Αγαμέμνων Τάτσης: Δίκαιο και Κορονοϊός
Αφορμή για τη παράθεση των αρχικών αυτών σκέψεων μου, ήταν η εκμυστήρευσή ενός πελάτη μου, που διευθύνει μία μεγάλη εμπορική αλυσίδα προϊόντων ρουχισμού: “έχουμε 40 υποκαταστήματα και προχθές κάναμε τζίρο 350 €. Πως θα πληρωθούν υποχρεώσεις στο τέλος του μήνα; Πως θα αγοράσουμε νέα προϊόντα για την χειμερινή σεζόν όταν πλέον οι προμηθευτές ζητούν εξόφληση […]
Αφορμή για τη παράθεση των αρχικών αυτών σκέψεων μου, ήταν η εκμυστήρευσή ενός πελάτη μου, που διευθύνει μία μεγάλη εμπορική αλυσίδα προϊόντων ρουχισμού: “έχουμε 40 υποκαταστήματα και προχθές κάναμε τζίρο 350 €. Πως θα πληρωθούν υποχρεώσεις στο τέλος του μήνα; Πως θα αγοράσουμε νέα προϊόντα για την χειμερινή σεζόν όταν πλέον οι προμηθευτές ζητούν εξόφληση τοις μετρητοίς;”
Είναι προφανές ότι η πανδημία που έπληξε και την χώρα μας θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην οικονομία. Το πιο πιθανό είναι να ζήσουμε καταστάσεις και γεγονότα, σε οικονομικό και νομικό επίπεδο που δεν τα έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ ξανά μέχρι σήμερα.
Το ερώτημα όμως που αυτόθροα προκύπτει, είναι το πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε νομικό επίπεδο η περίπτωση καλόπιστου συμβαλλομένου, που αδυνατεί λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε, να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες οικονομικές υποχρεώσεις του, η δε αδυναμία του αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στις επιπτώσεις που είχε στην αγορά και ενγένει στην οικονομία, είτε η αναγκαστική λήψη μέτρων από την Πολιτεία, είτε η αποχή από την εργασία και γενικότερα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προσώπων που είτε νόσησαν, είτε ετέθησαν στην λεγόμενη «καραντίνα»). Δηλαδή, σε νομικό επίπεδο, η επελθούσα κατάσταση, μπορεί να δικαιολογήσει την αναγνώριση ότι επήλθε απρόοπτη μεταβολή συνθηκών και μάλιστα τέτοια που να δικαιολογεί την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση συμβατικών σχέσεων;
Η δύο βασικές διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζουν (κατά τρόπο ιδιαίτερα γενικό) τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτές των άρθρων 288 και 388 του Αστικού Κώδικα.
Η γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, ορίζει οτι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που εξ αιτίας ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή το δανειστή.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 388 ΑΚ: για την Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών ορίζεται οτι: «Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν απ` αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.»
Η εξέταση της απροόπτης μεταβολής των συνθηκών,αναδεικνύει ως κυρίαρχο στοιχείο το αν πληρούται η προϋπόθεση που του τελευταίου όρου εφαρμογής της ΑΚ 388, αν δηλαδή η παροχή «έγινε υπέρμετρα επαχθής»,αφού η μεταβολή των συνθηκών θα πρέπει να είναι τόσο «βίαιη και έντονη» και να διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων με τέτοιο τρόπο ώστε,να προκύπτει ευχερώς ότι αν οφειλέτης γνώριζε τις συνθήκες αυτές, δεν θα προχωρούσε στην κατάρτιση της σύμβασης.
Όπως εύστοχα έκρινε ο Άρειος Πάγος «απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν τα μέρη μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσεως και τόσο μεγάλη ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του άρθρου αυτού δεν αρκεί μόνη η εν λόγω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβαλλόμενων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης που πρόκειται να εκτελεστεί στο μέλλον».
Δυστυχώς όμως, τέτοιες αποφάσεις όπως η ανωτέρω αποτελούν μειοψηφία στο νομολογιακό χώρο της ελληνικής Δικαιοσύνης η οποία παραμένει αγκυλωμένη στην αρχή του pacta suntservanda , όπως αποδείχτηκε από τη θέση που πρόσφατα έλαβε σε επίπεδο νομολογίας ο Άρειος Πάγος σχετικά με την καταχρηστικότητα των όρων που είχαν περιληφθεί σε συμβάσεις δανείων σε ελβετικό φράγκο. Αντίστοιχα, παρατηρούμε πληθώρα απορριπτικών αποφάσεων στο χώρο των μισθώσεων, όπου τα δικαστήρια δέχονται ότι ακόμα και αν επήλθε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών και αν μειώθηκε δραματικά η μισθωτική αξία του εκμισθωμένου ακινήτου, ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί την προστασία των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ, αν έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την οφειλή του!
Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι η επίκληση των επιπτώσεων της κρίσης λόγω της πανδημίας, δεν μπορεί να είναι γενική και αφηρημένη, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύει αυτός που την επικαλείται, ότι επέδρασε καταλυτικά σε αυτόν, σε τέτοιο βαθμό που να αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερα επαχθής, η εμμονή στην τήρηση των αρχικώς συμφωνηθέντων. Επί παραδείγματι, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση λ.χ μίας εταιρείας που εμπορεύεται μεταξύ των άλλων και ήδη προσωπικής υγιεινής και είδε να αυξάνονται τα κέρδη της, ότι δεν μπορεί να πληρώνει τις δόσεις του επιχειρηματικού της δανείου εξαιτίας της επέλευσης κορονοϊού.
Θα πρέπει λοιπόν το σύστημα απονομής δικαιοσύνης να προχωρήσει σε τολμηρότερες παραδοχές, -πάντα κατά περίπτωση-, έτσι ώστε να διαφυλάξει την βασική αρχή της μη καταχρηστικής διεκδίκησης αξιώσεων. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή στην τυφλή εμμονή περί εκπλήρωσης των υποχρεώσεων όπως αρχικά είχαν συμφωνηθεί, θα έχουμε το αποτέλεσμα, καλόπιστοι συναλλασσόμενοι οδηγούνται στην οικονομική εξουθένωση για λόγους που δεν μπορούν να αποδοθούν σε αμέλεια τους.
Βεβαίως, παρίσταται αναγκαία στην κρινόμενη περίπτωση, η ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών από πλευράς Πολιτείας που να ισοσκελίζει κατά τρόπο δεσμευτικό της αξίωση του δανειστή, με την ανάγκη προστασίας του πραγματικού θύματος των συνεπειών που είχε στην οικονομία τη κρίση λόγω του ιού. Δηλαδή, θα πρέπει να αναληφθούν, ιδίως στο πεδίο των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων και του ΦΠΑ, δράσεις γενναίων θετικών παρεμβάσεων υπέρ των οφειλετών, ιδιωτών και επιχειρήσεων, που αποδεδειγμένα βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν μία πρωτόγνωρη κατάσταση, που ακόμα και με την επίκληση κάθε κανόνα ακραίας επιμέλειας, δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr