Αθανάσιος Κ. Ζαχαριάδης: Η κατάργηση της ακυρότητας του άρθρου 162 παρ. 2 ΚΠΔ με τον πρόσφατο ν. 5172/2025
Πριν από τη θέσπιση του νέου ΚΠΔ, στα πλαίσια της αντίστοιχης πρόβλεψης του άρθρου 161 παρ. 2 ΚΠΔ, είχε επικρατήσει στη νομολογία του ΑΠ η άποψη ότι η παράλειψη του οργάνου της επίδοσης να σημειώσει επί του επιδιδόμενου εγγράφου την χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, καθώς και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, δεν προκαλούσε καμιάς μορφής ακυρότητα της επίδοσης, ήτοι ούτε σχετική ούτε απόλυτη.

Μια νομοθετική παρέμβαση που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη με τον πρόσφατο ν. 5172/2025, μολονότι δεν είναι ασήμαντη για το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου, αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 162 παρ. 2 (και 3) ΚΠΔ.
Ειδικότερα: πριν από τη θέσπιση του νέου ΚΠΔ, στα πλαίσια της αντίστοιχης πρόβλεψης του άρθρου 161 παρ. 2 ΚΠΔ, είχε επικρατήσει στη νομολογία του ΑΠ η άποψη ότι η παράλειψη του οργάνου της επίδοσης να σημειώσει επί του επιδιδόμενου εγγράφου την χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, καθώς και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, δεν προκαλούσε καμιάς μορφής ακυρότητα της επίδοσης, ήτοι ούτε σχετική ούτε απόλυτη.
Αντιθέτως, ο νέος ΚΠΔ στη διάταξη του άρθρου 162 παρ. 2, στην οποία μεταφέρθηκε το περιεχόμενο της προηγούμενης ρύθμισης, προέβλεψε ρητά, ως κύρωση για την παραπάνω παράλειψη του οργάνου της επίδοσης, τη (σχετική) ακυρότητα της επίδοσης. Ο λόγος που ο νομοθέτης του νέου ΚΠΔ προέβη στην αναβάθμιση της λόγω διάταξης είναι προφανής: η ανωτέρω σημείωση λειτουργεί ουσιαστικά ως ένα «δεύτερο αποδεικτικό επίδοσης» για τον ενδιαφερόμενο διάδικο3 που παραμένει στα χέρια του παραλήπτη. Δικαίως, λοιπόν, η τήρηση της ρύθμισης του άρθρου 162 παρ. 2 ΚΠΔ, ενόψει της σημασίας της, εξοπλίστηκε με σχετική ακυρότητα της επίδοσης, η δε παράλειψη του οργάνου της επίδοσης δεν αποτελεί μία τυπική, άνευ ουσίας, παράλειψη, αλλά συνδέεται κάποτε άμεσα με το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, από τη μια μεριά συμβάλλει στην ενημέρωση του αποδέκτη της επιδόσεως σχετικά με τις προθεσμίες, προκειμένου ο τελευταίος να προβαίνει εμπρόθεσμα στις περαιτέρω δικονομικές ενέργειές του, όπως λ.χ. στην περίπτωση ασκήσεως ενδίκων μέσων. Μόλις, βέβαια, χρειάζεται να τονιστεί πόσο σημαντική είναι η σημείωση της χρονολογίας της επίδοσης επί του επιδιδόμενου εγγράφου για την ενημέρωση του προς ον η επίδοση, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες όπου η τελευταία γίνεται με θυροκόλληση κατά τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 3 ΚΠΔ, αφού, στις περιπτώσεις αυτές, πράγματι, η παράλειψη της σχετικής υποχρέωσης του οργάνου της επίδοσης φαίνεται να εμποδίζει καταλυτικά τη δυνατότητα του προς ον η επίδοση να πληροφορηθεί τη χρονολογία της επίδοσης, προκειμένου να σχεδιάσει επιτυχώς την περαιτέρω δικονομική τακτική του.
Από την άλλη μεριά –και ίσως αυτό να είναι το κυριότερο– προστατεύει τον αποδέκτη της επίδοσης από ενδεχόμενες μεθοδεύσεις ή σφάλματα των οργάνων της επίδοσης, στο μέτρο που η ύπαρξη της σχετικής σημείωσης πάνω στο επιδιδόμενο έγγραφο είναι απαραίτητη για την εξακρίβωση της τήρησης ή μη των προθεσμιών κλήτευσης και τον αντίστοιχο αποκλεισμό τυχόν παρατυπιών, σε σχέση με τη χρονολογία επίδοσης, στο αποδεικτικό επιδόσεως. Κατά συνέπεια, με την παρ. 2 του άρθρου 162 ΚΠΔ δεν εισάγεται μία «ξερή» δικονομική ρύθμιση δίχως ουσιαστικό αντίκρισμα (όπως θεωρεί η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5172/2025, σ. 111-112, που κάνει λόγο για «τυπική παράλειψη» του οργάνου της επίδοσης), αλλά, αντιθέτως, πρόκειται για διάταξη που λειτουργεί υπέρ της απρόσκοπτης και αποτελεσματικής υπεράσσπισης του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση.
Κι ενώ επί μία περίπου πενταετία η παραπάνω πρόβλεψη λειτούργησε με τον ενδεδειγμένο τρόπο στην πράξη, το ζήτημα της ακυρότητας τέθηκε μετά από καιρό εκ νέου αναπάντεχα στην αρεοπαγιτική νομολογία, παρά την σαφή πρόβλεψη του νέου ΚΠΔ. Σχετικά αποφάνθηκε η ΑΠ 200/20246, η οποία προδήλως εσφαλμένα δέχθηκε στη μείζονα πρότασή της ότι «η σχετική αυτή σημείωση στο επιδιδόμενο έγγραφο, καθώς και η έλλειψη αναγραφής των στοιχείων αυτής, δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής επίδοσης, δεδομένου μάλιστα ότι η ως άνω διάταξη (άρθρο 162 παρ. 2) δεν είναι από εκείνες, η μη τήρηση των οποίων επιφέρουν, κατ’ άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ ακυρότητα της επίδοσης». Παρείδε (;) εν προκειμένω ο ΑΠ ότι η ίδια η διάταξη του άρθρου 162 παρ. 2 ΚΠΔ (: όπως και η παρ. 3 του ίδιου άρθρου) όριζε ως κύρωση της παράλειψης του οργάνου να προβεί στη σημείωση τη σχετική ακυρότητα της επίδοσης (: «αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη») και … αναζητούσε (: κατ’ αντιγραφή του σκεπτικού των παλαιότερων αρεοπαγιτικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί πριν από τον νέο ΚΠΔ) την ακυρότητα της επίδοσης στο άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠΔ.
Αυτή, λοιπόν, την «ατυχή» στιγμή της νομολογίας του Ακυρωτικού μας προσπάθησε να … αξιοποιήσει η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5172/2025 για να δικαιολογήσει την κατάργηση,με το άρθρο 79 παρ. 1 και 2, της σχετικής ακυρότητας από τη διάταξη του άρθρου 162 παρ. 2 (και 3) ΚΠΔ! Πράγματι, διαβάζει κανείς με έκπληξη στο κείμενο της Αιτιολογικής Έκθεσης τα ακόλουθα: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση και την τροποποίηση του άρθρου 162 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) επέρχεται εναρμόνιση με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, να εξαιρέσει από τη ρητή πρόβλεψη ακυρότητας της επίδοσης, τις περιπτώσεις τυπικής παράλειψης αναγραφής στο έγγραφο που επιδόθηκε και παραμένει εις χείρας του παραλήπτη, του τόπου και χρόνου επίδοσης και των στοιχείων παραλήπτη, στοιχεία που σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνονται στο υπογεγραμμένο από τον παραλήπτη αποδεικτικό επίδοσης, που ενσωματώνεται στη δικογραφία προς απόδειξη της νομιμότητάς της».
Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης του ν. 5172/2025 οικοδόμησε την κατάργηση μιας σημαντικής δικονομικής πρόβλεψης πάνω σε μία αρεοπαγιτική απόφαση, η οποία, όμως, εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 162 παρ. 2 ΚΠΔ! Δυστυχώς, είναι λυπηρό να παρακολουθεί κανείς πως ο δικονομικός νομοθέτης τα τελευταία χρόνια επιχειρεί να αποδομήσει μίαμία τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις του νέου ΚΠΔ, ορμώμενος άλλοτε από ανάγκες της επικαιρότητας (κάποτε αποτυπώνοντας ευκρινώς τις δημοσιογραφικές προτάσεις σε βάρος των επιστημονικών προτάσεων επιτροπών που επί σειρά ετών κατέστρωναν τις καταργούμενες προβλέψεις) και άλλοτε από νομολογιακές αντιμετωπίσεις, κινούμενες σε εσφαλμένη κατεύθυνση.
Η αναλυόμενη περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, διότι –ανεξαρτήτως της άποψης που θα υιοθετούσε κανείς σε σχέση με την ορθότητα ή μη της ισχύουσας κατά τον χρόνο εκδίκασης από τον Άρειο Πάγο ρύθμισης– δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι επρόκειτο για ρητή νομοθετική διάταξη, η οποία (από παραδρομή;) δεν εφαρμόστηκε από τον Άρειο Πάγο. Σ’ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, που δικαιολογημένα κάποιος, ακόμα και υποστηρικτής της νέας διάταξης, θα έπρεπε να ψέξει το Ακυρωτικό μας για τη μη εφαρμογή του νόμου, ο νομοθέτης όχι μόνον δεν το πράττει, αλλά αντίθετα, επικροτεί την –κυριολεκτικά παρά τον νόμο– στάση του, προσδίδοντάς της νομοθετική ισχύ….
*Αθανάσιος Κ. Ζαχαριάδης, Αναπλ. Καθηγητής ΑΠΘ, Μέλος ΔΣ ΕΕΠ
*ΠΗΓΗ: «Nova Criminalia», Περιοδική έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Νο 22, Φεβρουάριος 2025
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr