Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Αλεξάνδρα Μάμμα: Φολέγανδρος – Έγκλημα καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας

Η βία στο πλαίσιο της σχέσης άνδρα - γυναίκας εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές, που είναι λιγότερο ορατές από τη σωματική, αλλά ομοίως επώδυνες και καταστροφικές για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας που τις δέχεται

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αλεξάνδρα Μάμμα: Φολέγανδρος – Έγκλημα καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας dikastiko

Φολέγανδρος – Έγκλημα καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας

«Φοβισμένη, κυνηγημένη, έτρεξε με όλη της δύναμη…» με αυτό τον τρόπο φαίνεται να προσπάθησε να ξεφύγει, να γλυτώσει τη ζωή της , η γενναία ψυχή της Γαρυφαλλιάς , μιας ακόμα γυναίκας που κατέληξε να υποστεί την αποκορύφωση της βίας του συντρόφου της . Μια ανθρωποκτονία που αντανακλά όχι μόνο την  της  βίαιη προσωπικότητα του θύτη αλλά και ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο.

 Η στατιστική είναι ενδεικτική και αποτυπώνει μια θλιβερή και σπαρακτική πραγματικότητα. Το 25% των εγκλημάτων στην Ευρώπη αφορά την κακοποίηση  , την έκρηξη βίας που στρέφεται κατά γυναικών από το σύντροφό τους. Στις Η.Π.Α το 71% των γυναικών – θυμάτων ανθρωποκτονίας δολοφονούνται από το σύντροφο ή τον πρώην σύντροφο και στην πλειονότητα των περιπτώσεων η ανθρωποκτονία τελείται, αφού έχουν προηγηθεί σοβαρές σωματικές κακοποιήσεις. Όσον αφορά τη χώρα μας, η συχνότητα των περιπτώσεων ανδρών που ‘αποκτείνουν’ γυναίκες με τις οποίες συνδέονται ερωτικά, ως μια εκδήλωση της πλήρους κυριαρχίας που θέλουν να αισθανθούν ότι ασκούν σε αυτές , έχει αρχίσει να τρομάζει και να προβληματίζει, για τον κίνδυνο που εγκυμονεί η μέχρι τώρα ‘καλά κρυμμένη βία’ που υφίστανται οι γυναίκες είτε στην ιδιωτική τους ζωή, ευρισκόμενες μέσα σε μια σχέση είτε σε άλλες τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως ο εργασιακός χώρος.

Η βία στο πλαίσιο της σχέσης άνδρα – γυναίκας εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές, που είναι λιγότερο ορατές από τη σωματική, αλλά ομοίως επώδυνες και καταστροφικές για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας που τις δέχεται: Υπάρχει η λεκτική βία που εκφράζεται μέσα από συνεχόμενα υποτιμητικά σχόλια , ώστε να μειωθεί η αυτοεκτίμηση της γυναίκας  ή μέσα από βρισιές και φωνές στο πλαίσιο τσακωμών. Μορφή λεκτική βίας είναι και τα συνεχόμενα ψέματα προς τη σύντροφο, τα οποία δημιουργούν συναισθηματική αστάθεια και ανασφάλεια και εμμέσως υποτιμούν την κριτική της αντίληψη . Άλλη μορφή βίας είναι η ψυχολογική – συναισθηματική ,αυτή εκδηλώνεται μέσω εκφοβισμών και απειλών που συνδέονται με μια γενικότερη αυταρχική συμπεριφορά  -και όπως αναλύουν οι ψυχαναλυτές- της επιθυμίας του βίαιου άντρα να «καθυποτάξει» τη σύντροφό του , να επιβληθεί σε αυτήν και την προσωπικότητά της και να έχει την αίσθηση παντοδυναμίας εντός της σχέσης. Όμως, μορφές ψυχολογικής βίας που είναι το ίδιο ευδιάκριτες είναι και η προσπάθεια απομόνωσης της συντρόφου, η παθολογική ζήλια , η αδιαφορία για την ανάγκη τρυφερότητας, η οικονομική ή χρηματική πίεση, η σιωπή και η άρνηση επικοινωνίας καθώς και η παρενόχληση μέσω της παρακολούθησης , την οποία πολύ σωστά έχει ήδη επισημάνει ότι υπέστη πριν τη δολοφονία της, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής της οικογένειας Αλέξης Κούγιας ,μετά από επικοινωνία που είχε με τη μητέρα που έχασε με αυτό τον τραγικό τρόπο την κόρη της. Κατά κανόνα οι μορφές αυτές βίας προηγούνται και ακολουθεί η άσκηση σωματικής βίας ή η τέλεση ανθρωποκτονίας, όπως συνέβη στην περίπτωση της Γαρυφαλλιάς αλλά και της Καρολάιν Κράουτς  .  Η επισήμανση είναι ιδιαίτερη κρίσιμη και σημαντική όχι μόνο γιατί σκιαγραφεί το δράστη ως προσωπικότητα αλλά και γιατί αναδεικνύει τις συνθήκες τέλεσης της ανθρωποκτονίας και αποκλείει το βρασμό ψυχικής ορμής ή την έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό ή μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό που ίσως υπονόησε ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, κάνοντας λόγο για έγκλημα με ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο  , πρόκειται για μια επισήμανση που  συμβάλλει στο να καταρριφθούν εξαρχής   τέτοια πιθανά υπερασπιστικά επιχειρήματα. 

Αυτό που εξομολογήθηκε στη μητέρα της ότι – ο δράστης παρακολουθούσε το κινητό και τα μηνύματά της- είναι μια από τις συμπεριφορές που παρατηρείται στην πλειονότητα των ανθρωποκτονιών γυναικών από τους βίαιους  συντρόφους τους και προηγείται ως εκδήλωση βίας από την πράξη με την οποία τελείται η ανθρωποκτονία. Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει καταγραφεί ως stalking – παρενόχληση μέσω παραφύλαξης . Μάλιστα στις Η.Π.Α έχουν ληφθεί μέτρα  για την προστασία των γυναικών που υφίστανται αυτή τη μορφή ψυχολογικής βίας,  καθώς θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνο να γίνουν θύματα ανθρωποκτονίας. Έχει ερμηνευθεί ως μια εκδήλωση της νοοτροπίας και του τρόπου σκέψης ανδρών που θεωρούν τη σύντροφο κτήμα τους, επιθυμούν να την ελέγχουν και δεν έχουν αναστολές να της αφαιρέσουν τη ζωή, αν αυτή αμφισβητήσει με τη στάση της τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό ως «παντοδύναμο» και «κυρίαρχο» ή επιχειρήσει να απεγκλωβιστεί και να φύγει από τη σχέση , γεγονός το οποίο εισπράττουν ως μια μη διαχειρίσιμη ‘απόρριψη’  που τους οδηγεί στο να επιδιώξουν να «εκδικηθούν» και να «τιμωρήσουν» τη γυναίκα (είτε χτυπώντας τη είτε) φτάνοντας στην πιο ακραία μορφής φυσικής βίας μέσω της τέλεσης ανθρωποκτονίας .

Με βάση τα όσα κατέθεσε μέχρι στιγμής ο ίδιος ο δράστης πρώτα έβγαλε το αυτοκίνητο εκτός πορείας , εν συνεχεία ενώ η 26χρονη βγήκε από το αυτοκίνητο για να απομακρυνθεί από εκείνον και να ξεφύγει , την ακολούθησε , την έσπρωξε επανειλημμένα, όχι μια, αλλά δύο φορές ,με αποτέλεσμα να πέσει στα βράχια και να υποστεί κακώσεις σε πολλά σημεία του σώματός της. Όπως δείχνει νεότερο εύρημα του ιατροδικαστή σύμφωνο (και με όσα διέκριναν στα τραύματα που έφερε το άψυχο σώμα οι αστυνομικές αρχές), την είχε χτυπήσει με μπουνιές στο πρόσωπο , προκαλώντας της μώλωπα στο μάτι, πριν τη ρίξει από τα βράχια. Και ενώ ήταν ζωντανή στο νερό δεν επιχείρησε να τη ανασύρει από τη θάλασσα και να κάνει έστω μια προσπάθεια να τη  σώσει μεταφέροντας την σε νοσοκομείο , αλλά την εγκατέλειψε στο σημείο αβοήθητη και για αρκετές ώρες κρυβόταν για να μην υποστεί τις συνέπειες τις πράξης του. 

Με γνώμονα τα γεγονότα δεν ήταν μια «κακιά στιγμή» αιφνίδιας υπερδιέγερσης συναισθήματος που θόλωσε τη σκέψη του και δεν μπορούσε να διακρίνει τι έκανε ούτε κάποια περίπτωση διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης ώστε να μην έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ( ικανότητα αντίληψης) ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό ( ικανότητα συμμόρφωσης) , ήταν η αποκορύφωση μιας επαναλαμβανόμενης βίας που εκδήλωνε στη διάρκεια της σχέσης του με τη θανούσα και η οποία εκδηλώθηκε με διάφορες μορφές πριν φτάσει στην ακραία σωματική βία και στην επιλογή αφαίρεσης της ζωής της. 

Στη διάταξη του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα που σκιαγραφεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση και την ποινή που επιβάλλεται  σε περίπτωση τελέσεως ανθρωποκτονίας προβλέπεται στην  μεν παράγραφο 1 : « Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.» , στη δε παράγραφο 2 προβλέπεται ότι : «αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται κάθειρξη. Προβλέπεται δηλαδή ηπιότερη τιμώρηση, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε εν βρασμώ ψυχικής ορμής. 

Ο δόλος γενικά διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος ( η έρευνα έχει αναδείξει μέχρι στιγμής ότι την έπληξε μεταξύ άλλων με γροθιές στο πρόσωπο) εν γένει τα χτυπήματα στο πρόσωπο ή στο κεφάλι είναι εξαιρετικά επικίνδυνα και είναι πιθανό να προκαλέσουν θάνατο λόγω απώλειας αισθήσεων ή ακαριαία λόγω ευαισθησίας του σημείου , την ένταση του πλήγματος, την απόσταση δράστη και θύματος, πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου , και αρκεί για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ανθρωποκτονίας και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει όταν, παρότι ο δράστης θεώρησε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξεως ή παραλείψεώς του τον θάνατο άλλου, εντούτοις δεν απέστη, αποδεχόμενος την πραγμάτωση αυτού. 

Η επιστήμη και η νομολογία αναγνωρίζει μια σειρά εξωτερικών ενδείξεων που επιτρέπουν την «κατάδυση» όπως έχει ονομαστεί στη ψυχή – εσωτερικό κόσμο του δράστη , εμπειρικά κριτήρια που ονομάζονται «ενδείκτες» και επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ο πράττων αποδέχτηκε το αποτέλεσμα. Τέτοιοι ενδείκτες είναι μεταξύ άλλων : 1) To γνωστό στο δράστη υψηλό αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης 2) Οι προηγούμενες σχέσεις δράστη και θύματος 3) Οι συμπεριφορές του δράστη πριν, κατά ή μετά την πράξη του 4) H λήψη μέτρων από το δράστη για την αυτοπροστασία του 5) Tα μέσο που χρησιμοποιήθηκε, το μέρος του σώματος του θύματος που επλήγη 6) Η μορφολογία του τραύματος ή των τραυμάτων 7) Η σφοδρότητα του πλήγματος ή των πληγμάτων. 

Βεβαίως απαιτείται προς τούτο να διακριβωθεί ότι ο δράστης ηθέλησε την πράξη του και στην περίπτωση ακόμη που ήθελε επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα που προέβλεψε. Περαιτέρω, ο δόλος στην ανθρωποκτονία από πρόθεση έχει δύο διαβαθμίσεις, αναλυτικότερα διακρίνεται σε προμελετημένο (της παρ. 1) και ο απρομελέτητο (της παρ. 2) όταν υφίσταται βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, ενώ στη δεύτερη απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιεγέρσεως και κατά την λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της πράξεως. Ψυχικής υπερδιεγέρσεως τέτοιας που να αποκλείει την κρίση και τη λογική του. 

Ένας κατά τεκμήριο βίαιος άνθρωπος δεν τελεί την ανθρωποκτονία στα ξαφνικά , λόγω της υπερδιεγέρσεως ενός συναισθήματος που αποκλείει τη λογική , γνωρίζει και αντιλαμβάνεται τι πράττει , αλλά η ψυχοσύνθεση του είναι τέτοια που επιδιώκει ή αποδέχεται την αφαίρεση της ζωής γιατί έτσι έχει μάθει και έτσι συμπεριφέρεται – λειτουργεί γενικότερα. Αυτό φαίνεται με βάση τα στοιχεία που έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά να συνέβη στην περίπτωση αυτού του σοκαριστικού εγκλήματος .   

Για τη στοιχειοθέτηση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας – εδώ εντάσσονται οι περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης έχει ιδιαίτερη  νομική υποχρέωση να αποτρέψει το θάνατο και δεν το κάνει.  Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης – ο δράστης γνωρίζει και κατευθύνει την ενέργεια του στην αφαίρεση ξένης ζωής και βουλητικά θέλει ή αποδέχεται το ενδεχόμενο επέλευσης του θανάτου.  Ο δόλος έχει τρεις διαβαθμίσεις ( ανάλογα με το συνδυασμό του γνωστικού με το βουλητικό στοιχείο) άμεσος δόλος πρώτου βαθμού, άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού και ενδεχόμενος δόλος. 

 ‘Άμεσος δόλος πρώτου βαθμού υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από την πράξη του θα παραχθεί το εγκληματικό αποτέλεσμα, εφόσον αναφερόμαστε σε ανθρωποκτονία – ο θάνατος άλλου προσώπου και μάλιστα με βεβαιότητα και βουλητικά επιδιώκει – θέλει την παραγωγή αυτού του αποτελέσματος, πράττει ακριβώς για να το παραγάγει.

Άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει ως αναγκαία ή βέβαιη συνέπεια (της άλλο επιδιώκουσας  συμπεριφοράς του) το  εγκληματικό αποτέλεσμα ( εν προκειμένω την αφαίρεση ξένης ζωής) και παρότι προβλέπει ως βέβαιο το αποτέλεσμα , πράττει,  αποδεχόμενος την πραγμάτωση του εγκλήματος του ανθρωποκτονίας. Η αποδοχή έχει την έννοια ότι αποδέχεται εσωτερικά την ιδέα ότι η πράξη του θα προκαλέσει το αποτέλεσμα. 

Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει ως πιθανό/ενδεχόμενο – όχι βέβαιο το εγκληματικό αποτέλεσμα , εφόσον αναφερόμαστε σε ανθρωποκτονία – το θάνατο άλλου- και πράττει αποδεχόμενος αυτό το ενδεχόμενο.

Σε μεταγενέστερο στάδιο και αφού συγκεντρωθούν όλα τα δεδομένα θα αποσαφηνιστεί ποιο από τα τρία είδη δόλου συνέτρεξε στην οδυνηρή αυτή ανθρωποκτονία νεαρής γυναίκας . Ωστόσο και με τις επιταγές της κοινής λογικής αν ήθελε  αξιολογηθεί η συμπεριφορά του δράστη ,είναι πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί ότι κάποιος που ρίχνει αυτοκίνητο προς το γκρεμό έστω και σαν πράξη εκφοβισμού,  εν συνεχεία χτυπάει επανειλημμένα και σπρώχνει  -όπως ο ίδιος ομολόγησε στην πρώτη κατάθεσή του – μέχρι αυτή να πέσει στα βράχια, να υποστεί πολλαπλές κακώσεις και να καταλήξει να φύγει από τη ζωή με πνιγμό, δεν προέβλεψε έστω ως ενδεχόμενο το να προκαλέσει το θάνατο με τις πράξεις του .  Η ανθρωποκτονία στοιχειοθετείται αν συντρέχει οποιαδήποτε από τα τρία είδη δόλου – είτε ο δράστης επιδιώκει το αποτέλεσμα και το θεωρεί βέβαιη συνέπεια των πράξεων του, είτε το θεωρεί βέβαιη συνέπεια και ενώ άλλο επιδιώκει,  για παράδειγμα το σοβαρό τραυματισμό και  το αποδέχεται ως αποτέλεσμα της άλλα επιδιώκουσας συμπεριφοράς του είτε το θεωρεί ενδεχόμενη – πιθανή συνέπεια της πράξη του και το αποδέχεται.

  Είναι σύνηθες στις περιπτώσεις ανθρωποκτονιών που έχουν εξετάσει τα τελευταία χρόνια τα ελληνικά δικαστήρια να έχει προηγηθεί καυγάς με το θύμα , ο δράστης επιλέγει πρώτα να πλήξει με χτυπήματα τη γυναίκα – θύμα και στο τέλος να της αφαιρεί τη ζωή. Τα δεδομένα που μέχρι στιγμής έχουν συγκεντρωθεί δείχνουν πως αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Γαρυφαλλιάς. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι τσακωνόταν μαζί της – και δεν ήταν το πρώτο επεισόδιο – ότι την έσπρωξε – άσκησε σωματική βία και τα νεότερα ευρήματα κατατείνουν στο ότι την γρονθοκόπησε  -αφού φέρει μώλωπα στο πρόσωπο – ενδεχομένως και ενόσω βρισκόταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο αλλά και όταν βγήκε από αυτό και προσπάθησε να ξεφύγει. 

Και μετά την πράξη δεν έδειξε καμία μεταμέλεια ούτε επιδίωξε να άρει τις συνέπειες της , αφού την άφησε στο νερό μέχρι να καταλήξει από πνιγμό ,αφού ήταν κακοποιημένη σωματικά και αδύνατο να μετακινηθεί μόνη της, κάποιος που «ξεφεύγει» στα πλαίσια ενός τσακωμού, και «θολώνει», αν μη τι άλλο ενεργεί διαφορετικά μετά την πράξη. Ο εν λόγω δράστης δεν έκανε καμία προσπάθεια να την ανασύρει από το νερό και να τη συνεισφέρει ή να την πάει σε νοσοκομείο, να κάνει έστω μια απέλπιδα προσπάθεια να τη σώσει.  Παρά μόνο κρύφτηκε για αρκετές ώρες για να αποφύγει όσο είχε τη δυνατότητα τη σύλληψη. 

‘Όλα όσα αναλύθηκαν ανωτέρω συνιστούν και τους λόγους  για τους οποίους είναι  εξαιρετικά δυσχερές  να γίνει δεκτή έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό ή μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό με βάση τα άρθρα 34 ή 36 του Ποινικού Κώδικα. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας ακολουθεί μικτή μέθοδο -βιολογικό και ψυχολογικό κριτήριο- για την κατάφαση της ανικανότητας προς καταλογισμό ενηλίκων. Η νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών δεν περιλαμβάνει σύμφωνα με το νόμο μας τις ψυχικές νόσους με τη στενή έννοια του όρου,  αλλά βαριές ψυχικές ανωμαλίες ή αλλοιώσεις , που ανάγονται στις τρεις μεγάλες κατηγορίες ψυχικών λειτουργιών : Τις γνωστικές – νοητικές, τις θυμικές – συναισθηματικές και της βουλητικές. Από τον τρόπο που ενήργησε πριν κατά τη διάρκεια και μετά την πράξη του ο εν λόγω κατηγορούμενος δεν φαίνεται να υπάρχει διάσπαση της νοηματικής αλληλουχίας ή οργανικό – σωματικό υπόβαθρο που να καταδεικνύει ότι δεν κατανοούσε τι έπραττε ή ότι είχε μειωμένη αντίληψη. 

Αλεξάνδρα Μάμμα – Δικηγόρος Παρ’ Εφέταις – Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών

UCLA School of Theater, Film and Television scholar 

 

 

 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ