Αθανάσιος Δαββέτας: Η ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα
Για το απώτερο μέλλον έχει προταθεί, ακόμη και η διενέργεια των μαρτυρικών καταθέσεων στις ποινικές δίκες, τόσο στην προδικασία, όσο και στην κυρία διαδικασία διαδικτυακά, οι οποίες, (καταθέσεις), θα ψηφιοποιούνται και θα ενσωματώνονται στην δικογραφία
Α΄). ΟΡΙΣΜΟΣ
Ως ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης εννοούμε την εισαγωγή προηγμένων εφαρμογών Τεχνολογίας της Πληροφορικής και της Επικοινωνίας ( Τε.Π.Ε. ) κατά την επιτέλεση των λειτουργιών απονομής του δικαίου, από τα αρχεία και τις βάσεις νομολογιακών και νομικών βιβλιογραφικών δεδομένων μέχρι την διεξαγωγή δικών, την διακίνηση των αναγκαίων για τη διεξαγωγή τους εγγράφων, την επεξεργασία δεδομένων για την κατάρτιση αποφάσεων, ( όπου αναπτύσσεται και ο μεγαλύτερος προβληματισμός ) και άλλα.
Το πεδίο επέμβασης «Δικαιοσύνη» ορίζεται αφενός ως προς την υλική βάση των σχηματισμών της, ας πούμε το hardware, ( κτιριακές υποδομές, ηλεκτρονικός εξοπλισμός αιθουσών, βιβλιοθήκες και βάσεις δεδομένων κλπ. ), αφετέρου δε ως προς τις διαδικασίες λειτουργίας της μέχρι την τελεσίδικη ή αμετάκλητη αποδοχή ή απόρριψη ενός αιτήματος δικαστικής προστασίας, ας πούμε το «software».
Για την εισαγωγή των εν λόγω τεχνολογικών εφαρμογών δεν αρκούν οι συσκευές, τα ηλεκτρονικά δίκτυα και τα υπολογιστικά προγράμματα, αλλά απαιτείται να κατασκευασθεί συγχρόνως και το νομοθετικό πλαίσιο υποδοχής τους : (α) με ορισμούς νέων νομικών εννοιών για να αποδοθούν νέες ψηφιακές οντότητες, λ.χ. διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής κ.ά. (β) με κανόνες για το περιεχόμενό αυτών και τη σχέση τους με τον χρήστη – και (γ) με περιορισμούς σε σχέση με άλλα έννομα αγαθά και συμφέροντα αντίρροπα, ως προς τα οποία πρέπει να οριοθετηθούν αυτές νομικά.
Β΄). ΣΤΟΧΟΙ
Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι διακρίνονται 3 δέσμες στόχων και αντίστοιχων ενεργειών για την επίτευξη καθενός εξ αυτών, ήτοι :
(α). Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (εν στενή εννοία), δηλαδή η εισαγωγή εφαρμογών της Τεχν..Πληρ.-Επικ. για την υποβοήθηση στην παροχή έννομης προστασίας προς τους πολίτες από τους επαγγελματίες νομικών υπηρεσιών, τους διαμεσολαβητές και τα Δικαστήρια.
(β). Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ, ( σε 1η φάση αλλά και με την ΕΕ και τα κράτη μέλη της αργότερα ).
(γ). Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ «ΠΡΟΗΓΜΕΝΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Οι προηγμένες εφαρμογές ΤεΠΕ που χαρακτηρίζονται ως Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι ποικίλες και ορισμένες φτάνουν μέχρι το σημείο να βοηθούν το Δικαστή να σχηματίσει την κρίση του σε συγκεκριμένη υπόθεση. Σπάνια έχουν εφαρμοστεί και για την υποκατάσταση της κρίσης αυτής, ( λ.χ. στην Εσθονία για μικροδιαφορές μέχρι 7.000 ευρώ ). Ανοιχτό είναι το ερώτημα ποιες από τις ήδη υπάρχουσες μορφές ΤΝ που αφορούν τη Δικαιοσύνη θα επιλέξουμε στο μέλλον.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη διακηρύξει ότι η τελική δικαστική κρίση πρέπει να εξακολουθήσει να είναι μια ανθρωπογενής δραστηριότητα. Κρίσιμη στο θέμα αυτό είναι η Πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για έναν Κανονισμό με κανόνες σχετικούς με την Τεχνητή Νοημοσύνη εν γένει, του έτους 2021, ( γνωστή ως Artificial Intelligence Act – Α.Ι.Α. ).
– Ο Κανονισμός αυτός θα είναι εφαρμόσιμος με επιβολή οικονομικών κυρώσεων και δεν θα είναι απλά κατευθύνσεις νομοθέτησης προς τα κράτη μέλη χωρίς ποινές για την παράβασή τους – δηλ. soft law. Παρά τις αντιδράσεις επιχειρηματικών κύκλων ότι η πρόταση αυτή θίγει την ανταγωνιστικότητατων οικονομιών των χωρών – μελών της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με εισαχθείσες τον Ιούνιο του 2023 τροποποιήσεις της Πρότασης, έκανε αυστηρότερο το σχέδιο του Κανονισμού. Οι διαπραγματεύσεις με βάση αυτό το σχέδιο αναμένεται να είναι μακρές. Ως προς τη Δικαιοσύνη η Πρόταση της Artificial Intelligence Act θεωρεί ότι η παροχή συνδρομής σε δικαστική αρχή κατά την έρευνα και ερμηνεία είτε του νόμου είτε των πραγματικών περιστατικών, καθώς και κατά την εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αποτελούν πεδία υψηλού κινδύνουκαι άρα κατ’ αρχήν αποφευκτέα για τη χρήση εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης, ( βλ. Βασίλη Καρκατζούνη στο «Μπορεί ο αλγόριθμος να είναι ηθικός, δίκαιος, διαφανής, να δικάζει και να διοικεί;» σελ. 205-206 ).
Αφετέρου, η Ελληνική Κυβέρνηση στο άρθρο 4 του ν. 4961/2022, που αφορά το αντικείμενο «Αναδυόμενες Τεχνολογίες και ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης στη Δημόσια Διοίκηση», ( όπως η Δημ. Διοίκηση ορίζεται στο άρθρο 14 παρ.1 περ.α΄ του ν. 4270/2014 για τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης κλπ. ), έχει ήδη πάρει θέση, ως προς τα όργανα της Δημόσιας Διοίκησης, ότι αυτά μπορούν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, να χρησιμοποιούν συστήματα τεχνητής νοημοσύνης για τη διαδικασία λήψης ή την υποστήριξη της διαδικασίας λήψης μιας απόφασης ή την έκδοση πράξης, οι οποίες επηρεάζουν τα δικαιώματα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, μόνον εφόσον η χρήση αυτή προβλέπεται ρητά σε ειδική διάταξη νόμου που περιλαμβάνει κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών. Από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού εξαιρούνται τα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Προστασίας του Πολίτη, οι εποπτευόμενοι φορείς αυτών, καθώς και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.). – Αντίστοιχος νόμος δεν υπάρχει για τη Δικαιοσύνη, ο οποίος, όταν υπάρξει, δεν θα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επιτρέπει να υιοθετηθούν πληροφοριακά συστήματα περισσότερο επιδραστικά στον πυρήνα του σχηματισμού των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή πέρα από τη διαδικασία λήψης αυτών και την υποστήριξή της, ( όπως ορίζεται στην προηγούμενη διάταξη νόμου για την Διοίκηση ), αφού εξ ορισμού το δικαστικό σύστημα αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο των πολιτών έναντι και της ίδιας της Διοικήσεως. Ούτε βέβαια θα μπορεί να απαιτούνται λιγότερες εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών από τους νόμους που θα επιτρέπουν στο μέλλον συγκεκριμένες εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη.
Καθένας από τους προαναφερθέντες τρεις (3) στόχους της Ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης προϋποθέτει την επίτευξη του προηγούμενου, με πρωταρχικό βήμα την Ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, εν στενή εννοία, όπως την ορίσαμε ανωτέρω.
Για την ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης σε αυτή τη βαθμίδα η σημερινή εικόνα έχει ως εξής :
Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο της ψηφιακής αναβάθμισης της Ελληνικής Δικαιοσύνης με την ονομασία «Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης», (ΟΣΔΔΥ – ΠΠ) και υπάρχει αντίστοιχο και για την Διοικητική Δικαιοσύνη, ( Διοικητικά Δικαστήρια και ΣτΕ ). Το έργο για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη χωρίζεται σε δύο φάσεις, α΄ και β΄. Η πρώτη περιλαμβάνει τα δικαστήρια Αθηνών – Πειραιά – Θεσσαλονίκης – Χαλκίδας και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2026. Σε αυτήν καταγράφεται η δημιουργία υποδομών μαγνητοφώνησης δικών σε 900 δικαστικές αίθουσες. Στη δεύτερη φάση θα επεκταθεί η ψηφιοποίηση σε όλα τα υπόλοιπα δικαστήρια της χώρας, ενώ αναμένεται η δημιουργία υποδομών μαγνητοφώνησης δικών σε άλλες 120 δικαστικές αίθουσες τουλάχιστον μέχρι το 2028.
Δρομολογείται επίσης η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για τον εκσυγχρονισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και η εγκατάσταση λογισμικού και ο εκσυγχρονισμός του πληροφοριακού συστήματος του Εθνικού Ποινικού Μητρώου.
Επίσης προγραμματίζεται η καθίδρυση ή βελτίωση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων των Δικαστηρίων μεταξύ τους, ( λ.χ. μεταξύ ΑΠ και ΣτΕ ), μεταξύ αυτών και άλλων φορέων του Δημοσίου, ( λ.χ. ΑΑΔΕ / Δ.Ο.Υ., άλλες Ανεξάρτητες Αρχές, ΚΕΠ κλπ. ), καθώς και με δικαστικούς φορείς άλλων κρατών μελών της ΕΕ.
Ως προς την εισαγωγή Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη προαπαιτείται η ολοκλήρωση των έργων της ψηφιοποίησης εν στενή εννοία και της διαλειτουργικότητας. Έτσι αυτή δεν αναμένεται να εφαρμοσθεί πριν το 2030 στη χώρα μας. Στην Ευρώπη, εκτός από την Εσθονία όπως προαναφέρθηκε, έχει εφαρμοσθεί στη Γερμανία – Βεστφαλία για τις ρητορικές μίσους, στην Ιταλία – Μιλάνο για την έρευνα της νομολογίας στο θέμα του αθέμιτου ανταγωνισμού, επίσης στις ΗΠΑ για την εκτίμηση του κινδύνου υποτροπής εγκληματιών ή για την επιμέτρηση ποινών με συμβουλευτική ισχύ προς τον Δικαστή μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο αποδείξεων, ( βλ. υπόθεση The State of Wisconsin -versus- Loomis ).
Γ΄). ΔΙΕΠΟΥΣΕΣ ΑΡΧΕΣ
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλες οι σχετικές δράσεις επιβλέπονται από την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, “European Commission for the Efficiency of Justice”, ( CEPEJ ), άλλως την «Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης» στα καθ’ ημάς.
Η Επιτροπή έχει θέσει στον Χάρτη Δεοντολογίας της για την Τ.Ν., πέντε (5) θεμελιώδεις αρχές, με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφώνονται τα κράτη – μέλη κατά την υιοθέτηση μέτρων ψηφιοποίησης των εθνικών τους δικαστικών συστημάτων και εισαγωγής εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης, ( ΤΝ ), οι οποίες είναι : (1) Η αρχή του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ( respect of the fundamental human rights ), στα οποία περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ενδιαφερόντων εδώ : η πρόσβαση σε αμερόληπτο δικαστήριο, η δίκαιη δίκη, και η προστασία των προσωπικών δεδομένων.
(2) Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της αποφυγής διακρίσεων σε βάρος ατόμων ή ομάδων πληθυσμού, ( equality and no discrimination against ).
3) Η αρχή της ασφάλειας – εμπιστευτικότητας, καθώς και της ποιότητας – ακεραιότητας του συστήματος, ( security -confidentiality and integrity ).
(4) Η αρχή της διαφάνειας και συνοδευτικά της αμεροληψίας, ( transparency and impartiality ), οι οποίες θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τηρούνται, ακόμα και όταν τα πληροφορικά συστήματα που υιοθετούνται προστατεύονται ως προς το απόρρητό τους από σχήματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
(5) Η αρχή της αυτονομίας – ανεξαρτησίας ( independence ), του χρήστη από το υπολογιστικό πρόγραμμα και μάλιστα όταν πρόκειται για δικαστή.
Οι αρχές αυτές αποτελούν θετό δίκαιο, με κατευθύνσεις και περιορισμούς που πρέπει να γίνονται σεβαστοί σε κάθε πολιτικό μέτρο, που λαμβάνεται στα κράτη μέλη της ΕΕ για την προαγωγή της ψηφιοποίησης, ( είναι soft law, δηλ. δεν προβλέπονται κατ’ αρχήν κυρώσεις για την παραβίασή τους ). ( σύγκρινε σε επίπεδο Ενωσιακού Δικαίου για την Τεχνητή Νοημοσύνη με την «Πρόταση Κανονισμού του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ για τη νομοθέτηση εναρμονισμένων κανόνων για την ΤΕ», δηλαδή την «Artificial Intelligence Act» ).
Στην Ελλάδα, ο νέος βασικός νόμος υπ’ αριθ. 4727/2020, για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση εν γένει, που αφορά όλες τις εφαρμογές ψηφιοποίησης, ορίζει στο άρθρο 3 παρ. 1 τις γενικές αρχές της Ψηφιακής Διακυβέρνησης σε όλες τις κρατικές λειτουργίες, συνεπώς και στη Δικαιοσύνη, οι οποίες ελάχιστα διαφέρουν από τις προαναφερθείσες αρχές της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης». Έτσι διακρίνουμε : α) την αρχή της νομιμότητας, όπου περιέχεται και η τήρηση των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, β) την αρχή της διαφάνειας, γ) την αρχή της ισότητας, που περιλαμβάνει και την αρχή της προσβασιμότητας όλων αδιακρίτως, ( ιδίως ατόμων με ειδικές ανάγκες, τυφλών κλπ. ), στις νέες ψηφιακές δυνατότητες και υπηρεσίες, δ) την αρχή της χρηστής διοικήσεως, περιέχουσας και τις αρχές της αποδοτικότητας και της «μόνον άπαξ» ενεργείας, μέσω της διαλειτουργικότητας, της ακρίβειας και της πληρότητας των ψηφιακών υπηρεσιών, διαδικασιών και δεδομένων.. και ε) η αρχή της ακεραιότητας, ασφάλειας και εμπιστευτικότητας.
Δ΄). Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (εν στενή εννοία) – Ειδικότερα η Ψηφιοποίηση των εγγράφων :
(α) Φυσικά και ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα
Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν ως έγγραφο εννοείτο μόνο το υλικό αντικείμενο, στο οποίο είχαν αποτυπωθεί, με γραπτό λόγο ή με συμβατικές τεχνολογίες, ανθρώπινα διανοήματα ή εικόνες, αυτό είναι το φυσικό ή έντυπο έγγραφο.
Ήδη με τις νέες τεχνολογίες έχει εμφανισθεί ένα νέο είδος εγγράφου το λεγόμενο «ηλεκτρονικό», το οποίο ορίζεται νομικά, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΑ αριθ. 32/2011, ( βλ. και ΜΕφΑιγ. 2/2022 ΝΟΜΟΣ ) ως «το σύνολο εγγραφών δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα του, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη της συσκευής, είτε στον προσαρτημένο σε αυτή εκτυπωτή». Σύμφωνα με άλλη διατύπωση, ( βλ. 2η παράγραφο του άρθρου 447 ΚΠολΔ., που προστέθηκε με το άρθρο 40 παρ.1 του ν. 3994 του 2011 ), το ηλεκτρονικό έγγραφο είναι κατά συνθήκη μια «μηχανική απεικόνιση», ( βλ. παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου ), που περιλαμβάνει κάθε μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, ( με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο ), για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό, στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.»
Η ολοκλήρωση της Ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης προϋποθέτει ότι όλα τα έγγραφα που διακινούνται από και προς τις δικαστικές και διοικητικές αρχές από την μία πλευρά και τους διαδίκους ιδιώτες καθώς και τους συνηγόρους τους από την άλλη, ( αλλά και μεταξύ των ίδιων των ιδιωτών διαδίκων και των συνηγόρων τους ), για τους σκοπούς επιλύσεως δικαστικά μιας διαφοράς, θα πρέπει να γίνουν ηλεκτρονικά.
Αυτό δεν σημαίνει απλά την δημιουργία όλων των εγγράφων με Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας, ( Τ.Π.Ε. ), με ένα πρόγραμμα, λ.χ. WORD, αλλά την επισύναψη στο ηλεκτρονικό έγγραφο ψηφιακών δεδομένων που να καθιστούν αναντίλεκτη την προέλευση του εγγράφου από αυτόν που εμφανίζεται ως ο εκδότης του, έτσι ώστε όλο το σύστημα διακίνησης εγγράφων για τις ανάγκες μιας δίκης να παραμένει ανά πάσα στιγμή αξιόπιστο. Η νομική έννοια λοιπόν του αποδέξιμου στο δικανικό χώρο «ηλεκτρονικού εγγράφου» περιέχει και την ύπαρξη σε αυτό δεδομένων για την αναγνώριση της προέλευσής του.
(β) Διακρίσεις φυσικών και ηλεκτρονικών εγγράφων σε δημόσια και ιδιωτικά.
Ως προς τα φυσικά έγγραφα, στην πολιτική – αστική δίκη, ο νόμος διακρίνει, στα άρθρα 432 έως 465 ΚΠολΔ., δύο (2) είδη εγγράφων τα δημόσια και τα ιδιωτικά και συνδέει αυτά με διαφορετικές προϋποθέσεις για το κύρος τους και διαφορετικά αποτελέσματα ως προς την αποδεικτική τους δύναμη. Τα δημόσια έγγραφα είναι όσα προέρχονται – έχουν εκδοθεί – από δημόσιες αρχές και τα ιδιωτικά όσα προέρχονται από ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η διάκριση αυτή διατηρείται και είναι χρήσιμη και για τα ηλεκτρονικά έγγραφα.
(γ) Αποδεικτική ισχύς φυσικών δημοσίων εγγράφων
Τα φυσικά δημόσια έγγραφα για να έχουν αποδεικτική δύναμη, (σχετικά με την προέλευσή τους και ως προς όσα βεβαιώνονται πως έγιναν από τον συντάκτη τους ή ενώπιον του, καθώς και για όσα εκείνος είχε την υποχρέωση να διαγνώσει την αλήθειά τους) – πρέπει να διαπιστώνεται ότι έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, ( με υπογραφή ή σφραγίδα, από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία, εφόσον το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ όλα αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, όπως ορίζουν τα άρθρα 438 και 440 του ΚΠολΔ. ). Εάν διαπιστωθεί η νομότυπη σύνταξη του δημοσίου εγγράφου, δεν επιτρέπεται κατ’ αυτού ανταπόδειξη παρά μόνο με την προσβολή του ως πλαστού, ( άρθ. 438 εδάφιο β΄ ΚΠολΔ. ).
(δ) Αποδεικτική ισχύς «ηλεκτρονικών» δημοσίων εγγράφων κατά τον ΚΠολΔ.
Κατά το τελευταίο εδάφιο γ΄ του άρθρου 438 ΚΠολΔ., που προστέθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 του ν. 4727/2020 για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση, ( βασικός νέος νόμος ), στην πολιτική – αστική δίκη, την ίδια αποδεικτική ισχύ με τα νομίμως συνταχθέντα φυσικά δημόσια έγγραφα έχουν και τα ηλεκτρονικά, που πληρούν τις προϋποθέσεις του νέου νόμου, όπως αυτές αναφέρονται στο άρθ. 13 παρ.3 (και 4-5 ) του ίδιου. ( βλέπε παρακάτω ).
(ε) Αποδεικτική ισχύς «ηλεκτρονικών» δημοσίων εγγράφων κατά το νόμο 4727/2020 για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση ως προς όλες τις κρατικές αρχές περιλαμβανομένης της Δικαιοσύνης εν γένει.
Στα άρθρα 14 παρ.1 και 13 παρ. 3, του νόμου 4727/2020, που αποτελούν γενικότερες διατάξεις,εισάγεται, για όλες πλέον τις κρατικές λειτουργίες, ως προς την ισχύ που απονέμεται στα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα, η ίδια ρύθμιση που αναφέρθηκε αμέσως προηγουμένως ότι υιοθετεί ο ΚΠολΔ. γι’ αυτά, ειδικά στα αστικά/πολιτικά δικαστήρια.
Όλα τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα, που φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από όλες τις αρχές, διότι έχουν την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα φυσικά δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί νομότυπα – Όμως, η εν λόγω αποδοχή αφορά μόνο το στάδιο της ηλεκτρονικής διακίνησης αυτών. – Σε περίπτωση εκτύπωσης ενός πρωτότυπου ηλεκτρονικού δημοσίου εγγράφου ή ηλεκτρονικού ακριβούς αντιγράφου ή ψηφιοποιημένου ηλεκτρονικού αντιγράφου, το εκτυπωμένο έγγραφο γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτό με ισχύ ακριβούς αντιγράφου, εφόσον είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν η ακρίβεια και η ισχύς της εκτύπωσης με χρήση Τεχ.Πληρ.&Επικ., εφόσον το ηλεκτρονικό δημόσιο έγγραφο, (οποιασδήποτε μορφής), φέρει μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό επαλήθευσης και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα επαλήθευσης αυτού του αριθμού μέσω πληροφοριακού συστήματος του Δημοσίου. Σε περίπτωση, όμως, που δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ακρίβεια και η ισχύς της εκτύπωσης με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, απαιτείται επικύρωση του εκτυπωμένου εγγράφου από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή ΚΕΠ ή δικηγόρο.
Τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα κατά το άρθ. 13 του νέου νόμου εκδίδονται σε μία από τις ακόλουθες τρεις μορφές :
α) ως πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα (της παρ. 3),
β) ως ηλεκτρονικά ακριβή αντίγραφα (της παρ. 4),
γ) ως ψηφιοποιημένα ηλεκτρον. αντίγραφα (της παρ.5).
(στ) Τρόπος Παραγωγής και Μορφές των ηλεκτρονικών δημοσίων εγγράφων.
Τα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα παράγονται, είτε πλήρως αυτοματοποιημένα μέσω ειδικού πληροφορικού συστήματος που συνθέτει κατάλληλα στοιχεία δεδομένων, είτε μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής γραφείου, είτε μέσω ψηφιοποίησης έντυπου εγγράφου. Η παραγωγή και η διακίνηση των δημοσίων εγγράφων είναι πλέον ηλεκτρονική υποχρεωτικά, ( βλ. άρθρο 13 ν. 4727/2020 ).
(1). Τα πρωτότυπα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα φέρουν υποχρεωτικά :
αα) εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και
ββ) είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του φορέα είτε την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του αρμόδιου οργάνου.
(2). Τα ηλεκτρον. ακριβή αντίγραφα, (των ανωτέρω πρωτοτύπων), φέρουν υποχρεωτικά :
Τα ίδια ως άνω στοιχεία 1ο και 2ο συν :
γγ) την ένδειξη «ακριβές αντίγραφο» και
δδ) τα στοιχεία του οργάνου που υπέγραψε το έγγραφο ως τελικώς υπογράφων.
(3). Τα ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα εκδίδονται – από φορείς του δημόσιου τομέα μέσω ψηφιοποίησης ή αναπαραγωγής με χρήση «Τεχ.Πληρ.&Επικ.» ( Τε.Π.Ε. ) από έντυπα ( φυσικών ) δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων, που κατέχουν στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους οι φορείς αυτοί. Τα εν λόγω ψηφιακά αντίγραφα φέρουν υποχρεωτικά : α) ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδα και σφραγίδα του φορέα ή υπογραφή του οργάνου που έκανε την ψηφιοποίηση και β) βεβαίωση ταύτισής τους με το έντυπο έγγραφο.
(ζ) Σχετικά με τα «ιδιωτικά έγγραφα», φυσικά αλλά και ηλεκτρονικά, – αποδεικτική τους δύναμη.
Τα φυσικά ιδιωτικά έγγραφα για να έχουν νομική αποδεικτική δύναμη πρέπει, κατά το άρθρο 443 του ΚΠολΔ., να είναι πρωτότυπα, δηλαδή να έχουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη τους ή ένα σημάδι επικυρωμένο από συμβ/φο ή άλλη δημόσια αρχή σε περίπτωση που ο εκδότης δεν μπορεί να υπογράψει…. Κατά το άρθρο 447 ΚΠολΔ. τα ιδιωτικά έγγραφα έχουν αποδεικτική δύναμη στην πολιτική δίκη υπέρ του εκδότη τους μόνο αν τα προσκομίζει ο αντίδικός του, ( εννοείται ότι αποδεικνύουν κατά του εκδότη πάντα όταν τα προσκομίζει ο αντίδικός του ).
Στο άρθρο 444 παρ.1 ΚΠολΔ. ορίζεται ότι με ιδιωτικά έγγραφα εξομοιώνονται τα εμπορικά βιβλία των εμπόρων και άλλων επαγγελματιών, ( λ.χ. των Τραπεζών κ.ά. ), ( αυτά αποδεικνύουν και υπέρ του εκδότη τους, όταν τα προσκομίζει ο ίδιος, κατ’ άρθ. 447 ΚΠολΔ. ), καθώς και φωτογραφίες, φωνοληψίες, κινημ/γραφικές ταινίες και εν γένει κάθε μηχανική απεικόνιση. ( Για την έννοια της μηχανικής απεικόνισης βλέπε άρθ. 447 παρ.2 ΚΠολΔ. όπως ανωτέρω ).
Μια μηχανική απεικόνιση παραχθείσα με Τεχνολογία Πληροφορικής και Επικοινωνίας από ιδιώτη, άλλως ιδιωτικό ηλεκτρονικό έγγραφο, όπως ορίζεται στην τελευταία διάταξη, αρκεί να φέρει απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από το δικαστήριο ελεύθερα ως αποδεικτικό μέσο, δηλαδή είναι αποδεκτό αλλά δεν παράγει πλήρη απόδειξη, ( βλ. άρθρο 16 παρ.παρ. 2-1 του ν. 4727/2020 ). Για να έχει το ίδιο έγγραφο την αποδεικτική δύναμη του άρθρου 443 του ΚΠολΔ., δηλ. πλήρη ως προς το περιεχόμενό του, ( και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χωρεί ανταπόδειξη! ), πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 4727/2020, να φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα. Κατά το ίδιο άρθρο τέτοιου τύπου υπογραφή ή σφραγίδα απαιτείται και για ιδιωτικό ηλεκτρονικό έγγραφο που αφορά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, για την οποία ο νόμος ή τα μέρη απαιτούν έγγραφο συστατικό τύπο, σύμφωνα με το άρθρο 160 του ΑΚ.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 4727/2020, τα ηλεκτρονικά ιδιωτικά έγγραφα, που εκδίδονται με χρήση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας, γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τους φορείς του δημόσιου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας και από άλλους ιδιώτες κατά την ηλεκτρονική διακίνησή τους μόνο. Εάν όμως εκτυπωθούν, προκειμένου να τύχουν της ίδιας αποδοχής, προσαπαιτείται, κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου, επικύρωση από διοικητική αρχή ή ΚΕΠ ή δικηγόρο.
(η) Τι σημαίνουν οι όροι ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα απλή και τι οι όροι προηγμένη ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα :
Οι έννοιες (1) της ηλεκτρονικής υπογραφής και σφραγίδας, (2) της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής και σφραγίδας και (3) της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής και σφραγίδας, μαζί με τις έννοιες : «διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής ή σφραγίδας» και «πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής ή σφραγίδας», δίνονται στο άρθρο 2 του ν. 4727/2020, όπου περιέχονται οι ορισμοί όλων των νέων όρων που χρησιμοποιούνται στο νόμο αυτό, ( συνολικά είναι 61 ).
‘Ετσι: – α) Ηλεκτρονική υπογραφή (απλή) είναι δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με αυτά και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράψει. – β) Προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφήείναι μια απλή ηλεκτρονική υπογραφή που πληροί ορισμένες προϋποθέσεις μοναδικότητας για τον υπογράφοντα, ( βλέπε αναλυτικά στην παράγραφο 49 του παραπάνω άρθρου ). &
– γ) Εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή είναι μια προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής.
Μια εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής είναι ένα διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής και το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού της ΕΕ 910/2014, (βασικού για τη θεματική μας), μεταξύ των οποίων η εμπιστευτικότητα των δεδομένων, η μοναδικότητα, η προστασία έναντι πλαστογραφίας κλπ. Επίσης ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής είναι πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο Παράρτημα Ι του ίδιου Κανονισμού της ΕΕ απαιτήσεις. Απαριθμούνται 10 τέτοιες απαιτήσεις μεταξύ των οποίων : το όνομα του υπογράφοντος ( ή το ψευδώνυμο ), ένδειξη ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί για τον σκοπό αυτόν, σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν τον εγκεκριμένο πάροχο που το έχει εκδώσει κλπ. Ανάλογη νομοτεχνική έχει εφαρμοστεί και για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες και χρονοσφραγίδες.
Συμπερασματικά τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά ηλεκτρονικά έγγραφα για να παραγάγουν πλήρη απόδειξη, όμοια με εκείνη των πρωτότυπων φυσικών εγγράφων που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή ή σφραγίδα για τα δημόσια και μόνο ιδιόχειρη υπογραφή για τα ιδιωτικά, πρέπει να φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή και όπου απαιτείται και ισοδύναμη σφραγίδα.
Ειδικά για τα e-mails η νομολογία έχει αποδεχθεί ότι καθένα από τα ηλεκτρονικά μηνύματα έχει εντυπωμένη την ταυτότητα – διεύθυνση του αποστολέα του, έτσι ώστε γι’ αυτά δεν χρειάζεται κανενός είδους πρόσθετη ταυτοποίηση του αποστολέα μέσω ηλεκτρονικής υπογραφής, ( βλ. ΕΑ αριθ. 32/2011, ΜονΕφΑιγ. 2/2022 ΝΟΜΟΣ, Λ. Τσόγκας στο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα», Διανέοσιςεκδ.2019, σελ.174-175 ).
****
Ε΄ ). ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ και ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ.
α) Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου στην αστική δίκη :
Σύμφωνα με το άρθρο 119 παρ. 4 του ΚΠολΔ., ( όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 3994/2011, αντικ. δυνάμει του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015,-ΦΕΚ Α΄ 87- και τροπ. δυνάμει των άρθρων 5 και 120 του Ν. 4842/2021, -ΦΕΚ Α΄ 190 και ισχύει από 1-1-2022 ) : «Τα δικόγραφα κάθε φύσεως, είναι δυνατόν να υποβάλλονται ( κατατίθενται ) και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν ισοδύναμη της ιδιόχειρης ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι δυνατό να υποβάλλονται και τα επικαλούμενα με τις προτάσεις αποδεικτικά μέσα. Το δικόγραφο που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει ισοδύναμη της ιδιόχειρης ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα και θα περιέχει και την έκθεση κατάθεσης. Δεν απαιτείται η παραπάνω υπογραφή ή σφραγίδα, αν υφίσταται ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνιών στα δικαστήρια, στο οποίο έχουν πρόσβαση προεγγεγραμμένοι χρήστες με πιστοποίηση ταυτότητας, το οποίο επιτρέπει την επαλήθευση της ταυτότητας αυτών, την υποβολή του δικογράφου ηλεκτρονικά και την αυτοματοποιημένη αποστολή σε αυτούς αντιγράφου του κατατεθειμένου δικογράφου.». – ( Εξ όσων γνωρίζω στα πολιτικά δικαστήρια δεν υπάρχει ακόμη τέτοιο σύστημα ). – Περαιτέρω λεπτομέρειες για τον ηλεκτρονικό τρόπο καταθέσεως περιέχονται στο άρθρο 2 του π.δ. 25/2012. Όσον αφορά το είδος της απαιτούμενης υπογραφής η ισοδύναμη της ιδιόχειρης υπογραφή εξειδικεύεται εδώ ότι πρόκειται για την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και για τον ενεργούντα την κατάθεση αλλά και για τον υπάλληλο που εκδίδει την απάντηση για την παραλαβή.
β) Ηλεκτρονική Κατάθεση δικ/φων στα Διοικητικά Δικαστήρια : Με το π.δ. 40/2013, που τροποποιήθηκε πρόσφατα με το ν. 5028/2023, προβλέπεται παρόμοια αντίστοιχη διαδικασία και στα διοικητικά δικαστήρια καθώς και στο ΣτΕ.
Εξ όσων γνωρίζω, σε όλα τα δικαστήρια ισχύουν παράλληλα η ηλεκτρονική και η φυσική κατάθεση δικογράφων και η επιλογή ανάμεσα στα δύο συστήματα απόκειται στον δικηγόρο κάθε υπόθεσης.
γ) Επιδόσεις δικογράφων και εξωδίκων με ηλεκτρονικό τρόπο :
Κατά το άρθρο 122Α του ΚΠολΔ. τα δικόγραφα και τα εξώδικα έγγραφα μπορούν να επιδίδονται με ηλεκτρονικά μέσα. Το άρθρο αυτό, προστέθηκε με το άρθρο 67 του ν. 4689/2020, είχε τροπ. με το άρθ. 367 του ν. 4700/2020, τροπ. εκ νέου με το άρθ. 6 του ν. 4842/2021 και ισχύει έτσι από 1-1-2022. Προβλέπει τα εξής : – «1. Επίδοση εγγράφου είναι δυνατόν να διενεργείται και με ηλεκτρονικά μέσα από πιστοποιημένο για τον σκοπό αυτόν δικαστικό επιμελητή, διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του ή την έδρα του, κατά τον χρόνο διενέργειας της επίδοσης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται. – 2. Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παρ. 1, και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020 (Α` 184). Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβήςτου εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020, του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Επί ποινή ακυρότητας, η ηλεκτρονική απόδειξη περιέχεται στην έκθεση επίδοσης την οποία συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠολΔ. Η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη αν η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την αποστολή. Συνέπεια του ανυπόστατου της ηλεκτρονικής επίδοσης είναι η αυτοδίκαιη διενέργεια επίδοσης με φυσικό τρόπο, όπως ορίζουν τα άρθρα 122 επ. ΚΠολΔ.
Οι ηλεκτρονικές επιδόσεις πραγματοποιούνται μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικών Επιδόσεων που δημιουργήθηκε από το Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών σύμφωνα με την ΥΑ 184/2022 ( ΦΕΚ Β΄ 2318/2022 ). Οι Δικ. Επιμελητές λαμβάνουν πιστοποίηση από το Σύστημα καθώς και Username & Password. Η διαδικασία των ηλεκτρονικών επιδόσεων εκτίθεται αναλυτικά στα άρθρα 6 & 7 της Υ.Α.
δ) – Ηλεκτρονικά βιβλία Δικαστηρίων :
Σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 3 του ΚΠολΔ., σε συνδ. με το π.δ. 19/2017, ( ΦΕΚ Α΄ 33 ), το πινάκιο των αστικών υποθέσεων μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά εφόσον το υπόψη δικαστήριο έχει ενταχθεί στο σύστημα «ΟΣΔΔΥ-ΠΠ», ( Πρόσφατα μόλις άρχισε να ισχύει και το ηλεκτρονικό πινάκιο παράλληλα με το έντυπο στο Εφετείο Αθηνών ). Επίσης και το προβλεπόμενο στο άρθρο 237 παρ. 6/8 του ΚΠολΔ. βιβλίο Διατάξεων για τη διενέργεια πρόσθετων αποδείξεων με επανάληψη της συζητήσεως μπορεί να τηρείται πλέον ηλεκτρονικά, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο σε συνδυασμό με το π.δ. 19/2017.
Προτάσεις και άμεσα Σχεδιαζόμενα Μέτρα.
Αναμένεται η υλοποίηση : α) της ψηφιακής δικογραφίας, β) η ψηφιοποίηση των αποδεικτικών εγγράφων, γ) η απόκτηση από όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους εύχρηστης ηλεκτρονικής υπογραφής, δ) η ψηφιοποίηση των επιδόσεων των ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών, κλπ.. Τέλος για το απώτερο μέλλον έχει προταθεί, ακόμη και η διενέργεια των μαρτυρικών καταθέσεων στις ποινικές δίκες, τόσο στην προδικασία, όσο και στην κυρία διαδικασία διαδικτυακά, οι οποίες, ( καταθέσεις ), θα ψηφιοποιούνται και θα ενσωματώνονται στην δικογραφία. Η παρέμβαση αυτή απαιτεί αναθεώρηση της συνολικής άποψης για την ποινική δίκη που παραδοσιακά έχουμε και βέβαια ανάλογες επεμβάσεις στην ποινική δικονομία, με εφαρμογές που θα εξασφαλίζουν τις αρχές της δημοσιότητας και της ισηγορίας στην κύρια ποινική διαδικασία, καθώς και την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου εν γένει.
Βιβλιογραφία – Πηγές
1.) Λάμπρος Τσόγκας, Αντεισαγγελέας Εφετών : «Οι Λειτουργίες του Δικαστικού Συστήματος αντιμέτωπες με τις προκλήσεις της Τεχνολογίας», στο συλλογικό τόμο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα – Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα», έκδ. «διαΝΕΟσις», Αθήνα, Φεβρουάριος 2019.
2.) Βασίλης Καρκατζούνης, Δικηγόρος LLM, υποψήφιος διδάκτωρ, μέλος της Διαρκούς Επιστημονικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τις επιπτώσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στο δικαστικό σύστημα : «Μπορεί ο αλγόριθμος να δικάζει; – Τεχνητή Νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη, μπορούν οι μηχανές να σκεφτούν σύμφωνα με το νόμο;», στο συλλογικό τόμο «Μπορεί ο αλγόριθμος να είναι ηθικός, να είναι δίκαιος, να είναι διαφανής, να δικάζει και να διοικεί;», έκδ. των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, Ηράκλειο, 2023.
3.) Λίλιαν Μήτρου, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Πληροφοριακών Συστημάτων : «Μερικές Εισαγωγικές Σκέψεις» στον προηγούμενο τόμο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
4.) Αριστέα Σινανιώτη Μαρούδη, καθηγήτρια Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Δικηγόρος : «Ν. 4727/2020, Κώδικας Ψηφιακής Διακυβέρνησης – Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών», ΝοΒ.69 (2021).457.
5.) Στέργιος Κοφίνης, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, ΔΝ, : «Από την ψηφιακή δικαιοσύνη στον ψηφιακό δικαστή : μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να αντικαταστήσει τους δικαστές;», στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Το παιδί χρειάζεται και τους δύο γονείς», 5 Ιουλίου 2023.
- ) Ηλίας Κανελλόπουλος, Εφέτης πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, τοποθετημένος μέχρι πρόσφατα στο Υπ. Δ/νης – μέλος επιτροπών για την ψηφιοποίηση : Υπόμνημα από 29 Οκτωβρίου 2023 για την πρόοδο της ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης.
*Αθανάσιος Δαββέτας, Πρόεδρος Εφετών πολιτικού και ποινικού Εφετείου Αθηνών, Αναπληρωτής Προϊσταμένου, LLM.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ηλίας Κλάππας: Τεχνητή νοημοσύνη και Δικαιοσύνη – Σχέση υψηλού κινδύνου Αργύρης Αργυριάδης: Ο Σημίτης και οι άλλοι Κωνσταντίνος Δούβλης: Αστυνομικές καταδιώξεις – Μια επανάληψη Κώστας Κοσμάτος: Τα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αυξημένης Ασφάλειας, μετά την τροποποίηση του Σωφρονιστικού Κώδικα με το Ν 4985/2022 Δημήτρης Βερβεσός: Το φορολογικό των ελεύθερων επαγγελματιών – “Μύθοι και αλήθειες”- “Κάποιοι προφανώς ζήλεψαν τη δόξα Κατρούγκαλου”Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr