Αριστομένης Β. Τζαννετής: Ν. 5090/2024: Το ποινικό δίκαιο στη ζώνη του λυκόφωτος
Δεν είναι μια από τις πολλοστές τροποποιήσεις («παρεμβάσεις» κατά την τρέχουσα φρασεολογία) του ΠΚ και του ΚΠΔ, αλλά δημιουργεί μια νέα τάξη πραγμάτων στον ευαίσθητο χώρο του ποινικού δικαίου.
Μετά από κυοφορία αρκετών μηνών δημοσιεύθηκε την 23.2.2024 ο Ν. 5090/2024. Τα προσχέδια του νόμου αυτού, τόσο το αρχικό που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση όσο και το τελικό που κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση, επικρίθηκαν σε ασυνήθιστα υψηλούς τόνους και από διαφορετικές πηγές. Η απουσία νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η υπερβολική αυστηροποίηση των ποινών, η εμφανής (και συγχρόνως συνομολογούμενη) επίδραση της τρέχουσας επικαιρότητας στο περιεχόμενο των παρεμβάσεων και η σημαντική αποδυνάμωση των δικονομικών εγγυήσεων αποτελούν τις βασικές αιχμές της επιχειρηματολογίας των πολεμίων του νόμου. Η επίδραση των αντιρρήσεων αυτών στο τελικό περιεχόμενο του ψηφισθέντος νόμου υπήρξε ελάχιστη. Είναι ίσως η πρώτη φορά που αμφισβητήθηκαν με τόση ένταση όχι τόσο οι επί μέρους ρυθμίσεις, αλλά πρωτίστως οι στρατηγικές επιλογές και η γενικότερη φιλοσοφία ενός νομοθετήματος.
Ο Ν. 5090/2024 δεν είναι μια από τις πολλοστές τροποποιήσεις («παρεμβάσεις» κατά την τρέχουσα φρασεολογία) του ΠΚ και του ΚΠΔ, αλλά δημιουργεί μια νέα τάξη πραγμάτων στον ευαίσθητο χώρο του ποινικού δικαίου.
Το ποινικό μας σύστημα μετά το Ν. 5090/2024 έχει αποκτήσει μια φυσιογνωμία εντελώς διαφορετική όχι μόνο εκείνης των Κωδίκων του 2019, αλλά ακόμη του προγενέστερου αυτών νομοθετικού καθεστώτος. Οι «νέοι» Κώδικες έχουν ήδη παλιώσει, αφού πριν καν συμπληρώσουν πενταετή βίο έχουν υποστεί τη φθορά αλλεπάλληλων τροποποιήσεων. Όμως η καινοτομία είναι ότι ο Ν. 5090/2024 – σε αντίθεση με τους προηγούμενους τροποποιητικούς νόμους – δεν επεμβαίνει απλώς για να αποκαταστήσει αστοχίες ή δυσλειτουργίες, αλλά αναθεωρεί την ίδια την ιδεολογικοπολιτική βάση των Κωδίκων του 2019. Οι τελευταίοι ανήκουν πλέον οριστικά παρελθόν, αφού έχουν ήδη αντικατασταθεί από τους γενετικά μεταλλαγμένους Κώδικες του 2024. Από την αντιμεταρρυθμιστική επέλαση του Ν. 5090/2024 διασώθηκαν μόνοι οι εισαχθείσες με το Ν. 4620/2019 εναλλακτικές ποινικές διαδικασίες. Οι περισσότερες από αυτές (π.χ. αποχή από την ποινική δίωξη, ποινική συνδιαλλαγή) ελάχιστα αξιοποιούνται, ενώ ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης που έχει αρχίσει να αποδίδει στην πράξη, αντί να ενισχυθεί περαιτέρω, χάνει την ελκυστικότητά του με την αύξηση των ανωτάτων ορίων της συμφωνημένης ποινής από τα επτά στα εννέα ή και στα δέκα έτη.
Ο ρεβιζιονισμός του νομοθέτη είναι εμφανής και στους δύο Κώδικες. Στον Ποινικό Κώδικα η αλλαγή του συστήματος ποινών είτε με την ολιστική (ακόμη και επί ελαφρυντικών περιστάσεων) επαύξηση των ορίων ποινής είτε με την επαναφορά παλαιάς κοπής τρόπων έκτισης (μετατροπή της ποινής) εμπνέεται από παρωχημένες κατασταλτικές αντιλήψεις και εκφράζει μια αδικαιολόγητη δυσπιστία ως προς την ικανότητα του δικαστή να διακρίνει πότε είναι αναγκαία η πραγματική έκτιση της επιβλητέας ποινής. Και αν ακόμη θεωρήσει κανείς ότι κάποιες ρυθμίσεις του νέου ΠΚ ήταν αδικαιολόγητα επιεικείς, εξίσου (αν όχι περισσότερο) προβληματική είναι η μετατόπιση του νομοθετικού εκκρεμούς στο άλλο άκρο της άκρατης αυστηροποίησης. Αλλά και οι παρεμβάσεις στον ΚΠΔ, όπως η ανατροπή του ισοζυγίου της αρμοδιότητας των ποινικών δικαστηρίων προς όφελος των μονομελών δικαστικών σχηματισμών, η διεύρυνση της απευθείας παραπομπής των κακουργημάτων και η σημαντική υποβάθμιση των προδιαγραφών της δευτεροβάθμιας εκδίκασης των κακουργημάτων (αύξηση ορίων εκκλητού, υποχώρηση της υποχρέωσης κλήτευσης ουσιωδών μαρτύρων και κυρίως κατάργηση Πενταμελών Εφετείων) εκπέμπουν το αναχρονιστικό μήνυμα ότι οι δικονομικές εγγυήσεις αποτελούν εμπόδιο στην απονομή του δικαίου και ευνοούν αδικαιολόγητα τον κατηγορούμενο. Τα προτάγματα του Ν. 5090/2024, όπως αυτά καταγράφονται στο άρθρο 2 του νόμου (ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής αφενός και αποτελεσματικότερη/αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης αφετέρου), είναι αντιφατικά και δικαιοπολιτικώς μη αποδεκτά. Η αυστηροποίηση των ποινών θα έπρεπε να αντιρροπείται με αυξημένες δικονομικές εγγυήσεις και όχι να προωθείται με διεκπεραιωτικές διαδικασίες.
Ο Ν. 5090/2024 σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου και δίνει ισχυρή ώθηση στον αναδυόμενο τιμωρητικό λαϊκισμό, που παρερμηνεύει ως ατιμωρησία κάθε καταδίκη που δεν συνδυάζεται με εγκλεισμό στη φυλακή. Οι δημοσκοπικές επιβραβεύσεις, οι οποίες κατά κόρον επιστρατεύθηκαν ως νομιμοποιητικές της αλλαγής παραδείγματος της ποινικής νομοθεσίας μας, είναι εν πολλοίς ψευδεπίγραφες και όχι κατ’ ανάγκην αξιόπιστες. Η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία του δόγματος «μεγαλύτερη διάρκεια και πραγματική έκτιση της ποινής» από μη νομικούς προκαθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο υποβολής του ερωτήματος.
Η καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρά μια κακουργηματική πράξη που τελείται από τρίτον, αλλάζει πρόσημο αν κάποιος ερωτηθεί αν επιθυμεί να εγκλεισθεί στη φυλακή για ένα μεσαίας βαρύτητας πλημμέλημα με δράστη τον ίδιον. Μακροπρόθεσμα (και ίσως πολύ συντομώτερα του αναμενομένου) η πρόσκαιρη αποδοχή των νέων ρυθμίσεων θα μετατραπεί σε κατακραυγή, όταν θα αναφανούν οι επιπτώσεις από την πρακτική διαχείριση και το εύρος των αποδεκτών του νέου ποινολογίου και κυρίως από τη διάψευση της προσδοκίας για μείωση της εγκληματικότητας. Ήδη στις λίγες ημέρες ζωής του νέου νόμου στην τρέχουσα ποινική ειδησεογραφία το ρεπερτόριο της εγκληματικότητας δεν εμφανίζει μειωμένους ποσοτικούς ή ποιοτικούς δείκτες σε σύγκριση με το παρελθόν.
Περαιτέρω ο Ν. 5090/2024 στιγματίσθηκε από το γεγονός ότι δημιούργησε ένα περιβάλλον πρωτόγνωρης αντιπαλότητας μεταξύ της φορέων της νομοθετικής πρωτοβουλίας και των εμπλεκομένων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (δικηγόρων, δικαστών, αλλά και εκπροσώπων της νομικής επιστήμης). Η πλήρης απουσία των τελευταίων από τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία είναι το έλασσον. Το μείζον είναι η προσπάθεια απαξίωσης του επιστημονικού (αντι)λόγου με τη μομφή ότι οι διαφωνούντες ενεργούν ιδιοτελώς, προασπίζονται τα συμφέροντα των εγκληματιών και αδιαφορούν για τα θύματα. Η μισαλλόδοξη αποκήρυξη και ο εξοστρακισμός της επιστήμης από το νομοθετικό γίγνεσθαι εισάγει νέα ήθη και ήδη αντανακλάται στην ποιότητα αρκετών διατάξεων του συγκεκριμένου νομοθετικού προϊόντος.
Όμως το πλέον ανησυχητικό είναι ότι οι συντεταγμένες του Ν. 5090/2024 απομακρύνονται αισθητά από τα υπερεθνικά δικαιοκρατικά πρότυπα. Ενώ η πυξίδα όλων σχεδόν των προηγούμενων νομοθετικών πρωτοβουλιών, τουλάχιστον από τις απαρχές του τρέχοντος αιώνα, ήταν στραμμένη προς τη σύγκλιση του εθνικού δικαίου με την ΕΣΔΑ και το ενωσιακό δίκαιο (με αποκορύφωμα τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του έτους 2019), ο Ν. 5090/2024 βρίθει δικονομικών διατάξεων, που δεν ανταποκρίνονται στα ερμηνευτικά standards των αρχών της δίκαιης δίκης. Ενδεικτικά:
Η κατ’ έφεση εκδίκαση των κακουργημάτων αρμοδιότητας του Τριμελούς Εφετείου και πάλι από το Τριμελές Εφετείο με αρχαιότερους δικαστές, ο κανόνας της μη κλήτευσης στο ακροατήριο των αστυνομικών και προανακριτικών υπαλλήλων (άρθρο 215 ΚΠΔ) καθώς και των ουσιωδών μαρτύρων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 500 ΚΠΔ), η νέα διάταξη του άρθρου 238Α ΚΠΔ, η κατάργηση της οίκοθεν υποχρέωσης του δικαστηρίου να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για τη διαγραφόμενη μεταβολή της σε βάρος του κατηγορίας (άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ) θέτουν σοβαρότατα ζητήματα συμβατότητας με επί μέρους πτυχές του κεκτημένου της δίκαιης ποινικής δίκης. Η εξαγγελλόμενη στον τίτλο του νομοθετήματος «ποιοτική αναβάθμιση» της ποινικής δίκης αποτελεί ευφημισμό που συγκαλύπτει τη ζοφερή πραγματικότητα ότι η ποινική δίκη, όπως αυτή διασκευάσθηκε στην παρτιτούρα του Ν. 5090/2024 εμφανίζει σοβαρότατα δικαιοκρατικά ελλείματα.
Δυστυχώς ο δείκτης του ρολογιού γύρισε πίσω σε εποχές που οι λέξεις ΕΣΔΑ και δίκαιη δίκη ήταν άγνωστες στο ελληνικό νομικό λεξιλόγιο. Η ενθρόνιση του θύματος στο επίκεντρο της ποινικής δίκης ανταποκρίνεται μεν στις παρορμήσεις της κοινής γνώμης, η οποία θα ήταν ίσως ικανοποιημένη ακόμη και με καταδίκες χωρίς δίκες, πλην όμως διαβρώνει επικίνδυνα τα δικαιοκρατικά θεμέλια του ποινικού μας συστήματος. Ο κίνδυνος να κριθεί αντίθετη στην ΕΣΔΑ όχι απλώς η εφαρμογή, αλλά το ίδιο το περιεχόμενο των δικονομικών διατάξεων του Ν. 5090/2024 είναι ορατός και είτε δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς από τους συντάκτες του νόμου είτε αγνοήθηκε ενσυνείδητα για την εξυπηρέτηση πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων.
Θα αναρωτηθεί μετά ταύτα κανείς: Θα καταφέρει ο Ν. 5090/2024 να υλοποιήσει τους διακηρυγμένους στόχους του ή θα καταγραφεί στη νομοθετική ιστορία ως ένας από τους πολλούς (και μέχρι σήμερα ανεπιτυχείς) πειραματισμούς του ποινικού νομοθέτη; Η καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι αβίαστη, αν ληφθεί υπόψη ότι μέχρι σήμερα ο χρόνος ζωής των άπειρων τροποποιήσεων της ποινικής μας νομοθεσίας είναι βραχύτατος, κάτι που οφείλεται πρωτίστως σε δομικές αδυναμίες του ελληνικού ποινικού συστήματος, εξαιτίας των οποίων υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα ακόμη και των ορθών νομοθετικών παρεμβάσεων.
Μάλιστα, η προϊστορία διδάσκει ότι οι κακοί νόμοι αυτοκαταργούνται στην πράξη πολύ πριν από τη θεσμική τους εξαφάνιση και αυτό αναμένεται ότι θα συμβεί με το Ν. 5090/2024 τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό ποινικό δίκαιο. Τα ποινικά δικαστήρια συνήθως αναπτύσσουν αντανακλαστικά προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των υπερβολικά αυστηρών ή των αδικαιολόγητα επιεικών ποινικών διατάξεων. Έτσι το αντίδοτο στην αυστηροποίηση των ποινών θα είναι η εκτεταμένη αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, μέσω των οποίων θα αποτραπούν οι in concreto επαχθείς εκτελέσεις ποινών. Εξάλλου, στο παρελθόν αρκετές δικονομικές διατάξεις (όπως λ.χ. ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών) παρέμειναν κενό γράμμα λόγω της αδυναμίας πρακτικής εφαρμογής. Αναμφίβολα η κανονιστική δύναμη του πραγματικού θα διορθώσει σε κάποιο βαθμό τις ανορθογραφίες του Ν. 5090/2024. Εξίσου βέβαιο είναι ότι κάποια στιγμή το λυκαυγές θα διαδεχθεί το λυκόφως στο οποίο εισέρχεται το ποινικό δίκαιο με το Ν. 5090/2024. Αυτό όμως που, πιθανότατα, θα αποδειχθεί ανεπανόρθωτο είναι η οριστική κατεδάφιση των Κωδίκων του 2019 με το Ν. 5090/2024. Προς το παρόν ο νομικός κόσμος της χώρας θρηνεί επί των ερειπίων θυμίζοντας τα λόγια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια».
* Ο Αριστομένης Β. Τζαννετής είναι Γεν. Γραμματέας ΕΕΠ, Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο novacriminalia.gr, τεύχος Νο 20/Απρίλιος 2024
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γιώργος Τρανταλίδης: Μάτι – Ευθύνες για τις αλλαγές (2019) στον ΠΚ Κώστας Κοσμάτος: Η «διευκόλυνση» και η «διεύρυνση» του εγκλεισμού με το Ν. 5090/2024 Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος: Οι πόρτες της Δικαιοσύνης Αργύρης Αργυριάδης: Είναι η Ευρώπη θνητή; Αντώνης Π. Αργυρός: Ζητείται ελπίς αναστάσεωςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr