Πέμπτη 04 Ιουλίου 2024

Αλέξανδρος Μαντζούτσος: Πότε πρέπει να επιβάλλεται οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στη γραμματική διατύπωση («μόνο») του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 142, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης πρέπει να επιβάλλεται ως ultimumrefugium

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Αλέξανδρος Μαντζούτσος: Πότε πρέπει να επιβάλλεται οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα dikastiko

Σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 2 του Ν. 4194/2013 – Κώδικας Δικηγόρων (Α΄ 208), όπως ισχύει:«Η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκόμενου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή θίγουν σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν: α) αν ο διωκόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα, β) αν καταδικάσθηκε αμετάκλητα για οποιοδήποτε πλημμέλημα, σύμφωνα με την παρ. 3 [ήδη 4] του άρθρου 6 του Κώδικα».

Επισημαίνεται ότι στο δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου υπήρχε και περίπτωση «γ) αν έχει τιμωρηθεί ήδη με ποινή προσωρινής παύσης τουλάχιστον έξι (6) μηνών την τελευταία τριετία για άλλη, χρονικά προγενέστερη, πράξη», η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 58 παρ. 3 του Ν. 4745/2020 (Α’ 214). Αντιστοίχως, το άρθρο 81 παρ. 1 τουπροϊσχύσαντα Κώδικα Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954, Α΄ 235) προέβλεπε ότι:«Δικηγόρος δύναται να παυθή οριστικώς: … γ) εάν ετιμωρήθη εντός τριετίας διά δύο πειθαρχικών ποινών υπό του πειθαρχικού συμβουλίου, εξ ων η μία προστίμου τουλάχιστον, η δε δευτέρα προσωρινής παύσεως ελάσσονος των εξ μηνών δ) εάν ετιμωρήθη ήδη διά πειθαρχικής ποινής προσωρινής παύσεως εξ μηνών, …».

Σε κάθε περίπτωση, η κατά τα ανωτέρω κατάργηση της περίπτωσης γ΄ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 142 δεν συνεπάγεται ότι η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης προϋποθέτει οπωσδήποτε τη συνδρομή μίας εκ των περιπτώσεων α΄ και β΄ του εδαφίου αυτού [αμετάκλητη ποινική δίκη για κακούργημα ή για ένα από τα αναφερόμενα πλημμελήματα], καθώς αυτές (ομοίως και πριν από την κατάργηση της περίπτωσης γ΄) πρέπει να νοηθούν ως ενδεικτικές -ρητά αναφερόμενες από το νομοθέτη- «ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις», χωρίς να περιορίζουν την δυνατότητα του πειθαρχικού συμβουλίου να κρίνει ότι συντρέχει, σε οποιαδήποτε υπόθεση και ανεξαρτήτως (αμετάκλητης) ποινικής καταδίκης κατά τα ανωτέρω, ιδιαίτερα βαριά περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκόμενου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή θίγουν σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, καθώς ο επιθετικός προσδιορισμός «τέτοιες» όσον αφορά τις προϋποθέσεις σημαίνει κατά κυριολεξία προϋποθέσεις «όπως αυτές», και όχι ότι οι προϋποθέσεις εξαντλούνται στις περιπτώσεις αυτές.

Αντίθετη ερμηνεία, πολλώ δε μάλλον μετά την κατάργηση της περίπτωσης γ’ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Δικηγόρων, θα καθιστούσε ολόκληρη την παράγραφο άνευ αντικειμένου, καθώς η συνδρομή των περιπτώσεων α΄ και β΄ συνεπάγεται έτσι κι αλλιώς την αυτοδίκαιη -δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να έχει προηγηθεί πειθαρχική διαδικασία- αποβολή και απώλεια της ιδιότητας του Δικηγόρου, με απλή διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 περ. α΄ και 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στη γραμματική διατύπωση («μόνο») του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 142, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης πρέπει να επιβάλλεται ως ultimumrefugium, εφόσον το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει αιτιολογημένα ότι αυτή είναι:

1)ανάλογη της βαρύτητας του πειθαρχικού παραπτώματος,

α)αφού συνεκτιμήσει:i) τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτό διαπράχθηκε και ii) το βαθμό υπαιτιότητας του διωκόμενου, και

β) αφού διαπιστώσει:i) έλλειψη συναίσθησης των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου, ήii) σοβαρή προσβολή του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος,

2) αναγκαία και πρόσφορηγια την εξυπηρέτηση των νόμιμων σκοπών του πειθαρχικού ελέγχου, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ηεμπέδωση των θεμελιωδών αρχών και αξιών στην άσκηση της δικηγορίας, η διασφάλιση της τήρησης των κανόνων και των αρχών δεοντολογίας του Κώδικα Δικηγόρων και του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, η αποκατάσταση του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος, η αποτροπή διάπραξης νέων βαρέων πειθαρχικών παραπτωμάτων στο μέλλον, η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών,που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούν να επιτευχθούν με την επιβολή ηπιότερης πειθαρχικής ποινής.

Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τέτοιες περιπτώσεις συντρέχουν ιδίως όταν ο διωκόμενος:

α) διαπράττει πειθαρχικό παράπτωμα τόσο βαρύ ώστε αυτό να συνεπάγεται την απαξίωση του δικηγορικού λειτουργήματος στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας ή/και την κοινωνική στοχοποίηση συλλήβδην του δικηγορικού σώματος.

β) δείχνει ότι δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου, υιοθετώντας -συνειδητά και κατ’ επανάληψη- συμπεριφορές που δεν αποτελούν απλώς βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα αλλά είναι απολύτως ασυμβίβαστες με την ίδια την ιδιότητα του δικηγόρου ως φύσει υπέρμαχου του Κράτους Δικαίου, της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (άρθρο 2 του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος), δηλαδή συμπεριφορές που αποσκοπούν στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, την καταστροφή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την προπαγάνδιση του φασισμού, του ναζισμού, του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας, την υποκίνηση μίσους, διακρίσεων, εχθρότητας ή βίας σε βάρος ατόμων ή κοινωνικών ομάδων (πρβλ. Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων 18/2023).

γ) διαπράττει, κατ’ επανάληψη, ομοίου ή διαφορετικού περιεχομένου βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα.

δ) διαπράττει νέα βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ έχει ήδη τιμωρηθεί για προηγούμενα βαρέα πειθαρχικά παραπτώματα με πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης (ακόμα και μικρότερης των έξι μηνών, και χωρίς το χρονικό περιορισμό της τελευταίας τριετίας,μετά την κατάργηση της περίπτωσης γ΄ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Δικηγόρων).

ε) έχει πολλαπλές προηγούμενες πειθαρχικές καταδίκες σε ηπιότερες πειθαρχικές ποινές (συστάσεις, επιπλήξεις, πρόστιμα, προσωρινές παύσεις) και παρόλα αυτά συνεχίζει ακάθεκτος τη διάπραξη βαρέων πειθαρχικών παραπτωμάτων.

στ) εμφανίζεται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου αμετανόητος για τις πράξεις του, αρνούμενος να αποκαταστήσει τη βλάβη που προκάλεσε στους τρίτους ή στο ίδιο το δικηγορικό λειτούργημα.

ζ) έχει αποδείξει με τη συνολική του στάση ότι οποιαδήποτε ηπιότερη πειθαρχική ποινή, ακόμα και η μέγιστη προβλεπόμενη προσωρινή παύση των δώδεκα μηνών (άρθρο 142 παρ. 1 εδ. α΄ του Κώδικα Δικηγόρων), δεν θα τον αποτρέψει από τη διάπραξη νέων βαρέων πειθαρχικών παραπτωμάτων.

* Αλέξανδρος Μαντζούτσος, Δικηγόρος- Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ, Σύμβουλος, τ. Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ