Αλέξανδρος Μαντζούτσος: Υπάρχουν δικαστές (και βουλευτές) εις τας Αθήνας;

Δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς αδυνατούν να εξιχνιάσουν μια υπόθεση που εδώ και πέντε μήνες απασχολεί συνεχώς -και κάθε μέρα που περνάει με ολοένα και περισσότερα στοιχεία- τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς και αισίως του ελληνικού Τύπου.

NEWSROOM
Αλέξανδρος Μαντζούτσος: Υπάρχουν δικαστές (και βουλευτές) εις τας Αθήνας;

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνταγματικού πολιτεύματος είναι η πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία. Το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει καταρχήν τη διάκριση των λειτουργιών (Σ. 26). Αυτή όμως σχετικοποιείται από επιμέρους συνταγματικές διατάξεις υπέρ των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, σε βαθμό που ακόμα κι ένας επιστήμονας του συνταγματικού δικαίου, όπως ο γράφων, δεν θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει πλήρως αν δεν είχε την εμπειρία της εφαρμογής τους στην πράξη.

Πρώτο παράδειγμα, σχετικά με την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας:

Το Σύνταγμα ορίζει ότι το δικαίωμα πρότασης νόμων ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση (Σ. 73 παρ. 1). Στην πράξη, ωστόσο, κατ’ εφαρμογή και του Κανονισμού της Βουλής, καμία πρόταση νόμου δεν εισάγεται προς συζήτηση στη Βουλή, όταν προέρχεται από βουλευτές. Ούτε μια απλή βουλευτική τροπολογία δεν μπορεί να τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς την αποδοχή της από τον αρμόδιο Υπουργό. Με δυο λόγια η Βουλή, που στη σύγχρονη δημοκρατία είναι ο κατεξοχήν φορέας της νομοθετικής λειτουργίας, στα καθ’ ημάς κατά κανόνα περιορίζεται -δια της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας- στην τυπική «κύρωση» των νομοσχεδίων που προετοιμάζει και καταθέτει η Κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες βουλευτές στερούνται κάθε εξουσίας; Η απάντηση είναι όχι, διότι η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής (Σ. 84 παρ. 1) και μόνο στη βάση αυτής της εμπιστοσύνης εδράζεται η εξουσία της.

Δεύτερο παράδειγμα, σχετικά με την απονομή της Δικαιοσύνης:

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (Σ. 87 παρ. 1). Τίθεται εντούτοις το ερώτημα, πόσο ανεξάρτητη είναι στην πράξη η Ελληνική Δικαιοσύνη, όταν η ηγεσία της και μάλιστα σε όλες τις επιμέρους δικαιοδοσίες ορίζεται από την Κυβέρνηση (Σ. 90 παρ. 5). Κι όμως η απάντηση δεν είναι το προφανές «καθόλου». Γιατί, οι Πρόεδροι και οι Αντιπρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, όπως και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δεν χρωστούν κανενός είδους «χάρη» ή «ευγνωμοσύνη» στην Κυβέρνηση για την επιλογή τους. Αντιθέτως, οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να λειτουργούν αποκλειστικά με γνώμονα το Σύνταγμα, τους νόμους και τη συνείδησή τους, όπως άλλωστε ισχύει για το σύνολο των Ελλήνων εισαγγελέων και δικαστών.

Φταίει λοιπόν το Σύνταγμα, αν -τουλάχιστον κατά την τελευταία οκταετία- δίνεται η εντύπωση ότι η εκάστοτε Κυβέρνηση «είναι υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων», «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» και «κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει»;

Κατά τη γνώμη μου, όχι. Ή τουλάχιστον, όχι πρωτίστως. 

Στην εποχή του υλισμού, της απάθειας και του ατομικισμού, φταίει η έλλειψη προσώπων, αναστημάτων και συνειδήσεων:

– Το α΄ εξάμηνο του 2015, με την «περήφανη διαπραγμάτευση», την ψήφιση νόμων στις 5:00 τα ξημερώματα, τα capital controls και εκείνο το αλησμόνητο δημοψήφισμα, η Ελλάδα λίγο έλειψε να βρεθεί εκτός ευρώ (και εκτός Ευρώπης γενικότερα, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, πλην της γεωγραφικής έννοιας βεβαίως). Τότε, όχι μόνο δεν βρέθηκαν 12 Βουλευτές από τη συμπολίτευση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (τόσοι χρειάζονταν από τους 162) για να σταματήσουν τους κυβερνητικούς χειρισμούς, αλλά η κατάσταση σώθηκε κυριολεκτικά στο και πέντε, όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συγκρουστεί με μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής του ομάδας και να διαπραγματευτεί τελικά ένα μνημόνιο συνεργασίας με τους δανειστές. 

– Εδώ και πέντε μήνες, που η Ελληνική Δημοκρατία συγκλονίζεται από ένα πρωτοφανές σκάνδαλο υποκλοπών, δεν βρίσκονται ούτε 6 βουλευτές από τη συμπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας (τόσοι χρειάζονται από τους 156) για να απαιτήσουν από την Κυβέρνηση τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την απόδοση ευθυνών. Εξαρχής ρίχτηκε «άπλετο σκοτάδι», με τη συνταγματικά αδικαιολόγητη επίκληση «απορρήτου», ακόμα και ενώπιον της Βουλής και της ΑΔΑΕ. Πλέον η κατάσταση έχει φτάσει στο σημείο αφενός οργανωμένα συμφέροντα να στοχοποιούν τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και αφετέρου να αποκαλύπτονται παρακολουθήσεις ακόμα και εν ενεργεία υπουργών! Αλλά για τους βουλευτές της συμπολίτευσης (πέρα από μεμονωμένες φωνές), όπως άλλωστε και για τους ίδιους τους υπουργούς, μάλλον δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα. Αφού οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες δίνουν προτεραιότητα σε άλλα ζητήματα, όλα βαίνουν καλώς!

Και η Δικαιοσύνη, ποιος ο ρόλος της σε όλα αυτά;

Στην περίπτωση των υποκλοπών, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου φέρεται να εστίασε εξαρχής την έρευνά του στο πώς διέρρευσαν οι παρακολουθήσεις και όχι στο «εάν ήταν σύννομη ή μη η άρση της προστασίας του τηλεφωνικού απορρήτου από τα εμπλεκόμενα μη πολιτικά πρόσωπα», όπως ορθώς επισήμανε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (Απόφαση ΔΣ ΔΣΑ, 12/9/2022). Ωστόσο, αν μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει γίνει κάποια πρόοδος στη διαλεύκανση αυτού του πρωτοφανούς σκανδάλου, αυτό δεν μπορώ να το χρεώσω ούτε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ούτε στην ηγεσία της Δικαιοσύνης εν γένει.

Διότι, όπως έχω ξαναπεί, το ελληνικό δικαστικό σώμα έχει αναδείξει προσωπικότητες, από το Γεώργιο Τερτσέτη και τον Αναστάσιο Πολυζωίδη μέχρι το Χρήστο Σαρτζετάκη, που σε πολύ πιο σκοτεινές εποχές δεν δίστασαν να σηκώσουν το ανάστημα της Ελληνικής Δικαιοσύνης πάνω από κάθε θεσμική ή εξωθεσμική παρέμβαση, τολμώντας το αυτονόητο που φάνταζε αδιανόητο, να κάνουν απλά τη δουλειά τους σύμφωνα με το νόμο και το συνείδησή τους.

Μετά από πέντε δεκαετίες δημοκρατικής ομαλότητας, δεν πιστεύω, δεν θέλω να πιστέψω, ότι μπορεί οποιοσδήποτε ανώτατος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός να μη συμβάλλει στην πρόοδο των ερευνών. Αλλά ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογία ώστε οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς να μην προβαίνουν σε κάθε προβλεπόμενη ενέργεια για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την απόδοση των ευθυνών.

Ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης δεν δεχόταν πιέσεις, ακόμα και απειλές, από τον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κόλλια; Αν ο ίδιος, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, τόλμησε και προχώρησε στην εξιχνίαση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, ποια δικαιολογία έχει στη σημερινή εποχή ένας δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός ώστε να μην τολμά να προχωρήσει στην εξιχνίαση οποιασδήποτε υπόθεσης;

Υ.Γ. 1: Οι Βέλγοι δικαστές και εισαγγελείς κατάφεραν να επιδείξουν τέτοιον επαγγελματισμό ώστε υπό άκρα μυστικότητα να εξιχνιάσουν μέσα σε λίγους μήνες ένα πρωτοφανές σκάνδαλο χρηματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς αδυνατούν να εξιχνιάσουν μια υπόθεση που εδώ και πέντε μήνες απασχολεί συνεχώς -και κάθε μέρα που περνάει με ολοένα και περισσότερα στοιχεία- τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς και αισίως του ελληνικού Τύπου.

Υ.Γ. 2: Στις 29/8/2022 η ΑΔΑΕ είχε εκδώσει μια ανακοίνωση σχετικά με τη διεξαγωγή ελέγχων για τις παρακολουθήσεις. Πέρασαν ήδη πάνω από τρεις μήνες… Εκείνο το πολυαναμενόμενο «πόρισμα», τι απέγινε τελικά; Γνωρίζει κάποιος να μας πει;

* Αλέξανδρος Μαντζούτσος, Δ.Ν. – Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr