Χαράλαμπος Σεβαστίδης: Η συμβολή της ενδιάμεσης διαδικασίας στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και ο εγγυητικός της ρόλος
Το ελληνικό σύστημα δοκιμάζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες από τέτοιες καθυστερήσεις, που εντοπίζονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε όλα τα είδη εγκληματικότητας.
Ι. Εισαγωγικοί προβληματισμοί.
Είναι γνωστό ότι η αποτελεσματική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης προϋποθέτει ταχύτητα (όχι όμως βιασύνη) στην ολοκλήρωση της διαδικασίας και στην έκδοση της αμετάκλητης απόφασης. Αδικαιολόγητες καθυστερήσεις αποδυναμώνουν τη γενική πρόληψη, στην οποία κατά κύριο λόγο αποβλέπει η επιβολή της ποινής, οδηγούν σε απώλεια σημαντικών αποδεικτικών μέσων και τελικά αφήνουν το θύμα χωρίς έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία.
Το ελληνικό σύστημα δοκιμάζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες από τέτοιες καθυστερήσεις, που εντοπίζονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε όλα τα είδη εγκληματικότητας. Κάθε στάδιο συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στο τελικό αρνητικό αποτέλεσμα και η αναζήτηση λύσεων για επιτάχυνση μιας επιμέρους διαδικασίας πρέπει να περιορίζεται εντός αυτής, χωρίς επικίνδυνους «συμψηφισμούς» και περικοπές δικαιωμάτων από άλλα διαδικαστικά στάδια, ώστε τελικά κάθε τμήμα της διαδικασίας να διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου και να εγγυάται μία ολοκληρωμένη και ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και τελικά τον δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής δίκης.
Για την ανάδειξη του μεγέθους του προβλήματος στην χώρα μας γίνεται συχνά επίκληση του αδικαιολόγητα μεγάλου αριθμού καταδικών από το ΕΔΔΑ. Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό συχνά προτείνονται και ενίοτε υιοθετούνται λύσεις πρόσκαιρης επιτάχυνσης της διαδικασίας με θυσία ουσιαστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων· κάποιες φορές, μάλιστα, τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου θεωρούνται πολυτέλεια και η άσκησή τους παρακώλυση της διαδικασίας. Η οπτική υπό την οποία βλέπει κανείς το πρόβλημα (που σαφώς επηρεάζει και τις λύσεις που πρέπει να δοθούν) θα ήταν εντελώς διαφορετική αν τα στατιστικά στοιχεία του ΕΔΔΑ διαβάζονταν συνολικά και όχι αποσπασματικά: από το 1959 έως και το 2020 το ΕΔΔΑ διαπίστωσε σε σχέση με την Ελλάδα υπέρβαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης σε 542 περιπτώσεις, αλλά ταυτόχρονα καταδίκασε τη χώρα μας σε 277 περιπτώσεις για παραβίαση του άρθρου 13 ΕΣΔΑ, δηλ. του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή και σε 141 περιπτώσεις για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Όσο μεγάλο είναι το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα άλλο τόσο μεγάλο και ποιοτικά σημαντικότερο εμφανίζεται το έλλειμμα στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα εξεταστεί κατά πόσο η ενδιάμεση διαδικασία, όπως ρυθμίζεται σήμερα στον νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019), προκαλεί αδικαιολόγητες καθυστερήσεις της όλης διαδικασίας ή αν αντίθετα αποτελεί παράγοντα επιτάχυνσης της ποινικής δίκης.
ΙΙ. Τρόποι ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης. Σύγκριση με το προγενέστερο καθεστώς και τη διαδικασία που ακολουθείται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο νέος ΚΠΔ προβλέπει ως βασικό τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης την εισαγωγή της υπόθεσης στο συμβούλιο πλημμελειοδικών (άρθρο 308 ΚΠΔ)· μάλιστα, ο κανόνας αυτός έχει σήμερα ευρύτερη εφαρμογή έναντι του προγενέστερου καθεστώτος αφενός λόγω του δραστικού περιορισμού των εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση παραπομπή στο ακροατήριο με απευθείας κλήση (άρθρο 309 ΚΠΔ) αφετέρου λόγω της υποχρεωτικής διέλευσης από το δικαστικό συμβούλιο κάθε υπόθεσης που αφορά σε ανήλικο, όταν είναι επιτρεπτή η επιβολή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Προβλέφθηκε, παράλληλα, ως εξαιρετικός τρόπος περάτωσης της κύριας ανάκρισης η απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο με επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος, εφαρμοζόμενος μόνο σε περιορισμένο αριθμό κακουργημάτων (άρθρο 309 ΚΠΔ), ενώ διατηρήθηκε (με το άρθρο 589 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ) η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών στη μοναδική περίπτωση του άρθρου 10 παρ. 1 Ν. 3213/2003, για τις κακουργηματικές πράξεις της παραβίασης του νόμου για τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων.
Η διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών οργανώνεται με τρόπο απλοποιημένο, προωθώντας ταχύτερα τη διαδικασία, καθώς δεν προβλέπεται η παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν κριθεί από το συμβούλιο αναγκαίο ή προκειμένου για προσωρινά κρατούμενο εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, ενώ το δικαίωμα ακρόασης προστατεύεται ικανοποιητικά με την έγκαιρη ενημέρωση των διαδίκων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης και την παροχή σ’ αυτούς επαρκούς προθεσμίας για την υποβολή υπομνήματος, αλλά και την γνωστοποίηση των νέων ουσιωδών αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται μετά το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης. Παράλληλα, αναγνωρίζεται περιορισμένο δικαίωμα στον κατηγορούμενο να προσβάλει το παραπεμπτικό για κακούργημα βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών μόνο με έφεση (ποτέ με αναίρεση) και μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας ή ευθείας εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ). Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι η διαμόρφωση του συστήματος αυτού παραπομπής στο ακροατήριο είναι σύμφωνη με την κεντρική επιλογή του νέου ΚΠΔ να ανατίθεται η κρίση επί σοβαρών (κακουργηματικών) υποθέσεων κατά κανόνα σε πολυπρόσωπους δικαστικούς σχηματισμούς.
Με τις ρυθμίσεις αυτές αντιμετωπίζονται οι καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες που προκαλούσαν οι περίπλοκες διαδικασίες του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950, ο οποίος στην αρχική του μορφή διαμόρφωνε την ενδιάμεση διαδικασία κατά το πρότυπο της διαδικασίας στο ακροατήριο, με αναγνώριση σε όλες τις υποθέσεις δύο βαθμών δικαιοδοσίας, δηλ. ουσιαστικού ελέγχου της υπόθεσης, αλλά και αναιρετικό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο, ενώ ταυτόχρονα προέβλεπε την παρουσία του εισαγγελέα και την προφορική ανάπτυξη της πρότασής του με παράλληλο δικαίωμα των διαδίκων να εμφανίζονται αυτοπροσώπως στο συμβούλιο. Όσο η (από ουσιαστική και νομική σκοπιά) απλότητα των υποθέσεων το επέτρεπε, η διατήρηση μίας τέτοιας πολυτελούς διαδικασίας ήταν δικαιολογημένη. Η ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα και η διεθνοποίηση του ποινικού φαινομένου, με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας που καθιστά δύσκολη την εξιχνίαση των εγκλημάτων και τον εντοπισμό των δραστών, η πολυπλοκότητα της ποινικής νομοθεσίας, αλλά και οι χρονοβόρες ερευνητικές διαδικασίες για την αποτελεσματική διερεύνηση των υποθέσεων είναι προφανές ότι επέβαλαν τον δραστικό περιορισμό των σταδίων ελέγχου των υποθέσεων στην προδικασία. Ωστόσο, η προσαρμογή της νομοθεσίας μας στις σύγχρονες ανάγκες επιχειρήθηκε να γίνει, αρχικά επί ορισμένων μόνο κακουργημάτων, με πλήρη παράκαμψη του δικαστικού συμβουλίου και την παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, πρακτική που τελικά επεκτάθηκε στον μεγαλύτερο αριθμό των κακουργηματικών υποθέσεων. Γρήγορα, όμως, έγινε αντιληπτό ότι η εσπευσμένη και πρόχειρη εισαγωγή υποθέσεων στο ακροατήριο όχι μόνο δεν επιταχύνει την ποινική διαδικασία, αλλά καθυστερεί αδικαιολόγητα την δίκη στο ακροατήριο και ουσιαστικά μεταθέτει (και μάλιστα διογκωμένο) το πρόβλημα από την προδικασία στην κύρια διαδικασία.
Αξίζει στο σημείο αυτό, πριν ασχοληθούμε με τον ρόλο που διαδραματίζει στην Ελλάδα η ενδιάμεση διαδικασία, να αναφερθούμε με συντομία στο σύστημα που υιοθετείται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στη Γερμανία μετά την ολοκλήρωση της κύριας ανάκρισης συντάσσεται από τον εισαγγελέα το «κατηγορητικό έγγραφο» (Anklageschrift), που περιέχει την κατηγορία, τα αποδεικτικά μέσα που προέκυψαν από την ανακριτική διαδικασία και βάσει αυτών τα πορίσματα του εισαγγελέα, ο οποίος αιτιολογημένα ζητάει την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, απευθυνόμενος στο δικαστήριο· το τελευταίο, εφόσον συμφωνεί, εκδίδει «βούλευμα έναρξης της κύριας διαδικασίας», το οποίο δεν φέρει αιτιολογία και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Η ιδιομορφία του συστήματος αυτού έγκειται κατά βάση στο ότι ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο με κρίση του εισαγγελέα (φυσικά μετά από έλεγχο του δικαστικού συμβουλίου) και όχι δικαστών, για να μην προκαταλαμβάνεται η δικαστική κρίση στο ακροατήριο από εκείνη που εκφράστηκε στην προδικασία. Στην Ιταλία το ανακριτικό υλικό αξιολογείται από δικαστή στα πλαίσια προκαταρκτικής ακροαματικής διαδικασίας, παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων με τους συνηγόρους τους, μετά την οποία ο δικαστής αποφασίζει αμετάκλητα για την παραπομπή στο ακροατήριο. Στο Βέλγιο το δικαστικό συμβούλιο μετά από ακροαματική διαδικασία αξιολογεί το ανακριτικό υλικό και αποφαίνεται για την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στον αντίποδα των πιο πάνω συστημάτων βρίσκεται η Γαλλία, όπου μόνος ο ανακριτής αποφασίζει για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, και στην Αγγλία η παραπομπή σε δίκη συντελείται με επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος (του αποκαλούμενου indictment) που συντάσσεται με επιμέλεια της Γενικής Εισαγγελίας (Crown Prosecution Service) και επιδίδεται στον κατηγορούμενο.
Πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις κοινό χαρακτηριστικό όλων των συστημάτων αυτών, με την εξαίρεση του γαλλικού και του αγγλικού μοντέλου, είναι η μεσολάβηση ενός (κατά κανόνα πολυπρόσωπου) δικαστικού σχηματισμού, που ελέγχει την επάρκεια των αποδείξεων και αποφαίνεται για την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, ενώ σε κάθε περίπτωση η αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού αποτυπώνεται γραπτά και με αιτιολογία.
Η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο για κακουργηματικές πράξεις με μόνη τη σύνταξη από τον εισαγγελέα κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, αποτελεί (στον χώρο του ηπειρωτικού δικαίου) πρωτοτυπία του ελληνικού δικαίου και μένει να ερευνηθεί στη συνέχεια, αν αυτή είναι δικαιολογημένη και κατά πόσο μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η επέκταση του συστήματος αυτού σε όλα τα κακουργήματα μπορεί να συμβάλει στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας.
ΙΙΙ. Πρόταση για κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας.
Μετά τον εξορθολογισμό της ενδιάμεσης διαδικασίας, για τον οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, αλλά και με την εισαγωγή για πρώτη φορά με τον νέο ΚΠΔ μορφών εναλλακτικής-αποκαταστατικής δικαιοσύνης, των οποίων η συμβολή στην επιτάχυνση της διαδικασίας είναι πρόωρο να αποτιμηθεί, θα ανέμενε κανείς να αναζητηθούν τα αίτια για τις καθυστερήσεις στην ποινική δίκη σε άλλα διαδικαστικά στάδια και να προταθούν λύσεις που δεν θα περιλάμβαναν χαλάρωση των διαδικαστικών εγγυήσεων. Ωστόσο, λίγες μόλις ημέρες μετά την ψήφιση των νέων ποινικών κωδίκων εκφράστηκαν από τον χώρο των εισαγγελέων αντιρρήσεις για τη νομοθετική επιλογή της διατήρησης της ενδιάμεσης διαδικασίας και προτάθηκε η πλήρης κατάργηση του διαδικαστικού αυτού σταδίου, ώστε τελικά όλες οι υποθέσεις, ακόμα και εκείνες που αφορούν σε κακουργήματα και όταν ακόμα κατηγορούμενος είναι ανήλικος, να παραπέμπονται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση.
Η κριτική που ασκείται στον θεσμό της ενδιάμεσης διαδικασίας κινείται γύρω από δύο άξονες: ο πρώτος αφορά στις «άσκοπες καθυστερήσεις» που προκαλεί και ο δεύτερος στον επηρεασμό της αμερόληπτης τελικής κρίσης. Η διάρκεια της ενδιάμεσης διαδικασίας μέσα από στατιστικά δεδομένα και η συμβολή της στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου θα αποτελέσουν το κύριο αντικείμενο της έρευνας αυτής και τα στοιχεία αυτά θα παρουσιαστούν και θα αξιολογηθούν στα επόμενες ενότητες. Στο σημείο αυτό αξίζει μόνο να γίνει μία σύντομη αναφορά στην προβληματική του επηρεασμού της τελικής κρίσης στο ακροατήριο από την έκδοση αιτιολογημένου παραπεμπτικού βουλεύματος.
Σπεύδω εδώ να διευκρινίσω από την αρχή ότι το ζήτημα αυτό δεν συνδέεται με την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας του δικαστικού συμβουλίου ως οργάνου που θα ελέγχει την επάρκεια των αποδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αλλά αφορά την μορφή που θα λάβει η παραπεμπτική και η απαλλακτική κρίση του, δηλαδή αν το συμβούλιο θα πρέπει να εκδίδει αιτιολογημένο βούλευμα ή όχι. Έτσι, είναι προφανές ότι στα πλαίσια της συζήτησης για την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας η πιο πάνω παράμετρος λειτουργεί μάλλον αποπροσανατολιστικά και προκαλεί συγχύσεις.
Η σχετική κριτική που ασκείται στη λειτουργία του δικαστικού συμβουλίου συνοψίζεται στην ακόλουθη πρόταση: με την παρεμβολή του και την τελική κρίση του για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο επέρχεται σύγχυση στις ιδιότητες του δικαστή και του εισάγοντος την κατηγορία στο ακροατήριο, αφού δικαστές είναι αυτοί που αποφασίζουν για την κατηγορία στο ακροατήριο και ταυτόχρονα δικαστές εκφέρουν και την παραπεμπτική κρίση στο τέλος της προδικασίας.
Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι η έκδοση «παραπεμπτικού» βουλεύματος, δηλ. αιτιολογημένης δικαστικής κρίσης με θεμελίωση και αναλυτική αναφορά στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου που δικαιολογεί την παραπομπή του στο ακροατήριο μπορεί να επηρεάσει το αμερόληπτο της τελικής δικαστικής κρίσης. Προτείνεται, λοιπόν, κατά το πρότυπο του γερμανικού συστήματος, για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, η (αιτιολογημένη) κρίση για την παραπομπή να εκφέρεται από τον εισαγγελέα, ενώ το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο σε κάθε περίπτωση υποχρεωτικά θα παρεμβάλλεται, να αποφαίνεται αιτιολογημένα μόνο αν κρίνει αρνητικά, δηλ. ότι δεν πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, ενώ σε διαφορετική περίπτωση απλά να επιτρέπει στη βάση της εισαγγελικής πρότασης την παραπομπή στο ακροατήριο. Έτσι, η εισαγγελική κατηγορία δεν εξοπλίζεται με τη βαρύτητα του δικαστικού κύρους και ο κατηγορούμενος δεν λυγίζει κάτω από το βάρος μιας δικαστικής επιβεβαίωσης των υπονοιών σε βάρος του.
Οι φόβοι για επηρεασμό της κρίσης του δικαστηρίου από την έκδοση αιτιολογημένου βουλεύματος φαίνονται υπερβολικοί· όπως κανείς δεν αμφισβητεί την αδέσμευτη και ανεπηρέαστη κρίση των δικαστών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από την προηγηθείσα πρωτόδικη απόφαση, έτσι και η έκδοση του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει το αμερόληπτο της κρίσης των δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και που κατά κανόνα είναι ανώτεροι σε βαθμό από τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου που αποφάσισε την παραπομπή. Οι πιο πάνω επιφυλάξεις για τη λειτουργία του δικαστικού συμβουλίου μεταφέρουν στο ελληνικό σύστημα διαπιστώσεις και προβληματισμούς που διατυπώθηκαν στα πλαίσια του γερμανικού δικαίου, το οποίο όμως εμφανίζει την εξής ιδιορρυθμία: το ίδιο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση στο ακροατήριο, αποφασίζει ταυτόχρονα αν θα πρέπει να εισαχθεί η κατηγορία που διατυπώθηκε από τον εισαγγελέα σε ακροαματική συζήτηση. Έτσι, στο ελληνικό σύστημα τέτοιος κίνδυνος επηρεασμού των δικαστών που θα δικάσουν την υπόθεση από εκείνους που μετείχαν στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου δεν φαίνεται να υπάρχει. Πάντως, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις μας αυτές σε σχέση με την πιο πάνω κριτική, αξίζει να γίνουν και οι ακόλουθες επισημάνσεις: α) η παράδοση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα με τον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συμβουλίου δεν συνδέθηκε με αιτιάσεις για επηρεασμό της δικαστικής κρίσης στο ακροατήριο. Αντίθετα, η αρχή της δημοσιότητας και η ενώπιον των δικαστών παρουσίαση και ο εξαντλητικός έλεγχος των αποδεικτικών μέσων στο ακροατήριο οδηγούν σε πολλές περιπτώσεις σε πλήρη ανατροπή της παραπεμπτικής δικαστικής κρίσης. Συνεπώς, υπό τα δεδομένα που επικρατούν στη χώρα μας, δεν κρίνεται αναγκαία η αλλαγή στον τρόπο εκφοράς της κρίσης του δικαστικού συμβουλίου· β) η παγιωμένη πρακτική των δικαστικών συμβουλίων δεν αφίσταται ουσιαστικά από την πρόταση για νομοθετική αλλαγή με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, όπου το δικαστικό συμβούλιο συμφωνεί με την παραπεμπτική εισαγγελική πρόταση, περιορίζεται απλά στην «επικύρωσή» της, χωρίς να επιβεβαιώνονται με πρόσθετες αιτιολογίες οι κατηγορίες για τις οποίες η υπόθεση παραπέμπεται στο ακροατήριο· γ) τυχόν υιοθέτηση της πρότασης για αλλαγή στον τρόπο αιτιολόγησης των βουλευμάτων, κατά το γερμανικό πρότυπο, θα πρέπει να αφορά το σύνολο των κακουργηματικών υποθέσεων, δηλ. και εκείνες που υπό το σημερινό καθεστώς παραπέμπονται με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ. Και τούτο διότι δεν δικαιολογείται διαφορετικός τρόπος και διαδικασία ελέγχου της εισαγγελικής κρίσης, πολύ περισσότερο που η άποψη που υποστηρίζει την αναγκαιότητα για την αλλαγή αυτή επικαλείται επιτάχυνση της προδικασίας με τον τρόπο αυτό.
Ενόψει αυτών η αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συμβουλίου δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποια πρακτική αναγκαιότητα. Πάντως, αξίζει να επισημανθεί ιδιαίτερα ότι και όσοι θεωρητικοί τάσσονται υπέρ μιας τέτοιας αλλαγής όχι μόνο δεν προτείνουν την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας, αλλά αντίθετα αναγνωρίζοντας ότι «καμία άλλη αρχή δεν παρέχει περισσότερα εχέγγυα από όσα το δικαστικό συμβούλιο για το ότι ο κατηγορούμενος δεν πρόκειται να υποβληθεί άδικα και αναίτια στη δοκιμασία του ακροατηρίου» προτείνουν λύσεις βελτίωσης του συστήματος αυτού.
- Η οριοθέτηση της «καθυστέρησης» της ποινικής διαδικασίας.
Η οριοθέτηση της έννοιας της «καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας» όσο αυτονόητη φαντάζει τόσο δύσκολα φαίνεται να προσεγγίζεται στη θεωρία, ιδίως από εκπροσώπους της δικαστικής και εισαγγελικής αρχής, παρασύροντας τον νομοθέτη σε άστοχες, απρόσφορες και πολλές φορές επικίνδυνες επιλογές.
Λέγεται ορθά ότι καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας «υπάρχει κάθε φορά που διατίθεται γι’ αυτήν περισσότερος χρόνος από αυτόν που απαιτείται κατ’ ανάγκη από το ποινικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των δικονομικών, συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, του θύματος και των μαρτύρων». Με άλλα λόγια όσο κάποια αρμόδια αρχή ασχολείται με την συγκεκριμένη υπόθεση (π.χ. για την συλλογή του αποδεικτικού υλικού, την εκδίκαση της υπόθεσης, τη διάσκεψη των δικαστικών λειτουργών πριν την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης ή οποιουδήποτε βουλεύματος, την επεξεργασία των αποδεικτικών μέσων για την κατάρτιση και υποβολή της εισαγγελικής πρότασης), αλλά και όσο πρέπει να τηρούνται ορισμένες προθεσμίες που αποσκοπούν στην προετοιμασία των διαδίκων ή την ενημέρωση των μαρτύρων ή όσο αναμένεται η ολοκλήρωση ενεργειών από άλλες αρχές ή πραγματογνώμονες, λόγος για καθυστέρηση δεν μπορεί να γίνει, ακόμα και αν η διάρκεια (είτε του συγκεκριμένου σταδίου είτε συνολικά της διαδικασίας) εμφανίζεται μεγάλη. Απώτατος χρόνος έκδοσης της αμετάκλητης απόφασης δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων με γενικά κριτήρια. Η εύλογη διάρκεια της δίκης αποτελεί συνάρτηση περισσότερων παραγόντων, όπως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε υπόθεσης (όπως είναι ο όγκος αποδεικτικού υλικού, η τήρηση ορισμένης διαδικασίας για την συλλογή του αποδεικτικού υλικού, ιδίως όταν συνδέεται με την άρση απορρήτου, ο αριθμός των κατηγορουμένων και των συνηγόρων, ο αριθμός θυμάτων, η δυσχέρεια νομικών ζητημάτων, κ.λ.π.). Ακόμα και όταν ένα δικαστήριο αφιερώνει περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο κατά τη συζήτηση (π.χ. για την εξέταση κάποιου μάρτυρα ή τη διευκρίνιση μιας πραγματογνωμοσύνης), η παράταση της αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί να εκληφθεί ως καθυστέρηση, αφού εκείνο που πράγματι προέχει είναι η κατανόηση του αντικειμένου της δίκης και του αποδεικτικού υλικού από όλους τους παράγοντες της δίκης, ακόμα και με θυσία σε σχέση με τη διάρκεια της δίκης. Η ταχύτητα της διαδικασίας δεν μπορεί να καταλήξει σε μία πρόχειρη και βιαστική απόφαση, θυσιάζοντας υπέρτερα της ταχύτητας αγαθά.
Έτσι, εκείνο που πράγματι μένει ως καθυστέρηση είναι τα «νεκρά» διαστήματα μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων ή διαδικαστικών σταδίων, όταν μία υπόθεση βρίσκεται σε «αδράνεια» χωρίς να εξυπηρετείται κάποιος δικονομικός σκοπός. Και είναι αλήθεια ότι αυτό το χρονικό διάστημα αντιπροσωπεύει κατά κανόνα το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας της δίκης από την αρχική διερεύνηση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητή εκδίκασή της.
Η αδυναμία ή αδιαφορία της πολιτείας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα οργάνωσης της δικαιοσύνης με αύξηση του αριθμού των ποινικών δικαστών και των δικαστικών γραμματέων, βελτίωση και αύξηση του αριθμού των δικαστικών αιθουσών, εκσυγχρονισμό της υλικοτεχνικής υποδομής, ίδρυση σώματος επιστημόνων που θα βοηθούν το έργο της δικαιοσύνης, ουσιαστική προβολή στον νομικό κόσμο (συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που καλούνται να τους εφαρμόσουν) των νέων θεσμών εναλλακτικής-αποκαταστατικής δικαιοσύνης (αποχή από την ποινική δίωξη, ποινική διαταγή, ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση), οδηγεί αυτόματα στην αναζήτηση εύκολων λύσεων με περικοπή διαδικαστικών σταδίων και δραστικό περιορισμό δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βαφτίζοντας τις διαδικασίες αυτές «πολυτέλεια» και την άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων «καταχρηστική συμπεριφορά». Εδώ εντάσσονται προτάσεις για χρονικό περιορισμό της αγόρευσης του συνηγόρου, για αριθμητικό περιορισμό των αναβολών που μπορεί να χορηγήσει το δικαστήριο, για παράκαμψη με κάθε τρόπο της ελάχιστης προθεσμίας παραμονής της δικογραφίας στη γραμματεία της εισαγγελίας μέχρι την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο, κ.λ.π. Δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται επίκληση της εμπειρικής παρατήρησης (με τη μορφή στατιστικών δεδομένων), που φαίνεται να δικαιολογεί την πεποίθηση ότι η άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων γίνεται καταχρηστικά, π.χ. λόγω του τεράστιου ποσοστού απόρριψης ορισμένων αιτημάτων.
Η εικόνα αυτή, όμως, που επί σειρά ετών παρουσιάζεται ως δεδομένη και ως «γενική παραδοχή», είναι εντελώς διαφορετική, αν αναζητήσει κανείς και αξιολογήσει πραγματικά τα επίσημα στατιστικά δεδομένα για τη λειτουργία της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα αποτελέσματα που έχει η παρεμβολή ενός πολυπρόσωπου δικαστικού σχηματισμού κατά τον έλεγχο της επάρκειας των αποδείξεων πριν την παραπομπή στο ακροατήριο. Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσω στις επόμενες ενότητες.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση των στατιστικών δεδομένων είναι αναγκαίο να γίνει η εξής επισήμανση: κάθε επιμέρους διαδικαστικό στάδιο έχει αυτοτέλεια έναντι των υπολοίπων και προωθεί τη διαδικασία με τον δικό της τρόπο και στα πλαίσια του σκοπού που επιδιώκει. Στην προδικασία συγκεντρώνονται οι αποδείξεις, ελέγχεται η επάρκειά τους και τελικά αν κριθούν ότι είναι επαρκείς η υπόθεση οδηγείται στο ακροατήριο. Στην κύρια διαδικασία εξετάζονται τα αποδεικτικά μέσα (τόσο εκείνα που συγκεντρώθηκαν στην προδικασία όσο και εκείνα που πρώτη φορά προσκομίζονται στο ακροατήριο), ακούγονται τα επιχειρήματα των διαδίκων και αποφασίζεται από το δικαστήριο αν τελέστηκε το συγκεκριμένο έγκλημα από τον κατηγορούμενο και επιβάλλεται η ποινή. Η τήρηση των προβλεπόμενων σε κάθε στάδιο τύπων είναι αναγκαία αφενός για την προστασία του κατηγορουμένου αφετέρου για την ολοκληρωμένη και νηφάλια διερεύνηση της υπόθεσης από τις δικαστικές αρχές. «Συμψηφισμοί» μεταξύ των περισσότερων διαδικαστικών σταδίων είναι απαράδεκτοι και επικίνδυνοι. Η δυνατότητα άσκησης ενός δικαιώματος από τον κατηγορούμενο σε επόμενο στάδιο ή η άσκησή του σε προηγούμενο στάδιο, δεν δικαιολογεί τον περιορισμό του ούτε με επίκληση της επιτάχυνσης της διαδικασίας. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι και το ΕΔΔΑ ερευνώντας τη διάρκεια μιας δίκης εξετάζει τόσο τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας όσο και κάθε επιμέρους διαδικαστικό στάδιο αυτοτελώς, αναγνωρίζοντας πάντως ότι μία ελάχιστη διάρκεια κάθε σταδίου είναι δικαιολογημένη, προκειμένου να εκπληρωθούν οι σκοποί που επιδιώκει.
- Στατιστικά δεδομένα και εμπειρική παρακολούθηση της λειτουργίας και αποτελεσματικότητας της ενδιάμεσης διαδικασίας.
Η ολοκληρωμένη εικόνα της λειτουργίας και αποδοτικότητας της ενδιάμεσης διαδικασίας, αλλά και η επαλήθευση ή διάψευση των επιφυλάξεων που κατά καιρούς διατυπώνονται, βασιζόμενων σε εμπειρική παρακολούθηση της ποινικής διαδικασίας, προϋποθέτει αξιολόγηση των επίσημων στατιστικών δεδομένων. Στη συνέχεια παραθέτω τέσσερις (4) επιμέρους κατηγορίες στατιστικών που έθεσαν στη διάθεσή μου τα Πρωτοδικεία και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και το Εφετείο Αθηνών.
1) Αριθμός βουλευμάτων που εκδίδονται κατ’ έτος από το συμβούλιο πλημμελειοδικών- Κατηγοριοποίηση και χαρακτηριστικά των βουλευμάτων.
2) Αριθμός εφέσεων κατά βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών- Αποτέλεσμα και κρίση του συμβουλίου εφετών.
3) Αριθμός εισαγγελέων πλημμελειοδικών που εισάγουν προτάσεις (επί της ουσίας) στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
4) Πράξεις προέδρου εφετών για απευθείας κλήση στο (μονομελές ή τριμελές) εφετείο κακουργημάτων κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ- Αριθμός διαφωνιών προέδρου εφετών ή εξ αρχής κρίση του εισαγγελέα εφετών ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις.
- Ανάλυση των στατιστικών δεδομένων και τελικά συμπεράσματα: η εγγυητική λειτουργία της ενδιάμεσης διαδικασίας- σύγκριση με την απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο επί κακουργημάτων.
Αναλύοντας τα πιο πάνω στατιστικά δεδομένα διαπιστώνει κανείς ότι η εικόνα που διαμορφώθηκε τα τελευταία έτη για την ενδιάμεση διαδικασία, στηριζόμενη κατά κανόνα σε μη επαληθευμένα εμπειρικά στοιχεία, αδικεί το διαδικαστικό αυτό στάδιο και την τεράστια συμβολή του τόσο στην επιτάχυνση της διαδικασίας όσο και στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Τα συμπεράσματα από την ανάλυση των δεδομένων αυτών, αλλά και από την εμπειρική παρακολούθηση της διαδικασίας ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, συνοψίζονται στις ακόλουθες προτάσεις:
1) Λιγότερες από τις μισές υποθέσεις παραπέμπονται στο ακροατήριο- σημαντικός αριθμός βουλευμάτων μεταρρυθμίζει-προσαρμόζει την κατηγορία και τη μορφή συμμετοχής κάθε κατηγορουμένου στο έγκλημα και επιλύει δυσχερή νομικά ζητήματα.
Όπως προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα λειτουργίας των συμβουλίων πλημμελειοδικών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη των ετών 2019 και 2020, που δεν απέχουν από τα αντίστοιχα των προηγούμενων ετών, τα παραπεμπτικά βουλεύματα στην Αθήνα περιορίζονται σε ποσοστό μικρότερο του 50% του συνόλου των εισαγόμενων υποθέσεων, ενώ στη Θεσσαλονίκη κατά μέσο όρο κυμαίνονται στο 50%. Επομένως, εκτιμήσεις για έκδοση παραπεμπτικών βουλευμάτων σε ποσοστό άνω του 90% δεν επιβεβαιώνονται, αποδεικνύοντας ότι η κριτική στον θεσμό της ενδιάμεσης διαδικασίας τίθεται σε λάθος βάση.
Για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η λειτουργία των δικαστικών συμβουλίων, ο εγγυητικός ρόλος τους για την προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, αλλά και η συμβολή τους στην επιτάχυνση της διαδικασίας ακολουθούν ορισμένες επισημάνσεις: α) ένα μικρό μόνο μέρος των παραπεμπτικών βουλευμάτων διατηρεί τον χαρακτηρισμό της πράξης, ως προς τη βαρύτητα, τις ιδιαίτερες περιστάσεις, αλλά και τη συμμετοχή κάθε κατηγορουμένου, όπως ακριβώς αποδίδεται στην ποινική δίωξη. Σε πολλές περιπτώσεις δεν γίνεται κατηγορία για τους κατηγορούμενους εκείνους, για τους οποίους δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό την ταλαιπωρία και τον άδικο στιγματισμό αμέτοχων στο έγκλημα προσώπων. Σημειώνεται εδώ ότι η αναφορά στους πιο πάνω πίνακες σε απαλλακτικά βουλεύματα αφορά μόνο στα αμιγώς απαλλακτικά βουλεύματα, όταν δηλαδή δεν παραπέμπεται η υπόθεση στο ακροατήριο για κανένα πρόσωπο. Παράλληλα, προσδιορίζονται πληρέστερα οι συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, οριοθετώντας σαφέστερα το αντικείμενο της δίκης· β) επιλύονται δυσχερή ζητήματα συρροής εγκλημάτων, αλλά και συμμετοχής στην πράξη, θέτοντας έτσι την κατηγορία στη σωστή της βάση και προετοιμάζοντας την υπόθεση για την εκδίκαση στο ακροατήριο, ώστε το δικαστήριο να επικεντρωθεί κατά βάση στην ουσιαστική της έρευνα, κάτι που συμβάλλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο· γ) αντιμετωπίζονται τα κρίσιμα προβλήματα διαχρονικού δικαίου που συχνά εμφανίζονται στην πράξη· δ) σε σχέση με τα απαλλακτικά βουλεύματα διαπιστώνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις η απαλλακτική κρίση του δικαστικού συμβουλίου δεν συμφωνεί με την εισαγγελική (παραπεμπτική) πρόταση.
Τα στατιστικά αυτά δεδομένα, αλλά και οι σκέψεις που προηγήθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μεσολάβηση του δικαστικού συμβουλίου όχι μόνο δεν προκαλεί καθυστερήσεις, αλλά αποτελεί το βασικό ανάχωμα στην παραπομπή αθώων στο ακροατήριο και παράλληλα στην υπερφόρτωση των ποινικών ακροατηρίων με υποθέσεις που δεν έχουν ουσιαστικό ποινικό ενδιαφέρον. Τυχόν παράκαμψη της ενδιάμεσης διαδικασίας θα οδηγήσει με βεβαιότητα στον διπλασιασμό των υποθέσεων που εισάγονται στα ακροατήρια του μονομελούς και τριμελούς εφετείου, αλλά και του ΜΟΔ και τελικά στην επιβράδυνση του ρυθμού απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς να μπορεί βάσιμα να γίνει λόγος για ουσιαστική-εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών, του οποίου η συμμετοχή στη διαδικασία απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο παραμένει μέχρι σήμερα εντελώς τυπική, όπως θα αναπτυχθεί σε επόμενη ενότητα.
2) Σε αρκετές περιπτώσεις το συμβούλιο διαπιστώνει την ανεπάρκεια του αποδεικτικού υλικού και διατάσσει τη συμπλήρωσή του.
Ποσοστό 10% περίπου των βουλευμάτων αφορά περιπτώσεις που το δικαστικό συμβούλιο κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή απέχει από την έκδοση οριστικού βουλεύματος, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος της η κατηγορία αυτή σχετίζεται με διαπίστωση ανεπάρκειας του αποδεικτικού υλικού και με την αναγκαιότητα συμπλήρωσης της δικογραφίας με συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις ή με την υποχρέωση επανάληψης άκυρης πράξης της προδικασίας. Έτσι, με την έγκαιρη παρέμβαση του δικαστικού συμβουλίου εμπλουτίζεται η δικογραφία με το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό και προλαμβάνονται ακυρότητες που πολλές φορές σχετίζονται με την νομιμότητα κτήσης αποδεικτικού μέσου, η οποία θα δέσμευε το δικαστήριο και θα αποστερούσε ενδεχόμενα από κρίσιμο αποδεικτικό μέσο ή θα προκαλούσε καθυστέρηση της κύριας διαδικασίας για την επανάληψη «ανακριτικής» ουσιαστικά πράξης από το δικαστήριο. Έτσι, και μ’ αυτόν τον τρόπο η ενδιάμεση διαδικασία συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόληψη ακυροτήτων στο ακροατήριο, στην ολοκληρωμένη έρευνα της υπόθεσης και την πληρότητα της δικογραφίας και τελικά στην επιτάχυνση της κύριας διαδικασίας.
3) Η διάρκεια του διαδικαστικού αυτού σταδίου δεν υπερβαίνει στην πράξη τους 10-12 μήνες.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων που εισάγονται στο συμβούλιο πλημμελειοδικών το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη χρέωση της δικογραφίας στον αρμόδιο εισαγγελέα μέχρι την έκδοση του βουλεύματος δεν υπερβαίνει κατά μέσο όρο τους 10-12 μήνες. Γίνεται αντιληπτό ότι ενόψει της σοβαρότητας και της φύσης των υποθέσεων στις οποίες αφορούν οι ανακριτικές δικογραφίες, του όγκου του αποδεικτικού υλικού, αλλά και τα δυσχερή νομικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, η διάρκεια του διαδικαστικού αυτού σταδίου κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη.
4) Η επιβάρυνση των εισαγγελέων από την υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια δεν είναι μεγάλη.
Η ετήσια χρέωση των εισαγγελέων με δικογραφίες για υποβολή επί της ουσίας πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο ανέρχεται κατά μέσο όρο στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών σε 25 και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης σε 7.
Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς η υπερβολική χρέωση των εισαγγελικών λειτουργών μπορεί πράγματι να προκαλέσει σημαντικές καθυστερήσεις όχι μόνο στα πλαίσια συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά συνολικά στο εισαγγελικό έργο. Ωστόσο, η επιβάρυνση των εισαγγελέων με την εισαγωγή υποθέσεων στο δικαστικό συμβούλιο δεν φαίνεται να συμβάλει στην καθυστέρηση της διαδικασίας, ενόψει και του ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η υποβολή των εισαγγελικών προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια είναι κατά κανόνα σύντομη. Η ετήσια χρέωση 25 ή 7 ανακριτικών δικογραφιών, συνεκτιμώντας και τα υπόλοιπα εισαγγελικά καθήκοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική ούτε να αντιμετωπιστεί ως παράγοντας καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας.
Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι οι εισαγγελικές προτάσεις στα δικαστικά συμβούλια είναι το σημαντικότερο γραπτό κείμενο των εισαγγελέων από κάθε άποψη: τόσο λόγω της επίλυσης δυσχερών νομικών ζητημάτων (που σχετίζονται με την ερμηνεία των ποινικών νόμων, την αντιμετώπιση προβλημάτων συρροής και διαχρονικού δικαίου) όσο και λόγω της αναλυτικής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και της εκτεταμένης αιτιολογίας που περιέχουν. Η συμβολή του γραπτού λόγου στον επιστημονικό διάλογο και στη συνεχή ενημέρωση και ολοκλήρωση ενός επιστήμονα είναι δεδομένη και ειδικά σε σχέση με το εισαγγελικό έργο τον ρόλο αυτό επιτελεί κατά κύριο λόγο η σύνταξη προτάσεων προς τα δικαστικά συμβούλια και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη σύνταξη κατηγορητηρίων, τα οποία δεν περιέχουν αιτιολογία και εκτίμηση αποδείξεων, αλλά ούτε και από την έκδοση διατάξεων ή αναφορών σε σχέση με τη νομιμότητα ή βασιμότητα μιας καταγγελίας, οι οποίες κατά κανόνα σχετίζονται με παγιωμένες νομικές θέσεις και με αποδεικτικά ξεκάθαρες περιπτώσεις.
5) Δεν παρατηρείται κατάχρηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης.
Το ποσοστό των βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών που προσβάλλονται με έφεση δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο το 10% και συνεπώς διαπιστώνεται ότι δεν γίνεται κατάχρηση της σχετικής δυνατότητας που παρέχει ο νόμος. Επομένως, προτάσεις για περαιτέρω περιορισμό των ενδίκων μέσων της προδικασίας δεν φαίνονται δικαιολογημένες.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά ποσοστό 10-15% τα βουλεύματα, που εκδίδονται από το συμβούλιο εφετών, κάνουν δεκτές επί της ουσίας εφέσεις, ανατρέποντας την αρχική εκτίμηση του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ενώ και αρκετά απορριπτικά των εφέσεων βουλεύματα του συμβουλίου εφετών συνοδεύονται από αναθεώρηση της κατηγορίας. Έτσι, η παρεμβολή του συμβουλίου εφετών φαίνεται σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων ότι συμβάλλει είτε στην αποτροπή εσφαλμένης παραπομπής στο ακροατήριο είτε στον ορθότερο προσδιορισμό της κατηγορίας, προλαμβάνοντας καθυστερήσεις της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο.
Τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι κατά ποσοστό 50% οι εφέσεις κατά βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών απορρίπτονται ως απαράδεκτες είτε λόγω απαράδεκτης άσκησής τους είτε λόγω απαραδέκτου όλων των προβαλλόμενων λόγων. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτός δεν παρατηρείται ιδιαίτερη επιβάρυνση του έργου του συμβουλίου εφετών, αφού τα σχετικά με το παραδεκτό των ενδίκων μέσων ζητήματα δεν εμφανίζουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία κάποια πολυπλοκότητα.
6) Η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο (κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ) δεν συνοδεύεται από ουσιαστικό έλεγχο για την επάρκεια των αποδεικτικών μέσων- Απόλυτα εύστοχη και στατιστικά επιβεβαιωμένη η εκτίμηση ότι η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών «δεν ξεπερνάει το επίπεδο της πλήρωσης ενός απλού τύπου».
Από τα πιο πάνω στατιστικά δεδομένα γίνεται αντιληπτό ότι κάθε έτος από το σύνολο των υποθέσεων που παραπέμπονται στο ακροατήριο του Μονομελούς και Τριμελούς Εφετείου της Αθήνας και ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 1.500 έως 1.600, μόλις σε 3 περιπτώσεις διατυπώνεται διαφωνία του Προέδρου Εφετών για εφαρμογή του άρθρου 309 ΚΠΔ. Και φυσικά δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρά επιχειρήματα ότι η τεράστια αυτή διαφοροποίηση στην πορεία των υποθέσεων που εισάγονται με απευθείας κλήση σε σχέση με εκείνες που ελέγχονται από το δικαστικό συμβούλιο, οφείλεται στην ιδιαιτερότητα του αντικειμένου τους, αφού οι απαλλακτικές αποφάσεις των δικαστηρίων μάλλον το αντίθετο υποδηλώνουν. Έτσι επιβεβαιώνεται πλήρως και αποδεικνύεται και με αριθμητικά δεδομένα η αρχική εκτίμηση του αειμνήστου δασκάλου Ν.Ανδρουλάκη ότι η παρεμβολή της σύμφωνης γνώμης του Προέδρου Εφετών στη διαδικασία απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ «δεν ξεπερνάει το επίπεδο της πλήρωσης ενός απλού τύπου», ενώ η αισιοδοξία που εκφράζεται από την αντίθετη άποψη ότι ο πρόεδρος εφετών «ως ανώτατος δικαστής ουσίας, καλείται να ασκήσει την λειτουργική του αρμοδιότητα, και ασφαλώς θα το πράξει» μοιάζει με απλό ευχολόγιο.
Παράλληλα, οι περιπτώσεις στις οποίες ο εισαγγελέας εφετών εξαρχής θεωρεί ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο, οπότε η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο εφετών, περιορίζονται στην Αθήνα σε 60 ετησίως.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι αν και από την αναφορά του άρθρου 309 ΚΠΔ (αλλά αντίστοιχα και του άρθρου 308Α προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950) σε «πρόταση» του εισαγγελέα εφετών προς τον πρόεδρο εφετών σχετικά με την απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο θα ανέμενε κανείς μία έστω συνοπτική αιτιολογία, με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά μέσα και έρευνα των ισχυρισμών και επιχειρημάτων του κατηγορουμένου, στην πράξη ο εισαγγελέας εφετών υποβάλλει στον πρόεδρο εφετών ένα σχέδιο-έντυπο συμπληρωμένο με τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου και τυπική αναφορά της πράξης που αποδόθηκε στην ανάκριση με μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου.
Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία παραπομπής του άρθρου 309 ΚΠΔ δεν χαρακτηρίζεται από ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και εκτίμηση αποδείξεων. Πρακτικά το σύνολο των υποθέσεων παραπέμπεται στο ακροατήριο και μάλιστα χωρίς επίλυση δυσχερών νομικών ζητημάτων (συμμετοχής, συρροών, διαχρονικού δικαίου, κ.λ.π.), μεταφέροντας διογκωμένα τα προβλήματα από την προδικασία στην κύρια διαδικασία.
Τελικά συμπεράσματα.
Η πρόταση για κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας, ακόμα και υπό τον νέο ΚΠΔ, φαίνεται να στηρίζεται κατά βάση σε τρία επιχειρήματα: α) στην εκτίμηση ότι τα παραπεμπτικά βουλεύματα του συμβουλίου πλημμελειοδικών ξεπερνούν σε ποσοστό το 90%, β) στην εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών κατά τη διαδικασία απευθείας παραπομπής κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ και γ) στη χρονική καθυστέρηση επεξεργασίας των ανακριτικών δικογραφιών κατά την ενδιάμεση διαδικασία. Όπως, όμως, προέκυψε από στατιστικά δεδομένα η παραπεμπτική κρίση των συμβουλίων πλημμελειοδικών περιορίζεται σε ποσοστό 45-50% και συνεπώς η παρεμβολή του διαδικαστικού αυτού σταδίου όχι μόνο δεν καθυστερεί την ποινική διαδικασία, αλλά αντίθετα συμβάλλει ουσιωδώς στην επιτάχυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο, μειώνοντας στο μισό τον αριθμό των εκκρεμών στο ακροατήριο υποθέσεων και προετοιμάζοντας ολοκληρωμένα την υπόθεση με έλεγχο της επάρκειας του αποδεικτικού υλικού και επίλυση δυσχερών νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων. Παράλληλα, η επικαλούμενη εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών στη διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την πρακτική εφαρμογή του θεσμού, αλλά αντίθετα επαληθεύονται οι εκτιμήσεις για μία απλή τυπική διαδικασία χωρίς ουσιαστικό (προστατευτικό-εγγυητικό) περιεχόμενο. Τέλος, η διαδικασία επεξεργασίας των ανακριτικών δικογραφιών (από τη χρέωση της υπόθεσης στον εισαγγελέα μέχρι την έκδοση του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών) δεν διαρκεί περισσότερο από 10-12 μήνες.
Από τις πιο πάνω αναλύσεις καταδεικνύεται ότι η οργάνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας στον νέο ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) διασφαλίζει μία ισορροπία ανάμεσα στην απαίτηση για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και στην ανάγκη για εγγύηση και προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου, αποφεύγοντας τις πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες και τις δυσλειτουργίες του προγενέστερου καθεστώτος, όπως είχε επισημανθεί και στη θεωρία. Η ολοκληρωμένη έρευνα της υπόθεσης κατά την προδικασία, η πρόληψη ακυροτήτων και η επίλυση των δυσχερών νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων σε ένα πρώιμο στάδιο είναι προφανές ότι προετοιμάζουν καλύτερα την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο και περιορίζουν τον χρόνο που θα αφιερώσει το δικαστήριο, επιταχύνοντας έτσι τον ρυθμό απονομής της δικαιοσύνης. Η αποτροπή αδικαιολόγητης εισαγωγής ανυπόστατων κατηγοριών στο ακροατήριο, σε ποσοστό 50% του συνόλου των ανακριτικών υποθέσεων, επιδρά ευεργετικά από κάθε άποψη: προστατεύει τους πολίτες από την ταλαιπωρία και τη μείωση της προσωπικότητάς τους, μειώνει (στο μισό) τον αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται στο ακροατήριο και συνεπώς επιταχύνει τους ρυθμούς εκδίκασης των υποθέσεων που εμφανίζονται να έχουν ένα άξιο λόγου αντικείμενο μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης και τελικά διασφαλίζει το κύρος και την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, καθώς η απαλλαγή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο του 50% δίνει την εντύπωση πρόχειρης παραπομπής.
Καταληκτικά διαπιστώνουμε ότι η λειτουργία της ενδιάμεσης διαδικασίας με βάση τον νέο ΚΠΔ συμβάλλει στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τυχόν δε κατάργηση του διαδικαστικού αυτού σταδίου και υιοθέτηση του μοντέλου της απευθείας παραπομπής στο ακροατήριο (κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ) και μάλιστα ακόμα και όταν πρόκειται για ανήλικους κατηγορούμενους, θα οδηγήσει σε διπλασιασμό των εκκρεμών υποθέσεων στα ποινικά ακροατήρια και σε πρόχειρη και βιαστική παραπομπή, αδιαφορώντας για τη δικαιότητα και αποτελεσματικότητα της διαδικασίας.
*Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γιάννης Καρούζος: Μια ματιά στις επιπτώσεις της πρώτης εφαρμογής της οδηγίας 2001/55 στο εργατικό δίκαιο με αφορμή τους πρόσφυγες της Ουκρανίας Χριστοπούλου Αντωνία-Ευαγγελία: Τι σημαίνει η παύση της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης; Ιωάννης Κονομόδης: Όρκιση των συνηγόρων-“αγγέλων” Ιωάννης Α. Γλύκας: Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως αντικείμενο του ενωσιακού δικαίουΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr