Αλεξάνδρα Μάμμα: Βιασμός 12χρονης – Δεν υπάρχει θετική ή αρνητική βούληση
Ως μέσα της παραπλάνησης χρησιμοποιούνται παροχές, ανταλλάγματα, δώρα, υποσχέσεις ή στον αντίποδα απειλές ή εκφοβισμός.
Είναι οδυνηρά και προκαλούν σωματικό και ψυχικό πόνο όσα σταδιακά γίνονται γνωστά για την υπόθεση της 12χρονης στον Κολωνό και για όσα άλλα παιδιά έχουν πέσει θύματα παρόμοιων πράξεων.
Ο δικαιολογητικός λόγος της αυστηρής τιμώρησης, που φτάνει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε περίπτωση βιασμού ανηλίκου, όπως και εν γένει οι ποινές που αφορούν άλλες εκφάνσεις κακοποίησης ,είναι ότι η τραυματική εμπειρία έχει ως αποτέλεσμα τα θύματα να εμφανίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας ή να μην μπορούν να λειτουργήσουν φυσιολογικά στην ερωτική τους ζωή ,αφού το τραύμα από την κακοποίηση επανέρχεται στο μυαλό τους και επηρεάζει το σώμα, τις βιολογικές αντιδράσεις και τη συμπεριφορά.
Όποιος παραβιάζει την ελευθερία του ανηλίκου να αποφασίσει αν , πότε και με ποιο πρόσωπο θα λειτουργήσει σεξουαλικά, το δικαίωμα που περιγράφεται ως σεξουαλική αυτοδιάθεση, πέρα από συνέπειες όπως εμφάνιση διαταραχών προσωπικότητας , κατάθλιψης, προβλημάτων ύπνου, τροφής ή μάθησης, οδηγεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τα θύματα στο να έχουν μεταγενέστερα προβλήματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις ή στην ενήλικη σεξουαλική ζωή τους.
Ο δράστης έχει τη δύναμη να καταστρέψει ένα σημαντικό και ουσιώδες κομμάτι της ζωής τους ,όπως το να λειτουργούν ομαλά και να μπορούν να χαρούν και να ζήσουν μια ερωτική σχέση.
Η περιορισμένη νοητικά και σωματικά ανάπτυξη του ανηλίκου που συνδέεται ακριβώς με την ηλικία του, συνεπάγεται ότι δεν έχει δυνατότητα να διαμορφώσει έγκυρη βούληση ή δεν έχει το ψυχικό σθένος να υλοποιήσει τη βούληση του.
Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για το προστατευόμενο έννομο αγαθό αναδεικνύουν όλα τα τρωτά , αναγνωρίζοντας πόσο εκτεθειμένοι στο να πληγωθούν και να επηρεαστούν αρνητικά είναι οι ανήλικοι. Υπάρχουν απόψεις που απηχούν ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η ανηλικότητα και η αδυναμία αυτοπροστασίας από γενετήσιες προσβολές, η αγνότητα της παιδικής ηλικίας , η ομαλή εξέλιξη της γενετήσιας ζωής του ανηλίκου, η σωματική ακεραιότητα ,ενώ εκτεταμένες αλλά με διαφορετική ορολογία είναι και οι απόψεις που θεωρούν ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η ανεμπόδιστη ψυχική, σωματική και σεξουαλική ανάπτυξη των ανηλίκων.
Κάποιοι από τους συλληφθέντες, στους οποίους έχουν αποδοθεί τα αδικήματα της τέλεσης γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής και του βιασμού έχουν περιγράψει στις καταθέσεις τους, ότι πριν τις συναντήσεις με τη 12χρονη , είχαν αποκτήσει επικοινωνία και επαφή μαζί της μέσω διαδικτυακής εφαρμογής γνωριμιών.
Ανεξάρτητα από το αν η επικοινωνία γινόταν από την ίδια ή από τον κατηγορούμενο Ηλία Μίχο που παρουσιαζόταν ως η ίδια η ανήλικη , σε πρόσωπο αυτής της ηλικίας δεν υπάρχει θετική ή αρνητική βούληση, αλλά βούληση που δεν εκδηλώνεται έγκυρα.
Εγκλήματα εκμετάλλευσης της ανηλικότητας
Σύμφωνα με το άρθρο 339 Ποινικού Κώδικα, όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε και το άρθρο 339 διαμορφώθηκε με το άρθρο 74 του νόμου 4855/2021 : « Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη , τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με τα άρθρα 342 και 351 Α , ως εξής :
α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών .
β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα 12 έτη, με κάθειρξη.
Ο πρώτος τρόπος τέλεσης αφορά την περίπτωση που ο δράστης ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών . Η περιγραφή αυτή δεν συμπεριλαμβάνει την άσκηση βίας ή τον εξαναγκασμό του ανηλίκου, αν υπάρχουν και τα στοιχεία αυτά, στοιχειοθετείται και το έγκλημα του βιασμού ( άρθρο 336 Ποινικού Κώδικα). Τελούνται δηλαδή δύο εγκληματικές πράξεις , δύο ποινικά αδικήματα ,τα οποία συρρέουν αληθώς. Η συναίνεση ή η πρωτοβουλία ή ακόμα και η ύπαρξη πρόκλησης από μέρους του ανηλίκου όχι απλά δεν έχουν σημαίνοντα ρόλο αλλά ακόμα και αν φαίνεται να συντρέχουν , η αντικειμενική υπόσταση της πράξης στοιχειοθετείται και εφόσον υπάρχουν και τα υπόλοιπα στοιχεία και ο δόλος , η εγκληματική πράξη είναι τετελεσμένη. Ομοίως, δεν απαιτείται ως στοιχείο του εγκλήματος, ο ανήλικος να αντιστάθηκε στην επικείμενη γενετήσια πράξη.
Ο δεύτερος τρόπος τέλεσης αφορά τις περιπτώσεις που ,κατά τη διατύπωση του νόμου, ο δράστης παραπλανά το ανήλικο πρόσωπο, με αποτέλεσμα αυτό να ενεργήσει ή να υποστεί γενετήσια πράξη . Αναλυτικότερα, αυτός ο τρόπος τέλεσης συνίσταται στην πρόκληση ορισμένης απόφασης στο ανήλικο πρόσωπο, ώστε να λάβει μέρος στη γενετήσια πράξη. Ως μέσα της παραπλάνησης χρησιμοποιούνται παροχές, ανταλλάγματα , δώρα , υποσχέσεις ή στον αντίποδα απειλές ή εκφοβισμός. Η λεπτή διαφορά των δύο τρόπων τέλεσης του εγκλήματος αυτού είναι ότι ο παραπλανηθείς ανήλικος κατά ένα τρόπο συμμετέχει ψυχικά, γιατί έχει πάρει σχετική απόφαση, ως αποτέλεσμα της παραπλάνησης του από τον θύτη, ο οποίος «αξιοποιεί» το γεγονός ότι λόγω της ανηλικότητας του δεν είναι συναισθηματικά και ψυχικά ώριμος και δεν έχει έγκυρη βούληση. Ανάμεσα στην τέλεση της γενετήσιας πράξης και την παραπλάνηση, υπάρχει αιτιώδης σχέση, με την έννοια ότι η σύμπραξη του ανηλίκου στη γενετήσια πράξη- η οποία επέρχεται -είναι αποτέλεσμα της παραπλάνησης. Αν λοιπόν υπάρχει επικοινωνία λεκτική , αλληλεπίδραση και αυτός που έχει την επιθυμία να τελέσει την πράξη χρησιμοποιεί ως μέσα για να πείσει τον ανήλικο, το να προσφέρει ανταλλάγματα που προσελκύουν τον ανήλικο ή του είναι αρεστά ή ευχάριστα ή επιθυμητά , ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος είναι η παραπλάνηση.
Ως παραπλάνηση θεωρείται κάθε επίδραση επί της βουλήσεως του ανηλίκου, χωρίς την οποία αυτός δεν θα ελάμβανε την απόφαση να ενεργήσει τη γενετήσια πράξη . Η έννοια της παραπλάνησης είναι ευρύτερη από την έννοια της δημιουργίας πλάνης. Συνεπώς υπάρχει παραπλάνηση όχι μόνο όταν ο δράστης με απατηλά μέσα, ενδεχομένως αποκρύπτοντας κάποιες φορές τον γενετήσιο χαρακτήρα της πράξης , οδηγεί σταδιακά τον ανήλικο παθόντα στην ενέργεια αυτής, αλλά και όταν αυτό επιτυγχάνεται με πειθώ, υποσχέσεις , δώρα ή άλλες παροχές, όπως επίσης όπως προ ειπώθηκε και με απειλές ή με εκφοβισμό ή και με κάθε άλλο μέσο, χωρίς να αποκρύπτεται ο γενετήσιος χαρακτήρας της πράξης.
Ο τυχόν ισχυρισμός του «θύτη» ότι το ανήλικο πρόσωπο επεδίωξε την πράξη ή με κάποιο τρόπο την προκάλεσε ή ότι το ανήλικο εκδιδόταν και στην ουσία «πρόσφερε» το σώμα του δεν αναιρεί την τέλεση του ποινικού αδικήματος, αλλά αν γίνει δεκτός και αν υφίσταται, οδηγεί είτε σε υπαγωγή της πράξης στο πρώτο εδάφιο, δηλαδή στην τέλεση γενετήσιας πράξης με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών είτε στην υπαγωγή αυτής στο άρθρο 315 Α Ποινικού Κώδικα ( τέλεση γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής).
Φυσικά στους συλληφθέντες για την τέλεση εγκληματικών πράξεων σε βάρος της 12χρονης στον Κολωνό έχει αποδοθεί το βαρύτερο αδίκημα του άρθρου 351 Α Ποινικού Κώδικα – τέλεση γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής, σε συρροή με το αδίκημα του βιασμού ανηλίκου ( άρθρο 336 παρ. 3 Ποινικού Κώδικα) για το οποίο επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
Το αδίκημα του άρθρου 351 Α σκιαγραφείται ως εξής στον Ποινικό Κώδικα : « Η γεντήσια πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ( ή η γενετήσια πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου) τιμωρείται :
α ) Αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή .
β) Αν ο παθών συμπλήρωσε τα 12 όχι όμως και τα 15 έτη, με κάθειρξη και χρηματική ποινή
γ) Αν συμπλήρωσε τα 15 έτη με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
Αν η πράξη είχε ως περαιτέρω αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
Οι διατάξεις του άρθρου 351 Α έχουν σκοπό την αυστηρή τιμώρηση της αμειβόμενης γενετήσιας πράξης με ανήλικο πρόσωπο, στο πλαίσιο της προστασίας της γενετήσιας ελευθερίας με την ευρεία έννοια αυτής και παράλληλα της διαφύλαξης της σωματικής και ψυχικής υγείας του ανηλίκου. Για τη στοιχειοθέτηση αυτού του εγκλήματος απαιτούνται αντικειμενικά μεν η τέλεση από ενήλικο γενετήσιας πράξης με ανήλικο πρόσωπο ,υποκειμενικά δε η πράξη να αποσκοπεί στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη . Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία αλλά και οι ίσης βαρύτητας πράξεις από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας όπως για παράδειγμα η ‘παρά φύσιν’ συνεύρεση , ο ετεροαυνανισμός , η πεολειξία, η αιδοιολειξία , η χρήση υποκατάστατων μέσων, δηλαδή στην έννοια της γενετήσιας πράξης περιλαμβάνονται και πράξεις που δεν συνιστούν πάντοτε ή δεν προϋποθέτουν διεισδύσεις. Το βασικό κριτήριο για το αν μια πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως «γενετήσια» είναι η ένταση της προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας του θύματος. Στην ερμηνεία αυτή συγκλίνει τόσο η Αιτιολογική Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα όσο και οι προβλέψεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ , αφού απερίφραστα αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφοι 1 και 2 αυτής ,ότι η ποινικοποίηση των πράξεων κατά της γενετήσιας ελευθερίας πρέπει να φορά όχι μόνο τη διάπραξη μη συναινετικής κολπικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου, αλλά και τη διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα. Μάλιστα, έχει διατυπωθεί η γνώμη στη νομολογία των δικαστηρίων ότι ακόμα και η ψαύση ή οι θωπείες στα γεννητικά όργανα όταν έχουν έντονο χαρακτήρα και μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτουργούν ως υποκατάστατα της συνουσίας, είναι ορθότερο να χαρακτηρίζονται ως γενετήσιες πράξεις.
Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω και ομόγνωμα επιβεβαιώνεται στη νομολογία η συναίνεση του ανηλίκου, η παρά αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία. Το αδίκημα στοιχειοθετείται ακόμα και αν υποστηριχθεί ότι αυτές έχουν εκδηλωθεί. Όσον αφορά το περιεχόμενο του ανταλλάγματος αυτό πρέπει να έχει μετρήσιμη χρηματική αξία, ενσώματη ή άυλη, αλλά όχι ηθική αξία όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις παραπλάνησης ανηλίκου που αναλύθηκαν παραπάνω. Δεν είναι απαραίτητο να έχει συναφθεί κάποια ρητή συμφωνία ,γραπτή ή προφορική, αλλά αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα πράγματα ή να είναι αποτέλεσμα εξαπάτησης του ανηλίκου. Επιπρόσθετα δεν είναι κρίσιμη η αξία του χρηματικού ανταλλάγματος , της αμοιβής, που σημαίνει ότι ακόμα και αν αυτή είναι ευτελής , στοιχειοθετείται το έγκλημα του άρθρου 351 Α Ποινικού Κώδικα , αυτό που αξιολογείται και έχει σημασία είναι το εάν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες , το αντάλλαγμα αυτό επέδρασε αποφασιστικά στη βούληση του ανηλίκου να συμμετάσχει στην τέλεση της πράξης. Το έγκλημα του άρθρου 351 Α του Ποινικού Κώδικα αποτελεί μια διακεκριμένη παραλλαγή του αδικήματος των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους, που επιβαρύνεται ακριβώς λόγω του στοιχείου της χορήγησης ή υπόσχεσης χρηματικής αμοιβής.
Μεταξύ του βιασμού και της τέλεσης γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής υπάρχει αληθής κατ ’ιδέαν συρροή, γιατί τα δύο αυτά εγκλήματα συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και επιπρόσθετα διαφέρουν τα προστατευόμενα έννομα αγαθά το πρώτο αναφερθέν έγκλημα στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας με τη στενή έννοια ενώ το δεύτερο κατά της ανηλικότητας . Τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού είναι ο εξαναγκασμός κάποιου ,ανεξαρτήτως φύλλου, σε γενετήσια πράξη, που σημαίνει ότι το πρόσωπο χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε αυτήν, ο εξαναγκασμός να επιτυγχάνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία ή και με τους δύο τρόπους μαζί. Κατά συνέπεια, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών του σωματικών δυνάμεων ή λόγω άλλων περιστάσεων , θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και η αντίσταση σε αυτή να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης.
Τέλος, αναφορικά με την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 339 Ποινικού Κώδικα έχει κριθεί ότι ο δράστης μπορεί να παραπλανήσει το ανήλικο πρόσωπο με αποτέλεσμα αυτό να ενεργήσει ή να υποστεί γενετήσια πράξη, ακόμα και μόνο διατυπώνοντας κομπλιμέντα για την εξωτερική εμφάνιση του παιδιού , αλλά ενεργώντας συστηματικά και με πρόθεση ,ώστε το ανήλικο θύμα να ενεργήσει ή να υποστεί γενετήσια πράξη – προς διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δασκάλου μουσικής που είχε απασχολήσει λίγο παλαιότερα τα ελληνικά δικαστήρια ο οποίος αρχικά προσέγγισε 11χρονη παθούσα επαναλαμβάνοντας πόσο όμορφη είναι , σταδιακά προχώρησε σε θωπείες σε διάφορα σημεία του σώματος της (αφού δίδασκε στο συγκριμένο παιδί αρκετούς μήνες και καταχράστηκε τη «θέση εμπιστοσύνης» επαναλαμβανόμενα ) και ακολούθως την οδήγησε να τοποθετήσει το χέρι της στο γεννητικό του μόριο , ώστε να τελέσει γενετήσια πράξη , όπως και η περίπτωση προπονητή αθλητριών του στίβου που επίσης καταδικάστηκε, ο οποίος χρησιμοποιούσε ως μέσο παραπλάνησης το να υπόσχεται στην παθούσα ανήλικη αθλήτρια του ότι θα τη βοηθήσει να έχει καλύτερες επιδόσεις, να διακριθεί και να πετύχει τους στόχους της.
Στο έγκλημα των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει την ανηλικότητα του παθόντα ή να αδιαφορεί γι` αυτήν.
*Αλεξάνδρα Μάμμα, Δικηγόρος Αθηνών, Μέλος της Ενώσεως Ποινικολόγων & Mαχόμενων δικηγόρων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γεώργιος Βούλγαρης: “Ποινικοί Κώδικες και κράτος Δικαίου” Αικατερίνη Φραγκάκη: Σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων – Είναι αρκετή μόνο η αυστηροποίηση των ποινών; Λάμπρος Τσόγκας: Η κατάσχεση στην ποινική προδικασία, νέες ρυθμίσεις στον ΚΠΔ και η εφαρμογή τους σήμερα Αλεξάνδρα Μάμμα: Η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίαςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr