Αναστασία Δ. Ξεπαπαδέα: Το συμφέρον του ανηλίκου στην κοινή επιμέλεια

Η γονική μέριμνα «γεννιέται» με τη γέννηση του παιδιού και απονέμεται ταυτόχρονα και στους δυο γονείς, οι οποίοι οφείλουν να την ασκούν με ευσυνειδησία μέχρι και την ενηλικίωση του παιδιού και με γνώμονα το συμφέρον του.

NEWSROOM
Αναστασία Δ. Ξεπαπαδέα: Το συμφέρον του ανηλίκου στην κοινή επιμέλεια

Σημαντικότατη τομή στο οικογενειακό δίκαιο και, ειδικώς, στο πεδίο της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας των ανηλίκων παιδιών, είναι αυτή που επιχειρείται με το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο κατά τις εξαγγελίες του αρμοδίου Υπουργού, κ. Κώστα Τσιάρα, πρόκειται να κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.

Την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στην επικείμενη αλλαγή έχουν καταδείξει επιστημονικοί φορείς, όπως η Ένωση Ελλήνων Αστικολόγων με την διαδικτυακή εκδήλωση της 18ης Δεκεμβρίου 2020 με θέμα «Γονική Μέριμνα μετά τη διάσταση και το διαζύγιο: Σκέψεις και Προτάσεις»,  το δίκτυο Νέων Ψυχιάτρων και Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας με την πρόσφατη ημερίδα της 20ης Ιανουαρίου 2021, με θέμα: «Συνεπιμέλεια και πρακτική εφαρμογή της», το Ελληνικό Συμβούλιο Κοινής Ανατροφής με τις διαδοχικές δημόσιες παρεμβάσεις και αναφορές του, γυναικείες οργανώσεις, αλλά και πλήθος επιστημόνων και επαγγελματιών, προερχόμενοι από το δικηγορικό και δικαστικό κλάδο, από το χώρο της εκπαίδευσης και, βεβαίως, από το χώρο της ψυχικής υγείας.

Πρόκειται για νομοσχέδιο που, πριν καν κατατεθεί και τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, έχει λάβει ευρεία δημοσιότητα και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας πολιτών, εγείροντας αντιδράσεις, προβληματισμούς, αλλά και θερμή υποδοχή, καθώς θα επιφέρει καίριες αλλαγές, που θα επιδράσουν άμεσα στην προσωπική, οικονομική και οικογενειακή ζωή μεγάλου αριθμού γονέων και των παιδιών τους.

Η γονική μέριμνα είναι θεσμός του οικογενειακού δικαίου και αποτελεί το σύνολο του γονεϊκού λειτουργήματος, που περιλαμβάνει κάθε εν γένει ζήτημα που αφορά στο ανήλικο παιδί. Η γονική μέριμνα «γεννιέται» με τη γέννηση του παιδιού και απονέμεται ταυτόχρονα και στους δυο γονείς, οι οποίοι οφείλουν να την ασκούν με ευσυνειδησία μέχρι και την ενηλικίωση του παιδιού και με γνώμονα το συμφέρον του. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει τρεις ειδικότερες λειτουργίες: α) την επιμέλεια του παιδιού, β) τη διοίκηση της περιουσίας του και γ) την εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθεση, δίκη ή δικαιοπραξία που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Η κορωνίδα όμως της γονικής μέριμνας είναι αδιαμφισβήτητα η επιμέλεια του παιδιού, δηλ. κάθε είδους φροντίδα και πρόνοια σχετική με την πνευματική, ψυχική και τη σωματική του ανάπτυξη, αλλά και η καθημερινή μέριμνα για την κάλυψη κάθε ανάγκης του, όπως η τροφή, το ντύσιμο, η μόρφωση, η άθληση, η ψυχαγωγία, η υγεία του, η θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση, ο προσδιορισμός του τόπου διαμονής του, δηλαδή του σπιτιού, όπου θα διαμένει το παιδί κλπ.

Έχουν ήδη γραφεί πολλά για την επικείμενη νομοθετική μεταβολή και έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις για τις επιμέρους αλλαγές που αυτή θα σηματοδοτήσει, όλες εκ των οποίων συμβάλλουν γόνιμα στο δημόσιο διάλογο που εκτυλίσσεται, με κεντρικό άξονα της συζήτησης τον διαφορετικό τρόπο ανάθεσης και κατανομής της φροντίδας των ανηλίκων παιδιών στους γονείς, σε περίπτωση διαζυγίου, διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης ή ακύρωσης του γάμου των γονέων.

Κατά το ισχύον νομικό πλαίσιο, ο Αστικός Κώδικας προβλέπει ότι στην περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου, η άσκηση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας μπορεί να ανατεθεί στον έναν μόνο γονέα ή στους δύο από κοινού εφόσον αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου τους (ΑΚ 1513). Πρωταρχικό κριτήριο για την άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας είναι πάντοτε το συμφέρον του παιδιού.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ιδανική συνθήκη για ένα παιδί είναι να λαμβάνει τις γονεϊκές φροντίδες, περιποιήσεις και παροχές εξίσου και από τους δύο γονείς του, έτσι ώστε να διαφυλάσσεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο ψυχικός και συναισθηματικός του κόσμος και να επιτυγχάνεται η μέγιστη θετική επίδραση και από τους δύο γονείς, με δεδομένο μάλιστα ότι η διάσπαση της οικογενειακής συμβίωσης επιδρά τραυματικά στην ψυχική ισορροπία και στην αίσθηση ασφάλειας του παιδιού. Ιδίως δε το πρώτο διάστημα θα πρέπει να λαμβάνεται αυξημένη μέριμνα, με διασφάλιση σταθερού και υγιούς περιβάλλοντος, ώστε το παιδί να προσαρμοστεί όσο το δυνατόν πιο ομαλά στις νέες συνθήκες, κατά τις οποίες οι γονείς του διάγουν πλέουν χωριστούς βίους.

Ωστόσο, η διάσπαση της συμβίωσης των γονέων δεν είναι σχεδόν ποτέ ανώδυνη για κανέναν από τους εμπλεκόμενους: Ακόμη και στις περιπτώσεις που καταλήγουν σε συναινετικό διαζύγιο, ανακύπτουν σημαντικές διαφορές και αντεγκλήσεις μεταξύ των γονέων/συζύγων και διαταράσσονται οι διαπροσωπικές τους σχέσεις, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται εξαιρετικά κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, γεγονός που αναπόφευκτα επιδρά και στη σχέση τους με τα παιδιά.  Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που τα παιδιά χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την άσκηση πιέσεων κάθε είδους, για την εξυπηρέτηση προσωπικών σκοπιμοτήτων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων έναντι αλλήλων.

Στο πλαίσιο της γνωστής διαμάχης των γονέων για την ανάληψη της επιμέλειας των τέκνων τους είναι συνήθεις οι αντιθέσεις και οι προστριβές, οι οποίες συχνά εστιάζουν στις οικονομικές ανάγκες των παιδιών, με τη γνωστή διελκυστίνδα, από τη μια πλευρά η μητέρα να διεκδικεί μεγαλύτερη διατροφή από τον πατέρα και από την άλλη πλευρά ο πατέρας να εμφανίζεται απρόθυμος να την καλύψει, θεωρώντας ότι πρόκειται για υπερβολικές απαιτήσεις της μητέρας, οι οποίες αποσκοπούν σε προσωπικό της όφελος.

Η νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων, όπως διαμορφώθηκε με την πάροδο των δεκαετιών και ελλείψει σχετικής συμφωνίας των γονέων, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αναθέτει την επιμέλεια στη μητέρα, αναγνωρίζοντας σε αυτήν βιοκοινωνική υπεροχή, λόγω του ιδιαίτερου συναισθηματικού και ψυχικού δεσμού της με το παιδί, που ξεκινάει ήδη από το χρόνο της κύησης και συνεχίζεται κυρίως κατά τα πρώτα έτη της ζωής του. Κατ΄ εξαίρεση μόνον και σε ακραίες περιπτώσεις η επιμέλεια ανατίθεται στον πατέρα, όταν η μητέρα επιδεικνύει αδυναμία ή πλημμελή άσκηση των καθηκόντων της, π.χ. σοβαρή σωματική ή πνευματική ασθένεια της μητέρας που την εμποδίζει να φροντίσει το παιδί, παραμέληση του παιδιού, άσκηση σωματικής και ψυχικής βίας κλπ.

Με την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα, επιτυγχάνεται μεν το σταθερό περιβάλλον και η ασφάλεια που παρέχει στο παιδί η λήψη αποφάσεων επαναλαμβανόμενα από το ίδιο πρόσωπο. Παρόλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου διαπιστώνεται συχνά ψυχική και πνευματική απομάκρυνση του παιδιού από τον άλλο γονέα, ή και το ακριβώς αντίθετο, εμφανή δηλ. προτίμηση υπέρ αυτού, λόγω της περιορισμένης παρουσίας του στη ζωή του παιδιού. Ιδίως όταν οι σχέσεις μεταξύ των γονέων εξακολουθούν να είναι τεταμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα, το παιδί συχνά αισθάνεται «υποχρέωση» να λάβει το μέρος του ενός ή του άλλου, θεωρώντας μάλιστα ότι είναι υπαίτιο για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μεταξύ των γονιών του, με αποτέλεσμα να προκαλείται διάσταση και σύγκρουση στον συναισθηματικό του κόσμο, που πολλές φορές δεν επουλώνεται ούτε στην ενήλικη ζωή του. Οι καταστάσεις αυτές προφανώς δεν λειτουργούν προς το συμφέρον του παιδιού.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν τολμηρές αποφάσεις των Ελληνικών δικαστηρίων που έκριναν με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της επιμέλειας, συνεκτιμώντας τις τρέχουσες κοινωνικές, οικονομικές και οικογενειακές συνθήκες, κυρίως την ισότιμη συμμετοχή της γυναίκας στον επαγγελματικό στίβο, που ως αποτέλεσμα έχει μεταξύ άλλων την αυξημένη συμβολή του πατέρα στην ανατροφή και φροντίδα των παιδιών.

Με τις δικαστικές αυτές αποφάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της σύγχρονης ψυχολογίας που αναγνωρίζουν τον κρίσιμο ρόλο του πατέρα στην ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων του παιδιού προς τα χρόνια της εφηβείας και τις επιταγές του νομοθέτη ότι η ανάθεση της επιμέλειας πρέπει να γίνεται χωρίς διακρίσεις μεταξύ των γονέων (βάσει φύλου, φυλής, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών και άλλων πεποιθήσεων, ιθαγένειας, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή περιουσιακής κατάστασης), με αποκλειστικό κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, ανατίθεται η επιμέλεια είτε στον πατέρα αποκλειστικά, είτε και στους δύο γονείς από κοινού, είτε ακόμη με κατανομή των επιμέρους εξουσιών κατά τομέα (π.χ. το παιδί διαμένει με τη μητέρα, αναλαμβάνοντας εκείνη την καθημερινή φροντίδα του και ο πατέρας αναλαμβάνει τα θέματα που άπτονται της εκπαίδευσής του ή της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και αγωγής του, όντας πιο κατάλληλος στο πεδίο αυτό).

Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες είναι ούτως ή άλλως ελάχιστες στον αριθμό, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάθεση της επιμέλειας (και) στον πατέρα, είναι η δικαστική διεκδίκησή της από εκείνον.

Αυτή, καταρχάς, είναι και η μεγάλη αλλαγή που θα επιφέρει το σχέδιο νόμου, όταν ψηφιστεί: Ότι δηλ. σε περίπτωση διαζυγίου, η γονική μέριμνα και η επιμέλεια θα παραμένει και στους δυο γονείς και μόνο κατ΄ εξαίρεση θα ανατίθεται αποκλειστικά στον έναν γονέα. Θα έχουμε δηλ. μια «αντιστροφή» των όσων σχεδόν μηχανιστικά εφαρμόζονται σήμερα από τα Ελληνικά δικαστήρια.

Εφόσον και οι δυο γονείς θα διατηρούν τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του παιδιού, σύμφωνα με την επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση, ανακύπτει το ερώτημα πώς θα επιτυγχάνεται η από κοινού λήψη αποφάσεων, που προϋποθέτει πνεύμα συνεργασίας, σύμπνοια απόψεων και εκατέρωθεν υποχωρήσεις από τους γονείς, όταν οι σχέσεις τους είναι τεταμένες σε βαθμό που υπονομεύεται κάθε συνεννόηση μεταξύ τους.

Στο σημείο αυτό, ο νόμος θα προβλέπει ως υποχρεωτική τη διαδικασία της οικογενειακής διαμεσολάβησης, νοούμενης ως ουσιαστικής απόπειρας διευθέτησης και ρύθμισης των σχετικών θεμάτων με κοινή συμφωνία των γονέων και όχι απλώς με τη διεξαγωγή της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας διαμεσολάβησης, όπως προβλέπεται σήμερα. Η διαδικασία αυτή θα επιτρέψει στους γονείς, με την κατάλληλη καθοδήγηση από έμπειρους διαμεσολαβητές, να επεξεργαστούν διεξοδικά και να αμβλύνουν τις διαφορές τους, έτσι ώστε να  οδηγηθούν σε κοινή συμφωνία ως προς τα θέματα που αφορούν το παιδί τους, άλλως και πάλι θα αποφασίζει το Δικαστήριο, με δυνατότητα διορισμού οικογενειακού διαμεσολαβητή, ο οποίος θα επιλαμβάνεται των εκάστοτε διαφωνιών που συναφώς θα ανακύπτουν.

Επίσης, το νέο σχέδιο νόμου προβλέπει κοινή απόφαση των γονέων για όλα τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν το παιδί,  όπως το όνομά του, την εκπαίδευσή του,  θέματα υγείας του, τον τόπο διαμονής του κλπ., κι αυτό ορθά, διότι πρόκειται για αποφάσεις καθοριστικής σημασίας που επιδρούν στο παρόν και το μέλλον του παιδιού και εκφεύγουν του πεδίου της τακτικής, καθημερινής φροντίδας του, αποτελώντας τον πυρήνα άσκησης της γονεϊκής μέριμνας.

Σημαντικό ρόλο θα παίξει συν τω χρόνω και η διαμόρφωση κουλτούρας «κοινής επιμέλειας»: Γνωρίζοντας δηλαδή οι γονείς εκ των προτέρων ότι η από κοινού άσκηση της επιμέλειας θα είναι υποχρεωτική, θα εισέρχονται στις σχετικές συζητήσεις και διαβουλεύσεις, με νοοτροπία περισσότερο συναινετική απ’ ότι αν το διακύβευμα θα ήταν η διεκδίκηση της επιμέλειας και η ανάθεσή της στον ένα μόνο γονέα.

Ειδικώς ως προς το θέμα της διαμονής του παιδιού, ο νόμος θα απαιτεί κοινή συμφωνία των γονέων, εφόσον επιχειρείται μεταβολή που επιδρά ουσιαστικά στην επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα, άλλως και πάλι θα αποφασίζει το Δικαστήριο. Δίχως να θίγεται το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης και επιλογής τόπου κατοικίας του κάθε γονέα, είναι προφανές ότι εν προκειμένω οι γονείς θα πρέπει να προνοούν επιλέγοντας κοντινούς τόπους διαμονής, ιδίως στις μεγάλες περιφέρειες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη και ασφαλής μετακίνηση του παιδιού από και προς τις δύο κατοικίες, στο σχολείο και στις λοιπές δραστηριότητές του, καθώς και η διατήρηση του έως τότε διαμορφωμένου κοινωνικού και φιλικού του περιβάλλοντος. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις ιδιαίτερες εργασιακές υποχρεώσεις του κάθε γονέα, αλλά και το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του παιδιού, θα πρέπει ο χρόνος της εναλλασσόμενης διαμονής να ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο (ο νόμος θα προβλέπει κατ΄ ελάχιστον το 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού με τον έτερο γονέα), έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη ουσιαστική επαφή και διαδραστικότητα του παιδιού με τον κάθε γονέα ξεχωριστά και να μην υποθάλπεται από μια στείρα, ισοσκελισμένη κατανομή του χρόνου μεταξύ των δύο.

Επιπλέον, αν και το σχέδιο νόμου καταρχάς δεν θίγει θέματα διατροφής, αναπόφευκτα η εφαρμογή της κοινής επιμέλειας στην πράξη θα επιδράσει και στο ύψος συνεισφοράς του κάθε γονέα στις ανάγκες του παιδιού, διότι η κατανομή του χρόνου του παιδιού ισότιμα στην κατοικία και των δυο γονέων θα μεταβάλλει (μειώνοντας και αυξάνοντας εκατέρωθεν αντιστοίχως) τις αναγκαίες μηνιαίες δαπάνες συντήρησης της κατοικίας κάθε γονέα  (1494 ΑΚ) και ενδεχομένως αυτό να φρενάρει κάπως τις πολυετείς αντιδικίες για θέματα διατροφής.   Όλα τα παραπάνω τελούν βεβαίως υπό την επιφύλαξη ότι, όσα έχουν δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας, θα περιλαμβάνονται πράγματι στο νομοσχέδιο που θα κατατεθεί στη Βουλή τις επόμενες εβδομάδες.

Η επικείμενη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου αποτελεί πρόκληση στον τομέα των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών και, χωρίς βέβαια οι αρμονικές σχέσεις να μπορούν να επιβληθούν ή υπαγορευτούν από οποιαδήποτε διάταξη νόμου, ειδικώς για τους ανηλίκους, οι γονείς είναι αυτοί που πρωτίστως θα πρέπει να αντιληφθούν την ανάγκη αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας προς το συμφέρον του παιδιού τους, το οποίο θα αποτελεί πάντοτε το «εργαλείο» εξισορρόπησης των εκατέρωθεν συγκρουσιακών προθέσεων και θέσεων των ενηλίκων.

Η Αναστασία Δ. Ξεπαπαδέα είναι Δικηγόρος – Διαμεσολαβήτρια CEDR

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr