Α. Σακελλαροπούλου – Π. Βασταρούχας: Η ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου των Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών

Στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα δίκαιης δίκης δεν ισχύει μόνο επί αμφισβητήσεων για δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως. Αποτελεί μια από τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Ένωση είναι κοινότητα δικαίου.

NEWSROOM
Α. Σακελλαροπούλου – Π. Βασταρούχας: Η ανάγκη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου των Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών

Με τα άρθρα 81 και 91 του Οργανισμού επιτρέπεται το δικαίωμα Προσφυγής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μόνο, εφόσον ο δικαστικός λειτουργός έλαβε τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές.

Το δικαίωμα της πραγματικής προσφυγής στο ενωσιακό δίκαιο και στο δημόσιο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ορίζεται στα εξής άρθρα: 1)σύμφωνα με το άρθρο 13 ΕΣΔΑ, «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». 2)Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 ΣΕΕ, «Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». 3)Σύμφωνα δε με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν Άρθρο”.

Στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα δίκαιης δίκης δεν ισχύει μόνο επί αμφισβητήσεων για δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως. Αποτελεί μια από τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Ένωση είναι κοινότητα δικαίου, όπως το διαπίστωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση 194/83, Πράσινοι κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Συλλ. 1986, σ. 1339).

Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Inuit , (ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 101), η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 19 παρ 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ. Λόγω της ευρείας διατύπωσης, δεν απευθύνεται στον δικαστή αλλά στη νομοθετική εξουσία, η οποία θα πρέπει να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Προφανώς οι πράξεις αυτές δεν θα αποτελέσουν άμεσο αντικείμενο προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να διευκολυνθεί η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Για τη διασφάλιση λοιπόν της, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, «πραγματικής δικαστικής προστασίας», πρωταρχική σημασία έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων που την παρέχουν, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 47 δεύτερο εδάφιο του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο σε μια από τις απαιτήσεις του θεμελιώδους δικαιώματος σε «πραγματική προσφυγή”, (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses C-64/16). Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η συλλογιστική του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεμελιώδη σημασία της υποχρέωσης του άρθρου 19 ΣΕΕ, δηλαδή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει στους ιδιώτες το ενωσιακό δίκαιο, για τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης –μιας ένωσης δικαίου– πράγμα που επιτρέπει τον έλεγχο των εθνικών κανόνων οργάνωσης της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών με γνώμονα τις επιταγές της ως άνω διάταξης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οικειοποίηση της σχετικής κρατικής αρμοδιότητας από την Ένωση. Με άλλα λόγια, οι αντίστοιχες οργανωτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών δεν μπορούν, κατά καταστρατήγηση της αρχής της δικονομικής και θεσμικής αυτονομίας, να λειτουργούν ως «δούρειος ίππος για την άλωση του οχυρού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» . Πρόκειται για την υποχρέωση να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί να καταλήξει στην άσκηση προσφυγής λόγω παράβασης και στην καταδίκη του οικείου κράτους μέλους (https://www.prevedourou.gr/%CE%B7-/, Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, Ευγενία Πρεβεδούρου).

Τα παραπάνω μετουσιώθηκαν σε πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ (σχετικά με τις νομοθετικές τροποποιήσεις οι οποίες θίγουν την ανεξαρτησία των δικαστών στην Πολωνία, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας του πειθαρχικού τμήματος, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C 625/18 [βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot], καθώς και με άλλα ζητήματα που αφορούν το νέο πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών, όπως καταδεικνύεται στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18).

Πρόσφατα, με τις δημοσιευθείσες στις 6-05-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να κάνει δεκτή την ασκηθείσα προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Πολωνίας και να αποφανθεί ότι  η πολωνική νομοθεσία για το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά τον γεν. εισαγγελέα, η παρούσα υπόθεση είναι θεμελιώδους σημασίας για την έννομη τάξη της Ένωσης. Σε γενικές γραμμές, το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι καθιστούν δυνατό να λογοδοτούν οι δικαστές που ευθύνονται για σοβαρά παραπτώματα και οι οποίοι, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τα δικαστήρια. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπονται επαρκείς εγγυήσεις ώστε να μη θίγεται η ανεξαρτησία των δικαστών από την απειλή ή την επιβολή κυρώσεων που ενδέχεται να τους επιβληθούν. Επομένως, το καθεστώς αυτό συνδέεται με το κράτος δικαίου και, συνακόλουθα, με τη λειτουργία και το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης το οποίο βασίζεται στο Δικαστήριο και στα εθνικά δικαστήρια. Ο γεν. εισαγγελέας συμπέρανε ότι η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αναπτύξει τη νομολογία του επί του συμβατού των μέτρων που λαμβάνονται από κράτος μέλος σχετικά με την οργάνωση του δικαιοδοτικού του συστήματος, ιδίως δε του πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών, με τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και τον σεβασμό του κράτους δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης

Σύμφωνα δε με το άρθρο 267  της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαικής Ενωσης, «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α)επί της ερμηνείας των Συνθηκών, β)επι του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ενωσης. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ’ αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.»  Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ προβλέπεται Αστική ευθύνη κ.μ. από τη μη συμμόρφωση της εθνικής δικαιοσύνης στην υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. (Απόφαση ΔΕΕ 2018, Ευρωπαϊκή Επιτροπή / Γαλλία, C-416/17). Επιβάλλεται να τονιστεί ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και άλλα δικαστήρια της Πολωνίας σχετικά με την ερμηνεία των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 19 παρ.  1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, 267 ΣΛΕΕ και 47 του Χάρτη και την ενδεχόμενη υποχρέωση των εν λόγω δικαστηρίων να μην εφαρμόσουν τις επίμαχες εθνικές διατάξεις .

Μοναδική εξαίρεση άρνησης υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, συνιστά η προσφυγή του Γενικού Εισαγγελέα της Πολωνίας, στις 5 Οκτωβρίου 2018, στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του, από το οποίο ζητεί να κρίνει ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν είναι σύμφωνο με το πολωνικό Σύνταγμα, στο μέτρο που το άρθρο αυτό επιτρέπει την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η διάρθρωση και οργάνωση του πολωνικού δικαστικού συστήματος καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων (Μ. Βηλαρά, Δικαστική Ανεξαρτησία και Αρχές της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης και Αναγνώρισης στην Πρόσφατη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης»).

Για να έχει ο Χάρτης θετικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων είναι απαραίτητο να υπάρχουν ανεξάρτητοι και άρτια καταρτισμένοι δικαστές. Ευτυχώς, οι ελληνες ανώτατοι δικαστές έχουν άριστες γνώσεις του ευρωπαικού δικαίου και γνωρίζουν πότε και με ποιο τρόπο θα υποβάλλουν τα ανάλογα προδικαστικά ερωτήματα. Η υποβολή λοιπόν του λυσιτελούς προδικαστικού ερωτήματος από την Ολομέλεια του ΑΠ, η οποία λειτουργεί ως δικαστική αρχή, όπου εκκρεμούν προσφυγές των παραλειφθέντων δικαστικών λειτουργών, ενώπιον του ΔΕΕ με το ερώτημα «αν οι διατάξεις των άρθρων 81 και 91 του ΚΟΔΚΔΛ δυνάμει των οποίων επιτρέπεται το δικαίωμα Προσφυγής στην Ολομέλεια μόνο, εφόσον ο δικαστικός λειτουργός έλαβε τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές, παραβιάζει  τα άρθρα 19 παρ.1 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51, του Χάρτη , αφού το ελληνικό κράτος μέλος με την συγκεκριμένη νομοθεσία ως προς την λειτουργία και οργάνωση της Δικαιοσύνης ενεργεί εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, υπόθ. 5/88, Συλλ. 1989, σ. 2609), καθώς   οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Φυσικά τα παραπάνω εννοείται πως θα λάβουν χώρα με την διαδικασία της ταχείας και επείγουσας διαδικασίας όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού ΔΕΕ καθώς και στα άρθρα 105 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως έπραξε  μάλιστα ήδη το ΔΕΕ, όταν το πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο και η Επιτροπή ζήτησαν  να εφαρμοστεί η Ταχεία Προκαταρκτική Διαδικασία, εκθέτοντας ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να ασκεί τη δικαιοδοτική αρμοδιότητά του νομίμως και σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Zakład Ubezpieczeń Społecznych, C-522/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:786, σκέψη 12). Ταυτόχρονα, οι δικαστικές ενώσεις μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να προσφύγει στο ΔΕΕ με τα παραπάνω ερωτήματα καθώς και να ζητήσει (η Επιτροπη) την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, προκειμένου το ΔΕΕ να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να αναστείλει τα επίμαχα άρθρα έως την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση υπόθεσης, όπως ακριβώς το έπραξε ήδη με την από 23 Ιανουαριου 2020 αίτησή της κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η οποία και έγινε δεκτή από το ΔΕΕ με την από 8 Απριλίου 2020 διάταξή του. Εξάλλου, οι πολιτικες, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας επιβάλλουν πλεον την χρήση από τις  δικαστικές ενώσεις των εργαλείων του ενωσιακού δικαίου.

Με αυτόν την λύση, τόσο οι παραλειφθέντες δικαστικοί λειτουργοί θα έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν από το ΔΕΕ ως προς τον αποκλεισμό του δικαιώματος προσφυγής τους στην ολομέλεια του ανώτατου υπηρεσιακού τους οργάνου αφού ο εθνικός νόμος τους απαγορεύει την προσφυγή αυτή, αφετέρου οι Ανώτατοι Ελληνες Δικαστές, εφόσον έχουν την σχετική βούληση, θα έχουν χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που τους παρέχει το ενωσιακό δίκαιο ώστε να τάμουν την διαφορά αυτή που προέκυψε μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας και των δικαστικών λειτουργών, ως προς το δικαίωμα της προσφυγής τους στην Ολομέλεια του ανώτατου υπηρεσιακού τους οργάνου.

* Αφροδίτη Σακελλαροπούλου, πταισματοδίκης, Μέλος της ΕΝΔΕ (Ομάδα IUSTITIA)

*Πάνος Βασταρούχας, ειρηνοδίκης, Μέλος της ΕΝΔΕ (Ομάδα IUSTITIA)

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr