Σταυρούλα Δημητρίου: “Η συνείδηση του δικαστή”
Αν η Δικαιοσύνη είναι η κορυφαία λειτουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας, αν το κράτος δικαίου έχει συνισταμένη τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του, η ανάγκη χρηστής απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί την σπουδαιότερη συνιστώσα.
Η λειτουργία της Δικαιοσύνης απασχολεί τις ανθρώπινες κοινωνίες ανέκαθεν και γίνεται συχνά αφορμή έντονης διαμάχης πολιτικής, κοινωνικής, δημοσιογραφικής, ενίοτε και επιστημονικής.
Γράφει η Δικαστής Σταυρούλα Δημητρίου
Δεν είναι λίγες οι φορές που υψώνονται ομαδόν φωνές διαμαρτυρίας για την λειτουργία της Δικαιοσύνης. Μιας και οι δικαστικές αποφάσεις εκτίθενται και σε κοινωνικό έλεγχο, δεν είναι λίγες οι φορές που μια δικαστική απόφαση μπορεί να αποτελέσει σημείο τριβής και διαμαρτυρίας. Ως εάν η κοινωνία να επιζητεί άρση και θεραπεία.
Που με τον αθώο ρεαλισμό της αντιλαμβάνεται σε κάποιες περιπτώσεις ως δικαστικό παράδοξο το ”ένοχος” σε πρώτο βαθμό, ”αθώος” σε δεύτερο ή την καταδίκη ή την αθώωση ή την αυστηρή ποινή ως υπερμέτρως επιβληθείσα. Και από την πλευρά τους οι δικαστές να οριοθετούνται ανάμεσα στο μύθο και την ύπαρξή τους και να υπενθυμίζουν ότι είναι”κύριοι του οίκου τους”. Ως εάν ο Νόμος ”εν εαυτώ” και η ψυχή ”εκεί έξω”.
Και να επαναλαμβάνουν ότι ”εφαρμόζουν το Σύνταγμα και τους νόμους προπαντός κατά την συνείδησή τους”. Και έτσι είναι, αφού το ίδιο το Σύνταγμα εγγυάται και την ανεξαρτησία τους και την υποχρέωσή τους να εφαρμόζουν τους νόμους.Όμως το ”κατά συνείδηση” κανένα Σύνταγμα δεν το εγγυάται στον πολίτη, γιατί κανένα Σύνταγμα, κανένας νόμος δεν το προβλέπει και δεν είναι δυνατόν να το προβλέψει.
Μόνη περίπτωση ”κατά συνείδηση ” κρίσης του δικαστή προβλέπεται στο άρθρο 177 ΚΠΔ για την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία έχει επικουρικό χαρακτήρα και κατατείνει , σύμφωνα με την αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, μόνο στην αθώσή του ή στην ελάφρυνση της θέσης αυτού. Τί είναι όμως συνείδηση; Μια όλως υποκειμενική υιοθέτηση πολλών πιθανών εναλλακτικών, με δίλημμα ”ποιά να διαλέξω”. Ή άλλως πως”αυτό που μας εγκαταλείπει κάθε βράδι όταν πάμε για ύπνο και επανέρχεται το επόμενο πρωί όταν ξυπνάμε”.Βάσει αυτών πως είναι δυνατόν ο δικαστής να δικάζει θέτοντας στον εαυτό του το δίλημμα ποιά εναλλακτική να διαλέξει χωρίς την γνωστική εγκυρότητα του νόμου.
Ο δικαστής όταν δικάζει μένει θεσμικά μόνος ”ενώπιος ενωπίω”, στην προσωπική του συνομιλία με το νόμο και την συνείδησή του. Όχι όμως οποιαδήποτε συνείδηση, κοινωνική ή ηθική, όπως εκτέθηκε παραπάνω, αλλά αυτήν του δικαστικού ήθους και μάλιστα όχι εν πλήρει ελευθερία, αλλά μέσα στα αυστηρά πλαίσια που του ορίζει το Σύνταγμα: Oι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους…
Είναι αυτό που εμφιλοχωρεί μεταξύ της ισχύος του νόμου και της εφαρμογής αυτού, που βιώνεται αθόρυβα στη συνείδηση του δικαστή κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του. Είναι το δικαστικό ήθος αυτό που θα του επιτρέψει να κάνει ορθή και δίκαιη διαχείριση της διακριτικής του ευχέρειας. Διότι, ”πάντοτε μέσα στη συνείδηση του δικαστή, το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας που του περισσεύει είναι αρκετά ευρύ”, ώστε να κινδυνεύει να διολισθήσει και να εμφανίζεται να έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κάποιες φορές ως αμείλικτος τιμωρός με εξοντωτική ποινή και κάποιες άλλες ως ιππότης με απροσδιόριστη διάθεση επιείκειας.
Ο συνταγματικός νομοθέτης, αρκούντως υποψιασμένος προ αυτού του κινδύνου, επιβάλλει αφενός την τήρηση της αναλογίας, αφετέρου απαγορεύει την κάθε είδους κατάχρηση.Πλην όμως αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις αυτές , το ανώτερο δικαστήριο πάλι με διακριτική ευχέρεια θα κρίνει αφού δεν υπάρχει ιεραρχία συνειδήσεων.Επομένως , το δικαστικό ήθος ή αλλιώς δικαστική συνείδηση και η ορθή χρήση της διακριτικής ευχέρειας έχουν να κάνουν αναμφίβολα με το ελεύθερο και αδέσμευτο φρόνημα των δικαστών και με την υψηλή αντίληψη της αποστολής τους και με το ανεπτυγμένο αίσθημα ηθικής ευθύνης και προσωπικής αξιοπρέπειας.
Και επειδή κανένα Σύνταγμα δεν εγγυάται τα παραπάνω συνειδησιακά στοιχεία των δικαστών και επειδή οι δικαστές δεν είναι κάτι το ”διάφορον” από τα άλλα μέλη της κοινωνίας, αλλά ”σάρξ εκ της σαρκός της” ακόμη και εάν το κράτος αποφασίσει να επιλέξει τους άριστους εκ των αρίστων, εν τούτοις θα συνέτρεχε λόγος αναθεώρησης όχι ενδεχομένως του Συντάγματος, αλλά…ημών των ιδίων ως κοινωνία. Επειδή , όμως , οι επί τα βελτίω μεταβολές στην κοινωνία συντελούνται σε απειροελάχιστα μεγέθη μέσα στο χρόνο, είναι προφανές ότι δεν τις προλαβαίνουμε.
Και η Δικαιοσύνη, με τον δικό της ρεαλισμό και αυτή και με τους δικούς της κώδικες, θα συνεχίζει να χειραγωγεί τα ”εισερχόμενα” σ’αυτήν. Και αυτό το δίπολο αντιπαράθεσης, κοινωνίας και Δικαιοσύνης, που ούτε εγχώριο ούτε σύγχρονο είναι,ένα και μόνο πρόβλημα θα αναδεικνύει κάθε φορά:την βαθιά κρίση εμπιστοσύνης προς τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
*Δικαστής, Εφέτης Ε.Τ- Συγγραφέας
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr