Χρήστος Νάστας: Γενικές παρατηρήσεις για τα σχέδια Κωδίκων του Ποινικού και της Ποινικής Δικονομίας
Η νομοθετική πρωτοβουλία ριζικής αναμόρφωσης του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προς το σκοπό της επιτάχυνσης και της ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης, με βρίσκει κατ΄ αρχήν σύμφωνο. Όμως αρκετές προτεινόμενες ρυθμίσεις, κατά την ταπεινή μου άποψη, κινούνται όχι προς τη σωστή κατεύθυνση και χρίζουν αλλαγής. Αναλύει ο πρόεδρος Εφετών Χρήστος Νάστας* Πριν […]
Η νομοθετική πρωτοβουλία ριζικής αναμόρφωσης του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προς το σκοπό της επιτάχυνσης και της ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης, με βρίσκει κατ΄ αρχήν σύμφωνο. Όμως αρκετές προτεινόμενες ρυθμίσεις, κατά την ταπεινή μου άποψη, κινούνται όχι προς τη σωστή κατεύθυνση και χρίζουν αλλαγής.
Αναλύει ο πρόεδρος Εφετών Χρήστος Νάστας*
Πριν αναφερθώ σε ορισμένες προτεινόμενες ρυθμίσεις, θέλω να επισημάνω ότι ο χρόνος της δημόσιας διαβούλευσης και για τους δύο Κώδικες είναι αρκετά μικρός. Είναι αδύνατον μέσα στον χρόνο που όρισε ο κ. Υπουργός να μπορέσει κάποιος νομικός να μελετήσει και τους δύο Κώδικες και να κάνει σοβαρές προτάσεις βελτίωσης των επί μέρους άρθρων. Άποψη μου είναι ότι η δημόσια διαβούλευση πρέπει να συνεχισθεί, τουλάχιστον για ένα εξάμηνο, για να μπορέσουν, τόσο οι θεωρητικοί, όσο και οι εφαρμοστές του Δικαίου, να προτείνουν αλλαγές- βελτιώσεις στα επί μέρους άρθρα κάθε Κώδικα.
- Κατ΄ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι αρκετές από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, όπως α) η βίαιη (χωρίς την αναγκαία ωρίμανση μέσα από δημόσιο διάλογο) μετατροπή πολλών κακουργημάτων σε πλημμελήματα,
- β) η αναγνώριση ελαφρυντικών για στοιχεία που δεν έχουν σχέση με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αλλά είναι της αποκλειστικής ευθύνης της Πολιτείας(υπέρβαση εύλογων χρονικών ορίων δίκης) ,
- γ) η τροποποίηση του άρθρου 263 Α του ΠΚ , δ) η κατάργηση του ν. 1608/1950, θα οδηγήσουν αρκετούς εγκληματίες, που έχουν παραπεμφθεί για σοβαρά αδικήματα ή εκτίουν πολυετείς ποινές κάθειρξης, εκτός των Καταστημάτων Κράτησης, καθιστώντας έτσι τις πράξεις τους ουσιαστικά ατιμώρητες.
- Δεύτερον, η κατάργηση της μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική ποινή θα στερήσει από την Πολιτεία ένα σημαντικό όπλο στη μάχη κατά της παρανομίας, καθώς η απειλή χρηματικής ποινής σε πλημμεληματικές παραβάσεις – ιδίως οικονομικού χαρακτήρα – λειτουργούσε αποτελεσματικά, τόσο ως αποτρεπτικό μέσο, καθώς ο παραβάτης που έχει απωλέσει το δικαίωμα αναστολής της ποινής του στην επόμενη εγκληματική του συμπεριφορά αξιολογούσε υψηλά τον κίνδυνο επιβολής χρηματικής ποινής που διέτρεχε, όσο και ως κατασταλτικό μέσο, καθώς με τον τρόπο αυτό ικανοποιείται – πολλές φορές μάλιστα και περισσότερο από τον εγκλεισμό σε κατάστημα κράτησης – το αίσθημα της αδικίας που έχει αφήσει μια μεσαίας απαξίας εγκληματική συμπεριφορά.
Πέραν όμως τούτου, εξίσου σημαντική είναι και η απώλεια εσόδων που θα υποστεί το Κράτος, τα οποία θα μπορούσαν να επενδυθούν στην αναβάθμιση των υποδομών των σωφρονιστικών καταστημάτων και στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης των λοιπών κρατουμένων για σοβαρότερα εγκλήματα. Εξάλλου, το γεγονός ότι σε πολλά εγκλήματα, ως ποινή παραμένει η χρηματική ποινή, δύσκολα δικαιολογεί την φερόμενη «εξαγνιστική» πρόθεση της Πολιτείας να καταργήσει τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρηματική ποινή.
- Τρίτον, η αναβάθμιση της κοινωφελούς εργασίας σε κύρια ποινή για τα πλημμελήματα, πέραν της αμφίβολης αποτελεσματικότητάς της σε επίπεδο πρόληψης των εγκλημάτων, δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό και στο επίπεδο της εφαρμογής της, καθόσον είναι γνωστό ότι το Κράτος δεν διαθέτει τις υποδομές εκείνες που θα απορροφήσουν χιλιάδες ανθρώπων που θα επιδιώκουν να εκτίσουν την ποινή τους με αυτόν τον τρόπο.
Έτσι, οι ποινές σε εγκλήματα μέτριας απαξίας θα εκτίονται, είτε με την ποινή της φυλάκισης, με αποτέλεσμα την υπερπλήρωση των φυλακών υπό συνθήκες αβίωτες, είτε με την πλασματική παροχή κοινωφελούς εργασίας, με αποτέλεσμα τον πλήρη ευτελισμό του ποινικοκατασταλτικού μας μηχανισμού, ενώ θα οδηγήσει αναπόδραστα και στην αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών.
- Τέταρτον, η κατ΄ ουσίαν κατάργηση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, το οποίο κατά γενική ομολογία είναι ένας πετυχημένος θεσμός, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην καθυστέρηση απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα με τη νέα ρύθμιση όλα τα κακουργήματα, εκτός απ΄ όσα εκδικάζονται από το ΜΟΔ, θα εκδικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, των οποίων ο αριθμός των δικασίμων αναμένεται να διπλασιασθεί.
Το ίδιο βέβαια θα συμβεί και στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων με διπλασιασμό των δικασίμων και αντίστοιχη αύξηση των υπηρεσιών των Εφετών. Η αλλαγή αυτή αμφιβάλλω εάν έχει μετρήσει τις πρακτικές συνέπειες, τόσο σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής (αριθμό αιθουσών, γραμματέων), όσο και σε επίπεδο δυνατότητας διαχείρισης της δικαστικής ύλης που καλούνται να σηκώσουν οι Εφέτες δικαστές. Είναι γνωστές σε όλους οι συνθήκες απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, όταν οι συνθέσεις απεγνωσμένα ψάχνουν να βρουν ημέρες που δεν έχουν υπηρεσία για να χωρέσουν τις διακοπτόμενες έδρες τους (πολλές φορές και πέραν του διμήνου, ενώ προσπαθούν να εκμεταλλευθούν και το χρόνο των δικαστικών διακοπών), αφαιρώντας συνάμα αντίστοιχο χρόνο από τις πολιτικές τους υποθέσεις.
Το ίδιο θα συμβεί και στον πρώτο βαθμό με την αύξηση των δικασίμων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού τα περισσότερα πλημμελήματα θα εκδικάζονται από αυτό. Από μια πρόχειρη στατιστική ανάλυση, σημειώνεται ότι σήμερα στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων εκδικάζονται περισσότερες από 15-18 υποθέσεις ανά δικάσιμο, ενώ στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ο αριθμός των υποθέσεων ουσίας που εκδικάζονται ανά δικάσιμο δεν υπερβαίνει τις 5-6 και τούτο οφείλεται όχι μόνο στη σοβαρότητα των υποθέσεων αλλά διότι το Δικαστήριο είναι δυσκίνητο στη λειτουργία του.
Από την άλλη πλευρά, η επιλογή αυτή – παρά το όποιο σημαντικό κόστος, το οποίο δεν φαίνεται να προσμετράται – προσπαθεί να δικαιωθεί με το επιχείρημα της ανάγκης ορθότερης απονομής της Δικαιοσύνης για τα κακουργήματα, πράγμα που, κατά την ίδια άποψη, διασφαλίζεται όταν απονέμεται από τα δικαστήρια με πολυμελή σύνθεση και όχι μόνο από έναν δικαστή, διότι υπάρχει κίνδυνος ο μονομελής Δικαστής να υποπέσει ευκολότερα σε λάθος κρίση που καταστεί επώδυνη για τον πολίτη.
Όμως η θεώρηση αυτή είναι πολλαπλώς εσφαλμένη, αφενός διότι τα εγκλήματα που καλούνται να δικάσουν οι μονομελείς συνθέσεις του Εφετείου είναι ευκολότερα διαχειρίσιμα, είναι επαναλαμβανόμενα και σε σημαντικό βαθμό τυποποιημένα, ώστε να μην απαιτείται ιδιαίτερη δυσκολία στην ανάλυση του ουσιαστικού τους μέρος. Επίσης, οι δικαστές που τα δικάζουν – όντας αποκλειστικής απασχόλησης στα μεγάλα τουλάχιστον Εφετεία της Χώρας – έχουν αποκτήσει πλήρη γνώση του αντικειμένου τους και την ανάλογη εμπειρία για την απονομή ταχείας, έγκυρης και αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Σε κάθε δε περίπτωση, τυχόν λάθος του Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, μπορεί να διορθωθεί από το δευτεροβάθμιο ποινικό Δικαστήριο που συγκροτείται πάντοτε σε πολυμελή σύνθεση.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε μέσα από την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων ότι οι προεδρεύοντες δικαστές των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, ανταποκρίνονται πλήρως στα καθήκοντά τους, διαψεύδοντας στην πράξη αυτούς που κατά καιρούς διατύπωσαν επιφυλάξεις. Μάλιστα, η προηγούμενη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του 2013-2014,αναγνωρίζοντας την αποτελεσματική λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, είχε προτείνει τη σημαντική αύξηση της ύλης τους αλλά και την κατάργηση του δυσκίνητου Πενταμελούς Εφετείου. Τι άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα και καταργούν -κατ΄ ουσία -το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων;
Ως ποινικός Δικαστής αποκλειστικής απασχόλησης από το 2015 μέχρι και σήμερα, πιστεύω ότι ο θεσμός του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων είναι απολύτως επιτυχής και ειδικά στα μεγάλα Εφετεία, δικάστηκαν με ταχύ και έγκυρο τρόπο χιλιάδες υποθέσεις, οι οποίες ακόμα θα παρέμεναν αδίκαστες. Ανακεφαλαιώνοντας, θεωρώ ότι η υποβάθμιση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη στο νέο σχέδιο ΚΠΔ μεταφορά ήσσονος σημασίας πλημμελημάτων από τα Μονομελή στα Τριμελή Πλημμελειοδικεία, θα επιβαρύνει υπερβολικά τα Τριμελή Εφετεία, με δυσμενέστατα αποτελέσματα για την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
- Πέμπτον, στο Ειδικό μέρος του σχεδίου Ποινικού Κώδικα διευρύνεται – λάθος κατά την άποψή μου για ορισμένα από αυτά – η αρχή της κατ’ έγκληση δίωξης των εγκλημάτων (πλημμελημάτων και ορισμένων κακουργημάτων), καθ’ όσον κατ’ έγκληση θα διώκονται πλέον οι ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: απλή και εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, πλην της τελεσθείσας κατά δημοσίου υπαλλήλου, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή επ’ αφορμή αυτής (άρθρ. 308 παρ. 1 και 2 σχΠΚ), σωματική βλάβη από αμέλεια, απλή και εντελώς ελαφρά (άρθρ. 314 παρ. 1 σχΠΚ), αυτοδικία (άρθρ. 331 σχΠΚ), απλή περίπτωση απειλής (άρθρ. 333 παρ. 1 σχΠΚ), διατάραξη οικιακής ειρήνης (άρθρ. 334 παρ. 1 σχΠΚ), προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, καθώς και αυτή που τελείται σε βάρος προσώπου εργασιακά εξαρτημένου από το δράστη (άρθρ. 337 παρ. 1 σχΠΚ), προσβολή της γενετήσιας ευπρέπειας άλλου (άρθρ. 353 παρ. 1 σχΠΚ), παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής (άρθρ. σχ358 ΠΚ), εγκατάλειψη εγκύου (άρθρ. 359 σχΠΚ), εξύβριση (άρθρ. 361 παρ. 1 σχΠΚ), δυσφήμηση (άρθρ. 362 σχΠΚ), συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρ. 363-362 σχΠΚ), παραβίαση του απορρήτου εγγράφων και ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (άρθρ. 370 παρ. 1, 2 σχ ΠΚ), παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών ή δεδομένα (άρθρ. 370Β παρ. 1, 4 σχΠΚ), παραβίαση απόρρητων στοιχείων ή προγραμμάτων υπολογιστών (άρθρ. 370Γ παρ. 1, 2 σχΠΚ), παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας (άρθρ. 371 σχΠΚ), απλή κλοπή (άρθρ. 372 σχΠΚ), αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου (άρθρ. 374AσχΠΚ), υπεξαίρεση, εκείνη που τελείται από εντολοδόχο, επίτροπο, κηδεμόνα του παθόντος, μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, καθώς και αυτή η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος) (άρθρ. 375 παρ. 1, 2 σχΠΚ), κλοπή και υπεξαίρεση ευτελούς αξίας (άρθρ. 377 σχΠΚ), απλή και ελαφρά φθορά ξένης ιδιοκτησίας, καθώς και η φθορά πράγματος που χρησιμεύει για κοινό όφελος ή καλλιτεχνικού ή ιστορικού μνημείου ή αντικειμένου τοποθετημένου σε δημόσιο χώρο ή τελεσθείσα με φωτιά ή με εκρηκτικές ύλες (άρθρ. 378 σχΠΚ), απάτη καθώς και απάτη εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος) (άρθρ. 386 παρ. 1 σχΠΚ), απάτη με υπολογιστή, καθώς και εκείνη εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως και εκείνη που στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (οι δύο τελευταίες μορφές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος) (άρθρ. 386A σχΠΚ), απατηλή πρόκληση βλάβης (άρθρ. 389 σχΠΚ), απιστία, καθώς και εκείνη εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως και εκείνη που στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ (οι δύο τελευταίες μορφές τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος (άρθρ. 390 σχΠΚ), αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος (άρθρ. 394 σχΠΚ), παρακώλυση συναγωνισμού (άρθρ. 395 σχΠΚ), δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα (άρθρ. 396 σχΠΚ), καταδολίευση δανειστών (άρθρ. 397 σχΠΚ) και τοκογλυφία, η οποία τιμωρείται πλέον μόνο σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρ. 404 σχΠΚ).
Συνέπεια των τροποποιήσεων αυτών είναι η μη σύλληψη των εγκληματιών από τα αστυνομικά όργαναεάν δεν υπάρχει έγκληση του παθόντος, έστω και αν τα εγκλήματα αυτά τελούνται ενώπιον τους, παρότι στη συνείδηση των πολιτών υπάρχει ενεργός η αίσθηση ότι η απαξία της παράβασης πολλών από αυτά υπερβαίνει τα όρια του ατομικού συμφέροντος και θίγει ολόκληρη την κοινωνία. Πέραν όμως τούτου, με τις παραπάνω τροποποιήσεις είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν θέματα διαχρονικού δικαίου, σε σχέση με την ύπαρξη ή όχι έγκλησης σε ήδη εκκρεμείς υποθέσεις, που θα δικαστούν είτε από Πλημ/κεία, είτε από Εφετεία Κακουργημάτων.
- Έκτον, όσον αφορά το σχΚΠΔ, εξόχως προβληματική θεωρώ ότι είναι η περίληψη στα αποκλειόμενα από την ποινική διαδικασία πρόσωπα, του εισαγγελέα που έχει συμπράξει στην παραπομπή του κατηγορουμένου, ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (άρθ. 14§2 περ. στ’ του σχΚΠΔ). Εκτός της προφανούς ασυμφωνίας της με τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις, καθώς προκρίνει την εφαρμογή της διάταξης, κατά περίπτωση (με κριτήριο τη δυνατότητα συγκρότησης του δικαστηρίου), δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία κυρίως των μεγάλων εισαγγελιών.
Να τονιστεί πως στις μεγάλες Εισαγγελίες της χώρας, άλλος εισαγγελικός λειτουργός επεξεργάζεται την μήνυση ή έγκληση, παραγγέλλοντας προκαταρτική εξέταση. Άλλος εισαγγελικός λειτουργός επεξεργάζεται τη δικογραφία που σχηματίζεται μετά από την ολοκλήρωση της προκαταρτικής εξέτασης, ασκώντας ποινική δίωξη, και άλλος εισαγγελικός λειτουργός υπογράφει το κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Έτσι σε κάθε υπόθεση αποκλείονται τρεις εισαγγελικοί λειτουργοί από την εκδίκασή της (εάν πρόκειται για βούλευμα μπορεί άλλος να υποβάλλει την πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημ/κών και άλλος να παρασταθεί ενώπιον αυτού).
Και εάν εκδικάζεται κατ’ έφεση στο Τριμελές Πλημ/κείο, αποκλείεται και τέταρτος εισαγγελικός λειτουργός, αυτός που δίκασε πρωτοδίκως. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως εάν εφαρμοστεί η διάταξη θα πρέπει όλοι οι εισαγγελείς να βρίσκονται στο δικαστικό μέγαρο, αντικαθιστώντας ο ένας των άλλο στις ποινικές έδρες που συνεδριάζουν καθημερινά.
- Έβδομον, στο άρθρο 333§1 του σχΚΠοινΔ, ορίζεται πως ο διευθύνων τη συζήτηση, στις δίκες που αφορούν σε υποθέσεις κακουργημάτων ορίζει προηγουμένως έναν εισηγητή δικαστή. Η διάταξη αυτή που αποτελεί εισαγωγή του προτύπου της διαδικασίας της αστικής δίκης στις ποινικές, εκκινεί από την υπόνοια ότι οι σύνεδροι στην ποινική δίκη δεν συμμετέχουν ενεργά σ΄ αυτή, οπότε θα πρέπει να τους υποχρεώσουμε να το κάνουν, μεταβιβάζοντάς τους μέρος της ποινικής διαδικασίας.
Η σκέψη αυτή, πέραν του ότι είναι άκρως προσβλητική για το σύνολο των δικαστών, είναι και εσφαλμένη, καθώς η εμπειρία έχει διδάξει ότι εφόσον ο Προεδρεύων δικαστής καθοδηγήσει σωστά την ακροαματική διαδικασία, όλη η σύνθεση – η οποία αποτελείται από έμπειρους συναδέλφους – είναι σε θέση εύκολα να αποκτήσει πλήρη αντίληψη της δικαζόμενης υπόθεσης και να εκφέρει ουσιαστική κρίση. Δεν είναι, εξάλλου, λίγες οι φορές που συνάδελφοι δικαστές, οι οποίοι δεν μελέτησαν σε προγενέστερο χρόνο τις υποθέσεις που ήγοντο ενώπιόν τους, είχαν την άνεση και επάρκεια να εκφέρουν μια διαφορετική – καθόλα έγκυρη – άποψη στην αξιολόγηση των πραγματικών και νομικών περιστατικών.
Εξάλλου, εάν δεν εμπιστευόμαστε την αποτελεσματικότητα της άμεσης προφορικής διαδικασίας σε συνθέσεις που απαρτίζονται αποκλειστικά από δικαστές, πως θα αντιδράσουμε στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια; Μήπως θα δώσουμε και στους ενόρκους να διαχειρίζονται μέρος των ποινικών δικών, για να εξασφαλίσουμε την προσοχή τους; Αυτονόητο τέλος είναι ότι και το μέτρο αυτό θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερο φόρτο στους Εφέτες – συνέδρους των ποινικών εδρών, αφού θα είναι επιφορτισμένοι κατ’ ουσία τόσο με τη διαδικασία της ποινικής έδρας και τη συγγραφή των αποφάσεων στις υποθέσεις όπου θα ορίζονται εισηγητές, όσο και με τις πολιτικές τους υποθέσεις, οι οποίες μοιραία θα περιέλθουν σε καθυστέρηση, με ορατή πλέον και την πειθαρχική τους ευθύνη.
- Όγδοον, με το σχΚΠοινΔ τα πταίσματα ως αξιόποινες πράξεις καταργούνται και το Πταισματοδικείο ως ποινικό δικαστήριο δεν θα υπάρχει. Οι εκτελούντες όμως μέχρι την ψήφιση των Κωδίκων, χρέη Πταισματοδίκη, δεν πρέπει να μετακινηθούν , αλλά να παραμείνουν στις θέσεις τους και, εν όψει της νομικής τους κατάρτισης και της πολύχρονης εμπειρίας τους στο εν λόγω αντικείμενο, να διενεργούν, ως πταισματοδίκες- προανακριτές, προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
Ελπίζω ότι οι νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές των νέων Κωδίκων Ποινικού και Ποινικής Δικονομίας, μετά το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης, να μελετήσουν και πάλι χωρίς εγωισμό και υπό το φως των σκέψεων που με την εμπειρία μας καταθέτουμε, τις προτεινόμενες αλλαγές- βελτιώσεις και να καταλήξουν σε πιο ορθολογικές λύσεις.
*Πρόεδρος Εφετών, τακτικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Πηγή: dikastis
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr