Αλεξάνδρα Μάμμα: Μπάμπης Αναγνωστόπουλος-Καρολάιν – Οι παραδοχές της νομολογίας για το βρασμό ψυχικής ορμής
"Με άμεσο δόλο ενεργεί αυτός που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή την αφαίρεση της ζωής του άλλου ανθρώπου".
Ένα μωρό επάνω στο νεκρό σώμα της μητέρας του, απόλυτα συνδεδεμένο βιολογικά και συναισθηματικά μαζί της, που ακουμπούσε πάνω της σαν να προσπαθούσε να την ξυπνήσει, ήταν η πιο σκληρή εικόνα που περιγράφηκε λίγες ώρες μετά την είσοδο των αστυνομικών στη σοφίτα του σπιτιού της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου 2021.
Μετά την κατάθεση της συμβούλου ψυχικής υγείας, η οποία σκιαγράφησε τον κατηγορούμενο ως «χειριστικό», αφηγούμενη στο δικαστήριο όλες τις προσπάθειες απομόνωσης της συζύγου του, ώστε εκείνη να μην έχει κοινωνικότητα και οικονομική ανεξαρτησία, προκειμένου να μπορεί να ελέγχει όλες τις κινήσεις της, αλλά και όσα της είχε εκμυστηρευτεί το θύμα – αναπαράγοντας μια σχέση θεμελιωμένη στην ψυχολογική βία, από την οποία είχε την επιθυμία να φύγει, συνεχίζεται ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου η δίκη του καθ’ ομολογίαν δράστη Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, ο οποίος αφαίρεσε με μια πράξη ακραίας βίας και κυριαρχίας τη ζωή της 20χρονης. Στη συνεδρίαση της 10ης Μαΐου αναγνώστηκαν αποσπάσματα από το ημερολόγιο και από προσωπικές σημειώσεις της που αποτυπώνουν ότι ένιωθε πως της έκανε κακό διάφορους τρόπους.
Η κατηγορία που έχει αποδοθεί στον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο είναι αυτή της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση , ωστόσο ο ίδιος επιχείρησε να παρουσιάσει στο στάδιο της ανάκρισης την ανθρωποκτονία ως «ατύχημα» αρνούμενος την ύπαρξη προμελετημένου δόλου και προέβαλε στην αρχή της διαδικασίας τον ισχυρισμό ότι τέλεσε την πράξη του σε βρασμό ψυχικής ορμής, έχοντας ως στόχο την κατά πολύ επιεικέστερη ποινική του μεταχείριση, αφού το πλαίσιο ποινής σε περίπτωση που γίνει δεκτός αυτός ο ισχυρισμός και μετατραπεί η κατηγορία, είναι πολύ μικρότερο.
Οι διαβαθμίσεις του δόλου και η ανάλυση της έννοιας του βρασμού ψυχικής ορμής με βάση τη νομολογία
Η διάταξη του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα που ορίζει την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανθρωποκτονίας προβλέπει στην παράγραφο 1 « Όποιος σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ( η τελευταία τροποίηση της εν λόγω παραγράφου έγινε με το άρθρο 63 του νόμου 4855/2021, ΦΕΚ Α 215/12.11.2021) ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου γίνεται η ακόλουθη διάκριση « Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής , επιβάλλεται κάθειρξη». ( πλαίσιο ποινής 5 έως 15 έτη).
Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο απαιτείται αντικειμενικώς η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη ( οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας) , υποκειμενικά δε δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος.
Με άμεσο δόλο ενεργεί αυτός που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος , δηλαδή την αφαίρεση της ζωής του άλλου ανθρώπου , καθώς και αυτός που δεν επιδιώκει αυτό το αποτέλεσμα ( τη θανάτωση προσώπου) αλλά προβλέπει ότι αυτό αποτελεί αναγκαία ή βέβαιη συνέπεια της πράξης του και δεν απέχει από αυτήν. Ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει αυτός που προβλέπει ως πιθανό – δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται (εσωτερικά, στον ψυχικό του κόσμο).
Ο δόλος διαγιγνώσκεται από συγκεκριμένα στοιχεία, όπως ενδεικτικά: Οι προηγούμενες σχέσεις δράστη και θύματος, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση της ανθρωποκτονίας , ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, ο αριθμός του πλήγματος ή των πληγμάτων αν είναι περισσότερα του ενός αλλά και η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη .
Με βάση τη διατύπωση του άρθρου 299 Ποινικού Κώδικα η ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση διαφοροποιείται ανάλογα με τη διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις , σε προμελετημένο δόλο της παραγράφου 1 και σε απρομελέτητο της παρ. 2 ,όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξης , ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας , γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 299 για την επιεικέστερη μεταχείριση του.
Στη διάρκεια της διαδικασίας φυσικά διερευνάται αυτός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, κατά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών . Ωστόσο υπάρχουν ισχυρά εμπειρικά δεδομένα , που τον καθιστούν έωλο.
Κατ’ αρχάς είναι σημαντική η διερεύνηση του πως επήλθε ο θάνατος, αν επήλθε δηλαδή ενώ το θύμα κοιμόταν ή κατά τη διάρκεια διαμάχης και άσκησης σωματικής πίεσης όπως έχει ισχυριστεί η πλευρά του κατηγορουμένου. Η κατάθεση της ιατροδικαστή κ. Χαράς Σπηλιοπούλου η οποία ανέφερε ότι είχε μαζευτεί αίμα στο πρόσωπο του θύματος και ήταν πρησμένο , ότι αυτό δεν γίνεται να συνέβη μόνο με ένα μαξιλάρι , ότι υπήρξε ασφυκτικός θάνατος που τελέστηκε χονδρικά μέσα σε πέντε λεπτά , αναλύοντας το σκεπτικό ότι στον ασφυκτικό θάνατο ο εγκέφαλος αρχικά αντέχει δύο με τρία λεπτά , μετά νεκρώνεται οπότε και να επιβιώσει το άτομο η κατάστασή του θα είναι δυσχερής , σε αμέσως επόμενο στάδιο σταματούν τα όργανα και στο τέλος η καρδιά. Καθώς και ότι το θύμα με βάση τους καταγεγραμμένους καρδιακούς παλμούς κοιμόταν και βρισκόταν σε κατάσταση ηρεμίας. Ο θάνατος με γνώμονα αυτές τις ενδείξεις μοιάζει με θάνατο προκληθέντα από στραγγαλισμό.
Τα όσα κατέθεσε η ιατροδικαστής συντείνουν στο ότι δεν προηγήθηκε καβγάς ο οποίος να δικαιολογεί αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος που να αποκλείει τη σκέψη , δηλαδή βρασμό ψυχικής ορμής. Αντίθετα, ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε ισχυρότερη θέση σε σχέση με το θύμα και είχε συγκροτημένη σκέψη, κατά συνέπεια είχε τη δυνατότητα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα να ελέγξει τον εαυτό του και να σταθμίσει τα αίτια που κινούσαν στην τέλεση του εγκλήματος και αυτά που μπορούσαν να συγκρατήσουν από την τέλεση αυτού.
Το βιομετρικό ρολόι όπως ανέλυσε ένας εκ των πραγματογνωμόνων στη συνεδρίαση της 10ης Μαΐου παρότι κατέγραψε βήματα και μέτρα σε χρονικό διάστημα 5 δευτερολέπτων μετά το θάνατο δεν σημαίνει όπως εξήγησε ο ίδιος ότι το θύμα δεν κοιμόταν ,γιατί το εν λόγω ρολόι αντιλαμβάνεται κάθε κίνηση και την καταγράφει ως βήματα, μπορεί όπως ο ίδιος εξήγησε να έγινε μια κίνηση του χεριού ή άλλη ανακλαστική κίνηση στη διάρκεια του ύπνου και να την κατέγραψε ως βήμα.
Εξάλλου και όσα έκανε ο κατηγορούμενος μετά το θάνατο της Καρολάιν Κράουτς ενδεικνύουν ότι εξακολούθησε να έχει συγκροτημένη σκέψη. Αφού σκέφτηκε να παρουσιάσει την εικόνα ότι είχε τελεστεί ληστεία στο σπίτι τους, προκαλώντας συνειδητά ακαταστασία στο χώρο, επεμβαίνοντας στην κάμερα ασφαλείας, σκοτώνοντας το σκυλί της οικογένειας, δένοντας τον εαυτό του για να γίνει πιο πειστικός , παρουσιαζόμενος δήθεν καταβεβλημένος και αναστατωμένος με όσα κατά την πλασματική εκδοχή που παρουσίασε είχαν συμβεί.
Αυτά τα αντικειμενικά στοιχεία, ο τρόπος δράσης του κατηγορουμένου πριν την τέλεση της πράξης , κατά την τέλεση και μετά από αυτήν , με σκοπό την απόκρυψη τέλεσής της, υποδηλώνουν ότι τέλεσε την πράξη με υπολογισμό, νηφαλιότητα και εκτίμηση της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί και ότι δεν συνέτρεχε κατάσταση που να προκαλεί αιφνίδια ψυχική υπερδιέγερση αυτού και να αναιρεί την ικανότητα σκέψης.
Ο δράστης που βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής είναι ο δράστης που αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη του ευρισκόμενος σε κατάσταση ψυχικής υπερδιέγερσης , η οποία προκλήθηκε από αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις την οργή , τη θλίψη, το φόβο , το ερωτικό πάθος , τη ζηλοτυπία , η οποία έφτασε σε τέτοιο σημείο βρασμού που απέκλεισε τη λογική σκέψη του.
Ο βρασμός είναι μια διατάραξη της συνείδησης του ανθρώπου η οποία περιορίζεται στην υπερένταση του συναισθήματος και του πάθους και δεν φτάνει στα όρια του αποκλεισμού ή της μείωσης ικανότητας προς καταλογισμό. Δηλαδή πρόκειται για μια αιφνίδια μεταβολή στην ψυχοσύνθεση του δράστη της ανθρωποκτονίας , η οποία πυροδοτείται από ένα γεγονός που συνέβη λίγο πριν την ενέργεια του δράστη.
Άρα αν επιβεβαιωθεί αυτό που έχει προκύψει από τις μέχρι στιγμής καταθέσεις, ότι δηλαδή ότι το θύμα κοιμόταν την ώρα που ο Αναγνωστόπουλος της αφαίρεσε τη ζωή και δεν προηγήθηκε τσακωμός μεταξύ τους, ως συνέπεια του οποίου θόλωσε και έχασε τα όρια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να θεμελιωθεί η ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής. Εκείνος έχει ισχυριστεί ότι την αγκάλιασε σφιχτά , ότι προηγήθηκε πάλη μεταξύ τους από την οποία έφερε και ο ίδιος εκδορές και ότι χωρίς να το αντιληφθεί ενώ συνέχιζε να την πιέζει, επήλθε ο θάνατός της.
Ομοίως είναι πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί και να κριθεί βάσιμος ο ισχυρισμός περί βρασμού ψυχικής ορμής ακόμα και αν αποδειχθεί ότι το ζευγάρι είχε προβλήματα και υπήρχαν σε συχνή βάση επεισόδια , εντάσεις και τσακωμοί. Αφού η κυρίαρχη άποψη στη νομολογία είναι ότι πρέπει να υπάρχει άμεση χρονική εγγύτητα μεταξύ του γεγονότος που προκάλεσε στο δράστη την αιφνίδια αυτή ψυχική υπερδιέγερση και της απόφασης αυτού να σκοτώσει άνθρωπο.
Ο βρασμός όπως έχουν κρίνει παγίως τα δικαστήρια έχει πολύ μικρή διάρκεια και αυτό είναι απολύτως λογικό, δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σε υπερδιέγερση. Η φυσιολογική διαδικασία είναι ότι θυμώνουμε , αγανακτούμε ή φοβόμαστε , όταν υπάρχει κάποιο γεγονός που πυροδοτεί αυτή την έξαρση του συναισθήματος , στη συνέχεια όμως το συναίσθημα καταλαγιάζει και ηρεμεί . Στο διάστημα λοιπόν που μεσολαβεί μέχρι το σημείο που θα πυροδοτηθεί από ένα άλλο γεγονός η υπερδιέγερση του συναισθήματος , υπάρχει μια ήρεμη φάση που επιτρέπει στο δράστη να έχει μια ήρεμη ψύχραιμη σκέψη και να σταθμίσει με τη λογική του τα γεγονότα και τις συνέπειες μιας τυχόν δικής του αντίδρασης.
Ενδεικτική της ενδελεχούς εξέτασης που απαιτείται για να γίνει δεκτή η ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής είναι πρόσφατη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο , που έκρινε ότι δεν υπήρχε βρασμός ψυχικής ορμής σε περίπτωση που η γυναίκα – δράστης, μετά από είκοσι χρόνια συνεχούς κακοποίησης και αλλεπάλληλα περιστατικά σοβαρής άσκησης βίας σε βάρος της , όχι απλών διενέξεων μεταξύ αυτής και του συζύγου της , αποφάσισε να σκοτώσει το σύζυγό της μερικές ώρες μετά το τελευταίο περιστατικό βίας που υπέστη από αυτόν, την ώρα που αυτός κοιμόταν .
Αν και σε κάποιες παλαιότερες αποφάσεις έχει διατυπωθεί η κρίση ότι υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής ένεκα παρελθοντικής ή και προηγηθείσας τουλάχιστον συμπεριφοράς του παθόντος.
Επίσης, έχει κριθεί ότι δεν υπάρχει βρασμός όταν διαπιστωθεί από συγκεκριμένα περιστατικά προμελέτη του φόνου και επιμελής προπαρασκευή του. Ένα τέτοιο στοιχείο είχε εισφερθεί στη διάρκεια της ανάκρισης, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η κάρτα μνήμης «SD» της κάμερας που υπήρχε στη μεζονέτα του ζευγαριού στα Γλυκά Νερά είχε αφαιρεθεί, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διαθέσιμη καταγραφή οποιασδήποτε εικόνας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στον τόπο του εγκλήματος. Η τελευταία λειτουργία της κάμεράς έχει καταγραφεί ότι έγινε στη 1.19’’ της 11ης Μαΐου, δηλαδή περίπου τρεις ώρες πριν την τέλεση της ανθρωποκτονίας , η οποία με βάση την ιατροδικαστική έκθεση φαίνεται να τελέστηκε μεταξύ 4.00 και 5.00 τα ξημερώματα.
Μάμμα Αλεξάνδρα, Δικηγόρος Αθηνών-Μέλος της Ενώσεως Ποινικολόγων Μαχόμενων Δικηγόρων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αφροδίτη Σακελλαροπούλου: Οι επιπτώσεις του νέου οργανισμού δικαστηρίων στον Έλληνα πολίτη Μαργαρίτα Στενιώτη: Το πρόγραμμα της ομάδας Δικαστική Πρωτοβουλία – Δικαστική Συνεργασία Σπυρίδων Γ. Χριστόφιλος: Ηχητικό Βγενόπουλου – Στημένο παιχνίδι με εθνικές, ιστορικές διαστάσεις (μέρος δεύτερο) Νικόλαος Μπούρας: Παιδική παραβατικότητα σήμερα Ανδρέας Αναγνωστάκης: Η γονική αποξένωση και το μητρικό έγκλημα της ΠάτραςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr