Αλεξάνδρα Μάμμα: Ομαδικός βιασμός στη Θεσσαλονίκη – Οι περιπτώσεις ανάκλησης της συγκατάθεσης
Είναι ευνόητο ότι αν το θύμα είναι πλήρως ναρκωμένο δεν μπορεί ούτε να διαμορφώσει βούληση ούτε να την εκφράσει και ότι με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει συναίνεση από πλευράς του για την τέλεση της πράξης
Κεντρικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού είναι ο εξαναγκασμός του θύματος σε επιχείρηση ή σε ανοχή γενετήσιας πράξης. Ο εξαναγκασμός ερμηνεύεται ως επιβολή σε ένα άλλο πρόσωπο, στο θύμα , σε υποχρέωση του προσώπου αυτού να προβεί σε γενετήσια πράξη ή να την ανεχθεί ενάντια στη θέλησή του.
Με βάση και τι αναλύσεις της νομολογίας το υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να προβεί σε εξαναγκασμό με διαφορετικούς τρόπους είτε ασκώντας βία και υποχρεώνοντας το θύμα να πραγματώσει τη βούληση του (δράστη) για την τέλεση γενετήσιας πράξης είτε καταλύοντας την ικανότητα του θύματος να διαμορφώσει βούληση αναφορικά με το αν επιθυμεί ή όχι να επιχειρήσει γενετήσια πράξη, όπως για παράδειγμα ναρκώνοντάς το. Γενικά οι τρόποι εκδήλωσης του εξαναγκασμού ποικίλουν, μια άλλη πιθανή εκδοχή είναι το θύμα να έχει ήδη διαμορφώσει και εξωτερικεύσει αντίθετη βούληση και ο δράστης να προχωρήσει σε τέλεση της γενετήσια πράξης, αγνοώντας την διατύπωση της αντίθετης θέλησης που έχει εκφράσει το θύμα.
Είναι ευνόητο ότι αν το θύμα είναι πλήρως ναρκωμένο δεν μπορεί ούτε να διαμορφώσει βούληση ούτε να την εκφράσει και ότι με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει συναίνεση από πλευράς του για την τέλεση της πράξης ,καθώς εμποδίζεται να εκφράσει την αντίθετη βούλησή του (ή κάμπτεται η όποια πιθανή αντίστασή του.)
Η ακριβής διατύπωση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα η οποία σκιαγραφεί το έγκλημα του απλού βιασμού και στοχεύει στο να προστατεύσει τόσο το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας και της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης , όσο και μια πληθώρα άλλων δικαιωμάτων και αγαθών που αυτά περικλείουν, δηλαδή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το σώμα και την ελευθερία αυτοδιάθεσής του , την ιδιωτική σφαίρα – έχει ως εξής : « Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης , τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών.
Η παράγραφος 3 προβλέπει τη διακεκριμένη μορφή του ομαδικού βιασμού ,η οποία συνεπάγεται βαρύτερη τιμώρηση : « Αν η πράξη ( εννοείται η γενετήσια πράξη) έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού , επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη» . O ομαδικός βιασμός εξομοιώνεται σε βαρύτητα με το να προκληθεί θάνατος του παθόντος ως αποτέλεσμα του βιασμού όπως και με το να τελεστεί το εν λόγω αδίκημα σε βάρος ανηλίκου – που έχει εκ των πραγμάτων εύθραυστη ιδιοσυγκρασία.
Το γεγονός ότι η πράξη του ομαδικού έχει μεγαλύτερη απαξία και αποτελεί διακεκριμένη μορφή του αδικήματος, έχει θεσπιστεί ήδη από το 1984 με το νόμο 1419, με μια διαφοροποίηση ως προς το μέγεθος της βαρύτερης τιμώρησης .
Έχει αξιολογηθεί αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα και ο αντίκτυπος στο πρόσωπο που τον υφίσταται και αναφέρεται η σκέψη ότι ο ομαδικός βιασμός έχει μεγαλύτερη απαξία σαν πράξη, γιατί προκαλεί τον έσχατο εξευτελισμό του θύματος , επιφέρει ταπείνωση της ανθρώπινης αξίας του και το μετατρέπει σε αντικείμενο – «δοχείο» ηδονής.
Ο ομαδικός βιασμός αντιδιαστέλλεται από τον κοινό βιασμό και την συμμετοχή σε αυτόν ( στον κοινό βιασμό)με τη μορφή συναυτουργίας ή συνέργειας .
Η νομολογία των δικαστηρίων μας έχει διατυπώσει επανειλημμένα τη θέση ότι όσον αφορά τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του βιασμού 1>τον εξαναγκασμό σε τέλεση γενετήσιας πράξης και 2» τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο εξαναγκασμός, ήτοι την άσκηση κάποιας μορφής βίας ή απειλής , κρίνοντας πως, ομαδικός βιασμός υφίσταται όταν δύο ή περισσότεροι τελούν σε βάρος του θύματος τη γενετήσια πράξη , ταυτόχρονα ή διαδοχικά, αλλά σε συνεχόμενο χρόνο , χωρίς να απαιτείται και η από όλους , η από κοινού άσκηση της παράνομης βίας , αρκεί η άσκηση αυτής από έναν από αυτούς.
Το ζήτημα της συναίνεσης / η ανάκληση της δοθείσας συγκατάθεσης και πότε στοιχειοθετείται βιασμός
Είναι κρίσιμο να διαπιστωθεί ο εξαναγκασμός και η εξουδετέρωση της αντίθετης βούλησης του θύματος, ο τρόπος που ακολουθήθηκε για την επίτευξη του εξαναγκασμού και όχι απλώς η επιχείρηση της σεξουαλικής πράξης χωρίς τη θετική βούληση του άλλου προσώπου.
Η προστασία προς το πρόσωπο που υφίσταται τον εξαναγκασμό είναι μεγάλη με την έννοια πως ακόμα και όταν το θύμα έχει διαύγεια και πλήρη συνείδηση η σιωπή ή η απραξία από πλευράς του δεν συνιστά απαραίτητα ένδειξη συγκατάθεσης στην τέλεση της γενετήσιας πράξη, γιατί μπορεί να υποκινείται από άλλους λόγους, για παράδειγμα να φοβάται ή να νιώθει αδύναμο να αντισταθεί ή να αιφνιδιαστεί και να μην αντιδράσει.
Έχει κριθεί ότι η εκδήλωση μιας αρχικής ερωτικής επιθυμίας με τρυφερότητες δεν δηλώνει συγκατάθεση , δεν σημαίνει δηλαδή απαραίτητα ότι το θύμα επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή και εξωτερίκευσε με αυτόν τον τρόπο τη θετική βούληση στο δράστη. Μπορεί στην πορεία της επαφής και της επικοινωνίας με το άλλο μέρος να άλλαξε διάθεση και να εξέφρασε αντίθεση , να δήλωσε δηλαδή με οποιονδήποτε τρόπο φραστικά ή σωματικά, ρητά ή σιωπηρά ότι δεν επιθυμεί τη τέλεση της πράξης. Σε αυτή την περίπτωση στοιχειοθετείται βιασμός και δεν μπορεί ο δράστης να ισχυριστεί ότι σχημάτισε τη γνώμη ότι υπάρχει συναίνεση στηριζόμενος μόνο στις αρχικές τρυφερότητες.
Επίσης, μπορεί να υπάρχει μια γενική συγκατάθεση, η οποία δεν σημαίνει ότι το θύμα συγκατατίθεται σε όλες τις επιμέρους σεξουαλικές πράξεις (στοματικό σεξ, είσοδος άλλου προσώπου στο χώρο) – κατά συνέπεια αν το άλλο πρόσωπο προχωρήσει και υπερβεί τις πράξεις για τις οποίες είχε συναινέσει το θύμα, εξαναγκάζοντάς το, πάλι στοιχειοθετείται βιασμός.
Μπορεί το θύμα αρχικά να συγκατατίθεται και στη συνέχεια να αντιτίθεται , οπότε ανακαλεί την αρχικά δοθείσα συγκατάθεσή του και κατά συνέπεια υφίσταται εξαναγκασμός του στη γενετήσια πράξη και συνεπώς βιασμός.
Η πληρέστερη άποψη που έχει διατυπωθεί στη θεωρία και τη νομολογία του Ποινικού Δικαίου , η οποία λαμβάνει ως δεδομένο ότι η σεξουαλική πράξη απαρτίζεται από επιμέρους στάδια – Διέγερση -Υψηλή και παρατεταμένη σεξουαλική αντίδραση – Σταθεροποίηση – οργασμός – ύφεση είναι η ακόλουθη : η αρχική συγκατάθεση για σεξουαλική επαφή μπορεί να ανακληθεί και κατά συνέπεια αν ο δράστης συνεχίσει, να υφίσταται εξαναγκασμός και κατ’ επέκτασιν βιασμός, όχι μόνο στο στάδιο της διέγερσης ή της ύφεσης αλλά υπό συγκεκριμένους όρους και στα άλλα δύο στάδια . Μπορεί για παράδειγμα το ένα μέρος να μην επιθυμεί τη συνέχεια λόγω πρόκλησης πόνου, να μην επιθυμεί τη συνέχεια γιατί δεν επιθυμεί την τέλεση διαφορετικής γενετήσιας πράξης, να μην εναντιώνεται στη συνέχεια γιατί ένιωσε ξαφνικά φόβο . Δεν αποκλείεται ο βιασμός , αντίθετα θεμελιώνεται ,εφόσον συντρέχουν και οι άλλοι όροι, αν το θύμα αλλάξει γνώμη ή διάθεση στην πορεία της επαφής με τον ερωτικό σύντροφο και δεν επιθυμεί να συνεχίσει, αρκεί να εξωτερικεύσει αυτή την αντίθετη βούληση με κάποιο τρόπο , έστω λεκτικά, λέγοντας ότι δεν θέλει.
Διαφορετικό αδίκημα είναι αυτό που σκιαγραφείται στο άρθρο 338 παρ. 1 Ποινικού Κώδικα με τον τίτλο κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη που προβλέπει ότι : « Όποιος με κατάχρηση της διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας άλλου ή της από οποιαδήποτε αιτία ανικανότητάς του να αντισταθεί , ενεργεί με αυτόν γενετήσια πράξη, τιμωρείται με κάθειρξη». Και στην παράγραφο 2 . Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από έναν ή περισσότερους που ενεργούσαν από κοινού , επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Αν λείπει δηλαδή το στοιχείο του εξαναγκασμού για την τέλεση της πράξης, δεν στοιχειοθετείται βιασμός , αλλά διαφορετικό αδίκημα προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων όσον αφορά την 24χρονη παθούσα στη Θεσσαλονίκη αξιολογήθηκαν ως έχοντα ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί με τη χρήση υπνωτικών ή όποιων άλλων ουσιών που παραλύουν το νευρικό σύστημα ,ασκείται κατ ’ουσίαν σωματική βία προκειμένου να επιτευχθεί η τέλεση γενετήσιας πράξης και φυσικά αλλάζει η μορφή , ο νομικός χαρακτηρισμός και η βαρύτητα της πράξης . Η θέση της νομολογίας των δικαστηρίων όπως και οι τοποθετήσεις της θεωρίας είναι πάγια : « σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα».
Στην προκειμένη περίπτωση η Γεωργία Μπίκα περιέγραψε λεπτομερώς ότι ναρκώθηκε και ξύπνησε το επόμενο πρωί χωρίς να θυμάται τίποτα και η άλλη πλευρά , ο 27χρονος κατηγορούμενος ότι δεν την νάρκωσε και όλες οι πράξεις έλαβαν χώρα με τη συναίνεσή της.
Χαρακτηριστική είναι η νομολογία του Αρείου Πάγου που αφορά τη διαφορά των δύο αδικημάτων του βιασμού ( 336 Ποινικού Κώδικα) και της κατάχρησης ανικάνου προς αντίσταση σε γεντήσια πράξη (338 Ποινικού Κώδικα) ( νόμος 4619/2019 Νέος Ποινικός Κώδικας)
«Εκτός της πνευματικής ανωριμότητας ή ολιγοφρενίας του θύματος το έγκλημα στοιχειοθετείται και όταν ο παθών ή στην περίπτωση της συνουσίας, η παθούσα , βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως ή μέθης ή λιποθυμίας ή πλήρους εξαντλήσεως και ο δράστης αντιλαμβανόμενος την ανικανότητα του θύματος προς αντίσταση , επιχειρεί συνουσία . Η συναίνεση του θύματος ευρισκομένου στην κατάσταση αυτή εν γνώση του δράστη πως το θύμα συναινεί, χωρίς να αντιλαμβάνεται το νόημα της σε βάρος του προσβολής της γενετήσιας πράξης δεν αίρει το αξιόποινο ,αλλά πραγματώνει τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της καταχρήσεως . Η πλήρης μέθη ή η ύπνωση περιφέρει το άτομο σε κατάσταση ανικανότητας προς αντίσταση μη δυνάμενο να αντιληφθεί το μέγεθος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του …. Στην περίπτωση που ο δράστης περιφέρει το άτομο σε κατάσταση αναισθησίας διά της χρήσεως υπνωτικών ή άλλων ναρκωτικών μέσων και στη συνέχεια διά του τρόπου αυτού κάμπτει την αντίσταση του και επιχειρεί συνουσία … πραγματώνεται το έγκλημα του βιασμού (άρθρο 336 παρ. 1 του ΠΚ) αφού διά του ανωτέρω τρόπου (της χρήσεως βίας διά παροχής υπνωτικών ή άλλων ναρκωτικών μέσων) εξαναγκάζει την παθούσα σε συνουσία ….»
Για το λόγο αυτό αξιολογείται ως κρίσιμο δεδομένο το αν ο δράστης περιέφερε το θύμα σε κατάσταση αναισθησίας με τη χρήση υπνωτικών ή ναρκωτικών ή αλκοόλ ή άλλων ουσιών με παρόμοια επίδραση στον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, καθώς με αυτό τρόπο υφίσταται εξαναγκασμός του θύματος σε γεντήσια πράξη ( με αυτόν τον τρόπο πληρούται το στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως βιασμού).
Εν κατακλείδι εξίσου κρίσιμο είναι ότι η συναίνεση ακόμα και αν αρχικά έχει δοθεί μπορεί μεταγενέστερα να ανακληθεί και ως εκ τούτου αν αυτό συμβαίνει δεν αναιρείται ο εξαναγκασμός του θύματος, η τέλεση της πράξης παρά την αντίθετη βούλησή του και κατά συνέπεια στοιχειοθετείται το αδίκημα του βιασμού.
Η Αλεξάνδρα Μάμμα είναι ποινικολόγος – Μέλος της Ενώσεως Ποινικολόγων Μαχόμενων Δικηγόρων και Δικηγόρος Αθηνών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Νικόλαος Σαββίδης: Δικαιώματα υπόπτου και κατηγορουμένου κατά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης Γιάννης Καρούζος: 10 αναπάντητα ερωτήματα για τη νέα ειδική άδεια νόσησης από Covid στον ιδιωτικό τομέα Άννα Ευθυμίου – Βιασμός 24χρονης: Ποτέ καμία γυναίκα μόνη! Γρηγόρης Τσόλιας: Η αναγνώριση και ταυτοποίηση προσώπων για σκοπούς δίωξης του εγκλήματος σύμφωνα με το Π.Δ. 75/2020 και την πρόταση Κανονισμού Ε.Ε. για την Τεχνητή Νοημοσύνη Κώστας Κοσμάτος: Σκέψεις για το διαχρονικό δίκαιο στο πεδίο του σωφρονιστικού δικαίουΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr