Αριστομένης Τζαννετής: Αρνητική δημοσιότητα, επικοινωνιακή υπεράσπιση και κοινό περί δικαίου αίσθημα – Τρία συγκοινωνούντα δοχεία

Ο (κατά τον εύστοχο όρο του Ηλία Αναγνωστόπουλου) advocatus televisus δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του δικηγορικού λειτουργήματος. Συχνά αναπαράγει δημοσίως εμπιστευτικές συζητήσεις με τον εντολέα του, ενίοτε δε βλάπτει τα συμφέροντα του τελευταίου με πρόωρες και επιπόλαιες τοποθετήσεις επί της κατηγορίας, οι οποίες διαψεύδονται από την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας.

NEWSROOM
Αριστομένης Τζαννετής: Αρνητική δημοσιότητα, επικοινωνιακή υπεράσπιση και κοινό περί δικαίου αίσθημα – Τρία συγκοινωνούντα δοχεία

«Διαψεύδω κατηγορηματικά ότι ανέκυψαν νέα επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος του εντολέα μου». «Η υπόθεση είναι δημιούργημα επικοινωνιακού θορύβου και θα κριθεί στις ορθές διαστάσεις της από τα αρμόδια δικαστικά όργανα». «Σεβαστείτε ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος όσο δεν έχει κριθεί ένοχος». Αντιστοίχου περιεχομένου δηλώσεις δικηγόρων επαναλαμβάνονται μονότονα (χωρίς να αποδίδουν πάντα με ακρίβεια τη δικανική πραγματικότητα) σε σχεδόν καθημερινή βάση κατά την ειδησεογραφική κάλυψη ποικίλων ποινικών υποθέσεων, που ευρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Δημόσιες δηλώσεις αυτού του τύπου έχουν μηδαμινή υπερασπιστική αξία, αφού και κοινότυπες είναι και καθεαυτές καθόλου δεν επηρεάζουν το έργο και την κρίση των αρμοδίων δικαστικών οργάνων, κάτι που άλλωστε γνωρίζουν και οι ίδιοι οι δηλούντες. Πρωτίστως ανακύπτει το ερώτημα αν ο δημόσιος λόγος των δικηγόρων είναι με βάση το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο εν γένει επιτρεπτός. Σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) «Δεν επιτρέπεται σε δικηγόρο είτε ατομικά είτε ως μέλος Δικηγορικής εταιρείας να δίνει συνεντεύξεις στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, δημοσιεύοντας στοιχεία ή πληροφορίες σε σχέση με εκκρεμούσα, ενώπιον της Δικαιοσύνης, υπόθεση την οποία χειρίζεται ο ίδιος». Με βάση την ανωτέρω διάταξη, η οποία πάντως δεν ενεργοποιείται με τη συχνότητα που θα έπρεπε στο πλαίσιο του πειθαρχικού ελέγχου των δικηγόρων, επιτρέπονται μόνο οι δημόσιες τοποθετήσεις, μέσω των οποίων δικηγόροι εισφέρουν την επιστημονική τους άποψη επί νομικών ζητημάτων, που έχουν ανακύψει σε μια επίκαιρη ποινική υπόθεση, χωρίς να έχουν επαγγελματική ανάμιξη σε αυτήν.

Ωστόσο τα όρια της ελευθερίας του λόγου των δικηγόρων δεν μπορούν να καθορισθούν με αποκλειστικό γνώμονα τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων. Ούτε μπορεί ο δικηγορικός δημόσιος λόγος να αφορισθεί ως αντιδεοντολογικός με το σκεπτικό ότι κατατείνει στην προσωπική προβολή ή την επαγγελματική ανέλιξη του δηλούντος ή ότι ανταγωνίζεται αθέμιτα τον παραδοσιακό δικανικό λόγο. Οι ενστάσεις αυτές, αν και δεν είναι εντελώς αποκομμένες από την πραγματικότητα, είναι επιδερμικές και πάντως δεν ισχύουν αξιωματικά. Τυχόν επιβολή απόλυτης απαγόρευσης στους δικηγόρους να απευθύνονται στα ΜΜΕ δεν είναι άνευ ετέρου συμβατή με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου του δικηγόρου ως πολίτη (άρθρο 14 παρ. 1 Συντ) και κυρίως παραγνωρίζει τη μετεξέλιξη του σύγχρονου δικαστικού ρεπορτάζ. Η δημοσιογραφική κάλυψη των ποινικών υποθέσεων έχει προ πολλού παύσει να είναι λιτή και περιγραφική, αλλά πλέον υπεισέρχεται σε αναλύσεις για τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, την προσωπικότητα και τον πρότερο βίο των πρωταγωνιστών ή τα πιθανά κίνητρα των πράξεων και μάλιστα όχι μόνο σε ενημερωτικές, αλλά και σε ψυχαγωγικές εκπομπές. Έτσι διεξάγεται μια παράπλευρη προς την δικαστική διαδικασία τηλεανάκριση, στο πλαίσιο της οποίας είτε χάριν της ακροαματικότητας είτε λόγω ανεπαρκούς γνώσης του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου οι ποινικές υποθέσεις δεν προβάλλονται στις ορθές διαστάσεις τους με συνέπεια να δημιουργείται μια εχθρική για τους κατηγορούμενους περιρρέουσα ατμόσφαιρα με άμεσες και οδυνηρές συνέπειες στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή των εμπλεκομένων προσώπων, τις οποίες δεν επανορθώνει η τυχόν μεταγενέστερη και με μεγάλη χρονική απόσταση αθώωση.

Υπό αυτό το πρίσμα οι δημόσιες παρεμβάσεις των συνηγόρων (με προφορικές δηλώσεις ή με δελτία τύπου), μέσω των οποίων αναδεικνύονται ανακρίβειες ή υπερβολές της τρέχουσας ειδησεογραφίας είναι θεμιτές, στο βαθμό που λειτουργούν ως αντίβαρο στα επακόλουθα της αρνητικής δημοσιότητας (κοινωνικός στιγματισμός και προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου). Συνεπώς η ρίζα του προβλήματος ευρίσκεται κατ’ εξοχήν στον τρόπο της δημοσιογραφικής κάλυψης ποινικών δικών. Αν αυτή σεβόταν το δικαίωμα της προσωπικότητας και της ιδιωτικότητας καθώς και το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων, ο δημόσιος δικηγορικός λόγος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Συμπέρασμα πρώτο: Η αρνητική δημοσιότητα και η επικοινωνιακή υπεράσπιση είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Η πρώτη τροφοδοτεί τη δεύτερη. Ορισμένοι δικηγόροι για να εκτονώσουν το αρνητικό για τον εντολέα τους κλίμα επιλέγουν –αντί για τις γενικόλογες μονολογικές δηλώσεις αντίστοιχες εκείνων που παρατέθηκαν στην αρχή του παρόντος– μια αναβαθμισμένη επικοινωνία με τους εκπροσώπους του τύπου. Συχνά συνήγοροι υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας φιλοξενούνται (κάποιες φορές μάλιστα περιοδεύουν) σε δελτία ειδήσεων ή άλλες τηλεοπτικές εκπομπές, όπου εκθέτουν την υπερασπιστική γραμμή τους και προθυμοποιούνται να απαντήσουν σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Αυτού του είδους η διαδραστική επικοινωνιακή υπεράσπιση αποτελεί τον πυρήνα της λεγόμενης τηλεοπτικής δίκης («media trial»), κατά τη διεξαγωγή της οποίας ο συνήγορος από εξωτερικός σχολιαστής μετατρέπεται σε συντελεστή του ειδησεογραφικού γίγνεσθαι.

Ο (κατά τον εύστοχο όρο του Ηλία Αναγνωστόπουλου) advocatus televisus δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του δικηγορικού λειτουργήματος. Συχνά αναπαράγει δημοσίως εμπιστευτικές συζητήσεις με τον εντολέα του, ενίοτε δε βλάπτει τα συμφέροντα του τελευταίου με πρόωρες και επιπόλαιες τοποθετήσεις επί της κατηγορίας, οι οποίες διαψεύδονται από την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι στη μιντιακή δίκη, η οποία –ας μη το λησμονούμε– ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αύξηση της τηλεθέασης και δευτερευόντως για την ανάδειξη του δικαίου, αντιστρέφονται οι διαλεκτικοί όροι, υπό τους οποίους διεξάγεται η κανονική ποινική δίκη: Ο μεν παρουσιαστής σε ρόλο εισαγγελέα ή δικαστή υποβάλλει ανακριτικού τύπου ερωτήσεις, δια των οποίων συνήθως αμφισβητείται (αν δεν απαξιώνεται) ο υπερασπιστικός αντίλογος με την επίκληση πληροφοριών ή ακόμη και στοιχείων της «μυστικής» ποινικής δικογραφίας. Ο δε συνήγορος αντί να αντικρούει κατά το θεσμικό ρόλο του με επιθετικά μέσα (ενστάσεις, αιτήματα και κυρίως ερωτήσεις) την κατηγορία, περιέρχεται στην αμυντική θέση του απολογουμένου καλούμενος να απαντήσει σε ερωτήσεις και να εξηγήσει τη θέση του με τελικό κριτή όχι τον φυσικό δικαστή, αλλά τους τηλεθεατές. Σε αυτόν τον τηλεοπτικό στίβο, οι πιθανότητες επικράτησης δεν είναι με το μέρος του συνηγόρου. Και τούτο, όχι μόνο διότι ο συνήγορος αγωνίζεται εκτός της φυσικής έδρας του και υπόκειται σε κώδικες τηλεοπτικής επικοινωνίας, αλλά κυρίως για το λόγο ότι στη συνείδηση του κοινού ο δημοσιογράφος αποκαλύπτει, ενώ ο συνήγορος συγκαλύπτει την αλήθεια.

Η τετριμμένη επωδός ότι πρέπει οι κατηγορούμενοι να αντιμετωπίζονται ως αθώοι, ευτελίζει το τεκμήριο αθωότητας, αφού συνήθως εκλαμβάνεται από τους τηλεοπτικούς κριτές ως υπερασπιστική αδυναμία. Συγχρόνως οι τηλεανακρινόμενοι συνήγοροι παραβιάζουν βάναυσα την αρχή της μυστικότητας είτε με τη δημοσιοποίηση στοιχείων της δικογραφίας είτε ακόμη και με την αναπαραγωγή διαλόγων μεταξύ αυτών και δικαστικών αρχών, επικαλούνται δε τη μυστικότητα προσχηματικά μόνο ως διέξοδο διαφυγής από τις αμήχανες στιγμές του τηλεοπτικού διαλόγου. Αντί, λοιπόν, ο δικηγόρος να εξυψώνει με το κύρος και την επιστημοσύνη του το επίπεδο των δημοσίων συζητήσεων για εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, κατέρχεται στο επίπεδο της εξωθεσμικής απονομής του δικαίου, στο μέτρο που επιχειρεί να πείσει το τηλεοπτικό κοινό για την αλήθεια των λεγομένων του. Έτσι όμως «ρίχνει νερό» στον μύλο του λαϊκού τιμωρητισμού, αφού εκ των πραγμάτων επισφραγίζει τη σημασία «κοινού περί δικαίου αισθήματος», ενός μεγέθους ρευστού και αντιθεσμικού, το οποίο ατυχέστατα με την πρόσφατη ΟλΑΠ 2/2022 αναγορεύθηκε σε συγκαθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ή μη της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου συννόμου βίου. Συμπέρασμα δεύτερο: Το νερό που έχει, όπως είδαμε, μεταφερθεί από την αρνητική δημοσιότητα στο δοχείο της επικοινωνιακής υπεράσπισης παροχετεύεται στη χοάνη του «κοινού περί δικαίου αισθήματος».

Ο μετασχηματισμός του δικανικού σε δημόσιο λόγο καθόλου δεν συμβάλλει στην ανάδειξη και προάσπιση του θεσμικού ρόλου του συνηγόρου, το αντίθετο. Επειδή ο τηλεοπτικός λόγος είναι εκ φύσεως απλούστερος από το δικανικό, ο εθισμός στον πρώτο έχει ως αναπόφευκτο επακόλουθο την υποβάθμιση του δεύτερου. Από την άλλη μεριά η αναγνωρισιμότητα που παρέχει η συμμετοχή σε τηλεδίκες είναι εφήμερη και δεν εξασφαλίζει την επαγγελματική καταξίωση, όταν δεν συνδυάζεται με ποιοτική δικανική παρουσία. Οι χαρακτηριζόμενοι από τους οικοδεσπότες δημοσιογράφους ως «γνωστοί και έγκριτοι» συνήγοροι, με την παρουσία τους συχνά επιβεβαιώνουν μόνο την πρώτη όχι όμως και τη δεύτερη προσφώνηση. Παρά ταύτα, ο δημόσιος λόγος των συνηγόρων θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποβεί κοινωνικά επωφελής. Η καταγραφόμενη ακραία τιμωρητική διάθεση της κοινής γνώμης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ελλειμματική πρόσληψη βασικών δικαιοκρατικών αρχών, οι οποίες παρερμηνεύονται από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών ως υπολείμματα μιας άλλης εποχής, που εξασφαλίζουν στους ποινικούς παραβάτες αδικαιολόγητα επιεική μεταχείριση.

Οι ουδέτερες και αποστασιοποιημένες τοποθετήσεις από πράγματι έγκριτους νομικούς, που δεν έχουν συμφέρον από την έκβαση μιας επίκαιρης ποινικής υπόθεσης, θα μπορούσαν με την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους να συμβάλουν στην εξοικείωση του κοινού με τους βασικούς κανόνες του ποινικού μας συστήματος και κυρίως στη διαπαιδαγώγησή του για την ανεκτίμητη αξία του κράτους δικαίου. Η συναίσθηση της υψηλής αποστολής του συνηγόρου επιβάλλει την αυτοσυγκράτηση του δημοσίου λόγου του. Στις ΗΠΑ, όπου ως γνωστόν ανθεί το φαινόμενο του media trial και η ελευθερία του λόγου δεν γνωρίζει συνταγματικούς περιορισμούς, για να αποτραπεί ο πιθανός επηρεασμός των ενόρκων από την αρνητική δημοσιότητα της εκδικαζόμενης υπόθεσης λαμβάνεται συχνά ως δικονομικό μέτρο, το λεγόμενο «gag order», δηλαδή η επιβαλλόμενη με δικαστική απόφαση απαγόρευση δημοσίων δηλώσεων των παραγόντων της ποινικής δίκης συμπεριλαμβανομένων και των συνηγόρων υπεράσπισης. Πάντως, τέτοιου είδους μέτρα, αν και εξαιρετικά αποτελεσματικά, λειτουργούν μόνο κατασταλτικά. Πριν φτάσουμε εκεί, αυτό που προέχει είναι να εμπεδωθεί η ενσυναίσθηση του ρόλου του συνηγόρου ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης. Πρόσφατη υπόθεση ελληνικο ενδιαφέροντος που εκδικάζεται στην αλλοδαπή κατέδειξε ότι οι δημόσιες δηλώσεις των αλλοδαπών δικηγόρων είναι μετρημένες, ακριβείς και σέβονται ευλαβικά τη μυστικότητα της ποινικής διαδικασίας. Ένα τέτοιο savoir faire κατά την επικοινωνία του συνηγόρου με τα media, που στην αλλοδαπή έχει μακρά παράδοση και στέρεο αξιακό υπόβαθρο, παραμένει στη χώρα μας άπιαστο ζητούμενο.

*Του Αριστομένη Β. Τζαννετή, Γενικού Γραμματέα ΕΕΠ, Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

** Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος 17 του περιοδικού NOVA CRIMINALIA

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr