Χαράλαμπος Σπυρόπουλος: Η απαξίωση της έφεσης
Παρατηρείται συχνά πυκνά το φαινόμενο κατά την εκδίκαση μίας ποινικής υποθέσεως στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας να παραμένει η πρωτόδικη ποινή παρόλη την διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας και την παρουσίας ή εκπροσώπησης δια πληρεξουσίου του εκκαλούντος. Για να μην προκύψουν πρώιμα και εσφαλμένα συμπεράσματα βεβαίως είναι γνωστό στον νομικό κόσμο ότι ουδεμία υποχρέωση έχει, σύμφωνα με τον κώδικα ποινικής δικονομίας μας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να επιβάλει ποινή μικρότερη της πρωτοδίκως επιβληθείσας. Στο σημείο όμως αυτό δημιουργείται κατά την ταπεινή μου κρίση μια λογική ανακολουθία η οποία αναλύεται παρακάτω. Δύο κατηγορούμενοι (ο Α και ο Β) έχουν καταδικαστεί για το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία σε πρώτο βαθμό σε ποινή φυλακίσεως 2 ετών με τριετή αναστολή και κατά την εκδίκαση της εφέσεως ο Α εμφανίζεται και υποστηρίζει την έφεσή του ενώ ο Β αποφασίζει να μην την υποστηρίξει. Τελικώς και μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας (στον δεύτερο βαθμό) επιβάλλεται στον Α ποινή φυλακίσεως 2 ετών (ως και πρωτοδίκως ενώ του Β η έφεση έχει απορριφθεί ως ανυποστήρικτη).
Διερωτώμαι λοιπόν ο Α του ως άνω παραδείγματος που εμφανίσθηκε στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας προκειμένου να λογοδοτήσει ενώπιον της Δικαιοσύνης, ο οποίος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και την υπερασπιστική του θέση και στο Εφετείο, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από συνήγορο υπεράσπισης και γενικά έδειξε εμπράκτως τον σεβασμό του ενώπιον της Δικαιοσύνης θα έχει την ίδια ποινική μεταχείριση και εν τέλει θα εγγραφεί στο ποινικό του μητρώο η ίδια ποινή με τον Β του παραδείγματος που αδιαφόρησε πλήρως και ουδεμία συνέπεια επέδειξε για την υποστήριξη της εφέσεώς του με αποτέλεσμα να απορριφθεί η έφεσή του ως ανυποστήρικτη και να παραμείνει η πρωτόδικη ποινή; Διερωτώμαι επίσης σε αδικήματα, που με την πρόσφατη τροποποίηση του ποινικού μας κώδικα με τον νόμο 4619/2019, στα οποία τα πλαίσια ποινής είναι μικρότερα σήμερον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, είναι λογικό να παραμένει η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή όταν κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό η επαπειλούμενη ποινή ήταν από ένα έτος φυλάκιση έως πέντε έτη φυλάκιση και σήμερον είναι ποινή φυλάκισης έως τρία έτη (π.χ το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής κατ΄ άρθρον 167 Π.Κ). Μελετώντας βέβαια το άρθρο 470 του κώδικα ποινικής δικονομίας μας ούτε με τελολογική άλλα ούτε με γραμματική ερμηνεία συνάγεται ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου – εκκαλούντος στην περίπτωση που παραμείνει η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Μήπως όμως σε περιπτώσεις που παραμένει η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή παρόλη την ύπαρξη ευμενέστερων πλέον πλαισίων ποινής και συνεκτιμώντας την παρουσία του εκκαλούντος στον δεύτερο βαθμό θα έπρεπε ο φυσικός του Δικαστής να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα τους λόγους για τους οποίους κρίνει απαραίτητο να μην μειωθεί η ποινή του εκκαλούντος έστω και κατά μία ημέρα φυλάκισης!!;;
Συμπερασματικά θεωρώ πως η εκδίκαση μίας υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό δεν μπορεί να είναι συνυφασμένη με μία άνευ ετέρου μείωση της πρωτοδίκως επιβληθείσας ποινής, όμως σίγουρα καθίσταται απαραίτητη η επαρκώς αιτιολογημένη κρίση του Δικαστή όταν αποφασίζει να επιβάλει την ίδια ποινή, για να μην διαταράσσεται το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr