πόλης. Σαν στο λεύκωμα των εφηβικών μας χρόνων. 

«Βασανίζομαι…» έγραψε κάποιος σε μια πρόσοψη ακατοίκητου σπιτιού. «Εγώ να δεις…! μην κοιτάς που δεν μιλάω..», έγραψε από κάτω κάποιος άλλος,  « αν ερωτευθούν όλοι πραγματικά, το κράτος θα καταρρεύσει».

Τοίχοι σκοτεινοί σε ερημωμένα κτίρια γεμάτοι καλλικαντζούρες ανορθόγραφες. Όλη του έρωτα η αγραμματοσύνη.  Ονόματα μέσα σε μεμβράνη καρδιάς, καρδιές σε σκίτσο με φλέβες και αρτηρίες, στίχοι και στίχοι, σαν τίτλοι βιβλίων, ολόκληρα βιβλία άκοπα στη βιβλιοθήκη των τοίχων, τα έρημα της ψυχής,   άπαιχτοι πρωταγωνιστές.  Που μ’ αυτές τις  λεξούλες γραμμένες με χάρη πάνω στο σκυροκονίαμα του τοίχου φτερώνουν τον ατραγούδιστο πόνο τους. 

Που σκαρφαλώνουν κασκαντέρ στα ύψη γράφοντας ανάστροφα,  για να νοιώσουν τη φρίκη κοιτώντας κάτω στα βάθη της πόλης και της ψυχής και  να σου πουν πόσο ψέμα είναι η αλήθεια, « υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;» έγραψε ένας άλλος,  που βγαίνουν νύχτα σα  χερουβεικά  με άσπρες κιμωλίες και κουβάδες και μπογιές, που αγαπιούνται αλλιώτικα, που θέλουν να ορκίζονται  και να πεθαίνουν πάνω στο τοπίο  του ξεχασμένου τοίχου. Όχι για ρεκλάμα, ούτε για να μοιραστούν μαζί μας, αλλά για να ονειρευτούν μόνοι τους στο άσυλο του τίποτα, για να ξεχαστούν μεσ’ τη βροχή, μέσ’ το σκοτάδι.

«Και δεν είναι που θέλω να ζήσω, είναι το γαμώτο που δεν έζησα», έγραψε κάποιος,  « άντε αγαπήσου», ένας άλλος. «Και γιατί τοίχοι καθαροί; γαμώ την ψυχιατρική αισθητική σας, πουτάνα όλα…», «τα γκαζάκια δεν είναι μόνο για καφέ». Είναι  αυτοί που δεν τους νοιάζει ν’ ανοίξουν το φιλμ, ν’ αφήσουν το φως να μπει, να κάψει την ιστορία . Οι ανώνυμοι με τ’ όνομα.

*Δικαστής, Εφέτης ε.τ- συγγραφέας

*Διήγημα από το βιβλίο ”Η επιστροφή της Κίχλης” εκδόσεις Λιβάνη

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ