Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Η “υπόθεση της Μυρτώς” στο ΣτΕ

Προς μια νέα πλεύση στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας ή απλά ο δικαστικός “κολασμός” μίας συστηματικής παρανομίας της Διοικήσεως;

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Η “υπόθεση της Μυρτώς” στο ΣτΕ dikastiko.gr
  1. Πρόλογος-Σύντομο Ιστορικό

Η υπόθεση της Μυρτώς Παπαδομιχελάκη είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο πριν ακριβώς 12 χρόνια. Επρόκειτο εν συντομία περί βαριάς σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης μίας ανήλικης κοπέλας από έναν παράνομο μετανάστη Πακιστανικής ιθαγένειας σε μία παραλία της Πάρου, η οποία την κατέστησε καθολικά ανάπηρη, πέραν των ψυχικών τραυμάτων που της προκάλεσε.

Ο δράστης τιμωρήθηκε αμετακλήτως σε ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη και εκτίει την ποινή του. Το δράμα της άτυχης κοπέλας και της οικογένειάς της συνεχίζεται λόγω της κατάστασης της υγείας της και της συναφούς αναπηρίας της, όχι μόνο ψυχοσωματικά αλλά και οικονομικά. Το τελευταίο παρακίνησε την μητέρα της να στραφεί με αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατά τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου (άρθρο 105 ΕισΝΑΚ) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΑΚ που εφαρμόζονται αναλόγως για να ζητήσει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, καταλογίζοντας στο Ελληνικό Δημόσιο αστική ευθύνη που προήλθε από την παράνομη παράλειψη απέλασης του αλλοδαπού θύτη της ζημίας που προκλήθηκε στην κόρη της σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο αποτέλεσμα.

Η αγωγή απορρίφθηκε από τα δικαστήρια της ουσίας, και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, και ήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ αναίρεση. Το τελευταίο με την 1500/2022 απόφαση του Α΄ Τμήματος που προκάλεσε ζωηρές αντιδράσεις, τόσο θετικές[1] όσο και αρνητικές[2], δέχθηκε την αίτηση αναιρέσεως. Κρίσιμο και πλέον αμφισβητούμενο ζήτημα για την έκβαση της υπόθεσης ήταν αυτό του αιτιώδους συνδέσμου ή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης παρανομίας της Διοικήσεως ως αιτίας και του επελθόντος αποτελέσματος, της ζημίας της ενάγουσας.

  1. Η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του ζητήματος της αιτιώδους συνάφειας από θεωρία και νομολογία

Οι προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης του Δημοσίου καθορίζονται στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Ως μη ρητά προβλεπόμενος αλλά εξυπακουόμενος όρος, όπως και στην αντίστοιχη διάταξη των αδικοπραξιών του Αστικού Δικαίου, το άρθρο 914 ΑΚ, προστίθεται και η αιτιώδης συνάφεια (Kausalität) που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης του κρατικού οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Το ζήτημα αυτό είναι από τα πλέον δυσχερή στο δίκαιο των αδικοπραξιών και έχει ταλανίσει θεωρία και νομολογία επί σειρά αιώνων. Τρεις βασικές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί από την αστικολογική θεωρία και νομολογία για την έννοια της αιτιώδους συνάφειας: α) Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non), β) η θεωρία της πρόσφορης αιτίας (causa adaequata) και γ) η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου (Normzwecklehre)[3]. Στην ελληνική αστικολογική νομολογία[4] και θεωρία[5] κρατεί η θεωρία της πρόσφορης αιτίας[6] σύμφωνα με την οποία πρόσφορη θεωρείται η αιτία, που δεν προκάλεσε απλώς κατά λογική αιτιότητα την ζημία (όπως κατά την θεωρία της conditio sine qua non που απορρίπτεται) αλλά είχε γενικά την τάση, την ικανότητα να οδηγήσει σε αυτήν, σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Εάν η ζημία προκλήθηκε από απρόοπτο, τυχαίο ή έκτακτο περιστατικό ή οφείλεται στην ιδιομορφία της συγκεκριμένης περίπτωσης, θεωρείται ότι δεν συνδέεται με τρόπο πρόσφορο με τον όρο[7].

Νόμιμο έρεισμα αυτής της θεωρίας αποτελεί το άρθρο 298 εδ. β΄ ΑΚ, το οποίο ναι μεν κατά την γραμματική του διατύπωση αναφέρεται στην αποζημίωση από διαφυγόντα κέρδη (αποθετική ζημία), γίνεται δεκτό όμως ότι επεκτείνεται σε κάθε είδους ζημία[8].

Τη θεωρία αυτή έχει υιοθετήσει και η νομολογία του ΣτΕ[9] και αποδεχθεί και η δημοσιολογική θεωρία[10] όταν γίνεται δεκτό ότι «[ο] σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία».

  1. Οι παραδοχές του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο εν προκειμένω έκανε τις ακόλουθες πολύ ενδιαφέρουσες παραδοχές που αφορούν α) αφενός το ζήτημα της παράνομης εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στην χώρα μας και της νομικής υποχρέωσης των οργάνων της Διοικήσεως για την αποτροπή τους όσο και αφετέρου για το νομικό ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης του κρατικού οργάνου και του ζημιογόνου αποτελέσματος (εν προκειμένω σοβαρή βλάβη της υγείας και ανικανότητα προς εργασία και αυτοδιατροφή) στο Δίκαιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

Για το (α) ζήτημα το Δικαστήριο εκτιμά ότι η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους – η οποία μπορεί να είναι και μακρά – δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του Ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του Ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες.

Όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.01.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό, ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του. Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του Ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρ. 76 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση άρ. 21 παρ. 1 εδ. γ΄ Ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος).

Όσον αφορά το υπό (β) ζήτημα το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ρυθμίσεις του Ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις  επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού».

Συνεπεία των ανωτέρω κρίνει το Δικαστήριο ότι υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό.

3.1. Η θέση του για την υποχρέωση απέλασης παρανόμως εισελθόντος και παραμένοντος αλλοδαπού στην χώρα

Οι θέσεις του Δικαστηρίου αφενός για το νομικό πλαίσιο που διέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην χώρα αφετέρου για τη διαμορφωθείσα παράνομη πρακτική που έχει διαμορφωθεί σιγά σιγά επί σειρά δεκαετιών στην χώρα μας περί χαλαρής αντιμετώπισης της παράνομης («λάθρα» κατά τον όρο που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο) εισόδου και σχεδόν ανύπαρκτης όσον αφορά την παράνομη διαμονή αλλοδαπών στη χώρα μας είναι όχι μόνο βάσιμες αλλά και αξιέπαινες. Από τις παραδοχές του προκύπτει αβίαστα ότι κανένα σοβαρό κράτος δεν ανέχεται και δεν πρέπει να ανέχεται να εισέρχονται χωρίς τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα αλλοδαποί επισκέπτες στο έδαφός του και πολύ λιγότερο να τους αφήνει να παραμένουν χωρίς αυτά. Κι αν ο έλεγχος των συνόρων και δη των θαλασσίων είναι δύσκολος για να ελεγχθεί η παράνομη είσοδος, αυτό δεν συμβαίνει για την παράνομη διαμονή και εργασία χιλιάδων αλλοδαπών.

Βέβαια, το πρόβλημα συνδέεται πολλές φορές με αλλοδαπούς αιτούντες άσυλο, οι οποίοι σύμφωνα με το διεθνές, ενωσιακό και, σε εφαρμογή αυτών, το εθνικό δίκαιο χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης ενόσω εξετάζεται το αίτημά τους για παροχή διεθνούς προστασίας. Η ειδική αυτή αντιμετώπιση μετατρέπεται σε διεθνή προστασία για όσους (συγκριτικά λίγους) αλλοδαπούς κριθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις παροχής ασύλου και παύει για (τους συγκριτικά πολύ περισσότερους) αλλοδαπούς που δεν τύχουν τέτοιας μεταχείρισης γιατί δεν θα πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι ως άνω κανόνες. Σε αυτή την περίπτωση, ο νόμος επιβάλει την απέλαση, άλλως την επιστροφή τους στην χώρα προέλευσής τους, χωρίς να μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος για «παράνομη επαναπροώθηση».

Τα παραπάνω αυτονόητα κατέστησε σαφή το Δικαστήριο, τα οποία όχι μόνο σαφή και αποδεκτά δεν είναι για πολλούς (ακτιβιστικές οργανώσεις δικαιωματιστών, οργανώσεις προστασίας προσφύγων, μεταναστών, οργανώσεις κατά του ρατσισμού, ορισμένα κόμματα κ.ά.), αλλά και αντιδρούν στην εφαρμογή τους. Απόδειξη ότι στις λίγες περιπτώσεις που επιχειρήθηκε η σύλληψη και απέλαση παράνομων μεταναστών στη χώρα μας υπήρξαν αντιδράσεις με βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς όπως «πογκρόμ διώξεων κατά αλλοδαπών», «επιχείρηση σκούπα» κ.τ.ό., χαρακτηρίζοντας a priori ως «ρατσιστική», «απάνθρωπη» και «φασιστική» οποιαδήποτε αστυνομική επιχείρηση ελέγχου της νομιμότητας διαμονής αλλοδαπών στην χώρα μας[11].

3.2. Η αιτιώδης συνάφεια της παράλειψης οφειλομένης νομίμου ενεργείας με τον καταλογισμό στο Δημόσιο της τέλεσης ζημιογόνου πράξεως

Ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας. Εδώ γίνονται οι ακόλουθες κρίσιμες διαπιστώσεις:

α) Το Δικαστήριο αποδέχεται την θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, που έχει εμφιλοχωρήσει μεμονωμένα στην αστικολογική νομολογία, ως συμπλήρωμα όχι της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας την οποία φαίνεται να εγκαταλείπει, αλλά της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non).Το Δικαστήριο δείχνει να κατευθύνεται προς μία μικτή θεωρία των δύο αυτών θεωριών.

β) Ο σκοπός των κανόνων δικαίου που επιβάλουν την απέλαση αλλοδαπών χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα (άρθρο 76 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 3386/2005, άρθρο 21 παρ. 1 εδ. γ΄ Ν. 3907/2011) δεν είναι, κατά την απόφαση, μόνο η προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος, το οποίο εξειδικεύει στα συλλογικά έννομα αγαθά της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας, αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών, κυρίως όσον αφορά την προστασία συνταγματικών αγαθών των τρίτων.

γ) Η απόφαση καταφεύγει στα διδάγματα της κοινής πείρας για να αποδεχθεί ότι υπάρχει προβλεψιμότητα στο ότι ένας παρανόμως εισελθών ή/και διαμένων στην Ελλάδα, εάν δεν απελαθεί εγκαίρως, θα διαπράξει ένα έγκλημα που να αφορά τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την περιουσία, τη γενετήσια αξιοπρέπεια κ.ά., το οποίο θα προκαλέσει ζημία ή/και ηθική βλάβη στον παθόντα (αφηρημένη διακινδύνευση συμφερόντων χωρίς ειδικότερο καθορισμό του είδους αυτής, των περιστάσεων, του τόπου, του χρόνου κ.λ.π.).

δ) Αρνείται να δεχθεί διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης παράλειψης οφειλομένης νομίμου ενεργείας των οργάνων της Διοικήσεως και του ζημιογόνου αποτελέσματος από την παράνομη (εγκληματική) και ζημιογόνο συμπεριφορά του δράστη των εγκλημάτων που προκάλεσαν τη ζημία.

3.3. Κριτική

Οι παραπάνω παραδοχές σίγουρα δημιουργούν έντονο προβληματισμό κυρίως σε ό,τι αφορά την ένταξη της απόφασης στο γενικότερο πλαίσιο της προβληματικής της αιτιώδους συνάφειας τόσο στον χώρο του Αστικού όσο και στον χώρο του Δημοσίου Δικαίου, που φαίνεται να μοιάζει σαν ξένο σώμα. Ειδικότερα:

Δεν είναι ευκρινές δικαιοπολιτικά γιατί το Δικαστήριο αποδέχεται τη θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου. Ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι δεν τη συνδέει με τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, την οποία ακολουθεί σταθερά, αλλά με αυτήν του ισοδυνάμου των όρων, η οποία έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού ως ανεπιεικής ακόμα και στη Γερμανία που πρωτοϋποστηρίχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.

Υπ’ αυτή την εκδοχή, προβληματική είναι και η άρνηση αναγνώρισης διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης παράλειψης οφειλομένης νομίμου ενεργείας και ζημιογόνου αποτελέσματος μέσω της εγκληματικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη.

Η παραπάνω εντυπωσιακή νομολογιακή μεταβολή ευλόγως δημιουργεί ζητήματα ανασφάλειας δικαίου.

Η επέκταση του σκοπού των κανόνων δικαίου για την επιβολή απέλασης των παρανόμως εισελθόντων και διαμενόντων αλλοδαπών δεν προκύπτει ούτε από την νομική φύση της απέλασης ως κυριαρχικής πράξης της Διοικήσεως ούτε από την αιτιολογική έκθεση των σχετικών νόμων[12] και δημιουργεί ευλόγως τη δεινή και μη αποδεκτή εντύπωση ότι κάθε παρανόμως εισελθών και διαμένων στην χώρα αλλοδαπός διακινδυνεύει δυνάμει και αφηρημένα τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την περιουσία, τη γενετήσια αξιοπρέπεια, την οικιακή ειρήνη και άλλα συνταγματικά αγαθά ιδιωτών. Μία τέτοια παραδοχή και ένας τέτοιος σκοπός δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας του άρθρου 2 παρ. 1 Σ. Υπό αυτή την έννοια το ΣτΕ προβαίνει σε μία μη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του σκοπού του νόμου.

  1. Η ΣτΕ 1500/2022 και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»

Οπωσδήποτε το ζήτημα της ατυχούς Μυρτώς και συγκλονιστικό είναι και τη συμπάθεια σε κάθε μέσο λογικό άνθρωπο προκαλεί. Δεν είναι μόνο η σωματική και ψυχική ταλαιπωρία της ιδίας και κυρίως το αποτέλεσμα της καθολικής, ίσως και διά βίου αναπηρίας της, είναι και η ψυχική και οικονομική ταλαιπωρία της οικογένειάς της. Η Πολιτεία αλλά και ιδιωτικοί φορείς έστερξαν στην πολυετή ιατρική περίθαλψη που επέβαλε η κρισιμότητα της κατάστασης της υγείας της και αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κοπέλα να μη χρειάζεται πλέον νοσοκομειακή περίθαλψη. Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», για το οποίο πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία, λειτούργησε εν προκειμένω. Μόνο που τα προβλήματα της άτυχης κοπέλας και της οικογένειάς της δεν σταματούν κατά την έξοδό της από το νοσοκομείο αλλά συνεχίζονται.

Το ίδιο «περί δικαίου αίσθημα», εάν υπάρχει τέτοιο ως νομική έννοια, θα έπρεπε να ικανοποιήσει ο νομοθέτης, ο οποίος έχει άμεση λαϊκή νομιμοποίηση και είναι ο γνησιότερος εκφραστής της Δημοκρατικής αρχής σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1-3 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3 Σ και να προβλέψει νομοθετικά τη δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης όχι μόνο στην περίπτωση της Μυρτώς – ατομικοί νόμοι δεν μπορεί να γίνουν δεκτοί – αλλά επ’ ευκαιρία αυτής και σε ανάλογες ακραίες περιπτώσεις. Το να αναλαμβάνει η δικαστική εξουσία, έστω και διά του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, μέσω πρωτόγνωρων νομικών κατασκευών που σηματοδοτούν αλλαγή πλεύσης της μέχρι τότε παγιωθείσας νομολογίας, να καλύψει το κενό αυτό της νομοθετικής εξουσίας δεν είναι ό,τι το καλύτερο για τις δικαιοκρατικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών.

  1. Επίλογος

Θέλω να πιστεύω ότι το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ δεν επηρεάστηκε στην έκδοση της απόφασής του από το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», το οποίο, βέβαια, δεν αποτελεί κριτήριο για την έκφραση της δικαιοδοτικής του κρίσης[13]. Σίγουρα η απόλυτη μέμψη από το Δικαστήριο της πολυετούς παράνομης συμπεριφοράς της Διοικήσεως, είτε από λόγους αβελτηρίας, είτε από λόγους αδιαφορίας, είτε κυρίως από λόγους πολιτικής σκοπιμότητας είναι ευπρόσδεκτη και – το επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά – αξιέπαινη. Κάποτε έπρεπε να ειπωθούν από επίσημη γραφίδα τα αυτονόητα. Και η αφορμή να γραφτούν αυτά ήταν μία υπόθεση που συντάραξε την κοινή γνώμη. Όμως, πέραν τούτων θα πρέπει να αναλογιστούμε τις συνέπειες μίας τέτοιας απόφασης σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις π.χ. που αφορούν παράνομες αποδράσεις κρατουμένων στις φυλακές ή και σε πιο ακραίες περιπτώσεις, παρανόμως διαφυγόντων αλλοδαπών ή και ημεδαπών σε χώρα του εξωτερικού όπου διαπράττουν ανάλογα ζημιογόνα αδικήματα. Μπορεί να γίνει δεκτή με βάση τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων που φαίνεται να αποδέχεται το Δικαστήριο, διανθισμένη με τη θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων, επειδή απέδρασε παράνομα ένας κρατούμενος ή διέφυγε παράνομα στο εξωτερικό ένας φυγόδικος ή φυγόποινος και προκάλεσε ζημία[14];

Κλείνοντας αυτό το άρθρο, θυμάμαι τον δάσκαλό μου Καθηγητή και Ακαδημαϊκό Μιχάλη Σταθόπουλο στις παραδόσεις του Γ΄ εξαμήνου της Νομικής Αθηνών του Γενικού Ενοχικού Δικαίου, να μας εξηγεί την απόρριψη της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων μεταξύ άλλων και με το επιχείρημα ότι η αυστηρή και συνεπής εφαρμογή της μπορεί να οδηγήσει τελικά στον Αδάμ και την Εύα.

*Χαράλαμπος Τσιλιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος

Υποσημειώσεις:

* Το παρόν άρθρο γράφεται έχοντας υπόψη μόνο την περίληψη των βασικότερων σκέψεων της υπό σχολιασμό απόφασης, όπως δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του ΣτΕ – http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/ste/pageste/epikairotita/apofaseis?centerWidth=65%25&contentID=DECISION-TEMPLATE1657712899530&leftWidth=0%25&rigthWidth=35%25&showFooter=false&showHeader=true&_adf.ctrl-state=bqhm8edvv_4&_afrLoop=38338037779712613#!%40%40%3F_afrLoop%3D3833803777971261, χωρίς να γνωρίζω το πλήρες περιεχόμενό της και με την επιφύλαξη αυτή.

[1] Από τις αντιδράσεις που μπορώ να αντλήσω από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αλλά και τον περίγυρό μου, μπορώ να διαπιστώσω ότι την απόφαση υποδέχθηκαν θετικά περισσότερο οι μη νομικοί, ενώ αντίθετα οι τελευταίοι και ιδιαίτερα οι θεραπεύοντες τον κλάδο του Δημοσίου Δικαίου την υποδέχθηκαν τουλάχιστον με σκεπτικισμό.

[2] Βλ. την κριτική που ασκεί στην απόφαση με ανακοίνωσή της η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, The Coller 22.7.2022, διαθέσιμο σε: Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: Επικίνδυνο το σκεπτικό του ΣτΕ με την οποία αποζημιώνεται από το ελληνικό Δημόσιο η Μυρτώ (thecaller.gr).

[3] Βλ. Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Ε΄ Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018, § 8,, αρ. περ. 117 επ., σελ. 583 επ., Α. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Γενικός Μέρος 2η Έκδοση, Αθήνα 2015, αρ. περ. 24.

[4] Βλ. μεταξύ πολλών ΑΠ Ολ 18/2004 ΧρΙΔ 2004/932, ΑΠ Ολ 354/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[5] Πρβλ. μεταξύ άλλων Μ. Σταθόπουλος, όπ. παρ. (υποσημ. 4), § 8,, αρ. περ. 125 επ., σελ. 588 επ., Α. Γεωργιάδης, όπ. παρ. (υποσημ.), αρ. περ. 30.

[6] Πάντως, σε κάποιες περιπτώσεις και χωρίς να εγκαταλειφθεί η θεωρία της πρόσφορης αιτίας αλλά ως συμπλήρωσή της και για να περιοριστεί η έκταση της ευθύνης από την αμιγή εφαρμογή της θεωρίας αυτής, έχει παρεισφρήσει σε δικαστικές αποφάσεις και η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου – πρβλ. Μ. Σταθόπουλος, ibidem, αρ. περ. 132.

[7] Βλ. Μ. Σταθόπουλος, ibidem, αρ. περ. 125 σελ. 588.

[8] Έτσι Μ. Σταθόπουλος, ibidem, αρ. περ. 127, σελ. 589.

[9] Βλ. ΣτΕ (Α΄ Τμήμα) 285/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ (Α΄ Τμήμα) 451/2013 ΔιΔικ 2013, σελ. 1073, ΣτΕ (Α΄ Τμήμα) 1482/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[10] Πρβλ. Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έβδομη Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, αρ. περ. 1433, Π. Παυλόπουλος, Η αστική ευθύνη του δημοσίου κατά του κανόνες του δημόσιου δικαίου, σε: Α. Γέροντας/Σ. Λύτρας/Π. Παυλόπουλος/Γ. Σιούτη/Σ. Φλογαΐτης, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Δ΄ Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 462, Ι. Μαθιουδάκης, Η αστική ευθύνη του Κράτους από υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, 2006, σελ. 310.

[11] Είναι διαφορετικό το ζήτημα της μεταχείρισης των υπό έλεγχο αλλοδαπών από τα αστυνομικά όργανα, ο οποίος βεβαίως θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το πρωτόκολλο και με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματά τους και κυρίως τη ζωή, σωματική ακεραιότητα, τιμή, αξιοπρέπεια και προσωπικότητά τους. Εάν ο τρόπος του ελέγχου είναι παράνομος, αυτό δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος δεν μπορεί και δεν πρέπει να διενεργηθεί με διαφορετικό, νόμιμο τρόπο.

[12] Από την περικοπή της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 3386/2005 που παραθέτει η απόφαση δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.

[13] Πρβλ. Α. Γεωργιάδης «Κοινή γνώμη», «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα» και απονομή δικαιοσύνης, ΔτΑ 2021, σελ. 245, Α. Ράντος, Κοινή γνώμη και απονομή δικαιοσύνης. Το «λαϊκό αίσθημα» στην απονομή της Δικαιοσύνης, ibidem, σελ. 261, Σ. Βλαχόπουλος, Απονομή της δικαιοσύνης και λαϊκό αίσθημα, idibem, σελ. 273.

[14] Πρβλ. σχετικά τα παραδείγματα που δίνει ο Ι. Μαθιουδάκης, όπ. παρ. (υποσημ. 11), σελ. 312, υποσημ. 774 και 776 (εκεί) από την νομολογία του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ