Αφροδίτη Σακελλαροπούλου: Ο νέος κώδικας οργανισμού δικαστηρίων, η ΕΝΔΕ και τα μυστήρια
Της Αφροδίτης Σακελλαροπούλου* Στις 18.2.2019, ανακοινώθηκε με αρ.πρωτ.85/2019 στην ΕνΔΕ ότι ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2018, ήτοι δύο χρόνια πριν από σήμερα, το σχέδιο της Επιτροπής για την αναμόρφωση του ΚΟΔΚΔΛ. Ότι οι εργασίες της Επιτροπής είχαν ξεκινήσει πριν δύο ακριβώς χρόνια ήτοι 4 έτη πριν από σήμερα. Οτι η Ένωση εγκαίρως εργάστηκε στην κατεύθυνση […]
Της Αφροδίτης Σακελλαροπούλου*
Στις 18.2.2019, ανακοινώθηκε με αρ.πρωτ.85/2019 στην ΕνΔΕ ότι ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2018, ήτοι δύο χρόνια πριν από σήμερα, το σχέδιο της Επιτροπής για την αναμόρφωση του ΚΟΔΚΔΛ. Ότι οι εργασίες της Επιτροπής είχαν ξεκινήσει πριν δύο ακριβώς χρόνια ήτοι 4 έτη πριν από σήμερα. Οτι η Ένωση εγκαίρως εργάστηκε στην κατεύθυνση κατάρτισης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου προτάσεων, το οποίο συνέταξε μετά από γόνιμη ανταλλαγή απόψεων όλων των μελών του Προεδρείου του ΔΣ με εκπροσώπους μέλη του ΔΣ της Ενωσης, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στην ανωτέρω ανακοίνωση.
Κατά την άποψη της γράφουσας οι προτάσεις που υιοθετήθηκαν ήταν και είναι απολύτως αναγκαίες για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της υπηρεσιακής κατάστασης όλων των δικαστικών λειτουργών μεταξύ των οποίων και των Ειρηνοδικών. Ενδεικτικά λόγω της αποφυγής μακρηγορίας αναφέρονται η μεταρρύθμιση του άρθρου 7 δυνάμει της οποίας καταργείται η αναχρονιστική διάταξη που προβλέπει σε περίπτωση κωλύματος Γραμματέα την συνεδρίαση χωρίς γραμματέα και την τήρηση πρακτικών από τον Ειρηνοδίκη, η υιοθέτηση διάταξη της παρ. 5 περ. β΄ του νέου άρθρου 17 του Σχεδίου που ορίζει ότι οι ρυθμίσεις του κανονισμού ως προς τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων πρέπει να «διασφαλίζουν την ποιοτική και αποδοτική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας και της στελέχωσης αυτών», η απάλειψη των δύο τελευταίων εδαφίων του άρθρου 27 που προβλέπουν σήμερα αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να ζητήσει από ανώτερο δικαστήριο την τροποποίηση ή συμπλήρωση ή ακύρωση της απόφασης της ολομέλειας ενός δικαστηρίου σχετικά με την κατάρτιση των τμημάτων που θα λειτουργήσουν κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, η κατάργηση ως αναχρονιστικής της σημερινής παρ. 4 του άρθρου 40 ΚΟΔΚΔΛ, που προβλέπει ουσιαστικά άδεια του διευθύνοντος το δικαστήριο για την απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά της ημέρες αργίας, η απάλειψη της προβλεπόμενης στην παρ. 3 του άρθρου 43 (που στο Σχέδιο έλαβε αρίθμηση 51) επιβολής περικοπής μισθού σε δικαστικό λειτουργό λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης παράδοσης σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία καθώς και λόγω αδικαιολόγητης μη συμμετοχής στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή της αδικαιολόγητης μη εκτέλεσης υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως διότι συνιστά άσκηση οιονεί πειθαρχικής εξουσίας, κατά παρέκκλιση από τα ουσιαστικά και δικονομικά εχέγγυα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 90 επ. ισχύοντος ΚΟΔΚΔΛ για την εν γένει απόδοση πειθαρχικών ευθυνών σε δικαστικούς λειτουργούς, η συμπλήρωση της παρ. 8 με το εδ. β΄, κατά το οποίο τα οδοιπορικά έξοδα και η ημερήσια αποζημίωση καταβάλλονται εντός μηνός από την εκτέλεση της υπηρεσίας, η πολύ σημαντική για τους Ειρηνοδίκες προσθήκη στη διάταξη της παρ. 2 εδ. β΄ του άρθρου 49 σύμφωνα με την οποία οι προαγωγές των ειρηνοδικών ανατρέχουν στο χρόνο κατά τον οποίο συμπληρώνουν τα απαιτούμενα έτη υπηρεσίας για την προαγωγή τους στο επόμενο βαθμό εν αντιθέσει με όσα ισχύουν για τους υπόλοιπους δικαστικούς λειτουργούς, η κατάργηση της διάταξης του τελ. εδ. της παρ. 7 περί ειδικού ελέγχου από τους επιθεωρητές των αποφάσεων περί αναβολών, δεδομένου ότι η αναβολή των υποθέσεων μπορεί να οφείλεται σε πλείστα αίτια (ωράριο, κωλύματα ή αποχή δικηγόρων, κ.λ.π.) και όχι σε υπαιτιότητα δικαστών.
Πέρασε ενάμιση έτος από την ανακοίνωση του σχεδίου από την Επιτροπή και η κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου του νέου Οργανισμού έχει παγώσει. ΟΙ αιτίες μπορεί να είναι πολλές όπως η απροθυμία της σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης να το υιοθετήσει, ο σχεδιασμός για συμπλήρωση άλλων διατάξεων κλπ. Το αξιοπερίεργο είναι γιατί οι υποψήφιες στις εκλογές της ΕνΔΕ ομάδες και ιδίως αυτές οι οποίες εκπροσωπήθηκαν επάξια στην Επιτροπή δεν ευαγγελίζονται στα προγράμματά τους τις καίριες προαναφερόμενες για τους δικαστικούς λειτουργούς διατάξεις, γιατί ενώ καταγγέλλουν (και ορθώς) υποτιθέμενους μελλοντικούς νόμους που αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη, την ιδιωτική διαμεσολάβηση, το πόρισμα Πισσαρίδη κλπ δεν αναφέρουν τίποτα για θέματα που φαίνονται απλά και καθημερινά, τόσο όμως απτά και σημαντικά για την καθημερινότητά μας και την ποιότητα στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων μας, ζητήματα για τα οποία εξάλλου οι ίδιοι επί δύο έτη διασκέπτονταν μαζί με άλλους εξαίρετους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς συμπεριλαμβανομένων των Διοικητικών Δικαστών. Πρόκειται απλά για μία αλλαγή προτεραιοτήτων, για ένα αποτέλεσμα ανταλλαγής και διαπραγμάτευσης νομοσχεδίων που πάνε και έρχονται ή για αδυναμία διεκδίκησης του αυτονόητου στην θέση του ιδεατού;
Αφού λοιπόν έτσι ήρθαν τα πράγματα και αφού ο νέος κώδικας για αγνώστους λόγους πάγωσε, είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες προκειμένου να διεκδικήσουμε και άλλα αυτονόητα στο νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τα οποία δικαιούμαστε, άλλα από τα οποία αποτέλεσαν ήδη αντικείμενο διαπραγμάτευσης πλην όμως απορρίφθηκαν και άλλα που δεν τέθηκαν καν στο τραπέζι. Επιβάλλεται να διεκδικήσουμε την τροποποίηση της υφισταμένης παρ. 9 του άρθρου 49 ΚΟΔΚΔΛ, που αφορά στην παράλειψη από προαγωγή λόγω καθυστέρησης στην δημοσίευση και θεώρηση αποφάσεων και την εξάρτησή της ανάλογα με τον αριθμό και την δυσκολία των υποθέσεων που έχει επιληφθεί ο δικαστικός λειτουργός (αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης πλην όμως δεν υιοθετήθηκε), την υποχρέωση κοινοποίησης της σχετικής εισήγησης μέσα σε εύλογη προθεσμία όταν πρόκειται να παραλειφθεί από προαγωγή ή να μετατεθεί χωρίς αίτησή του δικαστικός λειτουργός, ο οποίος δύναται να παρασταθεί αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση (αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης πλην όμως δεν υιοθετήθηκε), την κατάργηση της (ομοίως αναχρονιστικής) παρ. 3 του άρθρου 40 ΚΟΔΚΔΛ, που προβλέπει ότι ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετεί η σε προάστιό της (αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης αλλά δεν υιοθετήθηκε).
Καιρός είναι επίσης να εκσυγχρονιστεί το πεπαλαιωμένο πειθαρχικό δίκαιο, ειδικά να τροποποιηθεί το άρθρο 100 παρ.6. κατά το οποίο εκτός από τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, δηλαδή στην ουσία την έφεση, οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων δεν υπόκεινται σε κανένα άλλο ένδικο μέσο ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ούτε σε προσφυγή ενώπιον οποιασδήποτε αρχής, ενώ θα ήταν δίκαιο και σύμφωνο με την δυνάμει του άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος αξίωση για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, του άρθρου 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ ο καταδικασμένος πειθαρχικά να μην στερείται της δυνατότητας να προσφύγει στο ΣτΕ δυνάμει του ενδικου μέσου της αναίρεσης, όπως όλοι εξάλλου οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί. Το άρθρο 91 παρ.4 εδ.β κατά το οποίο δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για τον δικαστικό λειτουργό η έκφραση γνώμης δημόσια, εκτός αν γίνεται με προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης πρέπει να τροποποιηθεί ως προς το «σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης», έκφραση που έχει δώσει αφορμές για πλείστες καταδικαστικές αποφάσεις λόγω του εύρους της εννοίας χωρίς να έχουν αντιληφθεί οι καταδικασθέντες που εξέφρασαν την γνώμη τους αλλά και ουδείς από την κοινή γνώμη πως μειώθηκε το κύρος της δικαιοσύνης. Τέλος, δεδομένου ότι η ύλη του πρώτου βαθμού έχει μετακυλιστεί κατά ποσοστό 90% στις πλάτες των Ειρηνοδικών, ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων δεν επιτρέπεται να τροποποιηθεί χωρίς νομοθετική διάταξη κατά την οποία ρητά πλέον θα ανατίθενται σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς οι κατ οίκον έρευνες του άρθρου 9 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης κατανομής και της ισότητας που προβλέπει το Σύνταγμα ώστε να μην πραγματοποιούνται αυτές στην πράξη αποκλειστικά σε Ειρηνοδίκες και Πταισματοδίκες και χωρίς την τροποποίηση του άρθρου 5 παρ.1 περ. δ ώστε η αναπλήρωση Πρωτοδίκη από Ειρηνοδίκη να λαμβάνει χώρα μόνο όταν στην έδρα του Πρωτοδικείου υπηρετούν κάτω από 6 Πρωτοδίκες ήτοι 2 συνθέσεις Τριμελών Πλημμελειοδικείων. Ο νέος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων που αφορά την υπηρεσιακή μας κατάσταση δεν είναι πια αντικείμενο συναλλαγής, παζαριού και διάθεσης της οποιασδήποτε ηγεσίας με τους οποιουσδήποτε εκλεγμένους. Είναι δικαίωμα είναι απαίτηση είναι ανάγκη.
*Ειρηνοδίκης, Ανεξάρτητη υποψήφια στις εκλογές της ΕΝΔΕ
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr